Εἶχε χρόνια νὰ πατήσει τὸ πόδι του σὲ πολιτεία. Ἐδῶ καὶ σαρανταπέντε χρόνια, ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ πάτησε τὰ χώματα τῆς Ἀμερικῆς, ξεμπαρκάρισε σὲ πολιτεία: στὴ Νέα Ὑόρκη. Τὰ πρῶτα πέντε χρόνια, γύρισε δέκα μεγάλες πολιτεῖες, χωρὶς νὰ καταφέρει νὰ στεριώσει σὲ καμιά, χωρὶς νὰ δεῖ προκοπή. Ὕστερα τράβηξε στὸ ἐσωτερικὸ καὶ χάθηκε. Πεδιάδες ἀτέλειωτες, πλούσια λιβάδια κι ἐρημότοποι, ποὺ τοὺς ψήνει ἡ κάψα κι ἡ ἀναβροχιά. Χιλιάδες μίλια σπαρμένα, κι ἄλλες τόσες ἄσπαρτες, ἀνόργωτες ἀπεραντοσύνες, μὲ μονάχα θερεμένους κάκτους, ποὺ δὲ χρειάζουνται νερό, γιὰ νὰ προκόψουν.
Τώρα πάλι, ὕστερ᾿ ἀπὸ σαράντα χρόνους μεροκάματο σ᾿ ἀπόκοσμες φάρες, ξανάμπαινε σὲ πολιτεία.
Βέβαια, δὲν ἦταν οὔτε ἡ Νέα Ὑόρκη, οὔτε τὸ Σικάγο, οὔτε τὸ Λὸς Ἄντζελες. Γιὰ τούτη τὴ μεγάλη χώρα, ἡ πολιτεία ποὺ ἦρθε ὁ Θανάσης Μερτίκας λογαριάζεται χωριό, ποὺ δὲν ξεπερνοῦσε τὶς πέντε χιλιάδες ψυχές. Εἶχε ὅμως ὅλα τα γνωρίσματα τῆς μεγάλης πόλης, κι ἂς ἤτανε μικρή. Εἶχε τὸ «ντρὰγκ-στόρ», τὸ φαρμακεῖο δηλαδή, ὅπου ἔτρωγε μιὰ ὀμελέτα, δύο αὐγὰ μὲ μπέικον, ἕνα σάντουιτς, ἕνα χέμπουργκερ, δύο λουκάνικα μὲ μουστάρδα, παγωτὸ βανίλια καὶ κόκα κόλα. Εἶχε τὸ Γουλσγόρθ, δηλαδὴ τὸ μαγαζὶ ποὺ πουλοῦσε ἕνα σωρὸ πράματα μὲ πέντε καὶ δέκα σέντς, εἶχε τὸν κλασικὸ τύπο τοῦ ἀμερικάνικου ρεστοράν, τὴν καφετέρια, κι ἕνα εἶδος «Ντεπάρμαντ Στὸρ», ὅπου ἀγοράζεις ὅ,τι βάλει ὁ νοῦς σου σὲ τιμὲς συμφερτικές: ἀπὸ ἐσώρουχα ὣς κοστούμια, γυναικεῖα φορέματα, κι ἀπὸ κατσαρόλες ὡς κρεβάτια καὶ καναπέδες σαλονιοῦ.
Κεῖνο ποὺ ἔκανε ὅμως τὸ Θανάση Μερτίκα νὰ κοιτάει παράξενα, ἦταν τὰ σπίτια τὰ πολύπατα, κολλημένα τὸ ἕνα δίπλα στ᾿ ἄλλο, κι οἱ δρόμοι, ὅπου σὰν μυρμηγκιὰ κόχλαζε ἡ ζωή: ἄντρες, γυναῖκες, παιδιά, ἄσπροι, μαῦροι, αὐτοκίνητα, ποδήλατα - ὅλα βούιζαν, ἔτρεχαν, χάνονταν καὶ ξαναγύριζαν!... Ἀποροῦσε κι ὁ ἴδιος κι ἀναρωτιόνταν ἂν θὰ τὸ πίστευε κανεὶς πὼς ἄνθρωπος σαραπέντε χρόνια στὴν Ἀμερικὴ εἶχε χάσει τὴν εἰκόνα τῆς πολύβουης ζωῆς.
Κι ὅμως αὐτὸ ἦταν ἡ ἀλήθεια. Σαράντα χρόνια ὁ Θανάσης Μερτίκας εἶχε ζήσει ἀνάμεσα οὐρανοῦ καὶ γῆς, στὴν καρδιὰ μιᾶς ἀτελείωτης πεδιάδας τοῦ Σάουθ, ὅπου δὲν ἀντάμωνε ἄλλους ἀνθρώπους ἀπὸ τοὺς φαρμαδόρους, ποὺ ὀργώνανε μαζί, ποὺ σπέρνανε μαζί, ποὺ θερίζανε μαζὶ καὶ μαζὶ βόσκανε τὰ ζωντανά: γελάδια, ἄλογα καὶ σκυλιά! Ἐξὸν ἀπ᾿ αὐτούς, ἀντάμωνε καὶ τοὺς ὁδηγούς, ποὺ φέρνανε τὰ φορτηγὰ καὶ φορτώνανε τὰ σπαρτὰ καὶ τὰ γεννήματα.
Ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ἦταν ἡ φάρμα ποὺ δούλευε, ὡς τὴν πιὸ γειτονικιὰ φάρμα, χρειαζόταν πέντε γερὲς ὧρες τρέξιμο ἀλόγου.
Ἡ ἀλλαγὴ ὅμως, ποὺ εἶναι, φαίνεται, τόσο χρειαζούμενη στὸν ἄνθρωπο, εἶχε πολὺ φτωχὸ περιεχόμενο στὴ ζωὴ τῆς φάρμας. Ἀντὶς γιὰ βοτάνισμα, τὸν ρίχνανε κάμποσους μῆνες νὰ καθαρίζει καὶ ν᾿ ἀρμέγει τὰ ζωντανά, ἢ νὰ νοιάζεται τὰ δέντρα. Ἅμα τὸν βάζανε στὰ δέντρα, ἤτανε ἡ γιορτινή του μέρα. Δέντρα ποὺ ἤτανε τώρα θεόρατα, τά ῾χε ἐδῶ καὶ χρόνια φυτέψει μὲ τὸ χέρι του καὶ τὰ ῾χε ἀναστήσει, καθὼς ἀνασταίνει ὁ ἄνθρωπος ἕνα ζωντανὸ πλάσμα, τὸ παιδί του. Κι ἕβρισκε ἀπόλαψη καὶ χαρά, ἅμα στὴν κάψα τοῦ καλοκαιριοῦ τοῦ Σάουθ καθόταν καὶ ξαπόσταινε κάτω ἀπὸ τὶς φυλλωσιὲς καὶ τὸν καρπὸ ἑνοῦ δέντρου, ποὺ εἶχε ῾δῶ καὶ χρόνια φυτέψει, καὶ κλαδέψει, καὶ ποτίσει, κι ἀναστήσει. Κανένας ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσει γιὰ τὰ δέντρα, ὅσο καὶ ὅπως ὁ Θανάσης Μερτίκας, γιατὶ κανένας δὲν εἶχε κάμει τὰ δέντρα φαμίλια του καὶ ζωή του.
