Συλλεγμένα καὶ μεταφρασμένα εἰδικὰ γιὰ τὸ περιοδικὸ Ἐποπτεία, τ.20, σελ.224-229
Καὶ ἰδοὺ τότε ὁποὺ φανερώθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ τῆς ἔλεγε Ἄννα, Ἄννα, ὁ Κύριος τὴν εἰσάκουσε τὴ θερμή σου παράκληση, καὶ θὰ πιάσεις παιδὶ καὶ θὰ γεννήσεις, καὶ τὸ σπέρμα σου θὰ πάει ἄκουσμα στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Καὶ ἡ Ἄννα τοῦ ἀποκρίθηκε σύγκορμη· δοξάζω τὸν Κύριο καὶ Θεό μου τὸν ὁλοζώντανο καί, θὲς γεννήσω σερνικό, θὲς κοπελούδα, θὰν τὸ προσφέρω δῶρο μου ὁλόψυχο σὲ κείνονε καὶ θἆναι στὸ ἅγιο θέλημά του κρεμάμενο ἐπιζωῆς τὸ παιδί μου. Καὶ ἰδοὺ τότε ὁποὺ φανῆκαν δύο ἄγγελοι σ᾿ αὐτήνε καὶ τῆς ἔλεγαν· ἰδοὺ λοιπόν, ὦ εὐσεβέστατη γυναίκα, νάτος ὁ ἄντρας σου ὁ Ἰωακείμ, ἔρχεται μὲ τὰ κουδουνιστὰ κοπάδια του. Τὸν εἶχε στ᾿ ἀλήθεια εἰδοποιήσει κι αὐτόνε ἄλλος ἄγγελος Κυρίου λέγοντας· Ἰωακείμ, Ἰωακείμ, ὁ Κύριος τὴν εἰσάκουσε τὴ θερμή σου παράκληση· πάρε τὰ κοπάδια σου καὶ ροβόλα κατὰ κάτω· μάθε τὴν ὥρα τούτη τὸ χαρμόσυνο νέο, πὼς ἡ γυναῖκα σου ἡ Ἄννα θὰ φουσκώσει μὲ ἡλιόκαρπο τὴ γαστέρα της. Καὶ κατέβηκε ὁ Ἰωακεὶμ καὶ κάλεσε καὶ τοὺς ἄλλους τσοπαναραίους, ὅλους ἐκείνους ὁποὺ τοὺς εἶχε στὴ δική του δούλεψη, καὶ τοὺς εἶπε· γιὰ φέρτε μου δῶ πέρα μία δεκαριὰ ἀπείραχτες, παρθενικὲς ἀμνάδες, γιὰ νὰν τὶς κάνω ταπεινή μου προσφορὰ στὸν Κύριο καὶ Θεό μου· κι ἀκόμη φέρτε μου, δώδεκα τοὺς θέλω, μόσχους ἁπαλούς, γιὰ νὰν τοὺς κάνω χάρισμα χαρᾶς στοὺς ἱερεῖς καὶ στοὺς σοφούς μας τοὺς γερόντους· κι ἀκόμη φέρτε μου καὶ γίδια ἑκατὸ γιὰ τὸν κοσμάκη. Καὶ νὰ λοιπὸν ὁ Ἰωακεὶμ ὁποὺ ἔφτασε μαζὶ μὲ τὰ κοπάδια του, καὶ ἡ Ἄννα ἐστάθη στὴν ἐξώπορτα καὶ τὸν εἶδε ποὺ ἐρχότανε, καὶ τρέχοντας κοντά του κρεμάστηκε στὸ λαιμό του ἀηδονολαλώντας· τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ τὴ χόρτασα σήμερα· γιατί νά ῾με ἐγὼ ἡ χήρα ποὺ δὲν εἶμαι πιὰ χήρα καὶ ἡ ἄτεκνη ποὺ θὰ φουσκώσει μὲ ἡλιόκαρπο τὴ γαστέρα της. Καὶ τότε τρισευτυχισμένος ἐμπῆκε στὸ θεοφοβούμενο σπίτι του καὶ ἀναπαύτηκε γιομάτος ἀνακούφιση ἐκείνη τὴν ὄμορφη μέρα.
Καὶ τὴν ἄλλη μέρα πρόσφερε τὰ δῶρα του λέγοντας ἀπὸ μέσα του· τὸ σκέπασμα τῆς κεφαλῆς τοῦ ἱερέα θὰ μοῦ δείξει μὲ τὴ θεία λάμψη του τὴν εὐμένεια σὲ μένα τοῦ Κυρίου. Καὶ πρόσφερε τὰ δῶρα τοῦ γιομάτος εὐλάβεια ὁ Ἰωακείμ, ἔχοντας ὅλη του τὴν προσοχὴ στραμένη στὸ σκέπασμα τῆς κεφαλῆς τοῦ ἱερέα, καθὼς ἀνέβηκε στὸ ἅγιο θυσιαστήριο, καὶ εἶδε καὶ κατάλαβε πὼς καμιὰ δὲν τόνε βάραινε ἁμαρτία. Καὶ εἶπε τὴν ὥρα κείνη ὁ Ἰωακείμ· τώρα τὸ ἔμαθα πὼς μὲ σπλαχνίστηκε ὁ Κύριος, ὁποὺ μοῦ δώρησε τὴν ἄφεση ἀπ᾿ ὅλα μου τ᾿ ἁμαρτήματα. Καὶ τότε βγῆκε ἀπ᾿ τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου νιώθοντας τὸν ἑαυτό του πεντακάθαρο καὶ γύρισε στὸ θεοφοβούμενο σπιτικό του. Καὶ οἱ μῆνες τῆς ἐγκυμοσύνης ὁλοκληρώθηκαν καὶ τὸν ἔνατο μήνα ἡ Ἄννα γέννησε τὸ παιδί της. Καὶ εἶπε στὴ μαμὴ ἡ Ἄννα· γιὰ πές μου τί εἶναι τὸ παιδί; καὶ ἐκείνη τῆς εἶπε· κοπελούδα. Καὶ ἡ Ἄννα καταχάρηκε λέγοντας· ἡ ψυχή μου μεγαλύνθηκε σήμερα· καὶ πῆρε δίπλα της τὸ νήπιο στὸ κρεβάτι. Καὶ ὅταν ὁλοκληρώθηκαν οἱ μέρες καὶ παστρεύτηκε ἡ Ἄννα, τότε ἔδωκε τὸ μαστὸ γιὰ νὰ βυζάξει τὸ κοριτσάκι, ὁποὺ τοῦ δόθηκε τὸ ὄνομα Μυριάμ.
Ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα τὸ κοριτσάκι μεγάλωνε κι ὅταν ἔγινε ἕξι μηνῶν τὸ πῆρε ἡ μητέρα του καὶ τὸ ἔστησε ὄρθιο χάμω, γιὰ νὰ ἰδεῖ ἂν μπόρηγε νὰ στέκεται μόνο του. Καὶ τὸ παιδάκι κάνοντας ἑφτὰ βήματα ἦρθε καὶ ἔπεσε στὴν ἀγκαλιά της. Καὶ τὸ ἅρπαξε φιλόστοργα στὰ χέρια της λέγοντας· δοξάζω τὸν Κύριο καὶ Θεό μου τὸν ὁλοζώντανο, καὶ δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσω κόρη μου νὰ περπατήσεις ἀπάνω σὲ τούτηνε τὴ γῆ, πριχοῦ σὲ πάω στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ ἔκανε ἁγίασμα στὴν κρεβατοκάμαρη τῆς κοπελούδας καὶ ὁ,τιδήποτε ἄσχημο κι ἀκάθαρτο δὲν τ᾿ ἄφηνε νὰ τὸ περάσουν ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ δωμάτιο· καὶ κάλεσε παρθένες κι ἀνέγγιχτες ἑβραιοποῦλες γιὰ νἄχουν τὴ λάτρα τῆς μικρῆς καὶ καμιὰ περιποίηση νὰ μὴν τῆς λείψει. Ὥσπου ἔγινε ἑνοῦ χρονοῦ τὸ κοριτσάκι καὶ ἔκανε γιορτάσι μεγάλο ὁ Ἰωακείμ, ὁποὺ προσκάλεσε τοὺς ἱερεῖς καὶ γραμματεῖς μαζὶ μὲ τοὺς σοφοὺς γερόντους καὶ ὅλο τὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ ζύγωσε στοὺς ἱερεῖς ὁ Ἰωακεὶμ τὴν κοπελούδα καὶ ἐκεῖνοι τὴν εὐλόγησαν λέγοντας· ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, εὐλόγησε τὴν κοπελούδα τούτη καὶ δῶσε σ᾿ αὐτὴν ἕνα ὄνομα ποὺ νἆναι ὀνομαστὸ σὲ ὅλες τὶς γενεές. Καὶ φώναξε ὅλος ὁ λαὸς τὴν ὥρα κείνη· γένοιτο, γένοιτο, ἀμήν. Καὶ ὕστερα τήνε ζύγωσε στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ἐκεῖνοι τὴν εὐλόγησαν λέγοντας· ὁ Θεὸς τῶν ὑψωμάτων, ἐπίβλεψε σ᾿ αὐτὴ τὴν κοπελούδα καὶ εὐλόγησέ τη μὲ τὴν ἔσχατην εὐλογία σου, ἐκείνη ὁποὺ δὲν ἔχει παραπέρα. Καὶ τότε τὴν πῆρε ἡ μητέρα της καὶ τὴν ξανάφερε στὸ ἁγίασμα τῆς κρεβατοκάμαρης, καὶ τῆς ἔδωκε τὸ μαστὸ γιὰ νὰ βυζάξει. Καὶ ἔκανε τραγούδι στὸν Κύριο καὶ Θεό της ἡ Ἄννα λέγοντας· θὰ τραγουδήσω ἱερὴ ᾠδὴ στὸν Κύριο καὶ Θεό μου, ὁποὺ μὲ ἐπισκέφτηκε μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ σάρωσε ἀπὸ πάνω μου τὰ κακολογήματα τῆς ἔχθρητας· καὶ μοῦ ἔδωκε ὁ Κύριος καρπό, ποὺ τὸν νιώθω σὰν χάρισμα τῆς μεγάλης του δικαιοσύνης, μονοούσιο καὶ πολυπλούσιο κατάντικρυ στὴ δοξασμένη του παρουσία. Ποιὸς θὰ ἀναγγείλει τὸ χαρμόσυνο νέο στοὺς υἱοὺς τοῦ Ρουβίμ, πῶς ἡ Ἄννα θηλάζει; ἀκοῦστε με, λοιπόν, ἀκοῦστε μέ, οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, ἀκοῦστε πὼς ἡ Ἄννα θηλάζει. Καὶ ἔβαλε τὴν κορούλα της νὰ πλαγιάσει στὴν κρεβατοκάμαρη τοῦ ἁγιάσματος, καὶ βγῆκε πάλι καὶ φρόντιζε τοὺς καλεσμένους σὲ κεῖνο τὸ γιορτάσι, ποὺ μετὰ τὸ δεῖπνο ἀποχώρησαν γιομάτοι εὐφροσύνη καὶ δοξάζοντας τὸ Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ.
Ἡ παιδίσκη ὁλοένα μεγάλωνε, τὸ κύλισμα τοῦ χρόνου πρόσθετε τοὺς μῆνες ἀπάνω στὸ κορμάκι της, κι ὅταν ἔγινε δύο χρονῶν, τότε λέει ὁ πατέρας της ὁ Ἰωακείμ· ἂς τὴν πᾶμε τώρα στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση ποὺ δώσαμε στὸν Κύριο, μὴ κι ἂν δὲν πᾶμε μᾶς ἀποστρέψει τὸ πρόσωπο καὶ δὲν τὸ κάνει καλοδεχούμενο τὸ δῶρο μας. Καὶ ἡ Ἄννα τοῦ ἀποκρίθηκε· ἂς περιμένουμε νὰ γίνει τριῶν χρονῶν τὸ κοριτσάκι μας, νὰ μὴ γυρεύει τὸν πατέρα ἢ τὴ μάνα. Καὶ εἶπε ὁ Ἰωακείμ· ἂς περιμένουμε. Καὶ ἔγινε τριῶν χρονῶν ἡ παιδίσκη, καὶ εἶπε ὁ Ἰωακείμ· φωνάχτε μου τὶς παρθένες κι ἀνέγγιχτες ἑβραιοποῦλες κι ἂς πάρει νὰ κρατεῖ μίαν ἀναμμένη λαμπάδα ἡ καθεμιά τους, γιὰ νὰ μὴν κάνει πίσω τὸ κορίτσι καὶ νὰ προχωρήσει πρὸς τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου μὲ τὴν καρδιά του κυριεμένη ἀπ᾿ τὴν ἱερότητα. Καὶ ἔκαναν ὅπως τοὺς εἶπε καὶ ἔφτασαν καὶ μπῆκαν στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ ἐκεῖ τὴν ὑποδέχτηκε τὴν παιδίσκη ὁ ἱερέας, πού, ἀφοῦ πρῶτα τὴ φίλησε, τὴν εὐλόγησε ὕστερα καὶ εἶπε· ὁ Κύριος ἔχει κάνει μεγάλο τ᾿ ὄνομά σου σὲ ὅλες τὶς γενεές· μὲ σένα θὰ φανερώσει μία μέρα ὁ Κύριος τὴ λύτρωση τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ὅταν ἔρθει ἡ ὑπερκόσμια καὶ μητρική σου ὥρα. Καὶ τὴν ἔβαλε στὸ τρίτο σκαλοπάτι στὸ θυσιαστήριο καὶ δέχτηκε τὴ χάρη τοῦ Κυρίου ἡ παιδίσκη, καὶ ὅπως ἤτανε καθισμένη ἔκανε μὲ τὰ πόδια της ὡσὰν νὰ χόρευε χαρούμενες κινήσεις, καὶ ὅλος ὁ κόσμος τῆς ἔδειξε μίαν ἀτέλειωτη ἀγάπη.
