Ἡ δὲ [Πασιφάη] Ἀστέριον ἐγέννησε.
ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, Βιβλιοθήκη, Βιβλιοθήκη Γ΄, 1
Ξέρω πὼς μὲ λένε φαντασμένο, ἴσως καὶ μισάνθρωπο, ἴσως καὶ τρελό. Οἱ κατηγορίες αὐτὲς (ποὺ θὰ τὶς τιμωρήσω ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα) εἶναι γελοῖες. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἀλήθεια ὅτι δὲ βγαίνω ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ἀλήθεια εἶναι ὅμως καὶ ὅτι οἱ πόρτες του (ἄπειρες τὸν ἀριθμὸ*) εἶναι ἀνοιχτὲς μέρα καὶ νύχτα τόσο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ὅσο καὶ γιὰ τὰ ζῶα. Ὅποιος θέλει, μπαίνει. Δὲν θὰ βρεῖ ἐδῶ γυναικεῖες πομπές, οὔτε τὶς ἀλλόκοτες τελετουργίες τῶν ἀνακτόρων, θὰ βρεῖ ὅμως γαλήνη καὶ ἀπομόνωση. Θὰ βρεῖ ἀκόμα κι ἕνα σπίτι ποὺ εἶναι μοναδικὸ σ’ ὅλη τὴ γῆ. (Ψεύδονται ὅσοι λένε πὼς στὴν Αἴγυπτο ὑπάρχει ἕνα παρόμοιο.) Ἀκόμα κι οἱ συκοφάντες μου παραδέχονται πὼς σ’ ὁλόκληρο τὸ σπίτι δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα ἔπιπλο. Ἄλλη γελοιότητα εἶναι τὸ ὅτι τάχα ἐγώ, ὁ Ἀστέριος, εἶμαι φυλακισμένος. Νὰ τὸ ξαναπῶ ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε μία κλειδωμένη πόρτα; Νὰ προσθέσω ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε μία κλειδωνιά; Ἕνα σούρουπο μάλιστα, βγῆκα στὸ δρόμο∙ κι ἂν γύρισα ἐδῶ πρὶν πέσει ἡ νύχτα, ἦταν γιατὶ μὲ φόβισαν τὰ πρόσωπα τοῦ πλήθους, πρόσωπα ξεθωριασμένα καὶ πλακουτσωτά, σὰν ἀνοιχτὴ παλάμη. Ὁ ἥλιος εἶχε βασιλέψει πιά, ἀλλὰ ἀπ’ τὸ ἀπελπισμένο κλάμα ἑνὸς παιδιοῦ καὶ τὶς ἠλίθιες ἱκεσίες τοῦ ὄχλου, κατάλαβα πὼς μ’ εἶχαν ἀναγνωρίσει. Ὁ κόσμος προσευχόταν, ἔφευγε μακριά, ἔπεφτε στὰ γόνατα∙ μερικοὶ σκαρφάλωσαν στὸν στυλοβάτη τοῦ Ναοῦ τῶν Λάβρεων∙ ἄλλοι μάζευαν πέτρες. Κάποιος, ἂν δὲν κάνω λάθος, ἔπεσε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ κρυφτεῖ. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ἡ μητέρα μου ἦταν βασίλισσα: δὲν μπορῶ νὰ συχνωτίζομαι μὲ τὸν ὄχλο, ἂν καὶ τὸ ζητάει ἡ ταπεινοφροσύνη μου.
Πάντως, εἶμαι μοναδικός. Δὲν μ’ ἐνδιαφέρει τὶ μπορεῖ νὰ μεταδώσει ἕνας ἄνθρωπος στοὺς ἄλλους∙ κι ἐγώ, σὰν τὸν φιλόσοφο, εἶμαι τῆς γνώμης ὅτι τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ μεταδοθεῖ μὲ τὴν τέχνη τῆς γραφῆς. Οἱ κοινότοπες καὶ ἐνοχλητικὲς λεπτομέρειες δὲν ἔχουν καμία θέση στὸ πνεῦμα μου, ποὺ εἶναι πλασμένο γιὰ τὰ σπουδαῖα∙ ποτὲ μοῦ δὲν κατάφερα νὰ συγκρατήσω σὲ τὶ διαφέρει τὸ ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Κάποια γενναιόδωρη ἀδημονία δὲν μοῦ ἐπέτρεψε νὰ μάθω νὰ διαβάζω. Καμιὰ φορὰ, μετανιώνω γι’ αὐτό, γιατὶ οἱ νύχτες καὶ οἱ μέρες εἶναι μεγάλες.
