Ζαχαρίας Παπαντωνίου - Ποιήματα

Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940): Λογοτέχνης,
δημοσιογράφος καὶ ἀκαδημαϊκὸς ἀπὸ τὸ Καρπενήσι.

Ἡ προσευχὴ τοῦ ταπεινοῦ

Κύριε, σὰν ἦρθεν ἡ βραδιά, σοῦ λέω τὴν προσευχή μου.
Ἄλλη ψυχὴ δὲν ἔβλαψα στὸν κόσμο ἀπ᾿ τὴ δική μου.
Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ πλήγωσαν ἦταν ἀγαπημένοι.
Τὴν πίκρα μου τὴ βάσταξα. Μοῦ δίνεις καὶ τὴν ξένη.
Μ᾿ ἀπαρνηθῆκαν οἱ χαρές. Δὲν τὶς γυρεύω πίσω.
Προσμένω τὰ χειρότερα. Εἶν᾿ ἁμαρτία νὰ ἐλπίσω.
Σὰν εὐτυχία τὴν ἀγαπῶ τῆς νύχτας τὴ φοβέρα.
Στὴν πόρτα μου ἄλλος δὲν χτυπᾷ κανεὶς ἀπ᾿ τὸν ἀγέρα.
Δὲν ἔχω δόξα. Εἶν᾿ ἥσυχα τὰ ἔργα ποὺ ἔχω πράξει.
Ἄκουσά τη γλυκιὰ βροχή. Τὴ δύση ἔχω κοιτάξει.
Ἔδωκα στὰ παιδιὰ χαρές, σὲ σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγᾶδες καλησπέρισα ποὺ γύριζαν τὸ βράδυ.
Τώρα δὲν ἔχω τίποτα νὰ διώξω ἢ νὰ κρατήσω.
Δὲν περιμένω ἀνταμοιβή. Πολύ ῾ναι τέτοια ἐλπίδα.
Εὐδόκησε ν᾿ ἀφανιστῶ χωρὶς νὰ ξαναζήσω...
Σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ τὰ βουνὰ καὶ γιὰ τοὺς κάμπους ποὺ εἶδα.

(ἀπὸ Τὰ θεῖα δῶρα)

Λυπημένα δειλινά

Στῆς γειτονιᾶς τῆς φτωχικῆς
γυρίζει ὁ νοῦς μου τὰ στενά,
τὰ λυπημένα δειλινὰ
στοχάζομαι τῆς Κυριακῆς.

Μέσα στὴν κόκκινη ἀντηλιὰ
τὸ μαραμένο θηλυκὸ
δίχως ἐλπίδα καὶ μιλιὰ
ποτίζει τὸ βασιλικό.

Κανεὶς διαβάτης δὲν περνᾷ,
κανένα αὐτὴ δὲν καρτερεῖ
ποὺ στὸ μπαλκόνι ὀρθὴ φορεῖ
τὸ γιορτινό της τὸ γκρενᾶ.

Σὰ μοῖρα κάθεται μία γριά.
Στὸ φῶς μιᾶς πόρτας ρημαδιοῦ
μακραίνει ὁ ἴσκιος τοῦ παιδιοῦ…
Καμπάνα ἀκούγεται μακριά…

Στὸ σύννεφο τὸ βυσσινὶ
θὰ πέσει ὁ ἥλιος νὰ κρυφτεῖ.
Ψαλμὸς ἀκούγεται ἡ φωνὴ
τοῦ τελευταίου πραματευτῆ.

Ὅλα σταμάτησαν ἐκεῖ.
Ἀργεῖ πολὺ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βραδιά…
Πῶς ἔχω τὴν ψυχὴ βαριά,
Τὸ δειλινὸ τὴν Κυριακή!

(ἀπὸ Τὰ θεῖα δῶρα)

Σερενάδα στὸ παράθυρο τοῦ σοφοῦ

Σοφέ μου, τὸ τετράσοφο
ποὺ σὲ φωτάει λυχνάρι
νἄτανε, λέει, φεγγάρι
καὶ σὺ εἴκοσι χρονῶ!

