ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΚΟΝΗΣ

Ο ΞΕΠΕΣΜΕΝΟΣ
ΔΕΡΒΙΣΗΣ

μιὰ συνάντηση τοῦ ὁμώνυμου ἥρωα
τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη
μὲ τὸν Οἰδίποδα
καὶ τὸν Γιαννούλη Χαλεπᾶ


¯

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
ΑΘΗΝΑ 2007


ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ

Τραγούδια
Ἄγρα, 1992

Ἕνα τραγούδι γιὰ τὸν Νίκο Γκάτσο
Ἄγρα, 1993

Ἡ πύλη τῆς ξηρᾶς
μὲ 7 πίνακες τῆς Μαριλίτσας Βλαχάκη
Γαβριηλίδης, 1993

Λόγια γιὰ τραγούδια
Ἄγρα, 1997

Τὰ πορτοκάλια τῆς παλιᾶς Ἐπιδαύρου
καὶ ἄλλα διηγήματα
Ἄγρα, 2000

Εὐάδνη
θεατρικὸς μονόλογος
σὲ συνεργασία μὲ τὴν Καίτη Παπαδάκη
ΔΗΠΕΘΕ Ἀγρινίου -
Εὐρωπαϊκὸ Πολιτιστικὸ Κέντρο Δελφῶν, 2002

Ναύπλιο: μιὰ πόλη στὴ λογοτεχνία
Μεταίχμιο, 2004

Ἀγρινίου, Καρόλου Ντὴλ καὶ Τσιμισκῆ
Ἄγρα, 2004


στὸν Λάμπρο Καμπερίδη
καὶ τὴν Καίτη Χιωτέλλη

ποὺ μοῦ γέννησαν αὐτὴν τὴν ἰδέα
χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν

στὴν Λ.Κ.
ποὺ μὲ ἐνθάῤῥυνε


Ὁ ξεπεσμένος δερβίσης -κεντρικὸ πρόσωπο τοῦ ὁμώνυμου διηγήματος τὸν Παπαδιαμάντη- «ὁ πλάνης, ὁ ἀνέστιος, ὁ φερέοικος, ὁ ὑπερόριος, ὁ ἄστεγος» κι ἑφτὰ φορὲς ξένος, ἐξόριστος τὴν «πεπρωμένη» ἐκείνη νύχτα ἀπὸ τὸ διανυκτερεῦον καφενεῖο, ποὺ βρίσκεται ἀντικρυστὰ στὸ Θησεῖο καὶ στὸν παλιὸ σιδηροδρομικὸ σταθμὸ Ἀθηνῶν-Πειραιῶς, γιὰ νὰ προφυλαχτεῖ ἀπὸ τὴ βροχὴ καταφεύγει στὸ βάθος, στὸ λάκκο τῆς φρεσκοσκαμμένης σήραγγας ποὺ ἐπεκτείνει ὡς τὴν Ὁμόνοια τὸν ἀτμήλατο σιδηρόδρομο. Κάθεται ἐκεῖ, ἀκουμπάει, σκέφτεται τὸ «ἄστατον τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων». Νυστάζει, παγώνει καί, γιὰ νὰ ζεσταθεῖ, βγάζει τὸ νάϊ του καὶ παίζει. Ὄχι γιὰ τὸ κέφι του οὔτε γιὰ νὰ τὸν κεράσουν μαστίχα. Παίζει γιὰ νὰ μὴν πεθάνει ἀπὸ τὸ κρύο.

Ξαφνικὰ βλέπει νὰ ἔρχονται πρὸς τὸ μέρος του ἀπὸ τὸ βάθος τῆς σήραγγας καὶ νὰ τὸν ἐπισκέπτονται ἐκστατικοὶ πλανῆτες, «ἀσθενεῖς καὶ ὁδοιπόροι», ἥρωες ἀπὸ τὴν ἀθηναϊκὴ τοιχογραφία, φέρνοντας ὁ καθένας ἀντίδωρο στὸ κοινὸ τραπέζι τὴν ἱστορία του.

Ὁ Τρελὸς τῆς Ἀθήνας τοῦ Δημητρίου Καμπούρογλου.

Ὁ Οἰδίπους, ὁ τυφλὸς βασιλιὰς τῆς Θήβας, πανάθλιος καὶ ράκος ἀνθρώπινο, ὁδηγούμενος ἀπὸ τὴν κόρη του, Ἀντιγόνη, ζητώντας φιλοξενία στὴ γῆ τῆς Ἀττικῆς γιὰ τὸν τάφο του.

Τελευταῖος ἐμφανίζεται μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι ὁ κλήτωρ Ἀστυνομικός.

Ὁ Γιαννούλης Χαλεπᾶς, σκυμμένος, ζυμώνει μὲ τὴ βροχὴ τὸν πηλὸ τὸν δουλεύοντας τὸ πρόπλασμα τὸν Οἰδίποδα μὲ τὴν Ἀντιγόνη.

Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔφτιαχνε τὴν Κοιμωμένη κι ἐνῷ ἡ «ἀῤῥώστια» του εἶχε ἀρχίσει νὰ τὸν παίρνει, ὁ Γιαννούλης Χαλεπᾶς ἐξαφανίστηκε ἕνα βράδυ στὸ Θησεῖο. Κανεὶς δὲν ἔμαθε οὔτε ποὺ ἦταν οὔτε τί συνέβη ἐκεῖνο τὸ βράδυ.


Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ (μονολογώντας)
Θαῤῥῶ πὼς ὁ ἄνθρωπος καὶ στὴ μούρη ἀκόμη ἀλλάζει ἀναλόγως τὴν ψυχή του καὶ τὴ δουλειὰ ποὺ κάνει. Δηλαδὴ καὶ ἡ μύτη του καὶ τ᾿ αὐτιά του καὶ τὸ σαγόνι του πλάθονται σύμφωνα μὲ τὶς ἰδέες του καὶ τὰ αἰσθήματά του. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἄνθρωποι ἔχουνε ξεραθεῖ ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀξιοπρέπεια, γιατὶ κάνουνε ἀξιοπρεπῆ ἐπαγγέλματα. Γι᾿ αὐτὸ βλέπουμε ἕναν τσοπάνο νά ῾ναι ἴδιος ὁ Δίας, ἐπειδὴ κάνει μία δουλειὰ ἀρχαία, ἐνῷ ὁ γιός του, ποὺ κατέβηκε στὴν πρωτεύουσα καὶ κάνει ἄλλο ἐπάγγελμα, μοντέρνο, δὲν μοιάζει καθόλου μὲ τὸν πατέρα του, πέφτουνε τὰ μαλλιά του, ἀλλάζει ἡ μύτη του, κάθε γωνιὰ δυνατὴ κι ἐκφραστικὴ στρογγυλεύει, σὰν νὰ πάρθηκε μὲ τὴ ράσπα, ἡ φάτσα του γίνεται συνηθισμένη χωρὶς τίποτα ξεχωριστό...
(ἐργάζεται)
Ὅσοι δὲν εἶναι τῆς ἴδιας γνώμης μὲ μένα, θά ῾ταν ἄδικος κόπος νὰ μοῦ τὸ ποῦν. Γιατὶ ἔχω τὴν πίστη μου, μιὰ θεόστραβη πίστη στὸν Θεό μου καὶ μονάχα σ᾿ ἐκεῖνον. Ἂς μ᾿ ἀφήσουν λοιπὸν ἥσυχο καὶ δὲν ἐπιθυμῶ διόλου νὰ πιάνουν τὰ ἔργα μου ὅσοι ἔχουν διαφορετικὰ γοῦστα ἀπὸ μένα. Οἱ λίγοι ποὺ αἰσθάνονται ὅπως ἐγώ, μοῦ φτάνουν, καὶ γι᾿ αὐτοὺς ἐργάζομαι.

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Τὴ Σφίγγα μελετᾶς;

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ
Ἦρθα στὴν Ἀθήνα μονάχα γιὰ νὰ ἐργαστῶ. Θέλω νὰ φτιάξω τὴν Ἀφροδίτη πλαγιασμένη καὶ νὰ τὴ στήσω στὸν Βασιλικὸ Κῆπο. Νὰ κάνω τὸν Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ καὶ τὴ Μήδεια.

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ὅλο ἀρχαῖα θὰ κάνεις;

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ
Οἰδίπους εἶμαι ἐγὼ κι Ἀντιγόνη ἡ ἀνιψιά μου, ποὺ μ᾿ ἔφερε ἀπ᾿ τὴν Τῆνο.

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Καὶ τώρα ποιὸ κάνεις;

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ
Τὸν Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ.
(μονολογεῖ καθὼς ἐργάζεται)
Πόσα χρόνια χαμένα στὴν Τῆνο!

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Λένε πὼς τὴν Κοιμωμένη τὴν ἔπλυναν μὲ ἀκουαφόρτε καὶ χάλασε.

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ
Δὲν χαλάει!...

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ποιὰ ἐποχὴ τῆς τέχνης σοῦ ἀρέσει περισσότερο;

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ
Ἡ πρὶν τοῦ Φειδίου... Τὴ χαρακτηρίζει ἡσυχία ποὺ δέχεται ἀρχιτεκτονική.

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Καὶ οἱ μοντέρνοι;

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ
Ξαναγυρίζουν στὴν ἀρχαιότητα.

