Καλαμάτα, 1η Ἰουλίου 2009
«Ἡ ἀγάπη προσεύχεται,
κλαίει καὶ ἐλπίζει
ὁ χρόνος νὰ γίνει γλύπτης τῶν ἀνθρώπων παράφορος...»
Περπατῶ τὸ νέο λιθόστρωτο πεζόδρομο τῆς ὁδοῦ Ἀριστομένους. Μέσα στὴ πολυσύχναστη θορυβώδη κίνησή του, ὁ ἐμπορικὸς αὐτὸς δρόμος κρύβει μέσα του μία ἰδιαίτερη ψυχοπνευματικὴ κατάσταση συλλογισμοῦ. Ἡ μορφὴ καὶ ὁ χαρακτήρας τοῦ ἀναδίδουν μία λανθάνουσα δύναμη ἠρεμίας, πολιτισμοῦ καὶ γαλήνης ποὺ παραπέμπουν αὐτόχρημα σὲ εἰκόνα ἱστορικῶν εὐρωπαϊκῶν πόλεων. Εἶναι ἀπὸ τὶς φορὲς ποὺ μακαρίζεις τὴν τύχη σου, ποὺ σὲ ἔφερε νὰ ζήσεις σὲ αὐτὸν τὸν ὄμορφο τόπο.
Σκοπὸς τοῦ ἀποψινοῦ περιπάτου μου νὰ ἀνηφορίσω στὸ ἀμφιθέατρο τοῦ κάστρου γιὰ νὰ ἀποζημιώσω τὸν ἑαυτό μου γιὰ μία δύσκολη καὶ κοπιώδη ἡμερήσια ἐνασχόληση, ποὺ ἐπέτεινε ὁ θερμὸς ἀποχαιρετισμὸς τοῦ Ἰουνίου, μὲ λίγη νυχτερινὴ δροσιὰ στὶς πευκόφυτες παρυφὲς τῆς πόλεως.
Ἡ πρώτη ἀνάγνωση τῆς ἐνημερωτικῆς ἀφίσας τῶν πολιτιστικῶν δραστηριοτήτων τοῦ φετινοῦ καλοκαιριοῦ, ἀναρτημένης στὴ φωτισμένη γωνιὰ μίας βιτρίνας παπουτσιῶν, μὲ καθιστᾶ ἀποδέκτη τῆς ἐνημέρωσης ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἀποψινὴ ἐκδήλωση.
Πρωταγωνιστής, ἕνας πανεπιστημιακὸς δάσκαλος καὶ δὴ τῆς Νομικῆς ἐπιστήμης, ποὺ ξεδιπλώνει τὰ φωνητικά του χαρίσματα σὲ ἕνα ρεσιτὰλ τραγουδιοῦ, ἀφιερωμένο στὴ στέρηση τῆς ἀγάπης.
Ὅσο καὶ νὰ προσπαθῶ, δὲν καταφέρνω νὰ ἀνακαλέσω ἀπὸ τὴ μνήμη μου καθηγητὲς στὸ Πανεπιστήμιο νὰ ἐκδηλώνουν τέτοιου εἴδους καλλιτεχνικὲς εὐαισθησίες. Θέλεις, οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ ἐρευνητικοῦ – ἐπιστημονικοῦ ἔργου, θέλεις τὸ «ὀχυρωμένο» γόητρο ποὺ διασφαλίζει τὸ κύρος τῆς θέσης... Δὲ βαριέσαι σκέφτηκα, ξεφεύγει καὶ κανένας ἀπὸ τὸ σύνηθες ὁριοθετημένο πλαίσιο...
Ἡ ἀπορία μου μπαίνει στὸν πειρασμὸ νὰ κεντρίσει τὸ βηματισμό μου νὰ ἀνηφορίσει γρήγορα στὸ κάστρο γιὰ νὰ προλάβει τὴν ἔναρξη.
