Μιχάλης Καραγάτσης - Ἡ κυρία Νίτσα


Ἡ πρώτη μου ἀγάπη ἦταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη ἀπὸ μένα, ἴσως καὶ πιὸ πολύ. Ἀμέσως θὰ φανταστεῖτε τὸ αἰώνιο εἰδύλλιο τοῦ ἀμούστακου ἐφήβου καὶ τῆς ὥριμης γυναίκας, ἢ μᾶλλον χήρας, γιὰ νὰ κυνηγήσω μὲ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τὶς ὑπεκφυγὲς τῆς φαντασίας σας.

Λοιπόν, ὄχι. Ἡ πρώτη μου ἀγάπη, τὴν ἐποχὴ ποὺ τὴν ἀγάπησα, δὲν ἦταν παρὰ εἴκοσι χρονῶν. Ἐγὼ ἤμουν ὀκτώ.

Ἡ διαφορὰ τῆς ἡλικίας μας αὐτὴ καθαυτὴ δὲν θὰ ἦταν μεγάλη, ἂν οἱ ἀριθμοὶ τῶν χρόνων μου δὲν ἦσαν τόσο χαμηλά. Μὰ αὐτὸ δὲν ἔχει σημασία. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ χρόνος ἦταν κάτι τι ἀνώτερο γιὰ μένα. Ἤξερα ὅτι ἤμουν ὀκτὼ χρονῶν, ἀλλὰ ἤμουν βέβαιος ὅτι αὐτὸ τὸ νούμερο ἦταν ἕνα συμβατικὸ σημεῖο πρὸς ταξινόμηση τῆς ἡλικίας μου, ἀπέναντι τῆς ἡλικίας τοῦ διπλανοῦ μου. Δὲν μποροῦσα ὄιμως νὰ ἐννοήσω ὅτι μόλις ὀκτὼ χρόνια ἔχουν περάσει ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ εἶδα τὸ φῶς. Χωρὶς ἄλλο ἔπρεπε νὰ ζοῦσα πολὺ καιρό, εἴκοσι, τριάντα χρόνια, ξέρω καὶ γώ...

Ἂς μὴν πάρουν οἱ ὀπαδοὶ τῆς μετεμψύχωσης ἐπιχείρημα αὐτὴ τὴ χρονολογικὴ φαντασία τῆς ὁμίχλης τοῦ παιδικοῦ μου μυαλοῦ. Ἂς μὴν ψάξουν νὰ βροῦν ἐνστικτώδη ὑποσυνείδητα μιᾶς γερασμένης ψυχῆς ποὺ ἔζησε, καὶ ξαναζεῖ σὲ ἕνα νέο κορμί. Ἦταν ἄγνοια τῆς πραγματικότητας καὶ τίποτα παραπάνω. Γιατὶ ἂν εἶχα ζήσει ἄλλοτε, ἐδῶ καὶ καιρό, μ᾿ ὅλη τὴν προσωρινὴ μεταβατικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς μου, θὰ μοῦ ῾μενε κάποια ἀνάμνηση τῆς χαρᾶς τῆς ἐπίγειας ζωῆς, ὥστε νὰ μὴν ἔκανα τὸ λάθος νὰ ξαναγεννηθῶ.

Πολλοὶ ἴσως νὰ βροῦν ὅτι εἶχα πρόωρο ἐρωτικὴν ἀνάπτυξη. Τί πλάνη! Αἰσθηματικὴ δὲν ἀρνοῦμαι, μὰ ἐρωτικήν, ἀδύνατο. Καὶ ὅμως, ἂν ρίχναν μιὰ ματιὰ στὴν «Πρώτη ἀγάπη» τοῦ Κονδυλάκη, θὰ βλέπαν ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα καινούργιο κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο. Καθένας ἀπὸ τὴν ἄχαρη ἀνατολὴ τῆς ζωῆς του κρύβει μέσα του σὲ ἐμβρυώδη κατάσταση τὴ libido. Ἀγαπάει εἴτε σὰν ἀσυνείδητος ἐραστής, εἴτε σὰν σύνθετος Οἰδίπους. Δὲν ἔχει ὅμως τὸ θάρρος στὴ δύση πιὰ τοῦ βίου του νὰ ἁπλώσει μπροστὰ στὸν κόσμο τὶς πρῶτες χλιαρὲς ἀχτίνες τοῦ ἥλιου του.