Νἄτανε τάχα ἡ γνώση σου
μὲ τὸν ἀγέρα ἀμάχη,
γιὰ δασωμένη ράχη
ξεκίνημα πρωινό...

Νἄτανε τάχα ἡ σκέψη σου
συρτοῦ χοροῦ τραγούδια
μίαν ἀγκαλιὰ λουλούδια
μίαν ἱστορία τρελλή,

τὰ μύρια ποὺ δὲ γνώρισες
νερὸ θἆν τάειχες μάθει
μὲ δάσκαλο τὰ πάθη
μ᾿ ἕνα κλεφτὸ φιλί.

Πολὺ τὴν καταφρόνεσες
τὴ ζωή, πανάθεμά τη…
Καὶ τώρα; Εἶναι φευγάτη
σὰν ὄνειρο πρωινό.

Χειλάκια ἀνθοῦν στὴ γειτονιὰ
γαρούφαλα στὴ γλάστρα–
καὶ σὺ διαβάζεις τ᾿ ἄστρα
καὶ τὸ βαθὺ οὐρανό.

(ἀπὸ Τὰ θεῖα δῶρα)

Ἀπολογία στὰ Ζῷα

Σὰν ἀλαργεύουν ἀπὸ μὲ γεμάτοι τρόμο οἱ γάτοι
θαρρώντας ποὺ ἀπαντήθηκαν μὲ φοβερὸ διαβάτη
ἂς ἦταν, Θέ μου, δυνατὸ νὰ βγοῦνε ἀπ᾿ τὴν ἀπάτη.

Ὁ ἴσκιος ποὺ τρέχει νὰ χαθεῖ παράμερα τοῦ δρόμου
μέσ᾿ στὰ βαθειὰ μεσάνυχτα ποὺ πάω στὸ φτωχικό μου
νὰ τὄξερε τί ἀνάξιος ὁποὖμαι τέτοιου τρόμου!

Μὲ τῶν προγόνων τους θὰ ζοῦν τὰ θολωμένα φρένα
καὶ τρέμουνε τὸν ἄνθρωπο τὰ ζῷα τ᾿ ἀγαπημένα
ἴσως κι ἐγώ, σκληρὸ παιδί, νὰ τἆχα ἀδικημένα.

Μὰ τώρα ποὔχω μέσα μου ἐλέους κι ἀγάπης βρύση
πολλῶν ψυχῶν τὰ κρίματα μποροῦσε νὰ τὰ σβήσει
στῆς γάτας τὸ γουναρικὸ τὸ χάδι μου ἂν γλυστρήσει.

Στὴ μοναξιά μας τὴν ἱερὴ καὶ τὴ βαθειὰ ἡσυχία
ὅταν ἐκείνη ἀργοπατεῖ στὰ μάταια τὰ βιβλία
δὲν εἶναι ἡ σιωπή μας νοῦς, ὁ λόγος ἀνοησία;

Βουβὴ ἡ ἁφή, μὰ νόημα κι ὑπομονὴ γεμάτη
χαϊδεύοντας τὴ ράχη τοῦ γυρτῆ, ἁπαλή, χνουδάτη,
μιλεῖ τοῦ ζῴου γιὰ τὴ φριχτὴν ἀνθρώπινην ἀπάτη.

Ἂς ἦταν ἡ ἀσημότερη κι ἡ πιὸ κυνηγημένη
στὸ κρύο! τὴ νύχτα! ἀπὸ στενὸ σοκάκι μαζεμένη
ἀπὸ τὶς δοῦλες καὶ τὶς γριὲς ἀναθεματισμένη

ἀπὸ τὸ πετροβόλημα παιδιῶν φοβερισμένη
γιὰ ζεστασιά! γιὰ μίλημα! γιὰ χάδι πεινασμένη
αὐτὴ ποὺ θάτανε γραφτὸ νὰ κάμω εὐτυχισμένη!