Οἰκοδεσπότης τοῦ κοινοῦ, στὸ ἀμφιθέατρο τοῦ κάστρου καὶ φιλοξενούμενος συνάμα τῆς πόλης μας ὁ τενόρος Πᾶνος Λαζαρᾶτος.
Ὁ ἔρωτας, ὁ πόνος καὶ τὸ πάθος ὁριοθετοῦν τὸ περιεχόμενο τῆς μουσικῆς βραδιᾶς. «Ἡ ἔκφραση “στέρηση ἀγάπης”, ὡς μία λέξη, δὲν ὑπάρχει σὲ ἄλλες γλῶσσες παρὰ μόνο στὰ ἱσπανικά, ὡς “Desamor” (Amor: ἀγάπη - desamor: στέρηση ἀγάπης). Πιστεύω, ἄλλωστε, πὼς τὴν τέχνη τὴ γεννᾶ ἡ στέρηση, ὁ πόνος, ἡ ἔλλειψη. Ὅταν βρίσκεσαι σὲ κατάσταση πληρώσεως, δὲ χρειάζεται νὰ κάνεις τέχνη, ἐκεῖ ἁπλὰ ζεῖς. Ἀπὸ τὴν ἔλλειψη καὶ τὴν ἀνάμνηση βγαίνει τὸ ὑλικὸ μὲ τὸ ὁποῖο φτιάχνονται τὰ πιὸ ὄμορφα πράγματα καί, κυρίως, τὰ τραγούδια».
Ἡ ἔνδεια τῆς μουσικῆς μου παιδείας ἀναπληρώνεται, εὐτυχῶς, ἐπάξια ἀπὸ τὴ λαχτάρα τῆς νοημοσύνης τῶν αἰσθήσεών μου.
Τὸ ἀμφιθέατρο τοῦ κάστρου, καλωσορίζει τὴ Γρανάδα καὶ τὴ Νάπολη, δύο ἀπὸ τὶς ὡραιότερες καὶ ἱστορικότερες πόλεις τῆς Μεσογείου. Ἡ Γρανάδα, κτισμένη ἐπὶ τριῶν λόφων, στὸ πόδι τῆς ὁροσειρᾶς τῆς Ἱσπανικῆς Νεβάδας, στὴ συμβολὴ δύο ποταμῶν καὶ ἡ Νάπολη στὴν ἄκρη τῆς χερσονήσου τοῦ Σορέντο, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ὁμώνυμου κόλπου.
Οἱ τρεῖς αὐτὲς πόλεις Γρανάδα, Νάπολη, Καλαμάτα, μοιράζονται τὰ χρώματα καὶ τὴ σιωπὴ τοῦ δειλινοῦ, τὴ φουσκοδεντριὰ τῆς αὐγῆς, τὴν ἐκλεπτυσμένη ἀρχιτεκτονική, τὴ θέα τῆς Μεσογείου καὶ τὴν αἴγλη ἀλλοτινῶν ἐποχῶν. Ἀπόψε ἀνταμώνουν στὸ κάλεσμα τῆς φωνῆς καὶ τοῦ λυρισμοῦ τοῦ Πάνου Λαζαράτου καὶ πιάνουν ἀπὸ τὸ χέρι τὸ ὄνειρό μας γιὰ νὰ πετάξουν ἀντάμα, ἀπὸ τὰ ψηλόκορμα πεῦκα, γαλήνιους, περήφανους ἱππότες-φρουροὺς τῆς πριγκηπέσας Ἰζαμπῶς ποὺ κρυφοκοιτάζει ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα διαμερίσματά της στὰ φῶτα τῆς Βέργας καὶ τῆς Μαντίνειας ποὺ ἀγκαλιάζουν τὸν ἤρεμο ὕπνο τοῦ Ταϋγέτου καὶ γνέφουν σινιάλο στὸ ἀντικρινὸ φάρο τῆς Κορώνης ποὺ καλωσορίζει ἀκάματα τὰ πλοῖα καὶ τὰ ψαροκάϊκα ποὺ προσεγγίζουν τοῦτα τὰ νερά, στὶς ρίζες τοῦ ἑνετικοῦ κάστρου.
