σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ κοντοστέκονται στὸ ἄκουσμα τῆς σιωπηλῆς βιωτῆς τους
Ἁπλώνω τὰ βήματά μου ἀνάμεσα στὰ φαρδιὰ ξύλα ποὺ στηρίζονται οἱ ῥάγες τοῦ σιδηροδρόμου. Ἕνα βῆμα, ἕνα ξύλο. Σίγουρα βήματα σίγουρα πατήματα. Τὰ μεγάλα χαλίκια ποὺ βρίσκονται ἄτακτα διασκορπισμένα ἐμποδίζουν τὰ πόδια μου νὰ πατήσουν στέρεα καὶ βάζουν τρικλοποδιὲς στὴ σκέψη μου.
Ἀναζητῶ τὴν ταυτότητα τοῦ χώρου ποὺ φιλοξενεῖ τὰ βήματα τῆς φυσικῆς παρουσίας μου. ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ. Στὸ κρεμασμένο ῥολόι, οἱ λεπτοδεῖκτες ἀκίνητοι. Ἄραγε ἡττημένοι ἀπὸ τὴν φθορὰ τοῦ ἀδέκαστου χρόνου, ἢ ῥάθυμα παραδομένοι στὴν πρώιμη θερινὴ ῥαστώνη;
Τὸ βλέμμα ἀκόμη ψηλότερα. «Εἶμαι ἄνθρωπος: ἄνω θρώσκω…» Δύο βήματα ἀπὸ τὸν Ταΰγετο. Ἐδῶ ἡ σιωπὴ ἀποτελεῖ αὐτοπεποίθηση τῆς ποιότητας. Ἡ ἀγέρωχη ματιὰ τῆς περηφάνιας μᾶς συναπαντᾶ τὴν ταπεινότητα τῆς βασανισμένης μας ὕπαρξης. Τελευταῖος σταθμὸς τοῦ ταξιδιοῦ ποὺ ἄρχισε μὲ τὸ πρῶτο σφύριγμα στὸ σταθμὸ τῆς ἀφετηρίας τῆς πρωτεύουσας γιὰ νὰ καταλήξει ἐδῶ ποὺ ἡ ματιά μου θωρεῖ τὴν Ἄνοιξη. Ἄλλοτε πολύβουο καὶ περήφανο κέντρο διερχομένων. Σήμερα νωχελικὰ καρτερεῖ τοὺς λιγοστοὺς ταξιδευτὲς ποὺ ἀφειδώλευτα ξεδιπλώνουν τὸ χρόνο τῆς ἀναμονῆς τους.
Ὁ Μάης ταξιδεύει, σὲ λίγο ζυγώνει στὸ τέλος του. Μὲ μίας χορεύουν στὴ σκέψη μου οἱ θύμισες. Ἐχθὲς ἔφυγε ὁ Εὐγένιος Σπαθάρης. Αὐτὸς ποὺ συντρόφευε τὰ καλοκαιριάτικα παιδικά μου Σαββατόβραδα, τότε ποὺ πιτσιρικὰς τοῦ Δημοτικοῦ χόρταινα τὴν ψυχή μου μὲ τὸ τίποτε, ῥουφώντας τὶς ἱστορίες τοῦ μισοφωτισμένου μπερντέ. Ἄλλος ἕνας μεγάλος, καθὼς λένε, μία ἀνεκτίμητη χαραμάδα ταπεινοῦ φωτὸς μέσα στὸν ὑπέρογκο καὶ ὑπερφίαλο σύγχρονο πολιτισμό· μὰ γιὰ μένα, ἔτσι ἁπλά, ἡ βόλτα καὶ ἡ χαρά μου στὸ πάρκο τῆς γειτονιᾶς. Ἀξία ἀνομολόγητη!
Μπορεῖς νὰ μεγαλουργήσεις καὶ νὰ γράψεις τὴν δική σου ἱστορία ἀρκεῖ νὰ ἀγαπήσεις μὲ πάθος αὐτὸ ποὺ κάνεις…, χαράξου κάπου μὲ ὁ,ποιονδήποτε τρόπο μπορεῖς καὶ μετὰ σβήσου πάλι μὲ γενναιοδωρία ἔγραψε ὁ ποιητής. Καὶ ὁ Εὐγένιος ἀγάπησε θυσιαστικὰ τὸν Καραγκιόζη, ἀγάπησε τὴν ψυχὴ τῆς ἑλληνικῆς λαϊκῆς παράδοσης ποὺ ζυμώθηκε μὲ τὸ θρύλο καὶ ξεπροβάλλει φοβισμένη στὴν ἀδιαφορία τῆς δυτικῆς κουλτούρας.