(ἀπὸ τὸ Νεοέλληνες Λυρικοί, Βασικὴ Βιβλιοθήκη 29,
«Ἀετός» A.E., 1954)

Ὁ ὕπνος τῆς βαρκούλας

Ἀγεράκι τὰ φτερά σου γιὰ λίγο κόψε...
Φόβον ἔχω τὸ γιαλὸ μὴν ἀνασάνει,
τί ἐδῶ πὰ στὸ φεγγαρόλουστο λιμάνι
μιὰ βαρκούλα ἀποκοιμήθηκεν ἀπόψε.

Λαγαρὴ καὶ φωτερὴ ἡ θωριά της πέφτει
στῶν νερῶν τὸν ὁλοκάθαρο καθρέφτη
καὶ θαρρεῖς πὼς εἶδεν ὄνειρο ἡ καϋμένη
ἀπὸ ἀνέμους κι ἀπὸ κῦμα ἀποσταμένη.

Νὰ γελοῦν οἱ φαντασίες ἐμᾶς μονάχα!
Νὰ ποὺ ἀράζει σὲ νησάκια διαμαντένια,
σὲ οὐρανοὺς φωτοχυμένους λάμνει - τάχα.
Μὴν ξυπνήσει ἀπ᾿ τὸ ταξίδι ἔχω ἔννια...

Κόσμε, ἀλάργευε ἀπὸ δῶ, λεφούσι, πέρνα.
Μὴν ταράξεις τὸ ὑπνοφάντασμα, διαβάτη.
Στῶν νεράιδων τὴ σπηλιὰ κοιμήσου, μπάτη,
πῖνε ἀκόμα σύ, βαρκάρη, στὴν ταβέρνα!

(ἀπὸ τὸ Νεοέλληνες Λυρικοί, Βασικὴ Βιβλιοθήκη 29,
«Ἀετός» A.E., 1954)

Ἡ Μαριγώ

Ἡ κοπέλλα ἡ Μαριγὼ
μιὰ δουλειὰ σωστὴ δὲν κάνει.
Τὴν κουζίνα μας ξεχνάνει
καὶ θυμᾶται τὸ χωριό.

Τὰ χεράκια της ἐδῶ,
τὸ μυαλά της ἐκεῖ κάτω.
Πέφτει κι ἔσπασε τὸ πιάτο...
Μαριγούλα, Μαριγώ!

Φέρνει τὸ νερὸ στὸν ὦμο,
μὰ θυμήθηκε ξανά:
«Ποιὸς τὸ δράκο μας κουνᾶ;»
Χύνει τὸ μισὸ στὸ δρόμο.

«Ἡ ἄσπρη κότα τὶ νὰ κάνει;
Τὸ γουρούνι εἶναι γερό;
Ὁ παπποὺς νὰ μὴν πεθάνει;...»
Μαριγούλα, Μαριγώ!

«Θἄβγαλε χηνάκια ἡ χήνα,
θἆναι κίτρινα, σταχτιά,
θὰ τρυγᾶμε αὐτὸ τὸ μήνα,
θὰ μὲ πόνεσε ἡ γιαγιά».

«Τί ἔχεις σύννεφο στὰ μάτια,
τὶ ἔχεις ἀναφιλητό;
Κι ἄλλο πιάτο εἶναι κομμάτια,
Μαριγούλα, Μαριγώ;

Πάρε τ᾿ ἄσπρο γιορτινό σου,
τὶς ποδιὲς ποὺ σοῦ φορῶ.
Στὸ χωριό σου, στὸ χωριό σου,
Μαριγούλα, Μαριγώ!»