Καὶ τό ῾χε πάρει ἀπόφαση νὰ πεθάνει στὸν ἴσκιο μιᾶς ροδακινιᾶς. Στὸ νοῦ του δὲν ἔβαζε νὰ φύγει ἀπὸ κεῖ. Εἶχε φυτέψει ἀκόμα καὶ κυπαρίσσια, πού, καθὼς ἔλεγε ὁ Γουίλλιαμ Ὀκόνορ, ὁ ἀφέντης τῆς φάρμας, τοῦ μοιάζανε. Γιατὶ, στ᾿ ἀλήθεια, ὁ Θανάσης Μερτίκας ἦταν ψηλὸς δύο μέτρα, καὶ λιγνὸς καὶ δυνατὸς σὰν κυπαρίσσι, ποὺ δὲν ἔλεγε νὰ λυγίσει, ὅσο κι ἂν τὸ δέρνανε οἱ μπόρες καὶ τὰ δρολάπια, ποὺ κινούσανε ἀπὸ τὸν κόρφο τοῦ Μεξικοῦ κι ἀφάνιζαν σπαρτά, δέντρα, σπίτια κι ἀνθρώπους. Σὰν κυπαρίσσι λιγνός, ξερακιανός, μὲ κατάλευκα μαλλιὰ κι ἕνα ποντερὸ μακρὺ γένι, ποὺ φύτρωνε σὰν ψεύτικο κάτω ἀπὸ τὸ σαγόνι του. Ἦταν κιόλας ἐβδομηνταδύο χρόνων ἀλύγιστο κούτσουρο μέσα στὴν πράσινη ἀπεραντοσύνη τοῦ Σάουθ. Κι ὅμως, τὸν καιρὸ ποὺ περίμενε τὸ ἥσυχο τέλος του κάτω ἀπὸ τὴ ροδακινιά, ἕνας φόνος μέσα στὴ φάρμα ἔφερε αὐτόν, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς φαρμαδόρους καὶ τοὺς μεροκαματιάρηδες, στὴ μικρὴ πολιτεία, ποὺ γίνονταν ἡ ἀνάκριση καὶ ἡ δίκη.
Ἔτυχε νά ῾ναι μέσα τοῦ Δεκέμβρη κι ἐξὸν ἀπὸ τ᾿ ἄλλα παράξενα, ποὺ εἶχε ἡ μικρὴ πολιτεία, ἦταν καὶ ὁ στολισμός της γιὰ τὰ Χριστούγεννα, καὶ τ᾿ ἀναρίθμητα στολισμένα δέντρα, κατάφορτα μὲ χρυσωμένα καρύδια, κι ἀπίδια, καὶ μῆλα, καὶ πολύχρωμα χάρτινα ἀστέρια καὶ φῶτα. Τὰ κοίταζε στὶς βιτρίνες τῶν μαγαζιῶν, στὰ φωτισμένα παράθυρα τῶν σπιτιῶν, καὶ τὰ χάζευε στοὺς δρόμους. Γιατί καὶ στοὺς δρόμους, καὶ στὶς πλατεῖες, καὶ στὸ σταθμὸ τοῦ σιδερόδρομου, εἶχαν στήσει πελώρια δέντρα, ποὺ μόλις σουρούπωνε φωτίζονταν μὲ χιλιάδες λαμπιόνια, κόκκινα, πράσινα, κίτρινα, μπλοῦ.
Ἀλλὰ τὸ πιὸ σημαντικὸ περιστατικό, πιὸ τρανὸ κι ἀπὸ τὸν ἐρχομό του, ὕστερ᾿ ἀπὸ σαράντα χρόνια, στὴν πολιτεία, ἦταν ἡ ἀντάμωσή του μὲ Ἕλληνες, ποὺ εἶχαν ρεστορὰν στὴ μικρὴ αὐτὴ πόλη, καὶ σπίτια δικά τους, καὶ φαμελιὲς μὲ γυναίκα καὶ παιδιά, καὶ κοινότητα, κι ἐκκλησία. Γιατὶ σαράντα χρόνια δὲν τοῦ ῾χε μιλήσει ἄνθρωπος ἑλληνικά, σαράντα χρόνια δὲν εἶχε δεῖ ἑλληνικὸ σπίτι, οὔτε ἐκκλησιά, οὔτε ράσο.
Κι ἀναρωτιόνταν ἂν ἦταν πρὸς καλὸ καὶ ὄφελός του ἡ ἀνάσταση τοῦ λησμονημένου κόσμου, ποὺ ξαναστένονταν μπροστὰ στὰ μάτια του, χωρὶς αὐτὸς νὰ τὸ πεθυμήσει. Κι ἔβλεπε ὅλα τοῦτα τὰ πράματα σὰν ποτάμι, ποὺ τὸ φούσκωναν οἱ ρεματικὲς κατεβασιὲς τοῦ χειμώνα κι ἀδύνατο ν᾿ ἀντισταθεῖ κανεὶς στὸ ρέμα του.
Ἔτσι, ἀφέθηκε ἄβουλος καὶ λιγομίλητος νὰ ὁδηγηθεῖ στὰ ἑλληνικὰ μαγαζιά, στὰ σπίτια, καί, ξημερώματα Χριστούγεννα, στὴν ἐκκλησιά.
Ὅσο καὶ νά ῾κρύψε μὲ τὴν ἐπίμονη σιωπή του τὴν ἱστορία του ὁ Θανάσης Μερτίκας, ὅλοι ὑποψιάζονταν πὼς τοῦτος ὁ ἐρημίτης τοῦ Σάουθ ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἄξιζε τὴν ἔγνοια τους καί, πιότερο, τὴν περιέργειά τους.
Νωρὶς ξημερώματα βρέθηκε στὴν ἐκκλησιά. Σαράντα χρόνια εἶχε νὰ πατήσει σὲ νάρθηκα νὰ δεῖ τέμπλο, εἰκονίσματα, μανουάλια, πολυέλαιο, καντήλια, ἁγιοτράπεζα, καὶ παπᾶ ντυμένον τὸ φελόνι του. Σαράντα χρόνια εἶχε ν᾿ ἀκούσει τὸ βραχνό, σουρτὸ ψάλσιμο τοῦ ψάλτη, ν᾿ ἀκούσει εὐαγγέλιο, ἅγια, νὰ δεῖ ἐπιτρόπους νὰ γυρίζουνε τὸ δίσκο γιὰ βοήθεια τῆς ἐκκλησίας...
Στὴ φάρμα, ἀριὰ καὶ ποῦ ἐρχότανε ἕνας ἐπισκοπελιανὸς πάστορας, ἔτρωγε μὲ τὸ γέρο-Γουίλλιαμ, κι ἔφευγε. Τίποτα περισσότερο. Καὶ τώρα, καθὼς ἄκουγε βραχνὰ καὶ σουρτὰ τό:
Ἡ Παρθένος σήμερον
τὸν ὑπερούσιον τίκτει
καὶ Βηθλεὲμ τὸ σπήλαιον...
ἔνιωθε ἕνα σωρὸ πράματα ν᾿ ἀναδεύουνε μέσα του. Σὰν κάτι ν᾿ ἀνατάραζε τὰ σωθικά του. Μολονότι ἡ σιωπή του τὸν τύλιγε μὲ μυστήριο, ποὺ κέντριζε τὴ φαντασία τοῦ κόσμου, ἡ ἔκφρασή του μαρτυροῦσε πολλά, καθὼς ἔβλεπε πότε τὸν παπᾶ, πότε τὸν ψάλτη, πότε τὸ ἐκκλησίασμα.
Ἀπὸ τὸ στασίδι, ποὺ τὸν εἶχαν τοποθετήσει χάρη στὰ χρόνια του, ἄνοιγε διάπλατα τὰ μάτια, ἅμα ἔβλεπε γέρους, ποὺ εἶχαν σὰν κι αὐτὸν σαράντα καὶ πενήντα χρόνια στὴν Ἀμερική, καὶ εἶχαν καταφέρει πράματα ποὺ αὐτὸς ξαστόχησε: νὰ θεμελιώσουνε δουλειὲς δικές τους, νὰ χτίσουν σπίτια, νὰ σκαρώσουνε φαμελιὲς καὶ παιδιά, νὰ παντρέψουνε κορίτσια καὶ νὰ τριγυρίζουνται ἀπὸ ἐγγόνια. Τί διάβολο, διαφορετικὸ εἶχαν αὐτοὶ ἀπ᾿ αὐτόν; Ἀναρωτιόταν κι ἀποροῦσε, κι ἀναθεμάτιζε τὸ φονιά, ποὺ χάρη στὸ φονικό του χέρι σουρνόταν τώρα μάρτυρας στὰ δικαστήρια, ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ξεχάσει τοὺς ἀνθρώπους καὶ εἶχε φιλιωθεῖ μὲ τὰ ζῶα, τὰ δέντρα, τὰ σπαρτὰ καὶ τὰ γεννήματα.
Γιὰ τοῦτο ἔκλεισε τὰ μάτια, ἀκούμπησε τὸ κεφάλι σὰν νὰ προσευχόταν στὶς δύο ἀπαλάμες κι ἀφέθηκε νὰ πλανηθεῖ σ᾿ ὅσα εἶχε ἀπολησμονήσει...
