Γιῶργος Κόρδης - Τσ᾿ ἀγάπης τὸ καμίνι

Εἰκαστικὴ αἰσθητοποίηση τῆς παραμυθίας τοῦ Ἐρωτόκριτου

[...]

Διαβάζοντας τὸ ποίημα αἰσθάνεσαι ἀμέσως ὅτι ἀπουσιάζει αὐτὸ ποὺ στὴ ζωγραφικὴ ἔχουμε συνηθίσει νὰ ὀνομάζουμε τρίτη διάσταση, καὶ ἡ ὁποία συνεπάγεται τὴν αὐτονόμηση τῆς δράσης καὶ τῶν γενονότων ἀπὸ τὸν ἀκροατή-ἀποδέκτη τοῦ ποιήματος. Ἀντιθέτως, ἔχει κανεὶς τὴν αἴσθηση ὅτι ὅλα ἐτοῦτα ποὺ ἀκούγονται εἶναι διαρκῶς ἐδῶ, στὸ δικό μας τώρα, στὸ νῦν καὶ ἀεί. Κι ἐτοῦτο πάλι ὅμως εἶναι δίδαγμα τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς καὶ τῶν μεγάλων μαϊστόρων της. Ὁ κόσμος τῆς τέχνης δὲν εἶναι –οὔτε πρέπει νὰ εἶναι- αὐτονομημένος ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν πραγματικότητα τοῦ κόσμου τούτου. Ἀντιθέτως, ὁ κόσμος τῆς τέχνης ὑπάρχει χάριν τοῦ ἀνθρώπου καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐξίσταται καὶ εἰσέρχεται στὴ δική μας πραγματικότητα, μπαίνει στὸν κόσμο μας καὶ τὸν μυρώνει μὲ τὴν εὐωδία του καὶ τὸν καθαίρει μὲ τὴν ἀλήθεια ποὺ κουβαλᾶ. Ἔτσι, στὸν δικό μας πολιτισμὸ δὲν καλλιεργεῖται μὲ τὴν τέχνη ἡ ἔκσταση, ἡ φυγὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν πραγματικότητα πρὸς ἄλλους κόσμους τεχνητοὺς καὶ εἰκονικούς, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο. Ὁ κόσμος τῆς τέχνης, αὐτὴ ἡ ἄλλη (κατὰ χάριν) φύση, εἰσέρχεται στὸ δικό μας πεπτωκότα ἀμαυρωμένο κόσμο καὶ τὸν ἐμπλουτίζει, τὸν γλυκαίνει καὶ τὸν ὀμορφαίνει χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ τὸν ἀφανίζει καὶ νὰ ἐξαλείφει τὰ χαρακτηριστικά του. Γιὰ τοῦτο ἀκόμα καὶ στὸ θάνατο ὁ ῥωμηὸς δὲν ζητοῦσε νὰ φύγει, νὰ ξεχάσει, νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ μνήμη αὐτή. Ἔμενε ἐδῶ. Κι ἐκεῖ ἐπάνω στὸ μνῆμα καλοῦσε τοὺς ἐδικούς του, φίλους κι ἐχτροὺς ἀδιάκριτα, καλοῦσε τὴν ἀδελφὴ τέχνη καὶ γλύκαινε τὸν πόνο του, παρηγοριόταν (καὶ παραμυθιαζόταν) μέσα σὲ φλόγες ὁλοζώντανες μνῆμες (μνημεῖα).