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ἐκεῖνο ἐκεῖ, τί εἶναι;

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ
Ὁ Φαρμακοτρίβης.

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Τί κοπανάει ὁ Φαρμακοτρίβης;

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ
Μυαλά!

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Μυαλά! (γελώντας) Δηλαδὴ κομπογιαννίτης ψυχίατρος;

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ
Τοὺς γνώρισα καλὰ αὐτούς. Κι ἐδῶ καὶ στὴν Κέρκυρα.

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Στὴν Κέρκυρα, στὸ Ψυχιατρεῖο ἤσουν;

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ
Ναί.

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Καὶ πῶς ἦταν ἐκεῖ;

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ
Τρεῖς μέρες σαρακοστὴ καὶ μία πασχαλιά.

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Λένε πὼς θὰ τὴν πάρουν τὴν Κοιμωμένη ἀπὸ τὸ Πρῶτο Νεκροταφεῖο. Θὰ τὴν πᾶνε στὸ Μουσεῖο γιὰ νὰ μὴν καταστρέφεται.

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ
Δὲν ἐπιτρέπεται. Δὲν κάνει νὰ τὴ βάλουν στὸ Μουσεῖο. Καλύτερα εἶναι στὴ θέση της. Δὲν μοῦ ἀνήκει. (Συνεχίζει νὰ ἐργάζεται, μονολογεῖ)

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Τώρα ὅλα αὐτὰ μαζὶ τὰ δουλεύεις;

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ
Ναί, ὅπου σοῦ πονεῖ.

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Τί εἶπες;

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ
Ὅπου σοῦ κάνει εὐχαρίστηση.

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Θέλω κάτι δικό σου.

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ
Πάρε ὅ,τι θές, μὰ μὴν τὸ σπάσεις. Περίεργη μανία ποὺ πιάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ διαλέγει τὸ μέρος ποὺ θὰ πεθάνει μὲ μεγαλύτερη φροντίδα, παρ᾿ ὅσο τὸ μέρος ποὺ θὰ περάσει τὴ ζωή του.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ὁ βοσκὸς ποὺ μ᾿ ἔσωσε -δὲν ξέρω ἂν τὸ εἶχες ἀκουστὰ— εἶχε ἕνα γιὸ τυφλὸ ἐκ γενετῆς. Κιόρη τὸν ἔλεγαν οἱ Ἀρβανίτες στὰ μέρη μας. Ὁ Κιόρης τοῦ Κοντοστώρη.

Καθόταν μὲ τὶς ὦρες στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο μὲ τὸ ραδιόφωνο ἀγκαλιὰ καὶ τραγουδοῦσε μαζὶ μὲ τοὺς τραγουδιστὲς τὰ λαϊκὰ τραγούδια τῆς ἐποχῆς. Τραγουδοῦσε πιὸ ὄμορφα κι ἀπ᾿ αὐτούς. Εἶχε μία φωνὴ μεταλλική, πολὺ δυνατή, στεντόρεια, ἀλλὰ ταυτόχρονα μελῳδικὴ καὶ τρυφερή. Ἂν μπορεῖς νὰ τὸ φανταστεῖς. Ἀπὸ τὰ χείλη του ἀγάπησα κι ἐγὼ αὐτὰ τὰ τραγούδια καὶ ὄχι ἐκεῖνα τὰ ἄλλα, τὰ σαχλά, αἰσθηματικὰ ποὺ ἀκούγονταν στὸ παλάτι.

Ἔψελνε κιόλας. Σὰν ἄγγελος. Ἦταν ὁ πρωτοψάλτης στὴν ἐνορία μας. Ἔρχονταν τὰ μικρὰ τοῦ Ζαφείρη, τὸν ἔπαιρναν καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν στὸ στασίδι. Γιατί πρέπει νὰ σοῦ πῶ ὅτι ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς στὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς. Ἦταν πειραχτήρι, πανέξυπνος. Τοὺς ἔλεγε ἀστεῖα, ἔπαιζε μαζί τους ὡς καὶ ποδόσφαιρο. Τὸν ἔβαζαν στὴ μέση κι ἔπαιζαν κορόιδο μὲ τὸν τυφλό. Αὐτὸς γελοῦσε καὶ χαχάνιζε. Τοὺς ἔκλεβε, τοὺς ἔπαιρνε πολλὲς φορὲς τὴν μπάλα, γιατὶ ἦταν γρήγορος καὶ δυνατὸς στὰ πόδια.

Τὸν εἶχα θαυμάσει στοὺς γάμους τῆς ἀδελφῆς του. Ἔσερνε πρῶτος τὸ χορὸ καὶ τραγουδοῦσε. Κανεὶς δὲν θὰ πίστευε πὼς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι τυφλός. Κιόρης. Ὁ Κιόρης τοῦ Κοντοστώρη.

Τὸ σπίτι τους ἦταν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ παλάτι. Ἡ στάνη τους στὸ βουνό. Στὴν Τραπεζῶνα. Τί εἶπα; Κιθαιρῶνα...

Ζοῦσε σχεδὸν μόνος. Ἡ οἰκογένειά του ἔμενε στὸ βουνὸ μὲ τὸ κοπάδι. Ἐρχόταν ἡ μητέρα του καὶ τοῦ μαγείρευε. Ζύμωνε ψωμὶ γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τὴ στάνη. Μύριζα τὰ ζεστά, ἀφράτα καρβέλια καὶ τὰ ζήλευα. Ξέχναγε καμιὰ φορὰ νὰ «πιάσει προζύμι» καὶ ζητοῦσε κρυφὰ ἀπ᾿ τὴ γριὰ ὑπηρέτρια μας.

«Πρόσεξε μὴ μᾶς ἀφήσεις κι ἐμᾶς χωρὶς προζύμι, γιατί θὰ μὲ σταυρώσουν» τῆς ἔλεγε. Τ᾿ ἄκουγα αὐτὰ καὶ γελοῦσα μοναχός μου. Κάποια φορὰ ἐμφανίστηκα ξαφνικὰ μπροστά τους καὶ ταράχτηκαν.

Γιὰ νὰ μὴ σᾶς προδώσω στὴ βασίλισσα, θέλω μία μεγάλη χάρη. Ὅταν φουρνίζεις, εἶπα στὴ μητέρα τοῦ τυφλοῦ, νὰ μοῦ στέλνεις κι ἐμένα ἕνα καρβέλι ψωμὶ ἀπ᾿ τὸ δικό σας.

«Μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιά» βασιλιᾶ μου, εἶπε γεμάτη ἀνακούφιση κι ἔφυγε τρέχοντας.

Ποιὸς ξέρει πόσο θὰ τρόμαξα αὐτὴν τὴν ἅγια γυναίκα.

Μιὰ μέρα κατέβηκε ἀπ᾿ τὸ βουνὸ νὰ μαγειρέψει μακαρόνια χοντρά, φτιαχτὰ στὸ χέρι. Ἄρεσαν πολὺ στὸ γιό της, καὶ σὲ μένα, εἶναι ἀλήθεια, πολύ. Κάθισαν μαζὶ νὰ φᾶνε. Ἐκεῖ ἦταν ποὺ ξαφνικὰ ἔπεσε ἀπὸ τὴν καρέκλα κι ἔπαψε νὰ μιλᾶ. Μόνο μία λέξη, μὲ τὸ μακαρόνι στὸ στόμα: «Ντιάλθιμ ζούμουρο — Γιέ μου, καρδούλα μου» στὴ γλώσσα τους κι ἔσβησε. Ὁ τυφλὸς τὰ ἔχασε, ἄρχισε νὰ φωνάζει. Ἔτρεξαν τὰ μικρὰ τοῦ Ζαφείρη. Μαζεύτηκε ὅλη ἡ γειτονιά. Στὴν κηδεία της τὴν ἔκλαψε, τὴ μοιρολόγησε, τὴν τραγούδησε ὅσο κανείς. «Δὲν σ᾿ εἶδα ποτέ μου» τῆς ἔλεγε. «Ἔπεσες δίπλα μου καὶ σ᾿ ἔψαχνα μὲ τὰ πόδια μου καὶ μὲ τὰ χέρια μου καὶ δὲν μποροῦσα νὰ κάνω τίποτα. Δὲν σὲ εἶδα ποτέ μου, κι ἐσὺ τώρα φεύγεις».

Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ χάθηκε. Ἐξαφανίστηκε. Ὅσους κι ἂν ρώτησα, κανεὶς δὲν γνώριζε κάτι γι᾿ αὐτόν. Βουβάθηκε τὸ παράθυρο.

Ξαφνικά, ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμέναμε πιά, μάθαμε ἀπὸ ἕναν φαντάρο συμπολίτη μας, ποὺ εἶχε ἔρθει μὲ ἄδεια, πὼς τὸν συνάντησε στὴν Ἀθήνα. Τὸν συνάντησε μέσα σ᾿ ἕνα λάκκο, στὸ βυθὸ τῆς Ὁμονοίας, σ᾿ ἕνα σκάμμα, μιὰ σήραγγα, μιὰ τρύπα, ἕνα βάραθρο, μὲ τὸ ραδιόφωνο κρεμασμένο στὸ λαιμὸ νὰ τραγουδάει δυνατὰ καὶ στεντόρεια. Νὰ τρίζουν τὰ ἔγκατα τῆς πόλης. Νὰ λέει ἀστεῖα καὶ πειράγματα στοὺς περαστικοὺς σὰν νά ῾ταν τὰ μικρὰ τοῦ Ζαφείρη. Νά ῾χει ἀνοιχτὸ τὸ χέρι καὶ νὰ ζητάει ἐλεημοσύνη. Πῆγε κοντά του, σχεδὸν στ᾿ αὐτί, καὶ τὸν ρώτησε.