Ὁ ἀνυπόμονος

Μόλις τ᾿ αὐγά της ζέστανε ἡ κλώσσα
καὶ τὰ μικρὰ ἑτοιμάστηκε νὰ βγάλει,
ἕνα πουλάκι ἐσήκωσε κεφάλι
μὲς τὸ τσόφλι μιλώντας τέτοια γλώσσα:
«Ὡς πότε ἐδῶ θὰ μ᾿ ἔχουνε κλεισμένο;
καθόλου δὲν μπορῶ νὰ περιμένω!
Πῶς; Ἔτσι τὸν καιρό μου ἐδῶ θὰ χάνω;
Ἐγὼ ἔχω κατορθώματα νὰ κάνω!
Κόκορας βέβαια θἆμαι δίχως ἄλλο,
λοφίο ψηλό, χρυσὰ φτερὰ θὰ βγάλω.
Τὴ μέρα καὶ τὴ νύχτα θὰ στολίσω,
θὰ φέρνω τὴν αὐγή, μόλις λαλήσω
στὸ φράχτη, στὴν αὐλή, σὲ κάθε μέρος
στρατεύματα τὶς κότες θὰ ὁδηγῶ».
Καὶ τοὖπε τότε ὁ κόκορας ὁ γέρος:
«Στάσου νὰ βγεῖς παιδάκι μου ἀπ᾿ τὸ αὐγό!»

Ὁ παπαγάλος

Σὰν ἔμαθε τὴ λέξη καλησπέρα
ὁ παπαγάλος, εἶπε ξαφνικά:
«Εἶμαι σοφός, γνωρίζω ἑλληνικὰ
τί κάθομαι ἐδῶ πέρα!»

Τὴν πράσινη ζακέτα του φορεῖ
καὶ στὸ συνέδριο τῶν πουλιῶν πηγαίνει,
γιὰ νὰ τοὺς πεῖ μιὰ γνώμη φωτισμένη.
Παίρνει μιὰ στάση λίγο σοβαρή,
ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα
καὶ τοὺς λέει: καλησπέρα!

Ὁ λόγος του θαυμάστηκε πολύ.
Τί διαβασμένος, λένε, ὁ παπαγάλος!
Θἆναι σοφὸς αὐτὸς πολὺ μεγάλος,
ἀφοῦ μπορεῖ κι ἀνθρώπινα μιλεῖ!

Ἀπ᾿ τὶς Ἰνδίες φερμένος, ποιὸς τὸ ξέρει
πόσα βιβλία μαζί του νἄχει φέρει,
μὲ τὶ σοφοὺς ἐμίλησε, καὶ πόσα
νὰ ξέρει στῶν γραμματικῶν τὴ γλώσσα!

«Κυρ-παπαγάλε, θἄχουμε τὴν τύχη
ν᾿ ἀκούσουμε τὶ λὲς καὶ πάρα πέρα;»
Ὁ παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει,
μὰ τὶ νὰ πεῖ; Ξανάπε: καλησπέρα!

Τὸ εὐλογημένο καράβι

«Ποῦ πᾶς καραβάκι,
μὲ τέτοιον καιρό,
σὲ μάχεται ἡ θάλασσα,
δὲν τὴ φοβᾶσαι;
Ἀνέμοι σφυρίζουν
καὶ πέφτει νερό,
ποῦ πᾶς καραβάκι,
μὲ τέτοιον καιρό;»

«Γιὰ χώρα πηγαίνω
πολὺ μακρινή,
θὰ φέξουνε φάροι
πολλοὶ νὰ περάσω,
βοριάδες, νοτιάδες
θὰ βρῶ, μὰ θὰ φτάσω
μὲ πρίμο ἀγεράκι,
μ᾿ ἀκέριο πανί».

«Κι οἱ κάβοι ἂν σοῦ στήσουν
τὴ νύχτα καρτέρι,
ἐπάνω σου ἂν σπάσει
τὸ κῦμα, θεριό,
καὶ πάρει τοὺς ναῦτες
καὶ τὸν τιμονιέρη;
Ποῦ πᾶς καραβάκι,
μὲ τέτοιον καιρό;»

«Ψηλὰ στὸ ἐκκλησάκι
τοῦ βράχου, ποὺ ἀσπρίζει,
γιὰ μένα ἔχουν κάμει
κρυφὴ λειτουργία
ὀρθὸς ὁ Χριστὸς
τὸ τιμόνι μου ἀγγίζει,
στὴν πλώρη μου στέκει
ἡ Παρθένα Μαρία».