Ἔτσι κι ὁ Ῥωτόκριτος ἔρχεται στὸν ἄχαρο κόσμο μας κομίζοντας ὄχι μίαν ἄλλη πραγματικότητα -ὡς παραμύθι εἶναι εὔπλαστος καὶ συμβατὸς μὲ κάθε πολιτισμό - ἀλλὰ ἀλήθεια. Ἀλήθεια γιὰ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὸ θάνατο καὶ μαρτυρεῖ πὼς ἡ ζωὴ εἶναι ἔρωτας. Κι ἐτοῦτος ὁ ἔρωτας, ὅταν ζυγιστεῖ καὶ βρεθεῖ ἰσόβαρος μὲ τὴ ζωή, τότες ἀξίζει. Ἀλλιῶς εἶναι ψεύτικος καὶ ἀπατηλός. Ἔτσι, ὁ ἔρωτας στὸ μεγάλο ἐτοῦτο βιβλίο περνᾶ ἀπὸ πολλὲς ζυγαριές, ἀπὸ πολλὲς δοκιμασίες καὶ σὲ κάθε περίπτωση τὸ πρόσωπο καλεῖται νὰ διαλέξει τί εἴδους ζωὴ προτιμᾶ. Κι ἐπιλέγει νὰ πεθάνει, γιατί ξέρει πὼς ζωὴ χωρὶς ἔρωτα εἶναι θάνατος, ἐνῶ θάνατος ἀπὸ ἔρωτα εἶναι ζωή. Μάθημα ἐλευθερίας ἀληθινό, μάθημα ἀληθοῦς πολιτείας καὶ βιοτῆς. Ζῶ σημαίνει ἀγαπῶ. Ζῶ σημαίνει ὅτι ἔχω τὴν ἐλευθερία νὰ πεθάνω γιὰ ὅ,τι ἀγαπῶ. Ἔτσι ἁπλά. Ζωή, ἀγάπη καὶ ἐλευθερία πᾶνε μαζὶ στὸν Ἐρωτόκριτο, ποὺ ὁμολογεῖ κι ἀκόμα κάτι πιὸ συγκλονιστικό. Ὅτι ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα συναίσθημα, ποὺ ἀφορᾶ μόνο τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ τὸ κορμὶ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀλλοῦ. Ὁ Ἐρωτόκριτος δὲ διδάσκει κρυπτοαγαπητισμό. Ἀντιθέτως. Ὅπου ἡ καρδιά, ἐκεῖ καὶ τὸ κορμί. Ζῶ μὲ τὸ κορμί, πεθαίνω μὲ αὐτὸ καὶ ἀνασταίνομαι μὲ αὐτό. Γιὰ τοῦτο καὶ οἱ ἥρωες τοῦ Κορνάρου δὲν πάσχουν ἀπὸ τὴ σύγχρονη σχιζοφρένεια καὶ τὸν διαμελισμὸ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης μὲ τὰ ψευτοιδεολογήματά της καὶ τὴν ἀσώματη πίστη της. Εἶναι ἀκέραιοι καὶ ὁλόκληροι καὶ μετέχουν καὶ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸ σῶμα τους σὲ ὅσα γύρω τοὺς συμβαίνουν. Κοινωνοῦν ἀληθινὰ στὴ ζωή, στὶς χαρὲς καὶ στὶς λύπες της.

Γιὰ ὅλα ἐτοῦτα κι ἄλλα πολλά, τῆς καρδιᾶς μυστικά, καταπιάστηκα μὲ τὸν Ἐρωτόκριτο καὶ ζήτησα νὰ φτιάξω ζωγραφιὲς γιὰ τὸ ἀριστούργημα αὐτό. Καὶ τὲς εἰκόνες αὐτὲς τὶς ὀνόμασα συνολικὰ εἰκαστικὴ αἰσθητοποίηση. Μὲ τὸ ὄνομα αὐτὸ ἤθελα νὰ δείξω ὅτι ἡ ζωγραφική μου δὲ στοχεύει σὲ κάποια ἀναπαράσταση, οὔτε καὶ στὴν εἰκονογράφηση τοῦ κειμένου μὲ πιστὴ ἀπόδοση τῶν χαρακτηριστικῶν γνωρισμάτων τῆς ἐποχῆς τοῦ Κορνάρου. Ὁ Ἐρωτόκριτος ἐξάλλου εἶναι παραμύθι καὶ δὲν ἔχει δεσμοὺς ἱστορικοὺς μὲ τόπο καὶ μὲ χρόνο. Εἶναι εὐκίνητος ὡς ὁ ἀγέρας καὶ ὡς πύρινη λάβα εὔπλαστος καὶ ῥευστὸς ὡς ἡ θάλασσα. Ἀντιθέτως, λοιπόν, ἡ ζωγραφική μου προσπάθεια στόχευε στὸ νὰ φανερώσει τὴν παραμυθητικὴ πλευρὰ τοῦ Ἐρωτόκριτου, τὴν ἀλήθειά του κι ὄχι νὰ ἱστορήσει ἁπλῶς τὰ γεγονότα.

[...]

Στὸ καθεαυτὸ εἰκαστικὸ ἐπίπεδο ὅ,τι μ᾿ ἐνδιέφερε ἦταν ἡ πραγμάτωση τοῦ ῥυθμοῦ, ποὺ προϋποθέτει ὡς βάση μία δομὴ σταθερὴ καὶ στέρεα...