Τίποτε καινούργιο κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο, μὰ πολλὰ κρυφά.

Ἦταν ἕνα λευκὸ διάφανο ἀσθενικὸ κορίτσι, ἕνα ὄμορφο κορίτσι. Μιὰ δημιουργία τῆς φαντασίας τοῦ Μυσσέ, καὶ τῆς ρομαντικῆς πλειάδας. Μιὰ εἰκόνα τοῦ Γκρέζ, χωρὶς ἀφέλεια ὅμως. Κάτι πιὸ σύγχρονο. Αὐτὴ τὴ μορφὴ ἴσως τὴν βρεῖτε καὶ στὸν Φραπιὲ καὶ στὸν Μπαζέν. Ἡ Ρόζα τῆς «Maternelle» ἢ ἡ Νταβιντὲ Μπιρό; Ἦταν δασκάλα. Δασκάλα μου, γιὰ νὰ ἐννοούμαστε.

Ἐπήγαινα στὴν τρίτη τοῦ δημοτικοῦ, σ᾿ ἕνα μεικτὸ ἐπαρχιακὸ σχολεῖο. Ἡ μεγάλη αὐλή του μόνο στὶς γωνιὲς εἶχε λίγη χλόη τὴν ἄνοιξη. Δυὸ-τρεῖς ἀκακίες καὶ μερικὰ βρωμόδεντρα ἦταν τὸ μοναδικό της στολίδι. Τὸ χειμώνα τὸ νερὸ τῆς βρύσης πάγωνε, καὶ ἡ κρυσταλλιασμένη λάσπη ἔσπαζε κάτω ἀπὸ τὰ χοντρὰ παιδικὰ παπουτσάκια μας.

Ἡ κυρία Νίτσα -αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομα τῆς πρώτης δασκαλικῆς μου ἀγάπης -δὲν ἐρχότανε ποτὲ στὴν ὥρα της. Ἡ διευθύντρια ἔκλεινε τὰ μάτια σ᾿ αὐτὸ τὸ μικρὸ πειθαρχικὸ παράπτωμα. Ὁ χειμώνας τοῦ κάμπου εἶναι τόσο κακὸς γιὰ τὰ κακόμοιρα τὰ κορίτσια ποὺ βγάζουν τὸ ψωμί τους. Ὁ βοριὰς ξεχύνεται ἀπὸ τὶς κορφὲς τοῦ Ὀλύμπου παγερὸς καὶ κοκαλιάζει τοὺς βόλους στὰ χωράφια τῆς ἐριβώλακος Θεσσαλίας.

Ἡ τάξη μας εἶναι ἕνα γωνιακὸ δωμάτιο, πάντα γιομάτο ἥλιο, ὅταν δὲν ἦταν συννεφιά. Ἡ σόμπα στὴ γωνιὰ τραβοῦσε μὲ θόρυβο καὶ κάπνιζε ὅλη τὴν κάμαρα. Καθόμουν στὸ πρῶτο θρανίο, καὶ μὲ ὑπομονὴ περίμενα. Οἱ σύντροφοί μου δίπλα κάναν ὡραῖα σχέδια γιὰ τὴν περίπτωση ποὺ δὲν θὰ ῾ρχόταν ἡ κυρία.

Πρῶτα θὰ βγαίναν στὴν αὐλὴ νὰ παίξουν ἀμπάριζα. Ὕστερα ἡ «κυρία» διευθύντρια θὰ τοὺς ἔδιωχνε γιατὶ θὰ κάναν θόρυβο καὶ θὰ ἐνοχλοῦσαν τὶς «μεγάλες». Αὐτὸ ἦταν ἡ ὕστατη ἱκανοποίηση τοῦ ὁρμέμφυτου τῆς ἐλευθερίας, ποὺ βλάσταινε μέσα στὶς νέες ἀνθρώπινες ψυχοῦλες τους. Καὶ ὕστερα ἡ ἐκδήλωση αὐτοῦ τοῦ ὁρμέμφυτου. Ἡ ἄσκοπη πολυθόρυβη περιπλάνηση στὸν κάμπο. Καὶ οἱ ὀπτασίες περνοῦσαν μπρὸς ἀπὸ τὰ μάτια μας.