«Τί κάνεις ἐδῶ, βρὲ Κοντοστώρη; Βρὲ Κιόρη;».

«Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ μὲ γνώρισες; Γιὰ τὸν Θεό, μὴ μὲ μαρτυρήσεις» τὸν ἐκλιπαροῦσε. Μὴ μὲ μαρτυρήσεις. «Μὴ μὲ φανερώσεις στὸν τόπο μου».

Κάθισε ὥρα ἀρκετὴ ὁ φαντάρος στὴ γωνία, στὶς σκάλες τὶς κυλιόμενες, τοῦ Ἰακώβ, καὶ τὸν παρατηροῦσε καὶ τὸν ἄκουγε. Μάζευε ἀρκετὰ χρήματα. Ἦταν ἀγαπητός, δημοφιλὴς ἐπαίτης. Ἀργὰ τὸ βράδυ ἦρθε καὶ τὸν πῆρε μία γυναίκα ὄμορφη, μικρότερή του. Τὸν ἔπιασε ἀγκαζὲ μὲ τρόπο, σὰν νά ῾κανε κάτι παράνομο, ἁμαρτωλό, καὶ τὸν ἔβγαλε στὸν πάνω κόσμο. Ἔξω ἀπὸ τὸ μεγάλο φαρμακεῖο, στοῦ Μπακάκου, τοὺς περίμενε ἕνα ἀκριβὸ αὐτοκίνητο μὲ ἀναμμένη μηχανή. Ἔβαλε μπρὸς κι ἐξαφανίστηκαν μέσα στὴ νύχτα.

Ἴσως τὸν συναντήσουμε κι ἐμεῖς στὸ λάκκο ὅπου βρεθήκαμε. Ἴσως αὐτὲς οἱ μουσικὲς ποὺ ἀκούγονται νά ῾ναι δικές του.

ΜΟΥΣΙΚΗ ἀκούγονται διάσπαρτες οἱ φράσεις

Δυό, τρεῖς, πέντε, δέκα σταλαγμοί...

Οἱ πετεινοὶ δὲν εἶχαν λαλήσει τὸ τρίτον λάλημα.

- Ζεστό! Βράζει!...

Ζεστὸν τὸ σαλέπι... ζεστότερον τὸ στρῶμα...

Εἶχε βρέξει ὀλίγον...

Σταλαγμοί, σταλαγμοὶ ἔπεφταν ἀργὰ ἀργά, ἀπὸ τὴν ὑδροῤῥοὴν

Ὑψηλὴ μορφὴ εἶχε σταθεῖ...

...Δὲν εἶχε γνωρίσει τὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ τὸ ἔνδυμα...

..Ἦτο ἀπὸ κεῖνα τὰ χώματα

ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Κόρη μου, μάτια μου, Ἀντιγόνη, ποῦ βρεθήκαμε, ποῦ εἴμαστε; Ποιοὶ κατοικοῦν σ᾿ αὐτὴν τὴ χώρα; Ποιὸς θὰ δώσει στὸν περιπλανώμενο Οἰδίποδα λίγα ψίχουλα ἐλεημοσύνης; Νὰ ρωτήσουμε, νὰ μάθουμε ποὺ βρισκόμαστε. Εἴμαστε ἐδῶ ξένοι πάνω σὲ ξένη πέτρα. Πρόσεχέ με.

ΔΕΡΒΙΣΗΣ
Ἔ, καὶ ποῦ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Μποῦ ντουνιᾶ τσὰρκ φιλέκ.

ΔΕΡΒΙΣΗΣ
Αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι ρόδα καὶ γυρίζει. Ἄσκ ὀλσοῦν τσιβιρινέκ.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Χαρὰ σ᾿ τόνε ποὺ τὸν γυρνᾶ. Ξένε, καταδέξου με τὸν ἄθλιο πρόσφυγα.

ΔΕΡΒΙΣΗΣ
Νὰ ὑπάρχει ἄραγε σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ ἄλλος ξενιτεμένος σὰν καὶ μένα;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ἡ ζωή μου εἶναι μονάχα μιὰ πνοή. Τὰ μάτια μου δὲν πρόκειται νὰ ξαναδοῦν τὴν εὐτυχία.

ΔΕΡΒΙΣΗΣ
Σ᾿ ἀναγνωρίζω, ξένε... ἡ σκόνη στὰ παπούτσια σου, τὸ σκοτεινό σου μέτωπο...

ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Γιὰ χάρη τῆς ξενιτιᾶς μας, φίλε, μὴν ἀποκαλύψεις τίποτα ἐδῶ. Φριχτὸ μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια, ἕνα κακὸ ποὺ πιὰ κοιμήθηκε τώρα νὰ τὸ ξυπνᾶς. Ἔγιναν φοβερὰ πράγματα. Φορτώθηκα, ξένε, φορτώθηκα τὸ ἔγκλημα παρὰ τὴ θέλησή μου. Σ᾿ ὅλα αὐτὰ δὲν ὑπῆρχε τίποτα τὸ ἠθελημένο. Ἡ ἴδια ἡ πόλη, ἡ πόλη μου, χωρὶς νὰ τὸ ξέρω, μὲ πάντρεψε σὲ μαῦρο γάμο.

ΔΕΡΒΙΣΗΣ
Ἔπραξες;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Δὲν ἔπραξα.

ΔΕΡΒΙΣΗΣ
Σκότωσες;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Σκότωσα. Δίχως νὰ ξέρω τί ἔκανα, σκότωσα, κι ἔτσι ἀπὸ τὸ νόμο εἶμαι ἀθῷος. Ἀνίδεος πῆγα ὅπου πῆγα.

ΔΕΡΒΙΣΗΣ
Πῶς νὰ συγχωρήσεις τὸ ἀσυγχώρητο; Τί ἄλλο ὅμως μπορεῖς νὰ συγχωρήσεις;

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ
Ποῦ εἶναι; Ποιὸς εἶναι; Ποῦ κρύφτηκε; Κάποιος ἀλήτης θά ῾ναι. Ἀλήτης γέρος. Δὲν εἶναι ἀπὸ τὰ μέρη μας. Ξένος. Μετανάστης. Ἀλλιῶς δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ κατέβει σ᾿ αὐτὸν τὸ λάκκο. Ἐδῶ ἄνθρωπος σωστὸς δὲν θά ῾μπαινε. Ποῦ κρύβεται; Ποιός νά ῾ναι;

ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ὅταν βλέπεις καβγᾶ, νὰ τρέχεις ἀπὸ τὸ πλαγινὸ σοκάκι, ν᾿ ἀργοπορεῖς, ὥσπου νὰ περάσει ἡ φούρια καὶ τότε νὰ παρουσιάζεσαι.

Στὸν καβγᾶ, πάντοτε νὰ βλέπεις ποιὸς εἶναι δυνατότερος καὶ νὰ φυλάγεσαι. Νὰ μαλώνεις τὸν πιὸ ἀδύνατον, νὰ τοῦ τραβᾶς κι ἕνα χαστούκι καὶ νὰ ἐπαναφέρεις τὴν τάξιν. Ἔτσι θὰ βγαίνεις λάδι.

Κάθε καινούργιος ἀνώτερος ποὺ διορίζεται τὴν πρώτη μέρα εἶναι γεμάτος αὐστηρότητα. Τὸ κάνει γιὰ νὰ τοὺς πάρει τὸν ἀέρα. Τὴν δεύτερη μέρα κρυώνει καὶ τὴν τρίτη μέρα παραδίνεται. Ἐσὺ νὰ συμμορφώνεσαι σύμφωνα μὲ τὸν προϊστάμενον καὶ νὰ παραπανίζεις μάλιστα, αὐτὲς τὶς τρεῖς μέρες.

ΔΕΡΒΙΣΗΣ
Ὁ δερβίσης πρέπει νά ῾χει τὸ στῆθος πληγωμένο καὶ τὰ μάτια πάντα ὑγρά, καὶ νά ῾ναι κι ἀπ᾿ τ᾿ ἀρνὶ πιὸ πρᾷος. Ἀπέναντι σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ τὸν δέρνει νά ῾ναι κουλός- σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ τὸν βρίζει, χωρὶς γλώσσα. Γλώσσα νὰ ἔχεις μόνο γιὰ νὰ κελαϊδᾶς, γιὰ ν᾿ ἀπαγγέλλεις. Ἂν ἔχεις πίστη, θ᾿ ἀναστηθεῖς σὲ τοῦτο τὸν κόσμο. Ἂν δὲν τελειώσει σήμερα ἡ δουλειά σου ἐδῶ, δὲν θὰ τελειώσει αὔριο ἐκεῖ.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ
Φύγε ἀπὸ ῾δῶ γρήγορα, πάρε πόδι ἀπὸ τὸν τόπο μου καὶ δρόμο.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Γιατί μὲ διώχνεις; Ἔφτασα ἐδῶ ξένος, ἱκέτης, φέρνοντας μαζί μου μιὰ κατάρα ποὺ πρέπει νὰ γυρίσω σὲ εὐχή. Κρίμα τὴ φήμη αὐτῆς τῆς πόλης, τῆς Ἀθήνας. Πρόσεχε, ντροπιάζεις τ᾿ ὄνομά της. Γιατί μὲ βγάζετε ἀπὸ αὐτὸν τὸν τάφο; Μόνο καὶ μόνο ἀπὸ φόβο γιὰ τ᾿ ὄνομά μου; Ὄχι ἀσφαλῶς γι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶμαι, οὔτε γιὰ τὰ ἔργα μου, γιατὶ τὰ ἔργα μου εἶναι τὰ πάθη ποὺ ῾χω πάθει, ὄχι οἱ πράξεις μου.