*
Ὁ Θανάσης Μερτίκας ἦταν δὲν ἦταν εἱκοσιεφτὰ χρονῶν, ἅμα ἀποφάσισε νὰ ταξιδέψει στὸ Νέο Κόσμο. Τοῦ ῾χε βάλει τὴν ἰδέα ἕνας συχωριανός του ταξιδεμένος, ὁ Παναγιώτης ὁ Τράκας, πρὸς παρηγόρησή του, ἅμα ἔβλεπε τὰ σεκλέτια νὰ φαρμακώνουν τὴ ζωή του. Ὁλοκάθαρα βούιζαν στ᾿ αὐτιά του τὰ λόγια του:
- Νὰ φύγεις, τοῦ ῾λεγε. Τὸ Μερκοβούνι δὲν ἔχει ψωμὶ γιὰ σένανε.
- Κι ἐγὼ τὸ νιώθω... ψιθύριζε συλλογισμένος ὁ Μερτίκας. Θὰ πάω στὴν Τροπολιτσά!
Ὄξω φρενῶ ὁ Τράκας διαμαρτυρόταν:
- Τί νὰ κάνεις, μωρὲ χαζέ, στὴν Τροπολιτσά; Μπακαλόγατος νὰ γίνεις, στὸ μπακάλικο τοῦ Μανωλόπουλου; Οὔτε χαΐρι, οὔτε προκοπὴ θὰ δεῖς! Κάτσε τότες στὸ Μερκοβούνι! Ἕνα κρίθινο ξεροκόμματο θὰ τό ῾χεις...
- Ἀναρωτιέμαι καὶ γι᾿ αὐτό, κούνησε θλιμμένα τὸ κεφάλι ὁ Μερτίκας. Τὸ χωράφι τὸ ξέρεις. Δέκα στρέμματα ὅλα κι ὅλα, ποὺ πρέπει νὰ ταΐσουνε τὴ Μαριγώ, τὰ δύο παιδιά, τὴ χήρα τὴν ἀδερφή μου, καὶ μένανε. Χρυσάφι νὰ τὰ σπείρω, δὲν τὸ βγάζουνε τὸ καρβέλι. Λέω, λοιπόν, νὰ πάω νὰ δουλέψω στὴν Τροπολιτσά, νὰ λείψει τὸ δικό μου τὸ στόμα, κι ἡ Μαριγὼ νὰ τὰ φέρνει βόλτα μὲ τὸ χωράφι. Κι ἂν τὰ φέρει ὁ Θεὸς δεξιὰ καὶ ξελασπώσω στὴν πολιτεία, νὰ φέρω μιὰ μέρα καὶ τοὺς ἀποδέλοιπους καὶ νὰ σπρώξω τὰ παιδιά μου στὰ γράμματα, γιατὶ ἡ γῆς δὲν ἔχει προκοπή... Τί θὰ φᾶνε τὰ δόλια, ἅμα μεγαλώσουνε, καὶ τὰ δέκα στρέμματα χρειαστεῖ νὰ θρέψουνε τρεῖς φαμελιές, ἀντὶς γιὰ μιά;...
- Ἡ Τροπολιτσὰ δὲν ἔχει ψωμί!...
- Λὲς νὰ τραβήξω γιὰ τὴν Ἀθήνα;...
Ὁ Παναγιώτης ὁ Τράκας τὸν κοίταξε εἰρωνικά, καὶ τοῦ ῾πε:
- Μὰ ποῦ ζεῖς τοῦ λόγου σου; Δὲν ἀνοίγεις τὰ μάτια σου νὰ δεῖς πῶς ὅλοι φεύγουνε γιὰ τὴν Ἀμερική; Ἐκεῖ, βρὲ Θανάση, πᾶνε ἀπ᾿ ὁλοῦθε καὶ πλουταίνουνε, καὶ γυρνᾶνε μὲ χρυσάφι, μὲ δολάρια, καὶ ἀσφαλίζουν ὄχι μονάχα τὰ παιδιά τους, ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους, κι ἀντὶς νὰ πᾶνε αὐτοὶ στὴν Ἀθήνα ἔρχεται σ᾿ αὐτοὺς ἡ Ἀθήνα!... Μπῆκες;
*
Κουβέντα στὴν κουβέντα, ὁ Θανάσης τ᾿ ἀποφάσισε. Ἔδωκε τοῦ Παναγιώτη τοῦ Τράκα πεντακόσιες δραχμὲς ποὺ εἶχε ὅλες κι ὅλες, γιὰ νὰ κανονίσει τὰ εἰσιτήρια μὲ τὸ «Θεμιστοκλῆ», ἀποχαιρέτισε τὴ γυναίκα του, τὴν ἀδερφή του, σφιχταγκάλιασε τὰ δύο παιδιά του, τὸν Ἀντώνη καὶ τὸ Δημητρό, ἔκαμε τὸ σταυρό του κι ἔφυγε γιὰ τὸν Περαία μαζὶ μὲ τὸν Τράκα, ποὺ τὸν συνόδεψε τάχα ὣς τὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ τοῦ δίνει κουράγιο κι ὁρμήνιες, στ᾿ ἀλήθεια ὅμως γιὰ νὰ ταξιδέψει μὲ λεφτὰ τοῦ Θανάση στὴν Ἀθήνα, ὅπου πάσκιζε νὰ καλυτερέψει τὴν τύχη του.
Ἅμα ἀποχαιρέταγε τὸν Παναγιώτη τὸν Τράκα στὸ μουράγιο, τοῦ ῾πε:
- Εἶσαι σίγουρος, μωρὲ Παναγιώτη, πῶς θ᾿ ἀλλάξει ἡ τύχη μου;
- Ἀκόμα τὸ ρωτᾶς;
- Ἂν δὲν εἶναι τρέλα τοῦτο ποὺ κάνω, θά ῾ναι εὐλογία Θεοῦ.
- Καὶ βέβαια εἶναι, εἶπε ὁ Παναγιώτης.
- Συλλογᾶμαι ὅμως, εἶπε κοντοστέκοντας ὁ Θανάσης, πὼς ἐξὸν ἀπὸ τσάπα, δὲν ξέρω καμιὰν ἄλλη δουλειά... Καὶ δὲν ξέρω καὶ τὴ γλώσσα...
- Κι ἂν ἤξερες, σὲ τί θὰ σ᾿ ὠφελοῦσαν; Μά, βρὲ χαζοπούλι, δὲν κατάλαβες πῶς δὲ χρειάζεται νὰ κάνεις καμιὰ δουλειά; Φτάνει νὰ ξέρεις νὰ σκύβεις, γιὰ νὰ μαζεύεις τὰ δολάρια! Θὰ βαρεθεῖς νὰ μαζεύεις! Τόσο εἶναι σπάταλα σκορπισμένα στὸ δρόμο... Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἀμερική.
- Ἀπὸ τὸ στόμα σου καὶ στοῦ Θεοῦ τ᾿ αὐτί... εἶπε ὁ Θανάσης Μερτίκας καὶ μπαρκάρησε.
Στ᾿ ἀμπάρια τοῦ «Θεμιστοκλῆ» ἤτανε στοιβαγμένοι διακόσιοι μετανάστες . Βρώμαγε ὁ τόπος ἀπὸ τὰ χνῶτα καὶ τ᾿ ἄπλυτα ποδάρια, καὶ σκυλοβρωμοῦσε τὸ σκόρδο ποὺ τὸ μασούσανε ἀδιάκοπα οἱ περισσότεροι, γιὰ τὶς ἀρρώστιες, τάχα, τοῦ νεροῦ, καὶ ρέβονταν κάθε λίγο καὶ λιγάκι.
Ὁ Θανάσης, ἐξὸν ἕνα σακὶ κρίθινα παξιμάδια, ποὺ τοῦ ῾χε ῾τοιμάσει ἡ Μαριγώ, κι ἕνα τουλουμάκι τυρὶ κι ἐλιές, δὲν εἶχε τίποτ᾿ ἄλλο μαζί του. Εἶχε λίγα λεφτά, λίγα φαγώσιμα καὶ λιγότερα λόγια.