Καὶ ἐβγήκαν οἱ γονεῖς τῆς παιδίσκης ἀπ᾿ τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου θαυμάζοντας καὶ αἰνώντας τὸν οὐράνιο δεσπότη, ποὺ ἡ μικρὴ δὲν ἔκανε πίσω, μὰ ἀντίθετα, στάθηκε τόσο δεχτικὴ στὴν ἱερότητα, παρὰ τὴ νηπιακή της ἡλικία. Καὶ ἐζοῦσε ἡ Μαρία στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου σὰν ἄσπιλη περιστέρα, τσιμπολογώντας ἀπὸ χέρι ἀγγέλου τὴν τροφή της. Καὶ ὅταν κύλησαν δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια, ὁποὺ ἔζησε μέσα στὸ ναό, τὸ ἱερατεῖο ἔκανε συμβούλιο καὶ διερωτήθηκαν· τί τώρα θὰ κάνουμε γι᾿ αὐτήν, ὁποὺ μπορεῖ σὰν θηλυκὸ νὰ μιάνει τὸ ἁγίασμα τοῦ Κυρίου; Καὶ εἶπαν τοῦ ἀρχιερέα οἱ ἱερεῖς· ἐσὺ ὁποὺ εἶσαι ὁ ὑπέρτερος ἀπάνω στὸ θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου, ἔμπα καὶ κᾶνε προσευχὴ γι᾿ αὐτὴ τὴν κοπελούδα, κι ὅ,τι σου φανερώσει ὁ Κύριος, αὐτὸ καὶ θὰ πράξουμε. Καὶ ἐμπῆκε ὁ ἀρχιερέας, φορώντας τὸ μὲ δώδεκα κουδούνια δεσποτικό του ἱμάτιο, στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, καὶ προσευχήθηκε γιὰ τὴν παιδούλα. Καὶ ἰδοὺ τὴν ὥρα κείνη ὁποὺ φανερώθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ ἔλεγε στὸν ἀρχιερέα· Ζαχαρία, Ζαχαρία, ἔβγα καὶ σύναξε ὅλους ἐκείνους ὁποὺ χηρεύουν ἀπ᾿ τὸ λαό σου, καὶ στεῖλε μήνυμα νὰ φέρουν ὅλοι τους ἀπὸ ἕνα ραβδί, καὶ σ᾿ ὅποιονε φανερώσει τὸ σημάδι του ὁ Κύριος, ἐκεῖνος θὲ νὰ πάρει γιὰ γυναίκα τοῦ τὸ κοράσι. Καὶ ἐβγήκαν οἱ κήρυκες καὶ διαλάλησαν τὸ κάλεσμα σ᾿ ὁλάκερη τριγύρω τὴν Ἰουδαία, κι ἀκούστηκε ἡ σάλπιγγα τοῦ Κυρίου, καὶ τρέξαν ὅλοι τους ἀπὸ ὁλόγυρα οἱ χηρευάμενοι.
Καὶ ρίχνοντας χάμω τὸ σκεπάρνι του ἐβγῆκε κι ὁ Ἰωσὴφ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους. Κι ἀφοῦ καλοσυνάχτηκαν ὅλοι τους ἀπὸ ὁλόγυρα, ἐξεκίνησαν γιὰ νὰ πᾶνε στὸν ἀρχιερέα, κρατώντας ὁ καθένας τὸ ραβδί του. Καὶ παίρνοντας τὰ ραβδιά τους ὀλωνῶν ὁ ἀρχιερέας, ἐμπῆκε μ᾿ αὐτὰ στὸ ἱερὸ καὶ προσευχήθηκε. Κι ἀφοῦ περάτωσε τὴν προσευχή του τὴν ὁλόψυχη, παίρνει μαζί του τὰ ραβδιὰ καὶ βγαίνοντας τοὺς τὰ δίνει πάλι. Καὶ σημάδι στὰ ραβδιὰ δὲν ἔδειξε κανένα ὁ Κύριος. Κι ὁ Ἰωσὴφ ἤτανε κεῖνος ὁποὺ ἐπῆρε τὸ τελευταῖο ραβδί. Καὶ ἰδοὺ τότε ὁποὺ ἐβγῆκε ἀπ᾿ τὸ δικό του τὸ ραβδὶ μία περιστέρα, ὁποὺ φτερούγισε καὶ κάθησε στὸ κεφάλι τοῦ Ἰωσήφ. Καὶ εἶπε στὸν Ἰωσὴφ ὁ ἱερέας· ἐσένα σοῦ ἔπεσε ὁ κλῆρος γιὰ νὰ πάρεις τὴν παρθένα τούτη-δῶ τοῦ Κυρίου. Κι ὁ Ἰωσὴφ ἀντιλέγοντας εἶπε· μὰ ἔχω γυιοὺς νεανίσκους καὶ εἶμαι μεγάλος γι᾿ αὐτὴ τὴ μικρὴ κορασίδα· φοβᾶμαι πὼς θὰ γίνω ὁ περίγελως τοῦ κόσμου. Καὶ εἶπε στὸν Ἰωσὴφ ὁ ἱερέας· τὸν Κύριο καὶ Θεό σου νὰ φοβᾶσαι, κι ἀναθυμήσου τρομάζοντας μὲ πόση σκληρότητα τιμωρήθηκαν ἀπ᾿ τὸν Κύριο οἱ Δαθὰν καὶ Ἀβειρὼν καὶ Κορέ, τὸ πῶς ἡ γῆ διχάστηκε στὰ δύο καὶ τοὺς κατάπιε σὰν θεριὸ γιὰ τὴν ἀντιλογία τους. Γι᾿ αὐτὸ τὴν ὥρα τούτη στοχάσου μὲ φόβο Ἰωσὴφ τὸν Κύριο, μήπως μία τέτοια συμφορὰ χτυπήσει καὶ τὸ σπίτι τὸ δικό σου. Καὶ τὸν ἔπιασε φόβος μεγάλος τὸν Ἰωσὴφ καὶ ἐπῆρε μαζί του τὴν κορασίδα στὸ σπιτικό του. Καὶ εἶπε στὴ Μαριὰμ ὁ Ἰωσήφ· ἰδοὺ ὁποὺ ἐγὼ σὲ ἐπῆρα στὸ σπίτι μου ἀπ᾿ τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου, καὶ τώρα θὲ νὰ σ᾿ ἀφήσω μοναχὴ στὸ σπίτι, γιατὶ πρέπει νὰ πάω γιὰ δουλειὰ στὶς οἰκοδομές, κι ὅταν ἀποστερέψω τὴ δουλειά μου θὲ νὰ γυρίσω πίσω σὲ σένα· στὸ μεταξὺ θὰ σὲ ἔχει στὴ φύλαξή του ὁ Κύριος.