Θεέ μου, τί σου ἔχω κάνει; Πρὶν ἔρθω κἄν, μ᾿ εἶπες κακό. Μήπως ἐγὼ ἔφτιαξα τὸν ἑαυτό μου; Ἔστησες μία γέφυρα σὰν τρίχα κι εἶπες: «Πέρνα!». Τρίχινη γέφυρα μπορεῖ νὰ τὴ διαβεῖ ὁ ἄνθρωπος;

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ (μονολογώντας)
Ἢ πέφτει ἢ γραπώνεται ἢ πετάει.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Δὲν πῆρες τὴν ἐκδίκησή σου σκοτώνοντάς με, γεμίζοντας τὰ μάτια μου μὲ χῶμα;

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ (μονολογώντας)
Τόση φλυαρία γιὰ μία χούφτα χῶμα! Ἄ! ὄχι, ὄχι, Θωμᾶ μου. Δὲν τὶς βγάζουμε, δὲν τὶς πετᾶμε ἔτσι τὶς πτυχές. Ὄχι... Ὄχι διάτρητα σημεῖα. Ὄχι, ὄχι ἄλλες τρύπες στὴ γλυπτική. Δὲς αὐτὸ τὸ ὕφασμα. Τὸ βλέπεις, τὸ διαβάζεις;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μὴ μὲ ρωτᾶς γιὰ τὸν ἑαυτό μου, γιατὶ δὲν εἶμαι μέσα μου, μέσα στὸ ροῦχο μου... Τὸ χέρι μου δὲν φτάνει σ᾿ αὐτὸν ποὺ μὲ πῆρε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου.

Μιὰ μέρα, ἤμουν δὲν ἤμουν δώδεκα χρονῶν, κατέβηκα στοὺς ἀργαλειοὺς τοῦ παλατιοῦ. Ἦταν ἐκεῖ ὅλες οἱ σπουδαῖες ὑφάντρες. Καθισμένες στοὺς ἀργαλειοὺς δούλευαν μὲ τὰ χρυσὰ τὰ χτένια πάνω σὲ σχέδια καὶ σὲ θέματα, ὅπως τὰ ὑπαγόρευαν αὐστηρὰ ὁ νόμος καὶ ἡ τάξη τῆς αὐλῆς. Φτερούγιζαν στὰ χέρια τοὺς οἱ σαΐτες. Κοντά τους, δίπλα τους, γυναῖκες λαϊκές με τὰ παιδιά τους. Ἔγνεθαν τὸ μαλλί, ἔβαφαν τὰ νήματα στὸ δάκρυ τῆς πορφύρας —αὐτὸ ποὺ θά ῾μενε λευκὸ τὸ λεύκαιναν στὸ θειάφι, στὸν ἀσβέστη- ἔδεναν τοὺς κόμπους. Ὕφαιναν πολύτιμα ὑφάσματα, πορφύρες κόκκινες, μενεξεδένιες, μεταξένια ἀτλάζια. Σὲ φόντο μενεξεδὶ περνοῦσαν λιοντάρια μεγαλοπρεπῆ καὶ ἥρεμα· χρυσοὶ ἀετοὶ μὲ ἁπλωμένα φτερὰ καὶ ριπιδωτὴ οὐρά· γρύπες καὶ ρόδακες, ἀγριόπαπιες· δυὸ φίδια τυλιγμένα γύρω ἀπὸ τὴ φτερωτὴ κούπα, τὸ δέντρο τῆς ζωῆς μὲ τὰ κλαδιά του νὰ ἑνώνει γῆ καὶ οὐρανό. Τὰ παιδιὰ ἔτρεχαν, ἔπαιζαν μὲ πολύχρωμα κουβάρια κι ἔβαζαν αἰνίγματα: «Ζάρζανος παίζει τὴ λύρα, ἡ ζαρζάνισσα χορεύει, τὰ καημένα ζαρζανάκια πρήσκονται σὰν ντουβαλάκια. Τί εἶναι;»

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Τὸ ροδάνι, ἡ ἀνέμη, τὰ μασούρια, τὰ καλάμια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Γυναίκα ἔγκυος χορεύει. Τί εἶναι;

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Τὸ ἀδράχτι.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Στὰ τέσσερα εἶναι τὸ πρωί, στὰ δυὸ τὸ μεσημέρι κι ὅταν τ᾿ ἄστρι βγεῖ παγανιά, στὰ τρία της πηγαίνει. Τί εἶναι;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ἡ ὑφάντρα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Διασίδι, πολυδιάσιδο, καλοῦ καιροῦ διασμένο
διασίδι ὅταν σὲ διάζουμουν
διασίδι ὅταν σὲ ἐτύλιγα
κι ὅταν σὲ μισοκόπισα
ἦρθαν γιὰ νὰ μὲ πάρουν
κι ἡ μοίρα μου τὸ ἠθέλησε
νά ῾ρθουν νὰ μὲ ξυφάνουν.

Κουράστηκα. Πῆγα καὶ κάθισα σ᾿ ἕναν ἀργαλειὸ ἄδειο. Δὲν τὸ ῾ξερα. Δὲν γνώριζα ὅτι ὁ ἄδειος ἀργαλειός, ὁ ἀκίνητος καὶ ἄψυχος, ἦταν καταραμένος. Κανεὶς δὲν μοῦ ῾χε πεῖ ποτὲ πῶς, ἂν καθίσεις σὲ ἄδειο ἀργαλειό, κάποιος δικός σου θὰ πεθάνει. Γύρισαν ὅλοι καὶ μὲ κοίταξαν μὲ τρόμο· καὶ σὰν νά ῾βλεπαν κάτι φριχτό, σηκώθηκαν κι ἔφυγαν τρέχοντας μακριά μου.

Ἀπόρησα καί, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἄρχισα ν᾿ ἀρματώνω τὸν ἀργαλειό. Ν᾿ ἁπλώνω, νὰ τεντώνω σειρὲς τὰ νήματα μὲ δύναμη, νὰ φτιάχνω τὰ στημόνια. Νὰ πιάνω, νὰ δένω ἄλλα νήματα, κάθετα στὰ στημόνια, νὰ φτιάχνω τὰ ὑφάδια... Καθισμένη στὸν ἀργαλειὸ ἔφτιαχνα κόμπους στὸ πίσω μέρος τοῦ ὑφαντοῦ καί, καθὼς αὐτὸ ξετυλιγόταν σιγὰ σιγὰ μπροστὰ στὰ μάτια μου, δὲν μποροῦσα νὰ δῶ καὶ νὰ γνωρίζω τί ἀκριβῶς ὕφαινα. Στὸ τέλος, ὅταν τὸ γύρισα καὶ τὸ ῾κοψα, ὅπως γυρνᾶμε τὴ ζωή μας ὅταν τελειώνει καὶ τὴ βλέπουμε, κατάλαβα, εἶδα πῶς εἶχα φτιάξει τὴ νύχτα ὁλόκληρη καὶ τὴ σκιά της νὰ προπορεύεται.. Ὅταν τὸ πρωὶ ἦρθαν οἱ ὑφάντρες καὶ τὸ εἶδαν, πάγωσαν. Φώναξαν τὸ θεῖο μου. Αὐτὸς ἦρθε τρέχοντας. Μὲ ρώτησε: Ποιὸς ἔφτιαξε τὸ πανὶ αὐτό;».

Τοῦ εἶπα: «Ἐγώ».

Δὲν μὲ πίστεψε. Μὲ ξαναρώτησε τρέμοντας:

«Ποιὸς ἔφτιαξε τὴ νύχτα; Ποιὸς κέντησε τὴ σκιά της;».

Τοῦ εἶπα πάλι: «Ἐγώ».

Μὲ ρώτησε ποιὸς ἔκανε τὸ ἰδέασμα. Ποιὸς ἄντρας τέντωσε τὸ στημόνι μὲ τέτοια δύναμη.

Κανένας ἄντρας. Ἐγώ.

«Λὲς ψέματα» μοῦ εἶπε καὶ εἶδα τὸ φόβο στὰ μάτια του κόκκινο αἷμα. «Ποῦ βρῆκες αὐτὰ τὰ ἀπαγορευμένα σχέδια; Αὐτὲς τὶς σκιές; Ποιὸς σοῦ τὶς ἔδωσε;».