Θὰ πηγαίναμε στὸν σταθμό. Ὁ δρόμος εἶναι γιομάτος λάσπη, μὰ αὐτὸ δὲν ἔχει σημασία. Εἶναι τόσο ὡραῖο νὰ νιώθεις τὸ ἔδαφος νὰ ὑποχωρεῖ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σου, σὰ μιὰ γλιστερὴ μαλακὴ μάζα. Ἀπὸ κεῖ θὰ παίρναμε ἀπὸ τὸ μηχανοστάσιο ἀσετυλίνη -εἴχαμε σχέσεις μὲ τὸ προσωπικό- καὶ μὲ τὸ πολύτιμο αὐτὸ ἀντικείμενο στὰ χέρια, θὰ πηγαίναμε στὴ μεγάλη «Μαγούλα», τὴν Ὀρμὰν μαγούλα, ὅπου θὰ ἐκσφενδονίζαμε τὸν πρῶτο τυχόντα τενεκὲ γάλακτος Νεστλὲ στὸ στερέωμα, μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἀερίων τῆς ὀργανικῆς αὐτῆς οὐσίας.

Ἴσως παρατηρήσετε ὅτι μεταχειρίζουμαι στὴν πιὸ ἀπάνω περίοδο τὴ λέξη «θά» πολλὲς φορὲς εἰς βάρος κάθε σύνταξης καὶ στύλ. Καὶ ὅμως, αὐτὴ ἡ λέξη εἶναι ὅλη ἡ περίοδος. Γιατὶ συνήθως ἀπάνω στὸ φόρτε τοῦ ἀλήτικου ὀνείρου μας ἄνοιγε ἡ πόρτα, καὶ ἔμπαινε, ὠχρή, παγωμένη, τυλιγμένη στὸ φτωχικὸ δασκαλικὸ παλτό της, ἡ κυρία Νίτσα.

Θὰ μοῦ πεῖτε, πῶς θυμᾶμαι ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια τὰ γεγονότα τῆς πρώτης παιδικῆς μου ζωῆς. Ψάξτε καλὰ στὶς ἀναμνήσεις σας. Μὲ λίγη καλὴ θέληση, θὰ βρεῖτε παλιὲς εἰκόνες γιομάτες δροσιὰ καὶ ἀθωότητα. Τὰ μικρά μας χρόνια εἶναι τόσο λίγα, καὶ τόσο χαρακτηριστικά, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν ν᾿ ἀνακατευτοῦν μὲ τὸν ἄχαρο συρφετὸ τῆς μεγάλης μας ζωῆς. Εἶναι ἕνα σύνολο σαφὲς καὶ καθαρό, μιὰ γραμμὴ εὐθεία καὶ προσδιορισμένη. Σὰν περάσουν πιὰ ἀρχίζει ὁ λαβύρινθος καὶ τὰ ζὶγκ-ζὰγκ τῆς ἀγωνιώδους καὶ ἀπαιτητικῆς ὑπόστασής μας. Εἴμαστε μεγάλοι. Θέλουμε, θέλουμε, χωρὶς νὰ ξέρουμε τί θέλουμε. Τὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀγωνιώδης προσμονή, ὅσο εἴμαστε παιδιά, κάποιου καλοῦ, καὶ ὅταν μεγαλώσουμε κάποιου κακοῦ.

Ψάξτε καλὰ στὶς ἀναμνήσεις σας. Θὰ βρεῖτε ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο, ἀλλιώτικο ἀπὸ σᾶς, ξένο, ἕνα φίλο ἴσως καὶ ἐχθρό. Σεῖς δὲν εἶστε ἐκεῖνος. Ὁ Ἀνατὸλ Φρὰνς δὲν εἶναι ὁ «Μικρὸς Πέτρος». Εἶναι ὁ λεπτὸς νοσταλγός, ὁ πατρικὸς διάδοχος τοῦ παιδιοῦ ποὺ εἶχε τ᾿ ὄνομά του. Εἶναι σὰν μιὰ πνοὴ καθαροῦ ἀέρα, ἢ σὰν μία πρέζα κοκαΐνης.