Νὰ διευκρινίσω ὅτι δὲ μοῦ λείπουν οἱ διασκεδάσεις. Σὰν τὸ κριάρι ποὺ χιμάει νὰ κερατίσει, διασχίζω τρέχοντας τὶς πέτρινες στοές, ὥσπου νὰ σωριαστῶ στὸ χῶμα, ζαλισμένος. Κρύβομαι πίσω ἀπὸ μιὰ στέρνα ἢ στὴ στροφὴ ἑνὸς διαδρόμου καὶ καμώνομαι ὅτι μὲ κυνηγοῦν. Ἔχει κάτι ἐξῶστες, ἀπ’ ὅπου ἀφήνομαι νὰ πέφτω ὥσπου νὰ γεμίσω αἵματα. Ὁποιαδήποτε στιγμὴ μπορῶ νὰ παίξω τὸν κοιμισμένο, κρατώντας τὰ μάτια μου κλειστὰ καὶ βαριανασαίνοντας. (Κάπου κάπου κοιμᾶμαι στ’ ἀλήθεια∙ κάπου κάπου ἀνοίγω τὰ μάτια μου, καὶ τὸ χρῶμα τῆς μέρας ἔχει ἀλλάξει.) Ἀπ’ ὅλα ὅμως τὰ παιχνίδια μου, αὐτὸ ποὺ μ’ ἀρέσει πιὸ πολὺ εἶναι νὰ παίζω τὸν ἄλλο Ἀστέριο. Κάνω πὼς μὲ ἐπισκέπτεται καὶ πὼς τοῦ δείχνω τὸ σπίτι. Ὅλο εὐγένεια καὶ φιλοφρονήσεις τοῦ λέω: Τώρα ἐπιστρέφουμε στὴν προηγούμενη διασταύρωση, ἢ Τώρα βγαίνουμε σὲ μιὰ ἄλλη αὐλή, ἢ Καλὰ τὸ φαντάστηκα πὼς θὰ σοῦ ἄρεσε τὰ φρεάτιο, ἢ Κοίτα ἐδῶ μιὰ στέρνα ποὺ γέμισε ἄμμο, ἢ Τώρα θὰ δεῖς πὼς διακλαδώνεται τὸ ὑπόγειο. Καμιὰ φορὰ κάνω λάθος, καὶ τότε γελᾶμε κι οἱ δύο μὲ τὴν καρδιά μας.
Τὰ παιχνίδια αὐτὰ δὲν εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ ἔχω κατεβάσει ἀπ’ τὸ κεφάλι μου∙ μ’ ἔχει ἀπασχολήσει πολὺ καὶ τὸ σπίτι. Ὅλοι οἱ χῶροι τοῦ σπιτιοῦ ἐπαναλαμβάνονται πολλὲς φορές, καὶ κάθε μέρος εἶναι ἕνα ἄλλο μέρος. Δὲν ὑπάρχει μία αὐλή, ἕνα πηγάδι, μία ποτίστρα, ἕνα παχνί∙ ὑπάρχουν δεκατέσσερα [= ἄπειρα] παχνιά, ποτίστρες, πηγάδια, αὐλές. Τὸ σπίτι εἶναι μεγάλο ὅσο καὶ ὁ κόσμος∙ ἤ, μᾶλλον, εἶναι ὁ κόσμος. Νὰ ὅμως πού, γιὰ νὰ ‘χω ἐξαντλήσει τὶς αὐλὲς μὲ τὰ πηγάδια καὶ τὶς κονισαλέες στοὲς ἀπὸ γκρίζα πέτρα, βγῆκα μιὰ μέρα στὸ δρόμο καὶ εἶδα τὸν Ναὸ τῶν Λάβρεων καὶ τὴ θάλασσα. Αὐτὸ δὲν τὸ ‘χα καταλάβει, μέχρι ποὺ ἦρθε ἕνα ὅραμα τῆς νύχτας καὶ μοῦ ἀποκάλυψε ὅτι οἱ ναοὶ καὶ οἱ θάλασσες εἶναι πάλι δεκατέσσερις [= ἄπειρες]. Τὰ πάντα εἶναι πολλὲς φορές, δεκατέσσερις φορές, ὑπάρχουν ὅμως καὶ δύο πράγματα στὸν κόσμο ποὺ δείχνουν νὰ εἶναι μόνο μιὰ φορά: πάνω, ὁ δυσνόητος ἥλιος∙ κάτω, ὁ Ἀστέριος. Μπορεῖ καὶ νὰ ‘μαι ἐγὼ ποὺ ἔπλασα τ’ ἀστέρια καὶ τὸν ἥλιο καὶ τὸ θεόρατο σπίτι, μὰ τώρα δὲν θυμᾶμαι τίποτα.