Ὅσο κι ἂν οἱ ἐλπίδες φούντωναν μέσα του, ἡ καρδιά του ἦταν βαριά. Γιὰ νὰ λιγοστέψει τὸν πόνο τοῦ χωρισμοῦ, ποὺ κατάτρωγε τὴ Μαριγώ, ἅπλωσε μπροστά της τὸ χρυσάφι, ποὺ θ᾿ ἀπόθετε στὰ πόδια της, ἅμα θὰ γυρνοῦσε, καὶ τῆς ζωγράφισε μιὰ ὀνειρεμένη ζωή, ἀρχοντικιὰ καὶ ξέγνοιαστη, γι᾿ αὐτὴ καὶ τὰ παιδιά της. «Ἑφτὰ δοῦλες θὰ σοῦ ῾χω, Μαριγώ, καὶ σ᾿ ἀσημένιο φλιτζάνι θὰ ρουφᾶς τὸν καφέ σου! Καὶ θὰ δεῖς τὸ Δημητρὸ καὶ τὸν Ἀντώνη σωστὰ ἀρχοντόπουλα!».
Τοῦτο τὸ ὄνειρο γλύκανε κάπως τὸ φαρμάκι τὸ φαρμάκι τοῦ χωρισμοῦ...
Δὲ μιλοῦσε, λοιπόν, μέσα στ᾿ ἀμπάρι, ἀλλὰ χαιρόταν, ἅμα ἄκουγε τοὺς διπλανούς του νὰ ἱστορᾶνε τὰ παραμυθένια πλούτια τῆς Ἀμερικῆς, τοὺς θησαυρούς, ποὺ βρῆκαν ἕνα σωρὸ ἄνθρωποι, σκάβοντας δύο πιθαμὲς στὴ γῆς, μέσα στὸ σπίτι ποὺ κάθονταν. Μιλοῦσαν ἀκόμα γιὰ τοὺς χρυσοὺς κάμπους της, τὰ χρυσὰ λιβάδια, τὰ φροῦτα, ποὺ κρέμονταν ἀπὸ τὰ δέντρα καὶ σάπιζαν. Τόσο πολλὰ ἦταν, ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν πρόφταιναν νὰ τὰ μαζεύουν! Καὶ ἱστορούσανε περιστατικὰ καὶ ἀνθρώπους, μ᾿ ὀνόματα καὶ χρονολογίες, ποὺ θησαυρίσανε μὲ τὸ τίποτε.
- Φαίνεται, ἔλεγε ὁ Λιοντοκανάκος, ὁ ἐπιλεγόμενος Χάρος (τόσο ἤτανε κακομούτσουνος!) πὼς πρὶν φᾶνε ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα τὸ ξινόμηλο, στὴν Ἀμερικὴ ἦταν ὁ παράδεισος!
Καί, γιὰ νὰ κεντρίσει τὴ φαντασία τους, πρόσθετε πάντα:
- Καὶ γυναῖκες, μάτσο! Κάτι κορίτσαροι σὰν τὰ κρύα τα νερά!... Μάνα μου! Μπουκιὰ καὶ σχώριο!... Γυναῖκες μὲ τ᾿ ὄνομα! Πρόσχαρες, καλόβολες καὶ ψυχικάρες!...
Κι ἀφοῦ σώπαιναν κάμποσο ὅλοι, κι ἄφηναν τὴ φαντασία τοὺς ξαναμμένη νὰ χαϊδέψει καὶ νὰ τρυγήσει τοῦτα τὰ χυτὰ ὁλόγυμνα γυναικεῖα κορμιά, ὁ Λιοντοκανάκος πρόσθετε:
- Καὶ ψοφᾶνε γιὰ μετανάστες!... Ἀπαρατᾶνε τοὺς ντόπιους γιὰ τοὺς μετανάστες!... Τοὺς περιμένουνε στὰ μουράγια... Λυσᾶνε γιὰ μετανάστη!...
Τοῦ Θανάση Μερτίκα τοῦ ῾ρχόταν ἀναγούλα ὅσο τ᾿ ἄκουγε. Καὶ τὰ λέγανε κάθε ὥρα καὶ κάθε μέρα, ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ πλέυρισε ὁ «Θεμιστοκλῆς» στὰ μουράγια τοῦ Χάτσον.
Ὁ Θανάσης Μερτίκας συλλογιόταν τὴ Μαριγώ. Ἦταν ἀκόμα εἰκοσιπέντε χρονῶ θεριοκοπέλα. Τὴν ἄφησε νὰ παλεύει τὶς μέρες καὶ νὰ ζεῖ τὴν ξεραΐλα τῆς ἄναντρης νύχτας. Ὅσο ζούσανε μαζί, καὶ μ᾿ ἕνα ξεροκόμματο νὰ δειπνούσανε, χαιρόντουσαν στὸ στρῶμα τὶς χαρὲς καὶ τὶς γλύκες τῆς νύχτας.
Τὴν εἶχε γνωρίσει στὸ μεγάλο χωριό, τὸ Μπασάκο, μόλις εἶχε γυρίσει ἀπὸ τὸν κακότυχο πόλεμο τοῦ ῾97. Αὐτὸς ὁ πόλεμος τὸν εἶχε κάμει σκεφτικὸ καὶ τοῦ ῾χε σκοτώσει τὶς ἐλπίδες. Ἅμα, στρατιώτης, ξεμπαρκάρησε στὴν Ἅγια- Μαρίνα, ὅπου μαζευόταν ὁ ἑλληνικὸς στρατός, γιὰ ν᾿ ἀντικρίσει τοὺς Τούρκους, εἶχε ἀκούσει ἕνα σωρὸ πράματα, ποὺ θρέψανε τὴν πιὸ τρανὴ ἐλπίδα μέσα του. Χωριάτης αὐτός, ὀνειρευόταν πλούσια χωράφια, ποὺ τὰ πότιζαν ποταμίσια νερά, καὶ ζωντανά, καὶ λιβάδια... Τὸ καταλάβαινε πὼς ἤτανε καιρὸς νὰ ξαποστάσει στὸ Μερκοβούνι, καὶ νὰ δεῖ στὸ καινούριο σπίτι του σοδειές: χρονικὰ τὶς ἐλιές, τὸ λάδι του, τὸ στάρι, τὸ κρασί...
Ὕστερα ὅμως... Μιὰ βοϊδάμαξα τὸν εἶχε ξεβράσει στὸν Ἁρμυρό, τσακισμένον κουρελιασμένον, πεινασμένον, καί, τὸ πιὸ σημαντικό, ἄδειον!... Ἀναρωτιόταν κι ἀποροῦσε, γιατὶ γίνηκε ὅλη ἐκείνη ἡ φασαρία, γιατὶ τὰ φουσκωμένα λόγια, τὸ ξεσήκωμα, κι ὕστερα πάλι τὸ Μερκοβούνι, φτωχό, βυθισμένο στὴ λάσπη, καὶ ὁ ὕπνος κάτω ἀπὸ τὴν ξερολιθιά;...
Ὁ Θεὸς τὸν εἶχε στείλει στὸ Μπασάκο νὰ κουβαλήσει κριθάρι καὶ κεῖ ν᾿ ἀντικρίσει τὴ Μαριγώ: ὀρφανή, θεόφτωχη, μὲ προίκα της τὴν τιμιότητα καὶ τὴν πλούσια καρδιά. Θυμόταν πὼς κοιτάχτηκαν γιὰ πρώτη φορά, ἅμα τῆς ζήτησε νερὸ νὰ ξεδιψάσει. Καὶ τὴν ἄλλη αὐγή, ποὺ ξεκίνησε γιὰ τὸ Μερκοβούνι, χωρὶς νὰ τὸ σκεφτεῖ, ἄδραξε τὸ χέρι της, καθὼς τὴν ἀντάμωσε στὸ κατώφλι τῆς πόρτας της, νὰ σκουπίζει τὶς καβαλίνες τῆς κατσίκας... Κι ἀντὶς νὰ βιαστεῖ νὰ γυρίσει, ἔτσι, χωρὶς πολλὴ συλλογή, κοντοστάθηκε, μπῆκε καὶ κουβέντιασε τῆς θείας της τῆς Κωνσταντινιᾶς, καὶ σὲ δέκα μέρες τὴν ἔφερνε νύφη στὸ πατρικό του.