Στὸ ἄκουσμα τῶν μελῳδικῶν ἤχων, τὸ βλέμμα συνοδοιπορεῖ μὲ τὰ φλύαρα ἀστέρια τῆς ἀσάλευτης νύχτας καὶ τὰ γαλήνια νερὰ τοῦ μεσσηνιακοῦ κόλπου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, παραδίδει τὴ σκυτάλη στὸ λογισμὸ ποὺ πορεύεται μέσα ἀπὸ τὰ μονοπάτια τῆς Μεσογείου, ἴσαμε τὶς πράσινες ὄχθες τοῦ ποταμῶν Χενὶλ καὶ Ντάρρο ποὺ δροσίζουν τὴν πόλη τῆς Γρανάδας καὶ ἀποτελοῦν τὴ γενεσιουργὸ καὶ ζωοφόρο δύναμή της.
Λὲς καὶ τὰ Μεσσηνιακὰ δημιουργήματα, σημάδια τοῦ περάσματος τῆς φράγκικης καὶ ἑνετικῆς κουλτούρας νὰ ἀνασάλεψαν ἀπὸ τὸ λήθαργο τῆς αἰώνιας ἀφιλόξενης μοναξιᾶς τους, στὸ ἄκουσμα τῶν τραγουδιῶν τῆς ἰβηρικῆς, γαλλικῆς καὶ ναπολιτάνικης μουσικῆς.
«Ἡ στέρηση γίνεται κραυγὴ ἀπελπισμένη, κατάδυση στὸ εἶναι καὶ συνάμα, γίνεται φῶς μέσα στὸ σκοτάδι, κατάφαση καὶ δύναμη μέσα ἀπὸ τὴν ἄρνηση, πάθος ἀναμεμειγμένο μὲ τὸ πένθος», ὅπως τόνισε καὶ ὁ ἴδιος ὁ καλλιτέχνης. Καὶ ὁ κόσμος σιγοτραγούδησε μὲ τὸν τραγουδιστή, ποιητὴ τοῦ ἔρωτα, τῆς ζωῆς καὶ τοῦ φωτός, δάσκαλο ποὺ ἀδιαφόρησε πρὸς στιγμὴ γιὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ρεαλιστικοῦ κανόνα τοῦ Διοικητικοῦ Δικαίου τῶν πανεπιστημιακῶν ἑδράνων, γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ, ἀκροβατώντας ἀνάμεσα στὴν τραγικότητα καὶ τὴν κωμικότητα τῆς ἐρωτικῆς χίμαιρας τοῦ «εἶναι του», σὲ μελαγχολικὸ ἥρωα, χωρὶς ἴχνος ἐγωισμοῦ, «Δὸν Κιχώτη» τῆς καρδιᾶς μας.