Τὸ μάθημα τῆς κυρίας Νίτσας εἶναι ἱεροτελεστία. Ἡ ἀδυναμία τοῦ εὔθραστου αὐτοῦ ἀναιμικοῦ κοριτσιοῦ εἶχε πάνω μας μίαν ἐπιβολὴ μεγαλύτερη ἀπὸ μία πελώρια μυϊκὴ δύναμη. Νὰ μία περίεργη ἀπόδειξη τῶν δυὸ ἀκροτήτων. Ἡ ἁπαλὴ καὶ γλυκιὰ φωνή της μιλοῦσε μέσα στὶς ἄγουρες ψυχές μας. Τὸ μάθημα τὸ ρουφούσαμε σὰν μέλι ἀπὸ τὸ στόμα της.

Ὅταν συλλογιέμαι τὶς παλιὲς αὐτὲς ὧρες, προσπαθώντας νὰ ξεδιαλύνω λίγο ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς παιδικῆς ψυχῆς μου, βγάνω τὸ συμπέρασμα ὅτι μᾶλλον ὑποβολή, παρὰ ἐπιβολή, χαρακτήριζε αὐτὴ τὴ γυναίκα. Τὸ κέρινο ὡραῖο πρόσωπό της, ποὺ τὸ κόβουν κόκκινα χείλια, σκοτωμένα βλέφαρα μὲ πελώρια μαῦρα τσίνορα, πάνω ἀπὸ μενεξεδένια καθαρὰ μάτια, ἦταν ἕνα μεῖγμα ἀθώου κοριτσιοῦ καὶ femme fatale. Εἴτε μέσα στὸ μισοσκόταδο ἑνὸς συννεφιασμένου πρωινοῦ, εἴτε στὸ φῶς ἑνὸς καλοκαιριάτικου δειλινοῦ, εἶχε μία πελώρια χάρη καὶ μία ἄδολη, ἄθελη γοητεία.

Βέβαια, ἐκεῖνο τὸν καιρὸ δὲν ἤμουν σὲ θέση νὰ κάνω τέτοιες κρίσεις. Μόνο εἰκόνες σώζονται μέσα μου, εἰκόνες ποὺ ξαναζωντανεύουν κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τῆς νοσταλγίας. Καὶ εἴτε τότε τὶς ἔζησα, εἴτε τώρα τὶς ζῶ εἶναι τὸ ἴδιο.

Τὰ ἄμαθα χέρια μας γλιστροῦσαν ἀδέξια στὸ ριγωμένο χαρτί. Ἡ καρδιά μας χτυποῦσε μήπως δὲν κάνουμε τὰ γράμματα καλά. Τόσα κεφαλάκια, σκυμμένα μὲ ἄφατη προσοχή, τραβοῦσαν γραμμὲς στὸ ἀνοιχτὸ μπλὲ τετράδιο. Ἕνας ἐλαφρὸς μονάχα κρότος τριβῆς ἀκουγόταν στὸ ἄσπρο δωμάτιο. Ἡ κυρία Νίτσα πάνω στὴν ἕδρα φάνταζε πιὸ ἄσπρη παρὰ ποτὲ κάτω ἀπὸ τὸν ὄγκο τῶν καστανῶν μαλλιῶν της.

Ἡ ἀγωνία φώλιαζε μέσα στὸ στῆθος μου. Τὰ γράμματα, παρ᾿ ὅλη τὴν χτηνωδῶς παιδικὴ ἐπιμονή μου, ἀραδιαζόσαντε ἄτακτα καὶ χοντρὰ πάνω στὸ χαρτί. Ἡ ἀπελπισία μου ἔφτανε στὸ κατακόρυφο. Σήκωνα τὰ μάτια μου γιομάτα τρόμο καὶ ἱκεσία πρὸς τὴν ἕδρα. Τί συλλογιζότανε; Ποῦ ταξίδευαν τὰ διαφανῆ μενεξεδένια μάτια κάτω ἀπὸ τὰ μαυρισμένα βλέφαρα; Γιατί ἀναστενάζει; Μήπως εἶναι ἄρρωστη; Γιατί δὲν μᾶς κοιτάει; Μᾶς ξέχασε;

Τὸ λευκὸ κεφάλι σηκώνεται. Μὲ εἶδε, μὲ κοιτάει. Τὰ μαλλιά της εἶναι πιὸ κοντὰ παρὰ ποτέ.