Εἶχε ξεχάσει τὸν πόλεμο, τὴν Ἅγια-Μαρίνα, τὰ ὄνειρα, τὸ φευγιό, τὸ κουρέλιασμα τῶν ρούχων καὶ τῆς ψυχῆς, τὸν Ἁρμυρό, καὶ τὸ Μερκοβούνι καὶ τὸ Μπασόκο τοῦ φαίνονταν στολίδια τοῦ οὐρανοῦ. Ἀγαποῦσε!...
- Μπορεῖς νὰ σκύβεις;
- Μπορῶ...
- Αὐτὴ εἶν᾿ ὅλη ἡ δουλειὰ ποὺ θὰ κάνεις στὴν Ἀμερική! Θὰ σκύβεις νὰ μαζεύεις δολάρια, ὥσπου νὰ βαρεθεῖ ἡ ψυχή σου καὶ νὰ χορτάσει τὸ μάτι σου!...
Αὐτὰ ἦταν τὰ λόγια τοῦ Τράκα, ποὺ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο βούιζαν στ᾿ αὐτιά του, ὅταν φουντάρισε ὁ « Θεμιστοκλῆς» στὴν προβλήτα τῶν σαράντα δρόμων, στὴ δυτικὴ ὄχτη τοῦ Χάτσον...
Ἦταν πιὰ καιρὸς νὰ φτάσουνε, νὰ πάψει νὰ κουνιέται καὶ νὰ μυρίζεται τὴ μπόχα τοῦ ἀμπαριοῦ. Τὸ μυαλό του ἦταν ζαλισμένο...
Μόλις πάτησε τὸ πόδι του στὸ μουράγιο, ἕνα πρασινωπὸ χαρτὶ τράβηξε τὴν προσοχή του. Τὸ κοίταξε, τὸ ξανακοίταξε, παρατήρησε τὰ σκέδια, τὴν εἰκόνα ἑνοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ἀριθμὸ πέντε. Δὲ γελιότανε. Ἦταν χαρτονόμισμα, ἤτανε πεντοδόλαρο! Ἔτσι, μόλις ξεμπαρκάρισε, πρὶν καλὰ-καλὰ πατήσει τὸ ποδάρι του στὴ γῆ, ἡ Ἀμερικὴ τοῦ ῾δειχνε τὸ μήνυμα τῆς δουλειᾶς, καθὼς τοῦ τὴν εἶχε περιγράψει ὁ Τράκας: νὰ σκύβει καὶ νὰ μαζεύει δολάρια! Ἔσκυψε λοιπὸν καὶ τὸ μάζεψε. Τό ῾φέρε κοντὰ στὰ μάτια του, τὸ κοίταξε ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, τὸ ῾ξέτασε ἀπὸ τὴν ἄλλη, κι ἅμα σιγουρεύτηκε πὼς ἦταν πεντοδόλαρο, μ᾿ ἕνα παράξενο γέλιο τό ῾σκισε στὰ τέσσερα καὶ τὸ πέταξε στὴ θάλασσα.
- Ἄι στὸ διάολο! εἶπε. Ἀκόμα δὲν πάτησα τὸ ποδάρι μου, ἀκόμα δὲν εἶδα τὸν τόπο, καὶ θ᾿ ἀρχίσω νὰ δουλεύω; Ἔχουμε καιρό... Καὶ χαρούμενος προχώρησε. Δὲν τὸν εἶχε γελάσει ὁ Τράκας!...
Ἔπλενε πιάτα σὲ μιὰ μικρὴ καφετέρια, ποὺ εἶχε ἕνας Μοραΐτης ἀπὸ τὴ Βυτίνα. Κατοσταριὲς πιάτα! Ἔπιανε δουλειὰ ἀπὸ τὰ μαῦρα ξημερώματα καὶ σταματοῦσε μονάχα γιὰ νὰ πλαγιάσει, νὰ κοιμηθεῖ σ᾿ ἕνα πατάρι . Κι ὅλ᾿ αὐτά, γιὰ δύο πιάτα φαῒ κι ὀγδόντα σὲντς τὴ μέρα! Ἔπρεπε νὰ δουλεύει δέκα μέρες, νὰ πλύνει χιλιάδες πιάτα, φλιτζάνια, καὶ τεντζερέδες, γιὰ νὰ βγάλει ἕνα πεντοδόλαρο. Κι ὅσο συλλογιόταν πὼς ἔσκισε τὸ πρῶτο πεντοδόλαρο, ποὺ βρέθηκε μπροστά του, πήγαινε νὰ σαλέψει τὸ μυαλό του. Ἕξι μῆνες τώρα, ἅμα περπατοῦσε σὲ δρόμο, εἶχε καρφωμένα τὰ μάτια του καταγῆς, ἕτοιμος νὰ σκύψει. Ἀλλὰ τίποτε δὲν τοῦ ῾φερνε ἡ τύχη. Λὲς καὶ κεῖνο πού ῾χε σκίσει ἦταν τὸ μοναδικὸ πεντοδόλαρο τοῦ τόπου!.
- Ἀνάθεμά σε, Παναγὴ Τράκα! Ἀνάθεμά σε, Θεομπαίχτη!... ψιθύρισε, κι ἔπλενε πιάτα.
- Τὰ πιάτα δὲν εἶναι δουλειά, καλοπαιδί, δὲν ἔχουνε ψωμί!... τοῦ ῾πε ἕνας πατριώτης, ποὺ ἦταν ἐργολάβος στὶς γραμμές.
- Καὶ ποιὰ εἶναι δουλειά, πατριώτη;
- Οἱ γραμμές, ἀδελφέ μου, οἱ γραμμές!. . Δύο δολάρια μεροκάματο, φαῒ ποὺ νὰ μὴν τὸ χωρεῖ τὸ στομάχι σου, καὶ καθαρὸς ἀγέρας. Ἁπλοχωριά!
Ὁ Θανάσης Μερτίκας ἄρχισε νὰ τὸ σκέφτεται. Εἶχε βαρεθεῖ τὶς δουλειὲς στὰ μαγαζιά. Καμιὰ προκοπὴ δὲν ἔβλεπε. Δούλεψε δύο χρόνια στὴ Νέα Ὑόρκη, στὸ Ντητρόιτ, στὸ Σικάγο - ὅλοι τοῦ τάζαν πὼς στὸ καινούριο μαγαζὶ θά ῾βλεπε προκοπή, κι ὅλο τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια. Στὸ Ντητρόιτ δούλεψε καὶ σὲ ἕνα σιδεράδικο, μ᾿ ἕνα δολάριο τὴ μέρα. Δὲ βάσταξε ὅμως κι ἔπεσε ἕνα μήνα στὸ στρῶμα, χωρὶς νά ῾χει ἄνθρωπο νὰ τοῦ δώσει ἕνα ποτήρι νερό. Δύο χρονῶ μέρες, οὔτε ἕνα δολάριο στὸ δρόμο του νὰ σκύψει νὰ τὸ μαζέψει! « Ἀνάθεμά σε, Παναγὴ Τράκα!... » ψιθύριζε, καὶ δούλευε...
Στὴ γυναίκα του εἶχε γράψει δύο γράμματα ὅλα κι ὅλα. Τὸ πρῶτο, τό ῾γραψε μόλις ἔφτασε καὶ τῆς ἱστοροῦσε τὴν ἱστορία τοῦ πεντοδόλαρου - κι ἦταν ἕνα γράμμα ὅλο σιγουριὰ κι ἐλπίδες. Τ᾿ ἄλλο, ὕστερ᾿ ἀπὸ ἕνα χρόνο, ποὺ τῆς τά ῾λεγε μασημένα. Ποῦ νὰ τῆς γράψει πὼς ὅσα τῆς εἶχε ἱστορήσει γιὰ θησαυροὺς ἤτανε χαζοκουβέντες.