Τραγούδησε, λησμονώντας τὴ λογική του ἀδέκαστου νόμου, τραγούδησε ἐφαρμόζοντας τὸ νόμο τοῦ ποτὲ στὴ μακρινὴ χώρα τοῦ ὀνείρου καὶ τῆς φαντασίας. Τραγούδησε γιὰ τὴν ἀγάπη τῆς καλῆς του Δουλτσινέας ἀναζητώντας ἔτσι, τὴν ἀνεπανάληπτη ὀμορφιὰ τῆς ποιότητας, στὴν ἀξεπέραστη δύναμη τοῦ βιώματος, τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς ἁπλότητας. Καὶ ὅπως ἡ χαραμάδα εἶναι ἀρκετὴ στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας γιὰ νὰ προβάλει ἔστω καὶ δειλὰ ἡ ἐλπίδα τοῦ φωτὸς καὶ τὸ ἐλαφρὺ χάδι τῆς θαλασσινῆς αὔρας στὸ κορμί μας νὰ ἀναθαρρήσει τὸ πεσμένο ἀπὸ τὴ θερινὴ ραστώνη ἠθικό μας, ἔτσι καὶ ὁ Πᾶνος Λαζαρᾶτος φιλοξενούμενός μας, φιλοξένησε στὴν οὐσία τὶς αἰσθήσεις μας, σὲ μονοπάτια μαγικὰ τῆς νοσταλγικῆς ἀθωότητάς μας. Τόσο, ποὺ τὸ χέρι μὲ κόπο ἔδωσε τὴν ἀμοιβή του στὸν ἱδρώτα τοῦ καλλιτέχνη, ἀρνούμενο νὰ σηματοδοτήσει τὴ λήξη, τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πραγματικότητα τοῦ παρόντος, μὲ τὸ ἠχηρὸ χειροκρότημά του.
Ἡ ἀφήγηση τῆς γοητευτικῆς καὶ ἐκφραστικῆς Ὄλγας Σκουτέλη, τὸ παίξιμο τῶν σολὶστ στὸ πιάνο Σπύρου Μπάνου καὶ Σωτήρη Δημητριάδη, καὶ στὸ τσέλο τῆς Marinaς Kislitsina, στὸ ἀκορντεὸν τοῦ Δημήτρη Ταταράκη, ἀκόμη καὶ ἡ ἀπαγγελία τῆς μικρῆς ταλαντούχας Βενετίας Λαζαράτου ἦταν βαλμένα ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀλληλοσυμπληρώνουν τὸ πολύχρωμο ἀκουστικὸ πὰζλ τῆς βραδιᾶς· ἔβαλε τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ νὰ παίζουν κρυφτὸ ἀνάμεσα στὴν ἀναπόληση τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος, τὴν συγκινησιακὴ βεβαιότητα τοῦ παρόντος καὶ τὴν αἰσιόδοξη προσμονὴ τοῦ ἀνείπωτου μέλλοντος.
Οἱ δώδεκα χτύποι τοῦ ρολογιοῦ τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ σήμαναν τὸ ξεκίνημα τῆς νέας ἡμέρας. Οἱ λεπτοδεῖκτες ἄρχισαν νὰ κυλᾶνε πρὸς τὸ ξημέρωμα καὶ μὲ ξεπροβόδισαν στὰ λιθόστρωτα σκαλοπάτια τῆς ἐπιστροφῆς. Κατηφόρισα μὲ τὰ χέρια στὴν τσέπη, καὶ τὸ κεφάλι σκυφτὸ νὰ συλλογιέται μὲ αὐτοπεποίθηση στὰ ἀναπάντητα ἐρωτήματά μου: «ἂν ξαναγεννιόμουνα θὰ ἔκανα περισσότερα λάθη, θὰ ἔβλεπα περισσότερα ἡλιοβασιλέματα, θὰ ἀγάπαγα χωρὶς ὅρια. Θὰ πληγωνόμουν γιὰ αὐτὸ ποὺ ἔφυγε καὶ θὰ ὀνειρευόμουν αὐτὸ ποὺ δὲν ἦρθε ἀκόμη. Καὶ ἐσὺ μάτια μου, μάταια γελᾶς ὅταν πεθαίνω, ἐνῶ πεθαίνεις καὶ ἐσὺ τὸ ἴδιο. Desamor! Θὰ πενθῶ πάντα μόνος γιὰ Σένα στὸν Παράδεισο...»
Ἡ στέρηση τοῦ πρὶν καὶ τοῦ τώρα, γεννᾶ τὴν πληρότητα καὶ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ αὔριο.
Ἐξάλλου τὸ τέλος θέλει ἀντοχὴ καὶ ἡ ἀρχὴ ἐλπίδα!...