Ρούμελη

Τὴ μάννα μου τὴ Ρούμελη ν᾿ ἀγνάντευα τὸ λαχταρῶ...
ψηλὰ ποὺ μὲ νανούριζες καημένο Καρπενήσι!
Τρανὰ πλατάνια ξεδιψοῦν στὶς βρύσες μὲ τὸ κρύο νερό.
Σαρακατσάνα ροβολάει καὶ πάει γιὰ νὰ γεμίσει.

Μὲ κρουσταλλένια σφυριχτὰ σὲ λόγγους φεύγουν σκοτεινοὺς
κοτσύφια καὶ βοσκόπουλα μὲ τὰ λαμπρά τὰ μάτια,
νερὰ βροντοῦνε στὸ γκρεμὸ καὶ πᾶνε πρὸς τοὺς οὐρανοὺς
ἴσια κι ὀρθὰ σὰν τὴν ψυχὴ τῆς Ρούμελης τὰ ἐλάτια.

Κάμπε ἀττικέ, μὲ πλάνεψες κι ἐγὼ γιὰ τὶς κορφὲς πονῶ
καὶ γιὰ τραχιὲς ἀνηφοριὲς σηκώνω τὸ κεφάλι...
Φυλακωμένη πέρδικα ποὺ κλαίει γι᾿ ἀλαργινὸ βουνὸ
δένει ἡ ψυχή μου στὸ κλουβὶ τὰ νύχια της κοράλλι.

Τὸ τραγούδι τῆς μάνας

Τρία σύγνεφα ταξίδευαν
-Τραγούδα το σιγά-
Τρία σύγνεφα ταξίδευαν
Κατὰ τὸ Καρπενήσι...

Τό ῾να ψηλὰ κρεμάμενο
-Φλογέρες θὰ τὸ ποῦνε-
Τό ῾να ψηλὰ κρεμάμενο
Λαμπάδιαζε στὴ δύση.

Τ᾿ ἄλλο βοριὰς τὸ μάχουνταν
-Τραγούδα το σιγά-
Τ᾿ ἄλλο βοριὰς τὸ μάχουνταν
Καὶ σὰν ἀχνὸς ἐχάθη...

Τὸ τρίτο τὸ πυκνότερο
-Φλογέρες θὰ τὸ ποῦνε-
Τὸ τρίτο τὸ πυκνότερο
Τ᾿ ἀργοταξιδεμένο

Ἀπάνου ἀπὸ τὴ κούνια μου
-Τραγούδα το σιγά-
Ἀπάνω ἀπὸ τὴ κούνια μου
Ἀρμένισε κι ἐστάθη

Βαριὰ φουρτουνιασμένο...

Ἀγροτικό

Στὸ στάβλο ἦρθ᾿ ἀπόψε τὸ φεγγάρι...
Ἐκοίταξεν ἀπ᾿ τὸ παράθυρό του,
εἶδε τὴν ἀγελάδα, τὸ μοσκάρι,
τὸ βόδι ποὺ μασοῦσε τὸ σανό του.

Στὸ κῆπο μας ἀνήσυχα γλιστροῦσε,
ἀνέβηκεν ἐπάνω στὴ συκιά μας,
ἐμέτρησε τὰ λίγα πρόβατά μας,
εἶδε τὸ γάϊδαρό μας καὶ γελοῦσε.

Πῆγε στ᾿ ἀμπέλι, πῆγε στὸ λιοστάσι,
ἄκουσε τὰ κουδούνια ἀπ᾿ τὸ κοπάδι,
χωρὶς κουβᾶ κατέβη στὸ πηγάδι
κι ἤπιε πολὺ νερὸ νὰ ξεδιψάσει.