Κανείς, δικές μου ἦταν. Δικές μου εἶναι. «Τοῦ σπιτιοῦ μας» εἶπα κι ἔσκυψα ἥσυχα τὸ κεφάλι μου.

Ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα ὁ Τρελλὸς τῆς Ἀθήνας ἀκούει προσεχτικά. Ξαφνικὰ ἀπευθύνεται πρὸς τὴν Ἀντιγόνη, παίζοντας τὸ ρόλο τοῦ Κρέοντα.

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Σὲ σένα μιλάω. Σὲ σένα ποὺ χαμηλώνεις τὸ κεφάλι καὶ κοιτάζεις κάτω. Λέγε. Παραδέχεσαι ὅτι τό ῾κανες ἢ τὸ ἀρνιέσαι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ναί. Καὶ τὸ παραδέχομαι καὶ δὲν τ᾿ ἀρνιέμαι.

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Πές μου - λίγα τὰ λόγια, σύντομα. Τὸ ἤξερες ὅτι ὑπῆρχε διαταγή, κανένας νὰ μὴν τολμήσει νὰ τὸ κάνει;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τὸ ἤξερα. Πῶς μποροῦσα νὰ μὴν τὸ ξέρω; Ὅλοι τὸ ξέρανε.

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Καὶ παρ᾿ ὅλα αὐτά, τόλμησες νὰ παραβεῖς τὸ νόμο;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ναί. Γιατί δὲν ἦταν νόμος τοῦ θεοῦ. Κι οὔτε ποὺ ξέρω κανέναν τέτοιο νόμο νὰ ὁρίζει τὸν κόσμο τῶν νεκρῶν. Ποτὲ δὲν πίστεψα πὼς οἱ δικές σου διαταγὲς εἶναι τόσο σπουδαῖες ὥστε νὰ ξεπερνοῦν τὸ Αἰώνιο. Αὐτὸ εἶναι τὸ δικό μου Δίκαιο. Καὶ δὲν εἶναι μόνο σημερινό, δὲν εἶναι χθεσινό. Ὑπῆρχε καὶ θὰ ὑπάρχει στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κανείς, πότε καὶ ποιὸς τὸ ἔχει ὁρίσει. Κανέναν ἄντρα δὲν φοβᾶμαι ἐγώ, οὔτε καὶ κανενὸς τὴ θέληση. Μονάχα τὸ θεὸ φοβᾶμαι. Τὸ ῾ξερα πὼς ὁ θάνατος θὰ ἦταν ἡ πληρωμή μου. Τί νόμισες; Ἀκόμα κι ἂν δὲν εἶχες βγάλει αὐτὴ τὴ διαταγή, τὸ ἤξερα τὸ τέλος μου. Ἂν εἶναι νὰ πεθάνω πιὸ νωρίς, γιὰ μένα εἶναι κέρδος. Γιατί, ὅποιος σὰν κι ἐμένα ζεῖ, μέσα σε τόσα βάσανα, πῶς νὰ μὴ θέλει νὰ πεθάνει; Καθόλου δὲν πονάω. Ὅμως, ἂν ἄφηνα κουφάρι ἄθαφτο, τότε εἶναι ποὺ θὰ σπάραζα. Τώρα καθόλου δὲν μὲ νοιάζει. Νομίζεις πῶς ὅλα αὐτὰ ποὺ λέω εἶναι ἀνοησίες. Δὲν παραξενεύομαι. Ξέρω. Μόνο ἕνας ἀνόητος θὰ μποροῦσε νὰ μὲ θεωρήσει ἀνόητη.

ΜΟΥΣΙΚΗ ἀκούγονται διάσπαρτες οἱ φράσεις

Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες εἶχε διορισθεῖ νέος ἀστυνόμος...

...

...Διέταξε νὰ κλείσῃ τὸ καφενεῖον, τὴν νύκτα ἐκείνην...

ἡ νὺξ ἐκείνη εἶχε πέσει εἰς τὸν λαχνόν, ἦτο πεπρωμένη νύξ...

...Μαρὰζ μὸρ βέρ...

τὸ ἄστατον τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Ἄσκ ὀλσοῦν τσιβινιρέκ. Χαρὰ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ξέρει νὰ τὸν γνρίζῃ, τὸν κόσμον αὐτόν...

...Ποῦ νὰ πάει...

...Ἰδοὺ βγαίνουν ἀκόμα φαντάσματα!...

...Γκιουζέλ...

ΔΕΡΒΙΣΗΣ (Τὸ τραγούδι τοῦ νάϊ)

Ἄκου τὸ νάϊ πῶς παραπονιέται, τὸ νάϊ τὸ γλυκό,
θρηνεῖ τὴν ἐξορία ἀπὸ τὸν τόπο του:
«μὲ ξερίζωσαν ἀπὸ τὸν καλαμιῶνα,
ὁ θρῆνος μου φέρνει δάκρυα σὲ ἄντρες καὶ γυναῖκες».
Νάι, νάϊ, γλυκύ.
Νάζι
Αὔρα, οὐρανὸς
Νάι, νάϊ.
Τὸ Ναὶ τὸ ἥμερον, τὸ ταπεινόν, τὸ πράον, τὸ Ναὶ τὸ φιλάνθρωπον.
Δυὸ στιγμὲς διαφέρει ἀπὸ τὸ Ναί, ὁποὺ εἶπεν ὁ Χριστός.
...ἔφυγαν οἱ ὧρες οἱ βαθειές...

ΔΕΡΒΙΣΗΣ
Τούτη ἡ νύχτα εἶναι γιὰ μᾶς ἡ πεπρωμένη νύχτα. Ἂς μὴν ἔρθει τὸ αὔριο. Δὲν χρειάζεται ἡ αὐγή.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Γιατί νὰ συνεχίζει ὁ κουρασμένος νὰ βλέπει τῆς ζωῆς τὸ φῶς; Γιατί σὲ μάκρος νὰ τραβᾷ ἡ ζωὴ τῶν πικραμένων; Θά ῾ταν πανευτυχεῖς, θά ῾ταν πασίχαροι, ἂν ἔβρισκαν ἕναν τάφο.

Γιατί νὰ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ποῦ στὰ τυφλὰ βαδίζει, ποὺ σ᾿ ἀδιέξοδο τὸν ἔχει φέρει ὁ Θεός; Ἐκεῖνο ποὺ φοβόμουνα μὲ χτύπησε· κι ἐκεῖνο ποὺ μὲ τρόμαζε, μὲ βρῆκε. Δὲν ἔχω εἰρήνη οὔτ᾿ ἡσυχία οὔτ᾿ ἀνάπαυση, μονάχα ταραχή.

ΔΕΡΒΙΣΗΣ
Λένε πὼς ὅποιος ἔρχεται ἐδῶ θὰ φύγει σὰν μάτι ποὺ ἀνοιγόκλεισε.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ὁ τόπος εἶναι ἐδῶ. Γέρνει ἡ ζωή μου. Ἦρθε ἡ ὥρα μου. Κοιτάξτε, ὁ χρόνος ἔγινε παράξενος...

ΔΕΡΒΙΣΗΣ
Τὰ πάντα εἶναι ὀρθὰ στὴ θέση τους. Ἄσε τὴν ἔγνοια τοῦ θανάτου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Καμία ἔγνοια. Μόνο ἕναν τόπο μυστικό!

ΔΕΡΒΙΣΗΣ
Χῶμα ποὺ τρίβεται, γῆ ποὺ σείστηκε συθέμελα, νερὸ ποὺ χάθηκε στὴ θάλασσα, τὰ μυστικὰ ποὺ ἤξερα. Τί ἄλλο νὰ ὑπάρχει;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Χῶμα καὶ γῆ καὶ νερὸ ἔγινα ἐγὼ στὸ δρόμο μου. Τὸ μυστικό μου θὰ σ᾿ τὸ δείξω ἐκεῖ, στὸ φιλιατρὸ τοῦ τάφου μου. Θὰ σ᾿ ὁδηγήσω ὁ ἴδιος, χωρὶς κανένας νὰ μὲ κρατᾶ ἀπὸ τὸ χέρι. Ἐσὺ ὅμως μὴν ἀποκαλύψεις οὔτε ποὺ κρύβεται οὔτε ποὺ βρίσκεται αὐτὸς ὁ τόπος. Κι ὅταν θὰ φτάσεις στὸ τέλος τῆς ζωῆς σου, νὰ τὸ ἐμπιστευτεῖς στὸν πιὸ ἄξιο, κι αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του νὰ τὸ ἀποκαλύψει στὸν κατοπινό του. Γνώση κρυφὴ καὶ μυστική, ἔτσι πάντα νὰ γίνεται, νὰ προχωρᾶ ἡ ζωή.

Ξένος σε ξένη γῆ, σὰν λαθρομετανάστης, θὰ εἶμαι κρυμμένος μὲς στὸ θάνατο, θαμμένος, ἐνταφιασμένος, μέσα στὴ νύχτα μιᾶς κρύπτης. Ἐγὼ ποὺ ποθοῦσα ὅσο τίποτα νὰ ταφῶ στὸν τόπο μου...