Τότε ποὺ εἶχα περιθώρια νὰ ξεγελάσω τὶς ὑποχρεώσεις τῆς μελέτης μου γιὰ τὴν ἑπόμενη μέρα. Ἀντιγραφή, ὀρθογραφία καὶ ἀριθμητικὴ ἔπαιζαν κρυφτὸ μὲ τὴν βεβαιότητα ποὺ πήγαζε ἀπὸ τὴν ἄγνοια τῆς ἀναβολῆς. «Δὲ βαριέσαι, καὶ αὔριο μέρα ξημερώνει…. Μήπως τὰ ἴδια καμώματα δὲ σκαρφιζόταν καὶ ὁ Καραγκιόζος;»
Ὅλος μου ὁ κόσμος, ὁ κόσμος τῶν σκιῶν, ὁ καραγκιόζης καὶ ὁ καταραμένος ὄφις, ὁ καραγκιόζης φούρναρης, γιατρός, γραμματικός… ὅμως τὰ γκρίζα μου μαλλιὰ μοῦ δώρισαν τὰ ὄνειρα ποὺ δὲν εἶχα φανταστεῖ. Τώρα, ταξιδεύω μίλια μακριά, χωρὶς νὰ κάνω βῆμα ἀπὸ τὸ γραφεῖο μου. Τὸ μισοφωτισμένο πανὶ τοῦ μπερντὲ μετατράπηκε σὲ ἐπίπεδη ὀθόνη τοῦ ὑπολογιστῆ.
«...Ἀγαπητά μου παιδιά, σήμερον ἡ παράσταση ἀρχίζει...», ἡ περιήγηση στὸν παγκόσμιο ἱστό, στὸ διαδίκτυο... βρίσκεις τὰ πάντα ἐκτὸς ἀπὸ τὰ διπλώματα καὶ παπλώματα (...) τοῦ καραγκιόζη γραμματικοῦ. Τὸ παιδικὸ χαμόγελο τῆς παρθενικῆς ἀνακάλυψης παραχώρησε τὴν θέση του στὸ συνοφρυωμένο μειδίαμα τῆς δύναμης τῆς γνώσης. Ἡ γνώση ὅμως ἔχει δρόμο νὰ διανύσει μέχρι νὰ γίνει μεταμόρφωση... θὰ καταφέρει ἄραγε νὰ πανηγυρίσει τὴν ὡριμότητα ποῦ ἀξίζει τὸ Πρόσωπο;
Καὶ μαζὶ μὲ τὸ Σπαθάρη ἀναχώρησαν τὰ χρόνια της παιδικῆς ἀνεμελιᾶς ποὺ γευόμασταν μὲ τὸ μικρότερο δυνατὸ κόστος.
Τώρα, ἡ ἀναβολὴ γιὰ τὸ αὔριο στοιχίζει ἀκριβὰ καὶ μᾶς φέρνει ὁλοένα καὶ πιὸ κοντὰ στὴ δική μας ἀναχώρηση… Ὁ χρόνος στερεύει.
Σταθμὸς τοῦ ταξιδιοῦ τῆς ζωῆς μου μέχρι τὸ ἑπόμενο φευγιό... Δὲ βαριέσαι, καὶ ἐδῶ καλὰ εἶναι, σκέφτηκα μὲ μία ἀνάσα ἀνακούφισης. Βαδίζω στὸ τέρμα τῆς σιδηροδρομικῆς γραμμῆς καὶ ὅμως ἔχω μπροστά μου πολὺ δρόμο νὰ διανύσω. Ἀρκεῖ νὰ λακτίσω τὸ φράκτη... Μὲ ἢ χωρὶς κόστος μυρίζω καὶ νιώθω τὸ φευγιὸ τῆς Ἄνοιξης ποὺ μὲ ἀποζημιώνει γιὰ τὴν ἔστω καὶ πρόσκαιρη ἀπώλεια.
Τὸ νοῦ σου..., συλλογιέμαι. Ἂν στραβοπατήσεις ἕνα βῆμα τὸ πόδι θὰ πέσει στὰ ἄγρια καὶ κοφτερὰ χαλίκια. Περπατῶ βῆμα βῆμα. Κοντοστέκομαι. Τὸ ῥαντεβού μου μπορεῖ νὰ περιμένει. Ἡ ζωὴ ὄχι... Ἕνα ἄγγιγμα μελαγχολίας πῆρε τὸν κατήφορο στὸ δεξὶ μάγουλο. ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ. Ἡ Ἄνοιξη ἀνέβηκε στὸ τρένο καὶ ἀναχωρεῖ γιὰ τὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς της καὶ μαζί της ἡ ἀθωότητα τῆς νεανικῆς μας ἀφέλειας.
Βιώνεις καὶ προσμένεις. Ἄραγε τί; Μήπως τὸ τραῖνο ποὺ θὰ ῾ρθεῖ σφυρίζοντας ἀπὸ χαρὰ γιὰ τὴν προσμονὴ τοῦ ἀναπάντεχου, τὴν ἄξαφνη συνάντηση ποῦ ἐλπίζει νὰ παραμερίσει μπρὸς στὸ δόλιχο τῆς σχέσης;
Ὁ ἥλιος καλωσορίζει τὸ καλοκαίρι μὲ τὸ δυνατὸ χειροκρότημά του. Τὰ μάτια εἶναι ἀνήμπορα νὰ ἀντικρύσουν κατάματα τὸ φῶς τῆς ἀλήθειάς μας. Τὸ σακάκι σκαρφαλώνει στὸ χέρι. Τὸ μεσημέρι καλημερίζει τὶς ἀντοχές μας. Τὸ τέλος θέλει ἀντοχὴ καὶ ἡ ἀρχὴ ἐλπίδα...