Κείνη πάλι τοῦ ῾γράφε νὰ φυλάγεται, νὰ μὴν ξοδιάζεται καὶ ν᾿ ἀποφασίσει νὰ γυρίσει . «Τί τοὺς θές, τοῦ ῾γραφε, τοὺς θησαυρούς; Ὅσα μάζωξες δύο χρόνια τώρα, μᾶς φτάνουν καὶ περσεύουν. Πάρε ὅσο βιὸς ἔχεις μαζώξει καὶ γύρισε, γιατὶ δὲν τόνε βαστάω ἄλλο τὸ χωρισμό!» Χαμογελοῦσε πικρά... «Τὸ βιός του»... «Ποὺ εἶχε μαζώξει»! Ποτὲς δὲν ἤτανε τόσο φτωχὸς ὅσο τότες. Ἀλλὰ ντρεπότανε νὰ τὸ μολογήσει. Φοβόταν πὼς θὰ ξέπεφτε στὰ μάτια της, ἄλλοι νὰ ἱστορᾶνε θησαυροὺς κι αὐτὸς νὰ γυρίσει μὲ μπαλωμένο βρακί, γιὰ νὰ ὀργώνει πάλι τὸ χωράφι στὸ Μερκοβούνι.
Βέβαια, οἱ πατριῶτες ποὺ ἀντάμωνε, κι ἦταν ἀπὸ καιρὸ σ᾿ αὐτὴ τὴ χώρα, δὲ μιλοῦσαν διόλου, καθὼς ὁ Λιοντοκανάκος στ᾿ ἀμπάρι τοῦ «Θεμιστοκλῆ». Κάθε ἄλλο. Λέγανε τὰ σύκα-σύκα καὶ τὴ σκάφη-σκάφη. Μολογοῦσαν τὸ πόσο σκληρὸς εἶν᾿ αὐτὸς ὁ τόπος, ἀλλὰ ζούσανε καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα μιᾶς εὐκαιρίας. Μ᾿ αὐτὴ ζοῦσε καὶ ὁ Θανάσης Μερτίκας, μ᾿ αὐτὴν καὶ μὲ τὸ ὄνειρο τοῦ γυρισμοῦ, πού, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει, στάθηκε τὸ πιὸ μεγάλο ῾μπόδιο στὴν προκοπή του. Πέντε χρόνια γύρισε δέκα πολιτεῖες, δούλευε ἀπὸ μαγαζὶ σὲ μαγαζί, καὶ τὸ μόνο πού ῾χε καταφέρει ἦταν νὰ ζεῖ - ποὺ πάει νὰ πεῖ: νὰ μὴν πεθάνει!...
Στὶς γραμμές, τὰ πράματα ἦταν, παρ᾿ ὅλα τα ταξίματα, πιὸ σκληρὰ καὶ πιὸ ἄγρια... Σὲ κάτι παράγκες τοὺς ἔδερνε ἡ κάψα τοῦ καλοκαιριοῦ κι ἡ παγωνιὰ τοῦ χειμώνα. Ἡ δουλειὰ τσάκιζε κόκαλα. Κάθε μέρα, πάνω-κάτω, θάφτανε κι ἕναν πατριώτη. Ὅλ᾿ ἡ γραμμὴ σπαρμένη κόκαλα Ρωμιῶν!
Μιὰ νύχτα, Δεκέμβρη πάλι, τσακισμένος ἀπὸ τὴ δουλειά, εἶδε τὸν ἐργολάβο νὰ δέρνει μ᾿ ἕνα ματσούκι ἀλύπητα ἕνα δεκαεξάχρονο παιδί. Τὸ παιδὶ δὲν ἄντεχε, εἶχε πάθει ἐντερικά, κι αὐτὸς ὁ Ἀγαρηνός, δὲν τοῦ ῾δινε τρόπο νὰ γυρίσει σὲ κάτι συγγενεῖς του στὸ Σικάγο. Ἦταν ἀπὸ τὴ Στεμνίτσα κι ἤθελε νὰ γυρίσει πίσω.
Τὸ παιδί, ἄρρωστο καὶ τσακισμένο ἀπὸ τὸ ξύλο, ἦρθε καὶ σωριάστηκε στὴν παράγκα καὶ τό ῾καιγε ἡ θέρμη ὅλη τὴ νύχτα. Τρία μερόνυχτα ψηνόταν καὶ παραμιλοῦσε. Τὴ μέρα δὲν τὸ νοιαζόταν κανείς, παρὰ μόνο τὴ νύχτα ὁ Θανάσης Μερτίκας τοῦ ῾δινε μιὰ σταλιὰ ζουμὶ καὶ τ᾿ ἀπόθετε δροσερὸ νερὸ στὸ κεφάλι. Τὸ παιδὶ τὴν τρίτη μέρα ῾νειρευόταν πὼς εἶχε γίνει καλογεροπαίδι στὴ Μονὴ τοῦ Προδρόμου, στὴν πατρίδα του, καὶ μιλοῦσε μὲ τὸν ἡγούμενο, μὲ τοὺς ἁγίους καὶ μὲ τὸν Πρόδρομο! Ὁ Θανάσης σταυροκοπιόταν καὶ προσευχόταν.
Παραμονὴ Χριστούγεννα, ἀργὰ μετὰ τὰ μεσάνυχτα, τὸ παιδὶ πέθανε. Γιώργης Σαββόπουλος. Ξημερώνοντας Χριστούγεννα, ὁ Θανάσης Μερτίκας πῆγε στὶς γραμμὲς κι ἔφτιαξε ἕναν ξύλινο σταυρό. Ἔγραψε ὅπως ὅπως τ᾿ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ: «Γεώργιος Σαββόπουλος, Στεμνιτσιώτης. Πέθανε, ξεμερώνοντας Χριστούγεννα, σὲ τούτη τὴν ἐρημιά». Πῆρε τὸ σταυρὸ καὶ πῆγε δίπλα σ᾿ ἕναν πελώριο κάκτο, καὶ μὲ τὴν τσάπα ἄνοιξε ἕνα λάκκο βαθύ. Τυλίξανε τὸ παιδὶ σὲ μιὰ μπατανία καὶ ὅλοι μαζὶ τὸ θάψανε, ψέλνοντας ὅ,τι ἤξερε ὁ καθένας.
Ὁ ἐργολάβος αὐτὸς ποὺ εἶχε ξυλίσει τὸ παιδί, ἕνας Καλαματιανός, εἶπε πὼς τὸ παιδὶ εἶχε νὰ λάβει δυόμισι δολάρια, καὶ μιὰ καὶ δὲν εἶχε συγγενῆ νὰ τὰ παραδώσει, τὰ παραδωκε στὸ Μερτίκα, νὰ φροντίσει γιὰ ἕνα μνημόσυνο.
Τὸ μεσημέρι, ὅλοι φάγανε κι ἤπιανε, καὶ τὸ στρώσανε στὸ γλέντι. Ὁ Μερτίκας, μονάχος, μάζωξε τὰ ρουχαλάκια τοῦ παιδιοῦ καὶ ξάπλωσε ἀνήμπορος στὸ στρῶμα. Τὸ μυαλό του ῾κείνη τὴ χρονιάρα μέρα ἤτανε στὸ Μερκοβούνι. Λογάριαζε πὼς ὁ Ἀντώνης κι ὁ Δημητρός του θὰ ῾τανε τώρα μιὰ χαρὰ ἀγόρια... Κι αὐτός, μακριά τους, ἀνήμπορος νὰ τὰ βοηθήσει, νὰ πράξει ὅσα εἶχε τάξει, καταδικασμένος στὴ στέρηση καὶ τὸ χωρισμό τους... Καὶ ἡ Μαριγώ, πέντε χρόνους τώρα δίχως ἄντρα, δίχως διαφεντευτῆ!. . « Ἀνάθεμά τα γιὰ λεφτά!... », συλλογίστηκε, καὶ κοίταξε τὸ ἄδειο στρῶμα τοῦ παιδιοῦ, ποὺ ἐδῶ καὶ λίγο εἴχανε θάψει μέσα στὴν ἐρημιά, δίπλα σ᾿ ἕναν ἄγριο κάκτο... Τὸ μέρος, ὅσο κι ἂν ἦταν ἀπέραντο, δὲν τὸν χωροῦσε ἄλλο. Κι ἡ δουλειά, ἔτσι ὅπως γινόταν, τὸν ἔπνιγε. Ἤθελε νὰ φύγει, νὰ κάνει κάτι ποὺ νὰ τοῦ θυμίζει ὅ,τι ἔκανε ἀπὸ γεννησιμιοῦ του στὸ Μερκοβούνι: νὰ σκάβει τὴ γῆς, νὰ ὀργώνει, νὰ νοιάζεται ζωντανά... Φορτώθηκε τὸ μπόγο του καὶ ἔφυγε...