Κάθε ἐννιὰ χρόνια, ἔρχονται στὸ σπίτι ἐννιὰ ἄνθρωποι γιὰ νὰ τοὺς λυτρώσω ἀπ’ τὸ κακό. Ἀκούω τὰ βήματά τους, ἢ τὶς φωνές τους στὰ βάθη τῶν πέτρινων στοῶν καὶ τρέχω ὅλο χαρὰ νὰ τοὺς προϋπαντήσω. Ἡ τελετὴ διαρκεῖ λίγα λεπτά. Ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο σωριάζονται, χωρὶς νὰ λερώσω τὰ χέρια μου μὲ αἷμα. Ἐκεῖ ποὺ πέφτουν, ἐκεῖ μένουν, κι αὐτὸ μὲ βοηθάει νὰ ξεχωρίζω τὴ μιὰ στοὰ ἀπ’ τὴν ἄλλη. Δὲν ξέρω ποιοὶ εἶναι, ξέρω ὅμως πὼς ἕνας ἀπὸ δαύτους, τὴν ὥρα ποὺ ξεψυχοῦσε, προφήτεψε πὼς κάποτε θὰ ‘ρχόταν κι ὁ δικός μου λυτρωτής. Ἀπὸ τότε, δὲν μὲ βαραίνει ἡ μοναξιά, γιατὶ ξέρω ὅτι ὁ λυτρωτής μου ζεῖ καὶ μιὰ μέρα θὰ προβάλει μέσ’ ἀπὸ τὴ σκόνη. Ἂν ἡ ἀκοή μου μποροῦσε νὰ συλλάβει ὅλους τοὺς ψιθύρους στὸν κόσμο, θὰ ξεχώριζα τὰ βήματά του. Εἴθε νὰ μὲ πάει σὲ κάποιον χῶρο μὲ λιγότερες στοὲς καὶ λιγότερες πόρτες. Πῶς θὰ ‘ναι ὁ λυτρωτής μου; ἀναρωτιέμαι. Θὰ ‘ναι ταῦρος ἢ ἄνθρωπος; Θὰ ‘ναι μήπως ταῦρος μὲ ἀνθρώπινο κεφάλι; Ἢ θὰ ‘ναι σὰν κι ἐμένα;
Ὁ πρωινὸς ἥλιος ἄστραφτε πάνω στὸ μπρούντζινο σπαθί. Δὲν εἶχε μείνει οὔτε σταγόνα αἷμα.
«Θὰ τὸ πιστέψεις, Ἀριάδνη;» εἶπε ὁ Θησέας. «Ὁ Μινώταυρος δὲν ἀντιστάθηκε σχεδὸν καθόλου.»
Στὴν Μάρτα Μοσκέρα Ἤστμαν
*Στὸ πρωτότυπο: δεκατέσσερις· ὑπάρχουν, πάντως, σοβαρὲς ἐνδείξεις ὅτι, στὸ στόμα τοῦ Ἀστερίου, τὸ ἀριθμητικὸ ἐπίθετο ἰσοδυναμεῖ μὲ ἄπειρες.
[πηγή: Χόρχε Λουὶς Μπόρχες, Τὸ Ἄλεφ, μτφ. Ἀχιλλέας Κυριακίδης, Ὕψιλον/Βιβλία, Ἀθήνα 1991, σ. 59-61]