[...] Ἄξαφνα ψίθυρος σιγονότατος, ψαλμωδία κατανυκτική, φωνὴ ἱκέτις, μπερδεύοντας μὲ τὴ φωνὴ τῆς ἐρημίας καὶ τῆς θαλάσσης, ἔφτασε στ᾿ αὐτιά μας. Χείλη γυναικεία ἔψελναν ὕμνους χριστιανικούς. Κάτω ἀπ᾿ τὰ ἐρείπια τοῦ κάστρου τῶν Φράγκων, ἡ ταπεινὴ μελωδία τῆς Ὀρθοδοξίας, βεβαίωση τῆς συνέχειας, τί συγκίνηση ποὺ ἦταν!
Σὰν νὰ μᾶς ἔσεισε ἀγέρας βίαιος. Κάμαμε ἀκόμα λίγα βήματα. Καὶ τότε πρόβαλε μπρὸς στὰ μάτια μας, ὅραμα θαμπωτικό, ἀλησμόνητο γιὰ πάντα, ἄσπρο, πάλλευκο: ἡ «Θεοσκέπαστη». Πάνω ἀπ᾿ τὰ κρεμαστὰ νερά, στὸν ἄγριο βράχο, πάνω ἀπ᾿ τὸ ἡφαίστειο.
Οἱ ὕμνοι τώρα ἔρχονται πιὸ καθαροί. Προχωρήσαμε, μπήκαμε στὴ Θεοσκέπαστη. Κατακάθαρο, γυμνό, κατάγυμνο ἦταν τὸ ξωκκλήσι, καθὼς ὅλα τὰ ξωκκλήσια τῶν Ἑλλήνων. Μονάχα ἕνα ξυλόγλυπτο, παλιό, παμπάλαιο τέμπλο. Καὶ μπρὸς στὸ Ἱερό, κάτω ἀπ᾿ τὸ φαγωμένο τέμπλο, γονατισμένες πάνω στὶς πλάκες, μὲ σκυφτὸ κεφάλι, ἀποτραβηγμένες στὴ δέησή τους, μονάχες μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ μὲ τὸ Θεό, ξιπόλυτες, οἱ μαυροφορεμένες γυναῖκες, ποὺ εἴχαμε δεῖ ἀπὸ μακριά, ἔψελναν. Ἡ μιὰ διάβαζε τὰ τροπάρια ἀπ᾿ τὴ Σύνοψη, οἱ ἄλλες, οἱ ἀγράμματες, μουρμούριζαν μαζί της. Εἶχαν ἀνάψει τὰ καντήλια, ἔξω ἦταν τὸ πέλαγο, τὰ «συστήματα τῶν ὑδάτων» ὅλα ἦταν κατάνυξη κ᾿ ἐρημιά. Οἱ γυναῖκες λέγαν τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος:
«Προστασίαν καὶ σκέπην ζωῆς ἐμῆς τίθημί σε, Θεογεννῆτορ Πάρθενε, σὺ μὲ κυβέρνησον πρὸς τὸν λιμένα σου». «Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων τοὺς δούλους σου, Θεοτόκε, ὅτι πάντες μετὰ Θεὸν εἰς σὲ καταφεύγομεν».
Ἄκουσαν τὰ βήματά μας, μὰ ἦταν σὰ νὰ μὴν εἴμαστε, μήτε κἂν γύρισαν πρὸς τὰ ἐμᾶς. Ἔτσι πάντα: σκυφτές, γονατισμένες, πνιγμένες στὰ μαῦρα, ἱκέτιδες.
Μᾶς συνεπῆρε κ᾿ ἐμᾶς τὸ μυστήριο, ἡ κατάνυξη, γινήκαμε σὲ λίγο μαζί τους ἕνα, προσευχηθήκαμε κ᾿ ἐμεῖς γιὰ ὅ,τι ἀγαποῦμε καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Σὰν τέλειωσε ἡ παράκληση κ᾿ οἱ γυναῖκες σηκωθῆκαν ἀπ᾿ τὶς πλάκες, ὠχρές, γαλήνη ἦταν στὸ πρόσωπό τους πολλή. Μᾶς τριγυρίσανε, εἶπαν τὰ δικά τους, εἴπαμε τὰ δικά μας. Ἡ μιὰ εἶχε παιδὶ σκοτωμένο στὸν πόλεμο, ἡ ἄλλη ἔχει γιὸ στὸ στρατό, ἡ ἄλλη ἔχει γιὸ ποὺ ταξιδεύει στὴ θάλασσα. Κάθε χρονιὰ ἔχουνε τάμα νὰ πάρουν βόλτα ὅλο τὸ νησί, μὲ τὰ πόδια, ν᾿ ἀνάψουν τὰ καντήλια στὰ ξωκκλήσια. Ἔτσι ξεκινήσανε καὶ φέτος. Μὲ τὰ χαράματα πέσαν στὸ δρόμο ἀπ᾿ τὸν Πύργο, ξιπόλυτες, κ᾿ ἡ σκόνη σκέπαζε τὰ σκληρά, τυραγνισμένα πόδια τους. Τώρα, ὕστερα ἀπ᾿ τὴ χάρη της, μετὰ τὴ Θεοσκέπαστη, θ᾿ ἀνηφορίζαν γιὰ τ᾿ ἄλλα τὰ ξωκκλήσια, κατὰ τὰ δυτικά.
Βγάλανε ἀπ᾿ τὸ μπογαλάκι τους τὸ γιόμα τους, ψωμὶ σταρένιο, τὶς μικροσκοπικὲς ντομάτες τῆς Σαντορίνης, ψαράκια τῆς τράτας τηγανητά. «Ἤντλησαν» νερὸ ἀπ᾿ τὴ μικρὴ στέρνα, νερὸ βρόχινο, μᾶς φιλέψαν νερὸ καὶ ψωμί. Δὲ θέλαμε νὰ τοὺς τὸ στερήσουμε ποὺ τὸ εἶχαν λιγοστὸ - τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερό. Μὰ ἐπιμένανε νὰ τὸ πάρουμε κοιτάζοντάς μας παρακαλεστικὰ μὲς στὰ μάτια, σὰν νὰ τὸ γυρεῦαν γιὰ χάρη.
«Τώρα μᾶς ἕνωσε ἡ Θεοσκέπαστη», εἶπαν.
from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=4200