-Τί εἶναι, Γιαννάκη;

Τί εἶναι; Μὰ εἶναι τόσο πολλὰ πράματα μυστηριώδη γιὰ τὴ μικρὴ ψυχή μας, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὰ εἶχες καταλάβει, ἀέρινη μικρὴ δασκάλα. Μέσα στὸ κάθε παιδὶ κρύβεται ἕνας ἄντρας, ἕνας ἄντρας ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, ὅπως ὁ ὄμορφος λοχαγός, παραδείγματος χάριν, ποὺ περνάει μὲ τ᾿ ἄλογό του τέσσερις φορὲς τὴν ἡμέρα, κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρο τῆς τάξης. Αὐτὸν τὸν κρυμμένο παιδικὸν ἄντρα, ἔπρεπε νὰ τὸν εἶχες ἀνακαλύψει, ἔπρεπε νὰ τὸν εἶχες δαμάσει μὲ τὴν γυναικεία τέχνη σου. Μὰ δὲν εἶχες καιρό. Τὸν δικό σου ἄντρα, τὸν ὥριμο ἄντρα, τὸν ἀνακάλυψες, καὶ ἂν δὲν δάμασες αὐτόν, δάμασες χωρὶς ἄλλο τὸ ἄλογό του, γιατὶ δὲν ἐξηγιέται ἀλλιῶς πῶς στεκόταν πάντα κάτω ἀπὸ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο, σκάβοντας μὲ τὸ πόδι τὴ γῆ καὶ χλιμιντρώντας.

Ἐξέχασες τελείως τὰ παιδιά σου, κακὴ κυρία Νίτσα.

Ἡ φωνή μου ὅταν τῆς ἀπαντοῦσα ἦταν κλαψιάρικη.

- Δὲν μπορῶ νὰ κάνω τὸ ψί...

Τὸ ψί. Ὁ τύραννος τοῦ νεοφώτιστου μαθητῆ. Ὁ τρόμος τῆς καλλιγραφίας. Τὸ χεράκι μπερδεύεται καὶ τρέμει ὅταν ἀρχίζει νὰ χαράζει τὸ μεγάλο κόμπο, τὸ γόρδιο αὐτὸ δεσμὸ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου.

Ἕνα χαμόγελο γιομάτο καλοσύνη ζωγραφίζεται στὸ πρόσωπό της. Τὰ μεναξεδένια μάτια στάζουν μέλι. Κατεβαίνει ἀπὸ τὴν ἕδρα. Κάθεται κοντά μου στὴν ἄκρη τοῦ θρανίου. Ἀπὸ τὸ κλειστὸ γιακά της βγαίνει μία μυρουδιὰ γυναίκας, ἀπροσδιόριστη ἀκόμη γιὰ τὴν ἀναίσθητη ὄσφρησή μου, μὰ ἀρκετὰ μυστηριώδης καὶ εὐχάριστη ἀπὸ τότε. Τὸ μακρὺ κορμί της ἀκουμπάει ἀπάνω μου. Ἡ ἐλαστική της σάρκα ἀποτυπώνεται καλὰ στὴ μνήμη μου, μ᾿ ἕνα αἴσθημα περίεργο, συγγενὲς πρὸς τὴν ἡδονή. Ἔχω λόγους νὰ νομίζω ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ἡδονὴ σὲ ἐμβρυώδη κατάσταση.

Τὰ μακριὰ κέρινα δάχτυλά της παίρνουν στὴ θερμὴ μυρωμένη λαβή τους τὸ ἀνήξερο παιδικό μου χέρι. Καὶ μὲ ὁδηγοῦσε στὸ δαίδαλο τοῦ ψί, σωστὴ διανόηση αὐτή, ἐμένα ἀγράμματο παιδί, ὅπως μιὰ μεστὴ γυναίκα τὸν ἀνήξερο ἔφηβο στὸ λαβύρινθο τοῦ ἔρωτα.

Συλλογιέμαι καμιὰ φορὰ ἐκείνη τὴ γυναίκα πού, ἐδῶ καὶ χρόνια τώρα, γιὰ λίγες δραχμές, ἀνέλαβε νὰ μοῦ δείξει τὸ ἀσανσὲρ ποὺ ἀνεβαίνει στὸν ἕβδομο οὐρανὸ τῆς ἀγάπης. Κανένα καινούργιο συναίσθημα. Εἶμαι βέβαιος πὼς τὸ ρόλο ποὺ ἔπαιξε αὐτὴ ρεαλιστικότερα, τὸν ντεμπουτάρισε σὲ μένα ἡ κυρία Νίτσα, μὲ ἕναν ἀσυναίσθητο ρομαντισμό, γιὰ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια. Γιατὶ τὸ φτωχὸ κορίτσι δὲν μποροῦσε νὰ ξέρει τὶς ἀπόκρυφες γωνιὲς τῆς ψυχῆς τῶν μαθητῶν της.

Κάθε γνωστοῦ πράματος τὴν πρώτη γνώση πρέπει νὰ τὴν ζητᾶμε πίσω, στὶς πιὸ μακρινὲς ἐποχὲς τῆς ζωῆς μας. Ἐκεῖνο ποὺ μόλις σήμερα γνωρίσαμε, τὸ εἴχαμε δεῖ καὶ ἄλλοτε. Πότε; Αὐτὸ εἶναι μυστήριο. Κάτω ἀπὸ μία ἀπὸ τὶς ἄπειρες μορφές του, κάποτε θὰ ἔπεσε στὴν ἀχτίνα τῶν αἰσθήσεών μας. Ἴσως σὲ κάποια ἐποχὴ τόσο περασμένη καὶ ξεχασμένη, ὥστε ἡ φαντασία μας νὰ τὴν βάζει σὲ μία χρονολογία πιὸ μακρινὴ ἀπὸ τὴ γεννησή μας. Καὶ λέω ἡ φαντασία μας, γιὰ νὰ μὴν πάρουν ἐπιχείρημα οἱ ὀπαδοὶ τῆς μετεμψυχώσεως γιὰ νὰ στηρίξουν τὶς ἀβέβαιες ἐπιστῆμες τους. Ὄχι, δὲν τοὺς τὸ ἐπιτρέπω.

Τὸ τέλος τὸ εἰδυλλίου ἦταν οἰχτρό. Ἡ κυρία Νίτσα μὲ προβίβασε. Καὶ τὴν ἄλλη χρονιὰ στὴν μεγαλύτερη τάξη παρακολουθοῦσα τὸ ἄχαρο μάθημα μιᾶς ἄσκημης γεροντοκόρης, ποὺ τὸ μαραμένο της μοῦτρο ἦταν γεμάτο κακόχρωμα σπυριά, ἐκδήλωση μιᾶς ἀργοπορημένης καὶ ἀνικανοποίητης νιότης. Τὸ ὄνειρο ἔσβησε ἀπὸ τὰ μάτια μου καὶ σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴν καρδιά μου.

Ἡ κυρία Νίτσα παντρεύτηκε τὸ λοχαγό. Ἤμουν παρὼν στοὺς γάμους της. Καμιὰ ζήλεια δὲν τάραξε τὴν ψυχή μου. Ἤμουν ἀπὸ τότε πολιτισμένος. Τὴν βλέπω σήμερα συχνά. Τὰ δέκα χρόνια ποὺ μᾶς χωρίζουν δὲν ἀποτελοῦν πιὰ ἀνυπέρβλητο διανοητικὸ καὶ κοινωνικὸ ἐμπόδιο. Ὁ κοσμοπολιτισμὸς μᾶς ἔχει φέρει σὲ ἴση μοίρα. Εἶναι ἀκόμα ὡραία, μολονότι ἔχει χάσει τὸ θέλγητρο τῆς μισοσκότεινης τάξης. Εἶναι μία γυναίκα, καὶ ὄχι ὀπτασία. Ὁ ἄντρας της εἶναι πιὰ συνταγματάρχης ποὺ ἔχει λάβει μέρος σὲ τρία κινήματα. Ζεῖ εὐτυχισμένη, καὶ ἔχει μία κόρη ποὺ τῆς μοιάζει πολύ. Δὲν μᾶς χωρίζουν παρὰ δέκα χρόνια, μὰ αὐτὴ τὴ φορὰ ἐγὼ εἶμαι ὁ μεγαλύτερος. Τὸ μυαλό σας ἴσως πάει μακριά. Αὐτὸ εἶναι ἄλλο ζήτημα. Ἤθελα μόνο νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὴν πρώτη μου ἀγάπη...

Περιττὸ νὰ προσθέσω ὅτι δὲν τὴν ἀγαπῶ πιά.

from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=4423