Καὶ ἔγινε συμβούλιο τῶν ἱερέων ὁποὺ ἐλέγασι· νὰ ὑφάνουμε σκέπασμα στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ εἶπε τότε ὁ ἱερέας· φωνάχτε μου παρθένες ἀνέγγιχτες ποὺ νἆναι ἀπ᾿ τὴ φάρα τοῦ Δαυίδ. Καὶ ἐβγῆκαν οἱ ὑπερέτες γυρεύοντας καὶ εὑρῆκαν ἑφτὰ παρθένες. Κι ἀναθυμήθηκε τότε ὁ ἱερέας ἐκεῖνο τὸ κοράσι τὴ Μαριὰμ ὁποὺ ἤτανε ἀπ᾿ τὴ φάρα τοῦ Δαυίδ, καὶ ἤτανε κι ἀνέγγιχτη παρθένα ἀφιερωμένη στὸν Κύριο. Καὶ ἐβγήκαν οἱ ὑπερέτες καὶ ἐπήγασι καὶ τὴν ἔφεραν καὶ ἐκείνη. Κι ὅλες μαζὶ τὶς ὁδηγῆσαν ὕστερα μέσ᾿ τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ εἶπε τότε ὁ ἱερέας· βάλετε κλῆρο γιὰ τὸ ποιὰ θὰ γνέσει τὸ χρυσὸ καὶ ποιὰ τὸ ἀμίαντο, ποιὰ θὰ γνέσει τὸ βύσσινο καὶ ποιὰ τὸ μεταξένιο, καὶ ποιὰ τὸ ὑακίνθινο καὶ ποιὰ τὸ κόκκινο καὶ τὴν ἀληθινὴ πορφύρα. Καὶ ἔλαχε στὴ Μαριὰμ ἡ ἀληθινὴ πορφύρα καὶ τὸ κόκκινο, καὶ παίρνοντας μαζί της τὰ ὁποὺ τῆς ἔλαχαν γιὰ γνέσιμο γύρισε ὀπίσω στὸ σπιτικό της. Καὶ ἤτανε ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁποὺ ἔμεινε ἄλαλος ὁ Ζαχαρίας κι ὡσότου νὰ ξαναποχτήσει τὴ φωνή του τὸν ἀντικατάστησε στὸ ναὸ ὁ Σαμουήλ. Καὶ ἡ Μαριὰμ ἀρχίνησε νὰ κλώθει δουλεύοντας τὸ κόκκινο.
Καὶ ἐπῆρε τὴ στάμνα καὶ ἐπῆγε γιὰ νερὸ στὴ βρύση· καὶ ἰδοὺ τότε ὁποὺ ἀκούστηκε φωνὴ ὁποὺ τῆς ἔλεγε· χαῖρε ἐσὺ ἡ χαριτωμένη, μαζί σου εἶν᾿ ὁ Κύριος· εὐλογημένη εἶσ᾿ ἐσὺ ἀνάμεσα σὲ ὅλες τὶς γυναῖκες. Καὶ ἐθώρηγε ζερβόδεξα νὰ καταλάβει πούθενες ἐρχότανε ἐκείνη ἡ φωνή. Καὶ τὴν ἔπιασε μεγάλος τρόμος καὶ γύρισε ὀπίσω στὸ σπιτικό της καὶ ἀπόθεσε τὴ στάμνα, καὶ παίρνοντας τὴν πορφύρα στὰ χέρια τῆς ἀρχίνησε νὰν τὴ γνέθει ἀπάνω στὸ θρονί της. Καὶ ἰδοὺ τότε ὁποὺ φάνηκεν ἐμπροστά της ἄγγελος Κυρίου ὁποὺ τῆς ἔλεγε· μὴ νιώθεις μέσα σου κανένα φόβο Μαριάμ· ἐσὺ εἶσαι ἐκείνη ὁποὺ εὑρῆκες τὴ χάρη κατάντικρυ στὴν ὁλόφωτη κι ἀνέσπερη δόξα τοῦ οὐράνιου δεσπότη...
κι ὁ Θεὸς ἀπόστειλε τὸν ἄγγελο Γαβριὴλ σὲ πόλη τῆς Γαλιλαίας, ὁποὺ λεγότανε Ναζαρέτ, ὁποὺ ἐκεῖ ἤτανε μία παρθένα ἀρραβωνιασμένη μ᾿ ἕναν ἄντρα, ὁποὺ λεγότανε Ἰωσήφ, ἀπόγονο τοῦ Δαυίδ, καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένας ἤταμε Μαριάμ. Καὶ μπαίνοντας ὁ ἄγγελος ἀπευθύνθηκε πρὸς αὐτὴ λέγοντας· χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου· εὐλογημένη εἶσαι ἐσὺ ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες. Καὶ ἐκείνη βλέποντας τὸν ταράχτηκε ἀπ᾿ τὰ λόγια του καὶ διαλογιζότανε τί νὰ ἐσήμαινε ἄραγε αὐτὸς ὁ χαιρετισμός. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν ὁ ἄγγελος· μὴ νιώθεις κανένα φόβο Μαριάμ, γιατί ἐσένα σοῦ δόθηκε ἀπ᾿ τὸ Θεὸ ἡ χάρη· καὶ νά, ὁποὺ ἐσὺ θὰ συλλάβεις καὶ θὰ γεννήσεις υἱό, καὶ θὰν τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα Ἰησοῦς. Αὐτὸς θὰ γίνει μεγάλος καὶ υἱὸ τοῦ ὑψίστου θὰ τὸν ὀνομάσουν, καὶ θὰν τοῦ δώσει ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τὸ θρόνο τοῦ Δαυὶδ τοῦ πατέρα του, καὶ θὰ βασιλέψει στὸν οἶκο Ἰακὼβ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, καὶ ἡ βασιλεία του δὲν πρόκειται ποτὲ νἅβρει τέλος. Καὶ ἡ Μαριὰμ εἶπε πρὸς τὸν ἄγγελο· πῶς θὰ μοῦ γίνει αὐτὸ τὸ πράγμα ἐμένανε, ὁποὺ ἄντρα δὲν γνωρίζω; Καὶ ὁ ἄγγελος ἀποκρινόμενος τῆς εἶπε· Πνεῦμα Ἅγιο θὲ νἄρθει μέσα σου καὶ δύναμη τοῦ ὑψίστου θὰ σὲ ἐπισκιάσει· γι᾿ αὐτὸ καὶ θἆναι τὸ γέννημά σου ἅγιο καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ θὲ νἆναι τὸ ὄνομά του. Κύττα καὶ ἡ Ἐλισάβετ ἡ συγγένισσά σου, ἔχει πιάσει παιδὶ καὶ αὐτὴ στὰ γεράματά της, καὶ εἶναι κιόλας στὸν ἕκτο μήνα, αὐτὴ ἡ λεγόμενη στείρα· γιατὶ δὲν ὑπάρχει ρῆμα ποὺ νὰ εἶναι γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἀδύνατο. Καὶ εἶπε ἡ Μαριάμ· ἰδοὺ ἐγὼ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου· ἂς γίνει σ᾿ ἐμένανε ὅ,τι εἶπαν τὰ λόγια σου. Καὶ ὁ ἄγγελος ἀποχώρησε ἀφήνοντάς την.