Ταξίδεψα, γύρισα τοὺς μεγάλους δρόμους, πλήρωσα ἀκριβὰ περάσματα, αἰνίγματα καὶ διόδια. Ἐκεῖ συνάντησα πολλὲς φορὲς τοὺς νεκροὺς νὰ περιμένουν τοὺς συγγενεῖς τους, γιὰ νὰ τοὺς πάρουν, νὰ τοὺς πᾶνε στὸν τόπο τους. Εἶδα, διασταυρώθηκα μὲ νεκροφόρες ἄδειες, γεμάτες, ποὺ ἔρχονταν καὶ ξανάρχονταν κουβαλώντας τὴ μαύρη μύγα.

Τὸ συζήτησα, τὸ μοιράστηκα μὲ τοὺς φίλους μου, καὶ ὅλοι με θεωροῦσαν τρελὸ καὶ παράξενο. Κανεὶς δὲν μὲ πίστεψε. Μέχρι ποὺ ἔχασαν κι αὐτοὶ κάποιον δικό τους καὶ κατάλαβαν. Μοῦ ἔστειλαν γράμματα θερμὰ ζητώντας μου συγνώμη. «Συγνώμη, γιατί;» ρωτοῦσα ἐγώ.

Ἐγὼ ποὺ ποθοῦσα νὰ ταφῶ στὸν τόπο μου...

Νὰ ἔρθουν νὰ μὲ πάρουν τὰ παιδιά μου, οἱ δικοί μου, νὰ μὲ παραλάβουν πρὶν τὰ διόδια — νὰ μὲ ταξιδέψουν ἀπ᾿ τὴν παλιὰ διαδρομή, ἀπὸ τὸν παλιὸ τὸν δρόμο μὲ τὶς στροφὲς τὶς ἐπικίνδυνες, ἀπὸ τὴ Σκάλα τὴν Κακιά, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἦρθα. Νὰ σταματήσουν στὴν ἐπιστροφή, στὸ σταυροδρόμι ποὺ σταμάτησε ἡ ζωή μου.

Νὰ πάρω πίσω τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσα. Κέρμα χρυσὸ στὰ μπροστινὰ στραβά μου δόντια σφηνωμένο.

Ἐγὼ ποὺ ποθοῦσα ὅσο τίποτα ἕναν τάφο στὸν τόπο μου...

Ἐλᾶτε, χωρὶς νὰ μὲ ἀγγίζετε, κι ἀφῆστε μὲ ὁλομόναχο νὰ βρῶ τὸ ἱερὸ μνῆμα ὅπου ἡ μοίρα μου θέλει νὰ ταφῶ σὲ τούτη τὴ χώρα. Ἀπὸ ῾δώ μὲ ὁδηγοῦν μαζὶ θεοὶ ψυχοπομποί. Φῶς, ἀόρατο γιὰ τὰ μάτια μου, ποὺ ὅμως πρὶν ἤσουν δικό μου γιὰ πολὺ καιρό, τὸ σῶμα μου σὲ νιώθει σήμερα γιὰ τελευταῖα φορᾶ. Φεύγω μὲ τοῦτο τὸ βῆμα γιὰ νὰ κρύψω μέσα στὸν Ἅδη τὴν τελευταία μέρα τῆς ζωῆς μου. Γυμνὸς ἀπ᾿ τὴν κοιλιὰ βγῆκα τῆς μάνας μου, γυμνὸς καὶ θὰ γυρίσω πίσω στὴ μάνα γῆ.

ΔΕΡΒΙΣΗΣ
«Πονεμένος μύλος» εἶναι τὸ ὄνομά μου. Μὲ βρήκανε σ᾿ ἕνα βουνό, μοῦ ξερίζωσαν μπράτσα καὶ φτερὰ καὶ βρῆκαν πὼς ταιριάζω νὰ γίνω μύλος· ἔχω καημὸ κι ἀναστενάζω.

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ (παλεύοντας μὲ τὸν πηλό του. Μὲ τὸ βράχο του)

Τὸ ἄλογό μας γέρασε μαζί μας. Ἔφτασε στὸ τέλος του. Δὲν ἔπρεπε νὰ μείνει μέσα στὸ παχνί. Βαραίνουν πολὺ τὰ ζῷα ὅταν πεθαίνουν. Δὲν ξέρω οἱ ἄνθρωποι.

Δὲν θὰ μᾶς ἄρεσε νὰ τὸ σέρναμε μὲ τριχιὲς ἀπ᾿ τὰ πόδια, ὅπως ἔκαναν οἱ γείτονές μας. Τὸ πήραμε καὶ τὸ φέραμε σιγὰ σιγὰ στὸ κτῆμα μὲ τὶς ἐλιές. Τοῦ πιάσαμε τὰ μπροστινὰ πόδια μ᾿ ἕνα σκοινὶ χαλαρό, ἴσα ἴσα νὰ περπατᾶ.

Χειμώνας στὸ τέλος του, Μάρτιος. Ἡ μικρή μου ἀδελφὴ καὶ ἐγὼ ἤμασταν ἀπαρηγόρητοι. Ρίξαμε στὴ ράχη του τὴν καλή μας κουβέρτα γιὰ νὰ μὴν κρυώνει. Μόλις τελειώναμε τὸ σχολεῖο, τρέχαμε κοντά του, πετούσαμε πέτρες, διώχναμε τὸ κοράκι ποὺ καραδοκοῦσε ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας μέρα στὴν κορυφὴ τῆς λεύκας, τοῦ πηγαίναμε τροφή, τὸ σκεπάζαμε.

Ἕνα μεσημέρι εἴδαμε κοπάδια τὰ κοράκια νὰ πετοῦν πάνω ἀπὸ τὸ κτῆμα, σκυλιὰ νὰ γαβγίζουν. Καταλάβαμε. Δὲν τολμήσαμε νὰ πλησιάσουμε, φύγαμε τρέχοντας.

Πέρασε καιρός, ἔπιασαν βροχές, ἔφαγαν τὰ σκυλιὰ καὶ τὰ κοράκια τὶς σάρκες του. Ἀπόμειναν τὰ κόκκαλά του ξεθωριασμένα ν᾿ ἀσπρίζουνε μέσα στὸ φῶς τῆς μέρας, νὰ δείχνουνε τὸν ἥλιο. Σιγὰ σιγὰ χάθηκαν κι αὐτά. Ἔμεινε μόνο ἡ νεκροκεφαλή, τεράστια, μακριά, τὰ μάτια δυὸ τρύπες νὰ παίζει κρυφτὸ μία μικρὴ πράσινη σαύρα, τὰ δόντια νὰ κρέμονται.

Ἔμεινε ἐκεῖ, φύτρωσε δίπλα στοὺς θάμνους, στὰ σκίνα.

Τετάρτη, ξημέρωνε Πέμπτη, γύρω στὶς 2.00´, Μάρτιος, 19 Μαρτίου.

Πέθανε ὁ πατέρας μου.

Εἶχαν ἔρθει οἱ συγγενεῖς, ἔκλαιγαν. Δὲν μποροῦσα νὰ καθίσω, δὲν ἄντεχα, ἔφυγα μ᾿ ἀναφιλητὰ μέσα στὴ νύχτα. Περπάτησα, δὲν ξέρω πόσο. Κουράστηκα, βρῆκα κάπου, ἀκούμπησα κι ἀποκοιμήθηκα. Τὸ πρωὶ ξύπνησα ἀπὸ κάτι ἐπίμονους ἤχους. Ἀπέναντι ἦταν τὸ νεκροταφεῖο κι ἄνοιγαν τὸ μνῆμα τοῦ πατέρα μου. Πρόσεξα, εἶδα ὅτι ἀκουμποῦσα, ὅτι εἶχα ἀποκοιμηθεῖ πάνω στὸ ἄλογό μας, στὴ νεκροκεφαλὴ ποὺ εἶχε ἀπομείνει ἐκεῖ. Τὴν εἶχα κάνει προσκέφαλό μου. Αὐτὸ πῆρα μετὰ καὶ δούλεψα. Αὐτὸ δουλεύω συνέχεια, τὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα μου. Αὐτὸ σκάβω πάνω στὸ μάρμαρο μὲ τὸ μάρμαρο.

Μάζεψαν τὰ σκεπάσματα, τὸ στρῶμα του, τὴν τελευταία φορεσιά του. Γονάτισαν πάνω τους, τὰ δέσανε σφιχτά. Διπλὸς ὁ κόμπος στὸ λαιμό.

Ἀνάψανε φωτιὰ θεόρατη καὶ τά ῾καψαν. Κάθε ποὺ πήγαινε νὰ σβήσει, τὴ συντηρούσανε μὲ τὰ βιβλία του. Φτερούγιζαν οἱ μαῦρες πεταλοῦδες, ἀποκαΐδια οἱ σκέψεις του καὶ οἱ ζωγραφιές του στὰ περιθώρια. Μαῦρος ὁ δείχτης κι ὁ ἀντίχειρας ποὺ ἔτρεχε νὰ πιάσει...

Ἑτοίμασαν τὸ καζάνι τὸ μεγάλο, ἔκαψαν νερό, ἔσταξαν μέσα ἁγιασμὸ κι ἔριξαν τὰ ροῦχα του τὰ ὑπόλοιπα νὰ βράσουν. Ποῦ καὶ ποῦ τὰ ἀνακάτευαν, τὰ βασάνιζαν, μ᾿ ἕνα ξύλο ἀγριελιᾶς.