Ἐκεῖ, στὸ Σάουθ καὶ πρὸς τὰ δυτικά, κοντὰ στὰ σύνορα τοῦ Μέξικου, πῆγε καὶ σφηνώθηκε. Πῆγε νέος καὶ ἀπὸ φάρμα σὲ φάρμα, στέριωσε στὴ φάρμα τοῦ Γουίλλιαμ Ὄκονορ. Τριάντα χρόνια στὴν ἴδια φάρμα! Ἐκεῖ δὲν ἀντάμωσε Ρωμιοὺς περαστικούς, παρὰ δύο μονάχα φορές. Ποτὲ πιά. Σιγὰ-σιγὰ εἶχε ξεχάσει καὶ τὴ γλώσσα του. Τὰ μίλαγε πιὰ τὰ ἑλληνικὰ δύσκολα καὶ σπασμένα, χωρίς, φυσικά, νὰ μιλάει μὲ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἤξερε στὴν ἐντέλεια νὰ κουβεντιάζει τ᾿ ἄλογα, τὰ γελάδια, τὰ σκυλιά, τὰ πουλερικὰ καὶ τὰ δέντρα. Εἶχε φτιάξει ἕναν κόσμο δικό του καὶ ἕναν τρόπο γιὰ συνεννόηση ἄγνωστο στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες.
Τὰ πρῶτα δεκαπέντε χρόνια ἔζησε μὲ τ᾿ ὄνειρο τοῦ γυρισμοῦ. Κάποτε ὅμως ἀρρώστησε, ἀρρώστησε βαριά, ἀπὸ πνευμονία, καὶ νόμισε πὼς ἦρθε τὸ τέλος του. Ὁ νοῦς του γυρνοῦσε ἀδιάκοπα γύρω, ἀπὸ τὴ χλωμὴ μορφὴ τοῦ παιδιοῦ, ποὺ πέθανε στὶς γραμμὲς τοῦ τρένου.
Μιὰ μαύρη ποὺ τὸν περιποιόταν, καθὼς νογοῦσε, κατάφερε νὰ τὸν σώσει. Δὲν ἤξερε ἂν πρέπει νὰ τῆς χρωστάει χάρη ἢ νὰ τῆς ἔχει παράπονο. Τὸ θετικὸ ὅμως εἶναι πὼς γλίτωσε. Ἀλλά, ἅμα σηκώθηκε ἀπὸ τὸ στρῶμα, ἔνιωσε μιὰ σιχαμάρα γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Τὰ πρῶτα χρόνια ἡ Μαριγὼ τοῦ ῾γραφε, μὲ τὰ κολυβογράμματα ποὺ ἤξερε, συχνά. Αὐτὸς τῆς ἔγραφε μιὰ φορὰ τὸ χρόνο καὶ στὰ παρακάλια της γιὰ γυρισμὸ καὶ βοήθεια δὲν ἀποκρινόταν ποτέ. Αὐτὸ τὴν ἔκαμε ὕστερ᾿ ἀπὸ ἕξι χρόνια νὰ τοῦ στείλει μιὰ πικρόχολη γραφή. Τὸν κατηγοροῦσε πὼς πλούτυνε, καὶ πὼς ἀπαράτησε τὴ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του, γιὰ νὰ χαίρεται τὸν πλοῦτο ἄνομα, μὲ παλιογυναῖκες! Νὰ μπεκρουλιάζει καὶ νὰ ξοδιάζει ἄσωτα τὸ βιός του!... Ὁ Θανάσης Μερτίκας στὴν ἀρχὴ θύμωσε. Ἔβρισκε ἄδικες τὶς κατηγορίες. Ἀλλά, ἅμα τὸ καλοσκέφτηκε, βρῆκε πὼς ἡ γυναίκα του εἶχε δίκιο. Πῶς ἕξι χρόνια ἐρημιᾶς ἔφταναν... Καὶ τότες ἔβαλε στὸν ἑαυτό του τὸ ῾ρώτημα. Εἶχε δικαίωμα νὰ μείνει ἄλλο στὴν Ἀμερική; Μποροῦσε ὅμως καὶ νὰ γυρίσει; Τί θά ῾λεγε στὴ γυναίκα του; Τί θὰ ἱστοροῦσε στὸ χωριό; Τί θὰ τῆς πρόσφερνε ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσα χρόνια στέρηση; Ἕνα κρεβάτι. Κι ἔπειτα; Θά ῾τανε ὁ δακτυλοδειχτούμενος ἀνεπρόκοβος ἄνθρωπος. Ἔτρεμε πὼς θὰ γινόταν μπαίγνιο δικῶν καὶ ξένων. Καὶ τότες πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση . Ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸ γράμμα της ἐκεῖνο ἐπὶ ἐννιὰ χρόνια δὲν εἶχε στείλει γραφή. Στὴν ἀρχὴ εἶχε λάβει πέντε ἕξι γράμματα τῆς Μαριγῶς. Ὕστερα σώπασε καὶ τὸ Μερκοβούνι, κι ἔτσι ὁ ὠκεανὸς ποὺ τοὺς χώριζε ἔγινε πιὸ μακρὺς καὶ πιὸ βαθύς.
Ὅσο καὶ νά ῾ταν φοβερὴ ἡ ἀπόφαση ποὺ πῆρε, ἕβρισκε πὼς ἦταν ἡ πρεπούμενη. Θλιβόταν μόνο ποὺ χρειάστηκε δεκαπέντε χρόνια, γιὰ νὰ τὴν πάρει. Νὰ πατήσει τὰ σαρανταδυό, γιὰ νὰ καταλάβει πὼς ἔπρεπε κατάφατσα ν᾿ ἀντικρίσει τὴ μοίρα. Ἔβαλε, λοιπόν, τὴ μαύρη ποὺ τὸν νοσήλεψε κι ἔγραψε ἐγγλέζικα. Κάποιον θά ῾βρισκε ἡ Μαριγὼ στὴν Τροπολιτσὰ νὰ τῆς τὸ ἐξηγήσει. Καὶ τό ῾στειλε. Κι ἅμα τό ῾στειλε, ἀνάσανε καὶ φύτεψε τὴ ροδακινιά, πού, ὕστερ᾿ ἀπὸ χρόνια, γλύκαινε τὴν ξεκούρασή του μὲ τὸν ἴσκιο της. Ἔνιωθε πὼς ἔκαμε κάτι φοβερό, ἀλλὰ δὲ γινόταν διαφορετικά. Καὶ γιὰ τοῦτο ἔμεινε τριάντα χρόνια στὴ φάρμα τοῦ Γουίλιαμ Ὄκονορ. Δὲν εἶχε πιὰ λόγο ν᾿ ἀλλάξει. Ὁ κόσμος ὅλος τοῦ φαινόταν μικρός. Τόσος ὅσον ἀγκάλιαζε τὸ μάτι του. Κι ἡ ροδακινιά του, ὁ ἀφαλὸς τῆς γῆς...
... Ἡ Παρθένος σήμερον
τὸν ὑπερούσιον τίκτει...
Ἡ Χριστουγεννιάτικη λειτουργία ἤτανε πρὸς τὸ τέλος. Ἐπὶ ὥρα ὁ Θανάσης Μερτίκας εἶχε ταξιδέψει στὰ περασμένα.
«Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», ἔψαλλε ὁ παπάς.
« Ποιὰ εἶν᾿ τὰ ἅγια καὶ ποιοὶ εἶν᾿ οἱ ἅγιοι;» ἀναρωτήθηκε ὁ Μερτίκας, κι ἄνοιξε διάπλατά τα μάτια του κι εἶδε τὸ ἐκκλησίασμα ποὺ σχολνοῦσε.
Ὁ πρόεδρος τῆς κοινότητας, μαζὶ μὲ τὸν παπᾶ, τὸν κάλεσαν στὸ χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
- Χρονιάρα μέρα δὲ γίνεται νὰ μείνεις μονάχος, τοῦ ῾πανε.
Κι ὅμως, σαράντα χρόνους εἶχε μείνει ὁλομόναχος, γιορτάζοντας μὲ ξένους ἀνθρώπους ξένες γιορτές. Ἀλλὰ ἤτανε ἄβουλος καὶ πῆγε.