Σχετικὰ τώρα μὲ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὰ πράγματα ἔγιναν ὡς ἑξῆς: Ἡ μητέρα του Μαρία, μετὰ τὸν ἀρραβώνα της μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ προτοῦ νὰ ὑπάρξη συνεύρεση μεταξύ τους, ἔμεινε ἔγκυος ἀπ᾿ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Κι ὁ ἄντρας της ὁ Ἰωσήφ, ὄντας ἄνθρωπος δίκαιος καὶ μὴ θέλοντας νὰν τὴν ἐκθέσει, ἐσκέφθηκε νὰν τὴ διώξει κρυφά. Καὶ ἐνῶ στοχαζότανε τὸ πρᾶγμα αὐτὸ τοῦ φανερώθηκε ἄγγελος Κυρίου στὸ ὄνειρό του καὶ τοῦ ἔλεγε· Ἰωσήφ, ἀπόγονε τοῦ Δαυίδ, μὴ νιώθεις κανένα φόβο νὰ παραλάβεις τὴ γυναίκα σου Μαριάμ· ἡ κύησή της ἔχει γίνει ἀπ᾿ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννήσει θἆναι ἀγόρι καὶ θὰν τοῦ δώσει τὸ ὄνομα Ἰησοῦς· αὐτὸ τὸ ἀγόρι θὰ σώσει τὸ λαό του ἀπ᾿ τὴ μοίρα τῆς ἁμαρτίας. Κι αὐτὸ ὅλο ἔγινε σὲ ἐκπλήρωση ἐκείνου ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη· ἰδοὺ ἡ παρθένος θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει υἱόν, ὁποὺ θὰ πάρει τὸ ὄνομα Ἐμμανουήλ, ὁποὺ σημαίνει· ὁ Θεὸς μαζί μας. Καὶ ὅταν σηκώθηκε ὁ Ἰωσὴφ ἀπ᾿ τὸν ὕπνο ἔκανε ὅπως ἀκριβῶς τὸν πρόσταξε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου καὶ παράλαβε τὴ γυναίκα του καὶ δὲν εἶχε καμμία σχέση μαζί της ἑωσότου ἐκείνη ἐγέννησε τὸν υἱό της τὸν πρωτότοκο καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς.
Κι ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐγεννήθηκε στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλέα Ἡρώδη, ἰδοὺ ὁποὺ μάγοι καταφτάσαν στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπ᾿ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς λέγοντας· ποῦ βρίσκεται ὁ βασιλέας τῶν Ἰουδαίων ὁποὺ ἐγεννήθηκε; ἐμεῖς εἴδαμε στὴν ἀνατολὴ τὸ ἀστέρι του καὶ ἤρθαμε νὰ τὸν προσκυνήσουμε. Τότε ὁ βασιλέας Ἡρώδης ὅταν ἄκουσε αὐτὴ τὴν εἴδηση ταράχθηκε καὶ μαζί του καὶ ὅλη ἡ πόλη τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἐσύναξε ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ρωτώντας νὰ μάθει γιὰ τὸ ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Καὶ ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίθηκαν· στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. Ἔτσι ἤτανε εἰπωμένο μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη· καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ τοῦ Ἰούδα, δὲν εἶσαι διόλου ἐλάχιστη ἀνάμεσα στοὺς ἡγεμόνες Ἰούδα· γιατὶ ἀπὸ σένα θὰ προέλθει ὁ ἡγέτης ποὺ θὰ ποιμάνει τὸ λαό μου τὸν Ἰσραήλ. Τότε ὁ Ἡρώδης, ἀφοῦ κάλεσε κοντὰ τοῦ τοὺς μάγους, ἐξακρίβωσε ἀπὸ αὐτοὺς τὸ χρόνο τοῦ φαινομένου μὲ τὸν ἀστέρα καὶ στέλνοντας αὐτοὺς στὴ Βηθλεὲμ τοὺς εἶπε· πηγαίνετε ἐκεῖ καὶ μάθετε μὲ κάθε λεπτομέρεια γιὰ τὸ παιδί, ποὺ ὅταν τὸ ἀνακαλύψετέ μου τὸ ἀναγγέλετε, ὥστε ἐρχόμενος καὶ ἐγὼ νὰ τὸ προσκυνήσω. Καὶ οἱ μάγοι ἀκούσαντας τὸ βασιλέα ἐπήγασι· καὶ ἰδοὺ τὸ ἀστέρι ὁποὺ εἶχαν ἀντικρύσει κατὰ τὴν ἀνατολή, ἰδοὺ λοιπὸν ὁποὺ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν πορεία τους, ἑωσότου ἦρθε καὶ ἐστάθηκε ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ μέρος ὅπου βρισκότανε τὸ νεογέννητο. Καὶ ὅταν εἶδαν ἀποπάνω τους τὸ ἀστέρι χάρηκαν χαρὰ μεγάλη κι ἀρίφνητη καὶ μπαίνοντας μέσα στὸ σπίτι συναντικρύζουν τὸ νεογέννητο μὲ τὴ μητέρα του Μαρία καὶ πέφτοντας στὰ γόνατα τὸ προσκυνῆσαν, κι ἀνοίγοντας τοὺς θησαυρούς τους οἱ μάγοι προσφέραν δῶρα σ᾿ αὐτό, χρυσάφι καὶ λίβανο καὶ σμύρνα· καὶ παίρνοντας θεία εἰδοποίηση στὸ ὄνειρό τους νὰ μὴν ξαναγυρίσουν στὸν Ἡρώδη, τότενες ἀπὸ ἄλλο δρόμο γιὰ τὸν τόπο τους ἀναχώρησαν.