Ὁ ῥυθμὸς λοιπόν. Πνοὴ ζωῆς τῆς ζωγραφικῆς. Ὁ ἴδιος καὶ πάντα διαφορετικός. Ἄλλοτε μπάλλος εἶναι, ἄλλοτε πεντοζάλις καὶ βαρύς, σκυφτός, ἀντρίκιος ζεϊμπέκικος κι ἁπαλὸς καρσιλαμάς. Κι ἄλλοτε, στιγμές-στιγμές, ὁ ῥυθμὸς χαριτωμένος συρτὸς καὶ γενναῖος τσάμικος μεταμορφώνεται καὶ πάει... Ῥυθμοὶ ἑλληνικοί, πολυδιάστατοι κι ὄχι μονοκόμματο ἀμερικάνικο ῥόκ. Ῥυθμοὶ ποὺ ζητοῦν νὰ ἑνοποιήσουν τὰ πάντα σὲ γλυκειὰ ἁρμογή, ὅπου ὅλα θὰ κινοῦνται, κι ὅμως μέσα στὸ χορὸ αὐτὸ ἀκίνητα θὰ μένουν. Ἡ μνημειακότητα τῆς ῥευστότητας, ἡ τρυφερὴ ἁδρότητα, νηφάλια καταιγίδα κι ἁπαλὸς ἀνεμοστρόβιλος. Ὁ ῥυθμὸς ἐτούτη ἡ μόνη πανανθρώπινη εἰκαστικὴ ἀρετὴ ποὺ βρίσκεται πέρα καὶ μακριὰ ἀπ᾿ τὶς συμβατικότητες τῆς ὡραιότητας, τῆς φυσικότητας καὶ τῆς ἁρμονίας. Ὁ ῥυθμὸς εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς ζωγραφικῆς στὴν δική μας Ἀνατολή. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο, ἢ μᾶλλον ἡ αὐτὴ ἐνέργεια εἶναι ποὺ ἑνοποιεῖ τὰ διεστῶτα κομμάτια τοῦ κόσμου τούτου καὶ ἀνασταίνει εἰκόνα ὅπου φανερώνεται ἡ κεκαθαρμένη ἁπλὴ μορφή, τὸ πρόσωπο τῆς «λίαν καλῆς» κτίσεως τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ῥυθμὸς λοιπόν, εἶναι αὐτὸ ποὺ μὲ ἀπασχόλησε κι αὐτὸ ποὺ ἐπεδίωξα νὰ φτάσω μὲ τὴν μινιατουρίστικη δουλειὰ τοῦ Ἐρωτόκριτου κι ἡ αἴσθηση τῶν θεατῶν, ἡ καρδιὰ καὶ τὸ δάκρυ τους θὰ δείξει ἂν κάτι κατάφερα πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή.

Ἔντυσα τέλος τὶς εἰκόνες μου μὲ καστανόμαυρο πλαίσιο καὶ πάνω ἐκεῖ μὲ χάραξη προέκτεινα τὸ κεντρικό μου θέμα, δημιουργώντας μορφὲς ποὺ παραπέμπουν, χρωματικὰ τουλάχιστον, στὰ ἐρυθρόμορφα καὶ μελανόμορφα ἀγγεῖα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ προσπάθησα νὰ σμίξω δημιουργικὰ τὴν ἀρχαία ἀγγειογραφία μὲ τὴ βυζαντινὴ ἁγιογραφία καὶ τὴν χαρακτικὴ μὲ τὴν αὐγοτέμπερα. Μὲ τὴν ἔκταση-ἔκσταση αὐτὴ τοῦ θέματος πρὸς τὸ πλαίσιο ἐπιτυγχάνεται περίσσεια πλαστικότητα τῆς κεντρικῆς μορφῆς καὶ ἀποφεύγεται ἡ ἀποσπασματικότητα τῆς εἰκόνας ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὸν αἰσθητικὸ ἐγκλωβισμό της στὴ ζωγραφικὴ ἐπιφάνεια. Τέλος, μὲ τὸ τέχνασμα αὐτὸ τὸ βλέμμα κατευθύνεται καὶ ἑστιάζεται καλύτερα στὴν κεντρικὴ μορφή, ποὺ κι αὐτὴ στολίζεται καὶ στεφανώνεται ἀπὸ τὸ μονοχρωματικό, κεντητὸ διάκοσμο τῆς περιφέρειας.

Κι ὕστερα ὅλα τελείωσαν καὶ μείναμε πάλι μόνοι. Ἐμεῖς, μὲ μία χούφτα ζωγραφιὲς στὰ χέρια ποὺ δὲν ξέρουμε ποὺ νὰ τὶς ἀκουμπήσουμε στὸν ματωμένο τοῦτο κόσμο, κι ἐκεῖνος, ὁ Ἐρωτόκριτος, κρατώντας παντοτινὰ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ τὴν ἀγαπημένη του. Κι ἐκεῖνος εἶναι μακάριος ποὺ εἶναι ψυχὴ ἐλεύθερη καὶ καθαρὴ καὶ μπορεῖ πάντα ἀνεμπόδιστα τὸν ἔρωτά του νὰ διαλέγει καὶ νὰ χαίρεται στὴν πληρότητα τῆς ἀγάπης. Κι ἐμεῖς ἀνάξιοι ἐραστὲς κι ἀδέξιοι νοσταλγοὶ τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ φωτός. Μικροὶ καὶ τεταπεινωμένοι νὰ περιφέρουμε τὴ βασανισμένη μας ψυχὴ μέσα στὰ τσιμέντα καὶ στὰ ἐξαίσια τῶν βράχων καὶ τῶν θαλασσῶν τοπία. Ἀμήχανοι καὶ σαστισμένοι, μὲ τὴ ζωγραφικὴ μᾶλλον νὰ μᾶς πληγώνει κι ὄχι νὰ μᾶς παρηγορεῖ, ἔτσι καθὼς τὴν νοσταλγία τοῦ ἀδύνατου συνδαυλίζει.

Πόσους ἄραγε ἐρωτόκριτους κάμπους πρέπει νὰ διασχίσουμε γιὰ νὰ μπορέσει λεύτερη ἡ ψυχὴ νὰ ἡσυχάσει καὶ νὰ χαρεῖ στὴ συναίσθηση τῆς πολύτιμης μοναδικῆς μηδαμινότητάς μας;