Ἅμα φτάσανε στὸ σπίτι τοῦ προέδρου, τοῦ δώσανε κι ἔφαγε πράματα, ποὺ τὰ θυμότανε, ἀλλὰ ποὺ τά ῾χε ξεσυνηθίσει: οὖζο, τυρὶ φέτα, ταραμοσαλάτα, ἐλιὲς Καλαμῶν καὶ τυροπιτάκια. Ἀμίλητος δοκίμασε ἀπ᾿ ὅλα. Στὸ τραπέζι θὰ κάθισαν ὡς εἱκοσιπέντε ἄνθρωποι, ἀπὸ γέροι ὣς παιδιά, κι ὁ παπᾶς στὴ μέση, ἔχοντας δεξιά του τὸν πρόεδρο κι ἀριστερὰ τὸ Θανάση Μερτίκα. Ὅλοι τους τρώγανε λαίμαργα, μιλούσανε, φωνάζανε, γελούσανε καὶ χειρονομοῦσαν. Μιλούσανε πολὺ γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ πιότερο γιὰ τὴν Καλαμάτα, γιατὶ ὅλοι, ἐξὸν ἀπὸ τὸν Μερτίκα καὶ τὸν παπά, ἦταν Μεσσήνιοι. Ὁ μόνος ποὺ δὲ μιλοῦσε, καὶ ποὺ ἔφαγε λίγο γαλόπουλο, ἦταν ὁ Μερτίκας. Ἀλλὰ κατὰ βάθος κανεὶς δὲν τὸ πρόσεχε. Ποῦ καὶ ποῦ, τοῦ φώναζαν:
«Φάε γέρο!...», «Κουράγιο γέρο!...», «Πιὲ γέρο!...».
Καὶ δῶσ᾿ του τ᾿ ἀστεῖα τους καὶ τὰ γέλια τους!... Νοσταλγοῦσαν τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπόφευγαν. Ὁ πρόεδρος ἔλεγε πὼς καλὴ καὶ ἅγια ἡ Ἑλλάδα, ἀλλὰ πὼς ἡ Ἀμερικὴ ἦταν ὁ «εὐρύτερος ὁρίζοντας».
Νὰ κάτι ποὺ δὲν κατάλαβε διόλου ὁ Μερτίκας. Ὅσο ἤτανε στὸ Μερκοβούνι, ἔνιωθε τὸν κόσμο μεγάλον κι ἀπέραντον. Ἅμα ἔφυγ᾿ ἀπ᾿ τὸ Μερκοβούνι καὶ γύρισε δέκα ἀπὸ τὶς πιὸ μεγάλες πολιτεῖες τοῦ κόσμου, ἔνιωθε ὁλοκάθαρα ποὺ ὁ κόσμος στένεψε. Μπορεῖ τὰ σπίτια νά ῾ταν πιὸ πολλά, ἑκατὸ φορὲς πιὸ μεγάλα καὶ πλούσια, ἀλλὰ αὐτὸς εἶχε γίνει ἑκατὸ φορὲς πιὸ μικρὸς καὶ πιὸ ἀσήμαντος, ἕνα κούτσουρο ἄγονο μέσα σὲ σκοτεινὸ δάσος, μιὰ ξεραγκαθιά, ποὺ ἀνεξήγητα φυτρώνει στὴν ἔρημο.
Ὁ μόνος ποὺ τὸν πρόσεχε ἦταν ὁ παπᾶς. Ἑξηντάρης, καλὸς καὶ λιγομίλητος. Δὲν τοῦ πολυκουβέντιαζε, ἀλλὰ ὁ Μερτίκας ἔνιωθε τὸ μάτι τοῦ παπᾶ νὰ τὸν ξετάζει.
Ἅμα ἔκαμ᾿ ὁ Θεὸς καὶ τελέιωσε τοῦτο τὸ τραπέζι, ὁ παπᾶς ξεμονάχιασε μὲ τρόπο τὸ Θανάση Μερτίκα.
- Τί σοῦ συμβαίνει, πατριώτη;... τὸν ρώτησε. Σήμερα εἶναι μέρα χαρᾶς!
- Ὅπως ὅλες οἱ μέρες, ἀποκρίθηκε ὁ Μερτίκας.
- Δὲν ἔχεις δικούς σου;
- Ὄχι, ἀποκρίθηκε.
- Καλά, καὶ στὴν Ἑλλάδα;...
- Ἐκεῖ μπορεῖ νὰ βρίσκουνται...
- Ποιοί;
- Μπορεῖ ἡ γυναίκα μου καὶ τὰ παιδιά μου...
- Γιατί «μπορεῖ»;
- Γιατὶ κοντὰ σαράντα χρόνια δὲν ἔχουμε ἀλλάξει γραφή.
Ὁ παπᾶς τὸν κοίταξε παράξενα κι ἕνα « γιατί» ξέφυγε ἀπ᾿ τὰ χείλη του.
- Ἀφοῦ θὲς νὰ μάθεις, εἶπε ἀργὰ καὶ σβηστὰ ὁ Μερτίκας, κι εἶσαι παπᾶς, θὰ στὸ πῶ... Ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια, ἅμα εἶδα πὼς ὕστερ᾿ ἀπὸ δεκαπέντε χρόνια σκληρὴ δουλειὰ δὲν κατάφερα νὰ προκόψω, κι ἐπειδὴ ντρεπόμουνα ἀνεπρόκοβος νὰ γυρίσω πίσω, ἔβαλα ἄνθρωπο καὶ τοὺς ἔγραψε, στὴ γυναίκα μου καὶ στὰ παιδιά μου, πὼς πέθανα φτωχός. Ἀπὸ τότες, οὔτε ῾κεῖνοι μάθανε τίποτα γιὰ μένα, οὔτε ῾γὼ γιὰ ῾κείνους.
- Καὶ γιατί τό ῾καμες;...
- Δὲν ἔπρεπε πιὰ νὰ στέκομαι ἐμπόδιο στὸ δρόμο τους, μιὰ καὶ δὲν εἶχα τὴν μπόρεση σὲ τίποτα νὰ τοὺς βοηθήσω... Ἐπὶ τριάντα χρόνια ζῶ στὴν ἐρημιά, στὸ Σάουθ.
- Καὶ μὲ ποιὸν ζεῖς;
- Μὲ τὰ ζωντανὰ καὶ τὰ δέντρα, καὶ περιμένω νὰ μοῦ στείλει ὁ Θεός...
- Καὶ ἡ γυναίκα σου καὶ τὰ παιδιά σου;
Ἂν ζοῦνε κι ἂν γλιτώσανε ἀπὸ τόσους πολέμους ποὺ κάνανε ῾κεῖ κάτω, θὰ πρέπει νὰ ρωτήσεις καὶ γιὰ τὰ ἐγγόνια μου... Δὲν ξέρω τίποτα. Οὔτε θέλω νὰ ξέρω... Ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια ἔκανα ἕνα φόνο... Σκότωσα τὸ Θανάση Μερτίκα... Κι οἱ νεκροὶ δὲν ἀνασταίνονται, οὔτε ρωτοῦν κι οὔτε νοιάζονται γιὰ τοὺς ζωντανούς...
Κι ὁ Μερτίκας, δίχως κανέναν νὰ χαιρετίσει, ἀθόρυβα καὶ δίχως κανεὶς νὰ τὸν καταλάβει, γλίστρησε ὄξω ἀπὸ τὸ σπίτι. Θὰ ζοῦσε λίγες μέρες στὸ στενὸ οὐρανὸ τῆς πολιτείας κι ἀπὲ θὰ γύριζε πάλι νὰ σταθεῖ, σὰν γέρικο κυπαρίσσι, στὴν ἀπέραντη, τὴν ἀτελείωτη πεδιάδα τοῦ Σάουθ, νὰ μιλήσει στὴ δικιά του γλώσσα, μὲ τὰ δέντρα καὶ τὰ ζωντανά...
Κωστὴς Μπαστιᾶς
Χριστουγεννιάτικα καὶ Πρωτοχρονιάτικα Διηγήματα,
Ἐκδόσεις «Βιβλία γιὰ ὅλους», Ἀθήνα 1984