Κι ὅταν οἱ μάγοι ἀναχώρησαν, τότε ἕνας ἄγγελος τοῦ Κυρίου φανερώθηκε στὸν Ἰωσὴφ στὸ ὄνειρό του καὶ τοῦ ἔλεγε· ἐγειρόμενος ἀπ᾿ τὸν ὕπνο νὰ παραλάβεις τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ νὰ φύγεις γιὰ τὴν Αἴγυπτο, μένοντας ἐκεῖ πέρα μέχρι ποὺ ἐγὼ θὰ σὲ εἰδοποιήσω καὶ τοῦτο γιατί ὁ Ἡρώδης πρόκειται νὰ ἀναζητήσει τὸ νεογέννητο μὲ σκοπὸ νὰν τὸ ἐξοντώσει. Κι ὁ Ἰωσὴφ ἐσηκώθηκε ἀπ᾿ τὸν ὕπνο καὶ παίρνοντας τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του ἐξεκίνησε νύχτα γιὰ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι ποὺ πέθανε ὁ Ἡρώδης, σὲ ἐκπλήρωση ἐκείνου ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη· τὸν υἱό μου τὸν ἐκάλεσα ἀπ᾿ τὴν Αἴγυπτο.
Καὶ τὴν ἡμέρα τὴν τρίτη στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας ἐγίνηκε γάμος καὶ ἤτανε καὶ ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ ἐκεῖ· καλεσμένοι στὸ γάμο ἤτανε κι ὁ Ἰησοῦς μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Καὶ ὅταν τὸ κρασὶ ἀποσώθηκε, λέει στὸν Ἰησοῦ ἡ μητέρα του· τὸ κρασί τους τέλειωσε. Λέει σ᾿ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· τί σημασία ἔχει αὐτὸ τὸ πράγμα γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα ὦ γυναίκα; δὲν ἔχει φτάσει ἀκόμη ἡ ὥρα μου. Λέει στοὺς ὑπηρέτες ἡ μητέρα του· ὅ,τι σᾶς πεῖ νὰν τὸ πράξετε. Καὶ ἤτανε ἐκεῖ ἕξι πέτρινες ὑδρίες, ὁποὺ ἐβρίσκονταν κατὰ τὸν καθαρισμὸ τῶν Ἰουδαίων κι ὁποὺ ἐχωροῦσαν δύο ἢ τρεῖς μετρητάδες ἡ καθεμιά τους. Λέει σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· νὰ γεμίσετε μὲ νερὸ τὶς ὑδρίες. Καὶ τὶς ἐγέμισαν ὡς ἀπάνω. Καὶ λέει σ᾿ αὐτούς· ἀντλήσετε τώρα καὶ δώσετε στὸν ἀρχιτρίκλινο. Καὶ ἔδωσαν. Καὶ ὅπως δοκίμασε ὁ ἀρχιτρίκλινος τὸ σὲ κρασὶ μεταμορφωμένο νερὸ -μὴ γνωρίζοντας ἀπὸ ποῦ προερχότανε, αὐτὸ τὸ ἤξεραν οἱ ὑπηρέτες ὁποὺ εἶχαν ἀντλημένο τὸ νερὸ- φωνάζει τὸ γαμπρὸ ὁ ἀρχιτρίκλινος καὶ τοῦ λέει· κάθε ἄνθρωπος προσφέρει πρῶτα τὸ καλὸ κρασί, κι ἅμα μεθυστοῦν οἱ καλεσμένοι, τότε προσφέρει τὸ λιγώτερο καλό· ἐσὺ τὸ κράτησες τὸ καλὸ κρασὶ ὡς τὰ τώρα. Τούτη ἤτανε ἡ ἀρχὴ τῶν θαυμάτων ὁποὺ ἔκανε στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας ὁ Ἰησοῦς, φανερώνοντας τὴ δόξα του, καὶ πίστεψαν σ᾿ αὐτὸν οἱ μαθητές του.
Ἡ Παναγία ἦταν πενήντα ἐννέα χρονῶν, ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα της νὰ πεθάνει· τὸ πῶς τώρα ἔγινε αὐτό, θὰν τὸ μάθουμε σ᾿ αὐτὴ τὴ διήγηση. Ἡ Παναγία ὅταν ἐπῆγε στὸ Ἱερὸ τριῶν χρονῶνε ἤτανε καὶ ἔζησε στὸ Ἱερὸ δώδεκα χρόνια, κι ὡσότου νὰ γεννήσει τὸ Χριστὸ κυλίστηκε ἀκόμη ἕνας χρόνος· ἔκανε καὶ μὲ τὸ Χριστὸ τριάντα δύο χρόνια καὶ ὕστερα ἀπ᾿ τὸ γυιό της ἔζησε ἄλλα ἕνδεκα, ὁποὺ ὅλα μαζὶ εἶναι χρόνια πενήντα ἐννέα. Ὅταν ἔφτασε στὰ χρόνια τοῦτα ἡ Παναγία, τρεῖς ἡμέρες ἐμπροστὰ ἀπ᾿ τὴ θεία της Κοίμηση, τῆς ἐπαρουσιάστη ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, κρατώντας ἕνα φοινικόκλαδο στὸ χέρι, καὶ τῆς λέει· «μάθε, Κυρία Θεοτόκε, πὼς μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀπὸ σήμερα σὲ μεταθέτει ὁ Κύριος ἀπὸ τούτη τὴ γῆ στοὺς οὐρανούς του· γι᾿ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ταχτοποιήσεις τὸν ἑαυτό σου, νὰ ἔχεις ἕτοιμα καὶ ὅλα τὰ νεκρικά σου, καὶ νὰ ἀναμένεις τὴν ὥρα ποὺ θὲ νἄρθει ὁ Γυιός σου γιὰ νὰ παραλάβει τὴν ἁγιασμένη σου ψυχή». Κι ὅταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ἡ Παναγία, σηκώθηκε ἀμέσως καὶ ἐπῆγε κι ἀνέβηκε στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἐκεῖ ὁποὺ ὁ Γυιός της ἀναλήφτηκε, καὶ -θαῦμα παράδοξο- ὁποὺ ὅλα τὰ δέντρα ἐκείνου τοῦ βουνοῦ ἐγεῖραν ἐμπροστά της καὶ τὴν προσκύνησαν. Καὶ ἐκείνη, στὸν οὐρανὸ ὑψώνοντας τὰ χέρια της, ἀρχίνησε νὰ προσεύχεται μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια· «Γυιέ μου, μοναχοπαίδι μου πολυτίμητο, ἐσὺ ὁποὺ καταδέχτηκες τὴ γαιώδη σου φανέρωση, μὲ σάρκα καὶ κόκκαλα βγαίνοντας ἀπ᾿ τὰ δικά μου αἵματα, ἐσὺ παράλαβε μὲ τώρα καὶ στὴ Βασιλεία σου· φτάνει σὲ μένα ὁ χωρισμὸς ὁποὺ κυλίστηκε ἀνάμεσά μας, μοῦ φτάνει Γυιέ μου ἡ στέρησή σου· πράξε ὑπέρτερος ὄντας κατὰ τὸ ἅγιο θέλημά σου. Ὅπου βρίσκομαι ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ δικός μου διάκονος βρίσκεται· τὰ λόγια σου ἐτοῦτα καὶ ἐγὼ τὰ λέω Γυιέ μου, καὶ ὅπου βρίσκεσαι ἐσύ, ἀγαπημένε μου, ἐκεῖ καὶ μένα ἀξίωσέ με νὰ ἔρθω, ἐμένα ὁποὺ ἡ καρδιά μου εἶναι γιομάτη ἀπὸ θλίψη γιὰ τὴν ἀγάπη σου». Μὲ τέτοια λόγια προσευχήθηκε ἡ Παναγία καὶ κατέβηκε ἀπ᾿ τὸ ὄρος ἐκεῖνο καὶ πισωγύρισε στὸ σπιτικό της ὁποὺ βρισκότανε στὸ χωριὸ Γεθσημανῆ· εἶχε μάλιστα ὅλα κι ὅλα δύο φορέματα, ὁποὺ τὸ ἕνα τὸ ἐφόρηγε καὶ τὸ ἄλλο τὄκανε χάρισμα σὲ μία φτωχούλα γειτόνισσά της, ὅπου ἔμενε ἐκεῖ κοντά της. Καὶ ἤτανε ἐκεῖ κοντὰ καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸ Θεολόγο, ὁποὺ ἀκόμη δὲν εἶχαν ἀπὸ ἐκεῖθε ξεμακρύνει. Καὶ τοῦτο γιατὶ ὁ μὲν Πέτρος εἶχε μεγάλη πίστη στὴν Κυρία Θεοτόκο, ὁ δὲ Ἰωάννης ἤτανε ὡσὰν υἱοθετημένος της υἱός, καὶ δὲν ἔφευγαν ἀπὸ κεῖ πέρα μακρύτερα, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὴν Παναγία. Τὴν τρίτη ἡμέρα, λοιπόν, ἐκεῖ ὁποὺ δίδασκαν αὐτοὶ τὸ λόγο τῆς ἀλήθειας, τοὺς ἅρπαξε ὀλάξαφνα καὶ τοὺς δύο τους ἕνα σύγνεφο καὶ τοὺς ἔφερε στὴ Γεθσημανῆ, στὸ σπίτι τῆς Παναγίας· αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀποστόλους. Τότε ἤτανε καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, καὶ ὁ διδάσκαλός του ὁ Ἱερόθεος, καὶ ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, καὶ τοὺς ἁρπάζει καὶ αὐτοὺς μία νεφέλη καὶ τοὺς συνάζει ὅλους μαζὶ στὴ Γεθσημανῆ. Καὶ ἡ Παναγία ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁποὺ τοὺς ἀντίκρυσε καταχάρηκε παρευθὺς ἀπ᾿ τὰ φυλλοκάρδια της καὶ τοὺς λέει· «καθῆστε, παιδιά μου, νὰ σᾶς ἀποχαιρετήσω, γιατὶ σήμερα φεύγω καὶ ἀνέρχομαι στὸν υἱό μου τὸν ἀγαπημένο· γιατὶ ὁ ἄγγελος ὁ Γαβριήλ, ὁποὺ σὲ μένα εὐαγγελίστηκε κάποτε τὴ σύλληψη τοῦ γυιοῦ μου καὶ τὴν ἄσπιλή μου μητρότητα, ἦρθε καὶ πάλι τώρα καὶ μοὔδωσε ἐτοῦτο τὸ φοινικόκλαδο λέγοντας· ῾χαῖρε καὶ μάθε, ὦ Θεοτόκε, πὼς μετὰ τρεῖς ἡμέρες σὲ μεταθέτει ὁ Κύριος ἀπὸ τούτη τὴ γῆ στοὺς οὐρανούς του᾿. Γι᾿ αὐτό, παιδιά μου, εὐχαριστῶ τὸ Γυιό μου καὶ Θεὸ ὁποὺ σᾶς ἔφερε, συνάζοντάς σας ὅλους ἐδῶ πέρα, γιὰ νὰ σᾶς ἰδῶ πρὶν ἀπ᾿ τὸ τέλος». Κι ὅπως τὰ ἄκουσαν ἐτοῦτα οἱ ἀπόστολοι ἐκλαῖγαν ὅλοι τους ἀκατάπαυστα.
.....................................
Καὶ τοὺς λέει ἡ Κυρία Θεοτόκος:
Ἐσᾶς σᾶς ἔστειλε στὸν κόσμο τὸ ἀγαπημένο μου παιδὶ γιὰ νὰ πᾶτε σ᾿ αὐτὸν ὡσὰν ἔμποροι καὶ τὶς ψυχὲς νὰ κερδίσετε τῶν πλανημένων ἀνθρώπων, ὁποὺ ἔφτασε στ᾿ αὐτιά τους τὸ δοξασμένο του τ᾿ ὄνομα. Ὅποιος ἀπὸ ἐσᾶς, ὦ φίλοι μου καὶ τέκνα μου, τοῦ διδασκάλου του καὶ γυιοῦ μου δείξει φίλος, αὐτὸν ὁ γυιός μου στὴ Βασιλεία τοῦ θέλει τὸν τιμήσει, μὰ ὅποιος τὶς ἐντολὲς τοῦ διδασκάλου του τὶς ἀφήσει ἔρημες κι ἀνεχτέλεστες, αὐτὸς τὸ ξέρει ἀπὸ μόνος του τί θὰ πάθει. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο, ἀγαπημένα μου παιδιά, πορευθεῖτε στὸν κόσμο γιὰ νὰ κηρύξετε, νὰ φωτίσετε, νὰ χειραγωγήσετε τὸν κόσμο ὁποὺ ζεῖ μέσα στὴν πλάνη, γιὰ νὰ μπορέσετε ἔτσι νὰ τὸν κερδίσετε καὶ νὰν τοῦ δείξετε τὸ δρόμο ὁποὺ φέρνει στοῦ Γυιοῦ μου τὴ Βασιλεία. Νὰ μὴ σᾶς παρασύρει κανένας φόβος ἀπ᾿ τοῦ κόσμου τούτου τοὺς βασιλιάδες, ὁποὺ μονάχα τὸ κορμί σας ἠμποροῦν αὐτοὶ νὰ βλάψουν, ἀλλ᾿ ὄχι ὅμως καὶ τὴν ψυχή σας· φόβο πραγματικὸ μονάχα ὁ Θεὸς νὰ σᾶς τὸν φέρνει, ὁποὺ καὶ τὸ κορμί σας ἠμπορεῖ καὶ τὴν ψυχὴ σας νὰν τὴν βλάψει, καθὼς ὁ Γυιός μου σᾶς τὸ ἔλεγε ἐνόσω ἤτανε μαζί σας. Ἔχετε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εἰρήνη συναμεταξύ σας, κι ἀκόμη νἄχετε πληρότητα χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, ὁποὺ πολὺς θὲ νἆναι στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὁ μισθός σας. Μὲ ὅλο ποὺ φεύγω, φίλοι μου, καὶ πάω γιὰ τοῦ Υἱοῦ μου καὶ Θεοῦ τὴ Βασιλεία, ὡστόσο πάντοτε θὰ βρίσκομαι μαζί σας καὶ θὰ σᾶς εἶμαι πάντοτε ἡ ἐνισχύτρια καὶ ἡ παρηγορήτρια σὲ ὅλες σας τὶς θλίψεις. Αὐτὰ τοὺς εἶπε τῶν ἀποστόλων ἡ Θεοτόκος, κι ἄλλα ἀκόμη περισσότερα, καὶ παρευθὺς τὰ μάτια της τὰ ἅγια τὰ ἔκλεισε φωνάζοντας μὲ φωνὴ μεγάλη· «στὰ χέρια σου, Γυιόκα μου, ἀποθέτω τὸ πνεῦμα μου»· καὶ κοιμήθηκε. Κι ὁ Γυιός της τηνὲ δέχθηκε στὰ χέρια του τὴν ἁγιασμένη τῆς ψυχή. Καὶ τότε γύρεψε ἡ Παναγία ἀπ᾿ τὸ Γυιό της νὰ τὴν κατεβάσει κάτω στὸν Ἅδη, γιὰ νὰ ἰδεῖ τοὺς τόπους ὁποὺ ἐπῆγε ἐκεῖνος γιὰ νὰ ἀπολυτρώσει τοὺς Προπάτορες, καὶ ἐκεῖνος τὴν εἰσάκουσε. Καὶ ἐπῆραν τὴν ψυχὴ της τὴν ἁγιασμένη στὰ χέρια τοὺς ἡλιόλουστοι ἄγγελοι καὶ τὴν ὁδήγησαν ὅπου ἤθελε ἐκείνη, καθὼς ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς μαρτυρεῖ τοῦτο στὸ Τροπάριο τῆς τέταρτης ᾠδῆς σήμερα κι ὁποὺ λέει· «θαῦμα καὶ ἔκπληξη ποὺ ἤτανε νὰ βλέπεις τῆς Παναγίας τὴν ψυχὴ πῶς περπατοῦσε στοῦ Ἅδη μέσα τὰ κατώγια τὰ θεοσκότεινα». Καὶ ἡ μὲν ψυχή της ἐπῆγε στὸν Ἅδη, ὅπως ἡ ἴδια τὸ βουλήθηκε, τὸ δὲ κορμί της τὸ ἅγιο καὶ θεοδόχο τὸ ἐπῆραν οἱ Μαθητὲς καὶ σηκώνοντάς το ἀπάνω στοὺς ὤμους τοὺς τὸ ἐπῆγαν ὡς τὸν τάφο· κι ἀπ᾿ τὴ μία μεριὰ τὸ κρατοῦσε ὁ θεολόγος Ἰωάννης, ἐνῶ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη τὸ κρατοῦσε ὁ Πέτρος, ἀπ᾿ τὴν τρίτη μεριὰ τὸ κρατοῦσε ὁ Ἰάκωβος ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἰωάννη, κι ἀπ᾿ τὴν τέταρτη μεριὰ ὁ Παῦλος, καθὼς οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι καὶ ἀρχιερεῖς πορεύονταν ψάλλοντας καὶ ᾄδοντας ὕμνους.
...................................................
Κι ὅταν ἔφτασαν στὸν τάφο, τὸ ἀκούμπησαν κάτω τὸ ἅγιο λείψανο, γιὰ νὰν τὸ ἀποχαιρετήσουν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ πέρα κι ὁ καθένας ἀρχίνησε ν᾿ ἀποχαιρετᾶ τὴν Παναγία λέγοντας πρὸς αὐτὴν ἐγκώμια κι ὅλοι τους ἔπλεξαν διάφορα ἐγκώμια.
.......................................................
Τὸ σῶμα ἐκεῖνο, εὐλογημένοι χριστιανοί, γίνηκεν ἄφθαρτο κι ἀθάνατο, ὅπως κ᾿ ἡ ἁγιασμένη σάρκα τοῦ Κυρίου, κι ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέλλουμε νὰ ἀπογίνουμε ἄφθαρτοι κατὰ τὴ Δεύτερη Παρουσία· πέθανε βέβαια καὶ θαῦμα δὲν εἶναι, γιατὶ ὡσὰν ἄνθρωπος πέθανε καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· ὡστόσο γίνηκεν ἄφθαρτο, ὅπως καὶ ὁ Γυιός της, τὸ σῶμα ἐκεῖνο, κι ὅ,τι μέλλεται νὰ λάβουν οἱ δίκαιοι ὅταν θἄρθει ἡ μέρα γιὰ τὴν καθολικὴ ἀνάσταση, αὐτὸ εἶναι ποὺ ἔλαβε ἡ Παναγία νωρίτερα ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ μέρα.
...................................................
Τὶς ἡμέρες λοιπὸν ἐκεῖνες τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καθῆσαν οἱ ἀπόστολοι νὰ φᾶνε ὅπως γίνεται γιὰ παρηγοριὰ κατὰ τὴ συνήθεια καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ κόβοντας τὸν ἄρτο ἐπήγασι νὰ προφέρουν τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, νὰ εἶσαι πάντοτε βοηθός μας» ὀλάξαφνα τοὺς φανερώθηκε ἀποπάνω τους ἡ Παναγία λαμπροφορώντας ὡσὰν ἥλιος καὶ τοὺς εἶπε· «Χαίρετε σεῖς, ὁποὺ μαζί σας εἶμαι ὅλες τὶς ἡμέρες»· κι ὅπως τὴν εἶδαν ἔτσι ὁλοζώντανη βοώντας ἀκούστηκαν οἱ ἀπόστολοι· «Παναγία Θεοτόκε, νὰ εἶσαι πάντοτε βοηθός μας»· καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη ἀντιλήφτηκαν πὼς ἡ Παναγία βρίσκεται στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τὸ Γυιό της ζωντανὴ καὶ ὁλόσωμη.
Αὐτὴ τὴ γιορτὴ γιορτάζουμε, εὐλογημένοι χριστιανοί, αὐτὴ τὴ γιορτὴ πανηγυρίζουμε. Γι᾿ αὐτὸ ἂς εἴμαστε, ὅπως ἁρμόζει στοὺς πανηγυριστές, χαρούμενοι καὶ καθαροκάρδιοι.