Τὰ ἔβγαλαν, τ᾿ ἅπλωσαν νύχτα. Ἑφτὰ νύχτες ἔπρεπε νὰ μείνουν ἐκεῖ. Μετὰ τὰ μάζεψαν καὶ τὰ μοίρασαν μία Κυριακὴ πρωὶ στὴν ἐκκλησία γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς τρελοὺς τῆς ἐνορίας.

Ἦταν τὰ ροῦχα τοῦ πατέρα μου, τ᾿ ὄμορφο παλτό του, τὸ κοστούμι του, τὰ δώδεκα λευκά του τὰ πουκάμισα. Τὰ ἔβλεπα νὰ τὰ φοροῦνε ἄλλοι, ἄλλα κορμιά, ἀλλιώτικα, κι ἔτρεχα ἀπὸ πίσω τους, τὰ μύριζα, τὰ γάβγιζα, σὰν τὸ πιστό του τὸ σκυλί. Φώναζα τὸ ὄνομά του. Πηδοῦσα μάντρες, ἔμπαινα σὲ κήπους κι ἔψαχνα τὶς ξένες τὶς μπουγάδες γιὰ νὰ τὰ βρῶ καὶ νὰ τὰ πάρω πίσω. Μὲ φώναζαν τρελὸ καὶ κλέφτη καὶ μὲ πετροβολοῦσαν. Ἔφευγα, ἔτρεχα στὶς ἐρημιὲς καὶ τὰ βουνά, κυλοῦσα πέτρες στοὺς γκρεμούς. Ἐκεῖ ἦταν ποὺ βρῆκα τὶς ἀκτινογραφίες του ριγμένες μὲ τὶς κοπριὲς καὶ τὰ λιπάσματα, στὴ ρίζα τῆς ἐλιᾶς. Τὶς σήκωσα στὸ φῶς, στὸν ἥλιο, καὶ τὸν εἶδα πάνω, μέσα στὸ μάρμαρο.

Αὐτὸ πῆρα μετὰ καὶ δούλεψα. Αὐτὸ δουλεύω συνέχεια, τὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα μου. Αὐτὸ σκάβω πάνω στὸ μάρμαρο μὲ τὸ μάρμαρο.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ
Σηκώθηκε νὰ φύγει ἀπὸ ῾δῶ - τὸν εἴδατε. Δὲν ἄφησε κανέναν νὰ τὸν βοηθήσει. Μᾶς ὁδηγοῦσε ὅλους ... τυφλός. Ἔφτασε στὸ μονοπάτι ποὺ βυθίζεται στὰ ἔγκατα τῆς γῆς. Ἐκεῖ σταμάτησε, δίπλα στὸ βράχο μὲ τὴ σπηλιὰ ποὺ κρύβει τὶς αἰώνιες συμφωνίες. Κάθισε στὸν πέτρινο τὸν τάφο. Ἔβγαλε τὰ βρόμικά του ροῦχα... φώναξε τὴν κόρη του... τῆς ζήτησε νὰ τοῦ φέρει καθαρὸ νερὸ νὰ λούσει τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή του. Ἐκείνη ἔκανε ὅ,τι τῆς ζήτησε, τὸν ἔλουσε, τὸν ἔντυσε, τὸν στόλισε, ὅπως στολίζουν τοὺς νεκρούς, κι ἔκανε ὅλα ὅσα ἔπρεπε, ἔτσι ὅπως ἔπρεπε νὰ γίνουν. Χαιρόταν ἐκεῖνος, σὰν παιδὶ ...εὐφραινόταν.

Ξάφνου, μιὰ ὑπόκωφη βροντὴ τράνταξε τὸν τόπο. Ἡ κόρη του τρόμαξε. Ἔπεσε γονατιστὴ στὰ πόδια του. Ἔκλαιγε. Τὴν ἔκρυψε στὴν ἀγκαλιά του... τῆς εἶπε: «Κόρη μου, μάτια μου, ἀπὸ σήμερα δὲν ἔχεις πιὰ πατέρα». Ἔπεσε μία βαθιὰ σιωπή.

Τότε ἀκούστηκε ἡ φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἄγρια, τρομακτική. «Οἰδίποδα, εἶναι ἀργά. Πέρασε ἡ ὥρα κι ἐσὺ ἀργοπορεῖς». Κατάλαβε ποιὸς τοῦ μιλᾶ. Μᾶς ζήτησε νὰ φύγουμε. Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο στραφήκαμε νὰ δοῦμε τί ἀπέγινε, ἐκεῖνος εἶχε χαθεῖ ἀπὸ προσώπου γῆς. Σὰν ν᾿ ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ τὸν κατάπιε. Σίγουρα ὁ θεὸς τὸν πῆρε. Ἔφυγε δίχως ἕνα στεναγμό. Ὁ πιὸ ὡραῖος θάνατος.

Ἐμφανίζεται ἡ Ἀντιγόνη μὲ μιὰ ἀγκαλιὰ ἀγριολούλουδα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσω τὰ λουλούδια μου; Ζήτησες νὰ πεθάνεις σὲ ξένη γῆ, ἀλλὰ γιατί πέθανες χωρὶς ἐμένα; Ἔφυγες χωρὶς ἕναν τάφο. Σὲ ποιὰ θάλασσα ν᾿ ἀφήσω τὰ λουλούδια σου; Κάνεις τὸ πένθος μου πιὸ βαρὺ κι ἀπ᾿ τὸ βουνό. Δῶσ᾿ μου τὸν τάφο σου, δῶσ᾿ μου τὸ μάρμαρο νὰ γράψω τὰ λόγια σου, νὰ χαράξω τὸν σταυρό μου. Ἔρχομαι ἀπὸ τὰ βουνά, ἀπ᾿ τοὺς γκρεμοὺς κι ἀπὸ τὰ ρέματα. Στάθηκα στὸ σταυροδρόμι καὶ σὲ φώναξα ἑφτὰ φορές. Τίποτα. Μόνο ἡ ἠχώ. Γιατί μοῦ στερεῖς τὰ δάκρυα; Τὰ μάτια δὲν εἶναι γιὰ νὰ βλέπουμε ἀλλὰ γιὰ νὰ θρηνοῦμε. Ἔτσι μ᾿ ἔμαθες.

Σοῦ φέρνω τ᾿ ἀγριολούλουδα ποὺ ἀγαποῦσες. Αὐτὰ ποὺ μαζεύαμε μὲ παγωμένα δάχτυλα στὶς σχισμ,ἄδες τῶν βράχων. Μοῦ μάθαινες τὰ ὀνόματά τους, τὰ διπλά, τὰ τρίδιπλα. Τὰ ἔδεσα σφιχτὰ ὅπως μου ἔδειξες, μὲ βοῦρλα καὶ ἀληπασιές, καὶ σ᾿ τὰ ἔφερα. Μὲ πῆραν στὸ κατόπι οἱ σφῆκες καὶ οἱ μέλισσες. Γκρεμοτσακίστηκα. Μὲ ξέσκισαν τ᾿ ἀγκάθια, μ᾿ ἔφαγαν τὰ τριβόλια κι οἱ βάτοι. Γιὰ δές, ὅλα ἐδῶ, ὅπως μοῦ τά ῾μαθες:

Σχίνος, μυρτιά, ρείκι,
μελισσόχορτο - μέλισσα καὶ μελισσάκι
ἄγριος λαλὲς - χωνάκι
νάρκισσος καὶ μανουσάκι
ὑάκινθος - γιούλι - ζαμπάκι
κατσουλίτσα - λυχναράκι
Λίγη χλόη νὰ κρυφτῶ
σὰν τὸ μενεξὲ κι ἐγώ...

Ποῦ εἶσαι; Ποῦ κρύφτηκες; Δῶσε μου ἕναν τόπο νὰ ἀνάβω τὸ καντήλι σου, δρόμο νὰ ἔρχομαι. Δῶσ᾿ μου μιὰ θέση γιὰ τὴν εἰκόνα σου, μιὰ κόχη νὰ κρύψω τὸ λάδι.

Πῶς νὰ πενθήσω τὸ πένθος μου; Γιατί θὲς νὰ τριγυρνῶ σὰν κουκουβάγια στὰ χαλάσματα;

ΔΕΡΒΙΣΗΣ
Ὅταν αὐτός, ὁ ἀγαπημένος τοῦ θεοῦ, θὰ ξεκινοῦσε γιὰ τὴν ἀνάληψη, ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔκανα τὴν ψυχή μου χῶμα καὶ γῆ καὶ νερό. Εἶδα τὸ πρόσωπο τοῦ Φίλου, τοῦ Θεοῦ τὸ πρόσωπο, τὸ εἶδα σ᾿ αὐτὸ τὸ χάσμα. Γιὰ ὅποιον ἐννοεῖ τὸν Λόγο, αὐτός μου ὁ λόγος εἶναι βάλσαμο. Στὴ μέρα δίνει φῶς ὁ ἥλιος· ὅμως αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ καίει μὲς στὴ νύχτα τί εἶναι;

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ
Τὴν πρωίαν ἐκείνην, ἔπιεν ὁ Δερβίσης σαλέπι, ἔφαγε καὶ κουλούρι. Ὅλην τὴν ἥμεραν τὸν ἔπαιρνεν ὃ ὕπνος ὅπου ἔτυχαινε νὰ καθίσῃ. Τὰς ἄλλας ἡμέρας, ἐξενυχτοῦσεν ἀκόμη εἰς τὸ ὁλονύκτιον καφενεῖον, διὰ τὸ ὁποῖον εἶχεν περάσει ἡ πεπρωμένη νύξ. Ἔπινεν μαστίχαν κι ἐκάπνιζεν τὸ τσιμπούκι του. Πότε-πότε ἔπαιζεν ἀκόμη τὸ νάϊ.