Στῆς λεύκας μας τὰ φύλλα παιχνιδίζει,
στὸν οὐρανὸ τὸ καθαρὸ ἀνεβαίνει.
Μιὰ χήνα τὸ κοιτάζει σαστισμένη
κι ὁ σκύλος μας ἀκόμα τὸ γαβγίζει.

Ὁ γεροβοσκός

Πόσα χρόνια πέρασα
κι ἄσπρισα κι ἐγέρασα
πάνω στὰ ψηλώματα
βόσκοντας τὰ πρόβατα!

Τὶς κορφὲς ἐπάτησα
καὶ νυχτοπερπάτησα
καὶ σὲ δέντρα γερικὰ
εἶδα κι εἶδ᾿ ἀγερικά!

Σὲ ψηλὲς ἀνηφοριὲς
σὰ κοτσύφι χύθηκα
κι ἔπεσα σὲ ρεματιὲς
καὶ ἀποκοιμήθηκα!

Πάνω στὴ καπότα μου,
φορεσιὰ καὶ στρῶμα μου,
εἶδα ῾νείρατα γυρτὸς
ξυπνητὸς καὶ κοιμιστός!

Σ᾿ ἀητοράχη ἐσκάλωσα
μὲ τὸ λύκο μάλωσα
κι ἄναψα τρανὲς φωτιές,
σὲ τετράψηλες κορφές!

Εἶδα τ᾿ ἄστρι στὸ βουνό,
ποὺ τὸ λεν᾿ Αὐγερινὸ
καὶ στὴ καθαρὴ βραδιὰ
χόρτασα τὴ ξαστεριά!

Μύρμηγκα δὲ ζήμιωσα
κι ἄνθρωπο δὲ θύμωσα.
Πῆρα τὰ μικρὰ τ᾿ ἀρνιά,
σὰ παιδιὰ στὴν ἀγκαλιά!

Μιὰ ζωὴν ἐπέρασα
κι εἶπ᾿ ὁ Θεὸς κι ἐγέρασα
καὶ τὸ χιόνι τὸ πολύ,
μοῦ ῾πεσε στὴ κεφαλή!

Ἄειντε προβατάκια μου,
περπατᾶτ᾿ ἀρνάκια μου,
πάμετε σιγὰ-σιγὰ
καὶ μᾶς ῾πῆρεν ἡ βραδιά...

Προσευχὴ τοῦ μικροῦ κοριτσιοῦ

Θεέ, ποὺ βλέπεις τὰ σπιτάκια
τὰ φτωχὰ σὰν τὸ δικό μου,
στεῖλε στὸ παράθυρό μου
μιὰ φωλιὰ χελιδονάκια.

Θέ μου, πού ῾χεις ὅλα τ᾿ ἄστρα, Θέ μου,
πού ῾χεις τ᾿ ἀγγελούδια,
κᾶμε τὴ φτωχή μου γλάστρα
νὰ γεμίσει ἀπὸ λουλούδια.

Θέ μου, δῶσε μου τὴ χάρη
νά ῾χω δυὸ ἄσπρα περιστέρια,
νὰ τοὺς δίνω ἐδῶ στὰ χέρια
τὸ νερὸ καὶ τὸ σιτάρι!

Τὸ κυπαρίσσι

Εἶμαι τὸ δέντρο ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ γραμμὴ τῆς προσευχῆς ὅταν ἀνεβαίνει
ἀπὸ ἥσυχη ψυχή.

Εἶμαι ἡ λόγχη ποὺ κοκκίνισε στὸ αἷμα τῆς δύσης καὶ φρουρεῖ τὸ Ἀόρατο
ἀπ᾿ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν εἰρωνεία.

Εἶμαι στὶς γιορτὲς τοῦ τοπίου τὸ μαῦρο ράσο ποὺ δὲν τελείωσεν ἀκόμα
τὴ δοκιμασία του.

Εἶμαι τὸ καμπαναριὸ στὸ ναὸ τοῦ πόνου καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ ἔχουν σκοπὸ
σημαίνει τοὺς ὄρθρους καὶ τοὺς ἑσπερινοὺς ἡ σιωπή μου.