Ὕστερον, μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας, ἔγινεν ἄφαντος καὶ δὲν τὸν εἶδε πλέον κανείς. Ζῇ, ἀπέθανε, περιπλανᾶται εἰς ἄλλα μέρη, ἀνεκλήθη ἀπὸ τῆς ἐξορίας, ἔπανεκαμψεν εἰς τὸν τόπον του;

Κάνεις δὲν ἠξεύρει.

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ὅποιος καὶ νά ῾ρθε σ᾿ αὐτὴν τὴν πόλη, ἡ διαμονή του ἦταν στιγμιαία κι ὁ γυρισμός του ταξίδι δίχως ἐπιστροφή. Γλυκύτερη ἀπ᾿ τὸ μέλι καὶ τὴ ζάχαρη εἶναι ἡ πρώτη γεύση αὐτῆς τῆς πόλης· μὰ ἡ πίκρα πού ῾ρχεται μετά, γιὰ δές, εἶναι σὰν τὸ φαρμάκι τοῦ φιδιοῦ.

Τὰ ὁράματα αὐτῆς τῆς πόλης δὲν ἔχουν ὅριο, οὔτε μέτρο· ὅποιος γελιέται ἀπ᾿ αὐτά, εἶναι σὰν πρόβατο μπροστὰ στὸ χόρτο!

Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ
Ἕνα σκοτάδι τρομακτικό. Ποῦ βρίσκομαι; Μὲ σέρνουν μέσα τοὺς βάθη χωρὶς τέλος. Μοιάζω σὰν νὰ κατρακυλῶ. Νά, τώρα ἕνας κόσμος κάτασπρος. Βρίσκομαι στὰ ὕψη, τὸ μυαλό μου ζαλίζεται. Πῶς βρέθηκα ὅμως ἀπὸ τὰ κατασκότεινα ἐκεῖνα μέρη στὸν κόσμο τοῦτο τὸν ὁλόλευκο; Πῶς ἀνέβηκα ἀπὸ τὰ βάθη ἐκεῖνα στὰ ὕψη αὐτά; Πότε ἀνέβηκα;

Τ᾿ ἀστέρια ἀπόμειναν κάτω... Κι ἐγὼ εἶμαι πιὸ ψηλὰ ἀπ᾿ αὐτά. Αὐτὰ φαίνονται σὰν καντηλάκια καρφωμένα στὸ πρόσωπο τῆς γῆς... Καὶ τὰ καντηλάκια μικραίνανε, ὅλο καὶ μικραίνανε... Καὶ χάθηκαν σβηστά.

Ἄνοιξαν ἐμπρός μου οἱ ὁρίζοντες ἑνὸς κόσμου, ποὺ πλέει μέσα σ᾿ ὁλόλαμπρο φῶς. Καὶ πετὰ κατευθείαν πρὸς αὐτοὺς τοὺς ὁρίζοντες, ποὺ δὲν ἔχουν τελειωμό... Στρώματα αἴγλης καὶ χρωμάτων μὲ περικυκλώνουν. Τὰ φῶτα καὶ τὰ χρώματα ἀναπηδοῦν ἀπὸ σιντριβάνια ἀόρατα...

Μεριὲς μεριὲς τὰ χρώματα, τὰ φῶτα γίνονται πιὸ ἱλαρά... Μεριὲς μεριὲς πάλι γίνονται πιὸ πηχτά, πιὸ ζοφερά... Καὶ φτερουγίζουν γύρω μου σχηματίζοντας φωτοβολοῦσες ζωγραφιές, στὴ φαντασία ἀσύλληπτες. Ἕνας κόσμος ἀπὸ χρώματα καὶ φῶς, ποὺ ἔστησε χορό.

Κύματα ἀνάλαφρα, ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὰ μάκρη μιᾶς μουσικῆς γλυκιᾶς... Χαϊδεύουν τὴν ψυχή μου καὶ τὴν πληγώνουν ἀπαλά...

Κύματα κύματα ἔρχονται ἀπ᾿ τὰ βάθη τρεμουλιαστὲς φωνές... Ἁρμονία χιλιάδων... μυριάδων ψαλμῳδῶν... Ποῦ εἶναι ὅμως αὐτοὶ οἱ ψαλμῳδοί;


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Πρώτη παράσταση
Μικρὴ Ἐπίδαυρος, 6-7 Ἰουλίου 2007

ΚΕΙΜΕΝΟ-ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Θοδωρὴς Γκόνης, ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ: Γιάννα Ροϊλοῦ, ΣΚΗΝΙΚΑ: Χρῆστος Μποκόρος, ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: Ἄγγελος Μέντης, ΜΟΥΣΙΚΗ: Νίκος Ξυδάκης, ΦΩΤΙΣΜΟΙ: Κατερίνα Μαραγκουδάκη, ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ: Κωνσταντίνα Σταθουλοπούλου, ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΥ: Κωνσταντῖνος Κωστοῦρος, ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΣΚΗΝΙΚΩΝ: Νεκτάριος Διονυσᾶτος

ΕΠΑΙΞΑΝ ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ

ΟΙΔΙΠΟΥΣ: Σοφοκλῆς Πέππας, ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ: Γιῶργος Μωρόγιαννης, ΞΕΠΕΣΜΕΝΟΣ ΔΕΡΒΙΣΗΣ: Γιῶργος Γάλλος, ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Σύρμω Κεκέ, ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ: Θανάσης Δήμου, ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ τοῦ Οὐρανοῦ: Εὐθύμιος Παπαδημητρίου

Ἡ παράσταση Ὁ ξεπεσμένος δερβίσης: μιὰ συνάντηση τοῦ ὁμώνυμου ἥρωα τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη μὲ τὸν Οἰδίποδα καὶ τὸν Γιαννούλη Χαλεπᾶ εἶναι μία συμπαραγωγὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ Φεστιβὰλ καὶ τοῦ ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ἀγρινίου.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Γιὰ τὴ σύνθεση τοῦ κειμένου χρησιμοποιήθηκαν:

Ὁ Τρελλὸς τῆς Ἀθήνας τοῦ Δημητρίου Καμπούρογλου

Φημισμένοι ἄντρες καὶ λησμονημένοι τοῦ Φώτη Κόντογλου

Ὁ βίος ἑνὸς Ἁγίου· Γιαννούλης Χαλεπᾶς τοῦ Στρατῆ Δούκα

Ὁ ξεπεσμένος δερβίσης, Αἱ Ἀθῆναι ὡς ἀνατολικὴ πόλις τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ καὶ Ἀντιγόνη τοῦ Σοφοκλῆ, μετάφραση Καίτης Παπαδάκη

Γιουνοὺς Ἐμρέ: Ποιήματα, μετάφραση Πολυμνίας Ἀθανασιάδη

Εἰσαγωγὴ στὴ μελέτη τῶν ὑφαντῶν τοῦ Μετσόβου τοῦ Γιούρι Ἀβέρωφ

Οἱ δερβίσαι τοῦ Βλαδίμηρου Μιρμίρογλου

Ἰώβ Παλαιὰ Διαθήκη

Παραδόσεις. Ἐκλογαὶ ἀπὸ τὰ τραγούδια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ τοῦ Ν.Γ. Πολίτη.


Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν δοκιμῶν Ὁ τρελὸς τῆς Ἀθήνας ἐξελίχθηκε καί, οὐσιαστικά, ἕλκει μόνο τὸ ὄνομα ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο διήγημα τοῦ Δ. Καμπούρογλου.

Ὁ μονόλογος τοῦ Χαλεπά, οἱ μονόλογοι τοῦ Οἰδίποδα, οἱ μονόλογοι τῆς Ἀντιγόνης, καθὼς καὶ ἡ σύνθεση τῶν πρωτότυπων κειμένων εἶναι τοῦ Θοδωρῆ Γκόνη.

Τὸ τελικὸ κείμενο διαμορφώθηκε μὲ τὴ συνεργασία τοῦ Θοδωρῆ Γκόνη, τῆς Γιάννας Ροϊλοῦ καὶ τῆς Κωνσταντίνας Σταθουλοπούλου.


Ο
ΞΕΠΕΣΜΕΝΟΣ ΔΕΡΒΙΣΗΣ
ΤΟΥ
ΘΟΔΩΡΗ ΓΚΟΝΗ

ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ
ΣΤΗ Γ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΕ
ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ ΤΟΥ 2007
ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ
ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ

ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΗ ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ

ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ
Η ΒΑΣΩ ΚΥΡΙΑΖΑΚΟΥ

ΤΗΝ ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ
ΦΙΛΟΤΕΧΝΗΣΕ
Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΚΟΡΟΣ


© 2007 Θοδωρὴς Γκόνης

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
Μαυρομιχάλη 18, Ἀθήνα 10680
τηλ. 210 3636 514

ISBN 978-960-336-277-7