|
Πίνδος
Τῶν προγόνων βλαστοί, μ᾿ ἀτσαλένια κορμιὰ
τοῦ πολέμου περνώντας τὴ φρίκη,
τῆς καρδιᾶς μας τὴ φλόγα τὴ φέραμε μιὰ
ὡς ἐκεῖ ποὺ μᾶς πρόσμενε ἡ Νίκη.
Μὲ τὴ λόγχη χαράξαμε ἁδρὸ στὰ βουνὰ
τ᾿ ὄνομά μας -γαλάζιο λουλούδι-
νὰ τὸ πάρει ὡς τὰ πέρατα ὁ θρύλος ξανά,
στοὺς λαοὺς νὰ τὸ κάνει τραγούδι.
Προσταγὴ στὴ φυλή μας, σὰ νόμος βαριά,
τὸ παλιὸ ν᾿ ἀναστήσουμε θάμα.
Νἆναι αἰώνια σὲ τούτη τὴ γῆ ἡ Λευτεριά,
κάποιας μοίρας ὁρίζει τὸ τάμα.
Μάννα Ἑλλάδα, δική σου μιὰ σάλπιγγα ἠχεῖ,
λὲς ἀκόμα, στῆς Πίνδου μιὰ κόχη,
στοὺς λαοὺς νὰ θυμίζει, γεμάτο ψυχή,
τὸ τρανὸ ποὺ ξεστόμισες «Ὄχι».
|
Χριστούγεννα
Στὴ γωνιά μας κόκκινο
τ᾿ ἀναμμένο τζάκι.
Τοῦφες χιόνι πέφτουνε
στὸ παραθυράκι.
Ὅλο ἀπόψε ξάγρυπνο
μένει τὸ χωριό,
καὶ κτυπᾶ Χριστούγεννα
τὸ καμπαναριό.
Ἔλα, Ἐσὺ ποὺ Ἀρχάγγελοι
σ᾿ ἀνυμνοῦνε ἀπόψε,
πάρε ἀπὸ τὴν πίττα μας,
ποὺ εὐωδιᾶ καὶ κόψε.
Ἔλα, κι ἡ γωνίτσα μας
καρτερεῖ νὰ ῾ρθεῖς.
Σοὔστρωσα, Χριστούλη μου,
γιὰ νὰ ζεσταθεῖς.
|
Ἀνάσταση
Ἡ Ἀνάσταση. Καὶ γέμισε χαρά,
λουλούδισε ἡ ψυχή μου σὰν τὸ κρίνο.
Κι ἀνοίγω τῆς λαχτάρας τὰ φτερά,
ψηλὰ μὲς στῆς αὐγῆς τὰ φωτερὰ
γαλάζιο ἕνα ἀστροφῶς κι ἐγὼ νὰ γίνω.
Ἀνάσταση. Τὰ σήμαντρα χτυποῦν.
Κι ὅλα τὰ δένδρα ἀνθίζουν πέρα ὡς πέρα.
Στὸν κόσμο αὐτὸ ἂς μάθουν ν᾿ ἀγαποῦν
ὅσοι τὸ μίσος ἔσπειραν κι ἂς ποῦν
«Χριστὸς Ἀνέστη ἐτούτη τὴν ἡμέρα».
|
Ἡ Λαμπρή
Νἄτην ἡ λαμπρὴ μὲ τὰ λουλούδια.
κόψετε παιδιὰ τὴν πασχαλιὰ
κι ὅλα μὲ χαρὲς καὶ μὲ τραγούδια
τρέξετε ν᾿ ἀλλάξωμε φιλιά.
Σήμαντρα γλυκὰ βαροῦν ἀκόμα
καὶ μοσχοβολοῦν οἱ ἐκκλησιές,
μόσχος τὰ φιλιὰ στὸ κάθε στόμα,
τὰ φιλιὰ τῆς ἄνοιξης δροσιές.
Πᾶμε νὰ στρωθοῦμε στὸ χορτάρι
καὶ τ᾿ ἀρνί μας ψήνεται σιγά.
Καὶ μὲ τῆς Ἀνάστασης τὴ χάρη
φέρτε νὰ τσουγκρίσουμε τ᾿ αὐγά.
|
Καντηλάκι
Τὸ μικρό μου τὸ χεράκι
ἄναψε τὸ καντηλάκι·
πιάνω νὰ γδυθῶ.
Φέγγε, καντηλάκι, τώρα,
νὰ μὲ βλέπει ἡ Παναγίτσα,
γιὰ νὰ κοιμηθῶ.
|
Ἡ Βάβω
Ἄδεια δὲ μένει σου ἡ γωνιά,
βάβω, ποτὲ στὸ τζάκι.
Ἀκόμα ἐγὼ τὸν ἴσκιο σου
τὸν βλέπω, ἀπὸ παιδάκι.
Τὰ ξύλα τρίζουν στὴ γωνιὰ
καὶ ψιθυρίζουν κάτι,
λέω, θἆν᾿ τὸ παραμύθι σου
ποῦ λέει γιὰ ἕνα παλάτι.
Κι ὅλο κοιτῶ συλλογιστὸς
τὴ φλόγα ὡς καίει, ὦ βάβω.
Κι εὐλαβικὸ κεράκι σου
τὴ θύμησή μου ἀνάβω.
|
Δέηση
Μὲς στὸ βαθύ σου νόημα τὴ σκέψη μου ὅλη ἐβύθισα.
Ἐσύ, Ὑπερούσια Δύναμη, τὸ θεῖο σπινθῆρα δός μου.
Μίσους ἀνήμερος σεισμὸς ξεσάλεψε τὰ θέμελα τοῦ κόσμου.
Φυγάδεψε ἀπ᾿ τὰ χείλη ὁ χαλασμὸς τὸ χαμογέλιο τῶν ἀνθρώπων
κι ὅλα τὰ μάτια μὲ ἄμετρη κακία ἔχει γεμίσει.
Πρὸς Σέ, Ὑπερούσια Δύναμη, νικώντας τὴ χυδαία βοὴ
τοῦ πλήθους ποὺ ἀλαλάζει,
τούτη τὴ δέηση ψηλώνω κυπαρίσσι.
Τὰ χέρια μου, λευκὰ σὰν τὸ χαλάζι, τ᾿ ἁπλώνω,
ν᾿ ἀπιθώσῃς μία φωτιά, τὴ θεία φωτιά,
ποὺ φλόγες μὲς στὶς φοῦχτες μου τρανὲς ἂς ἀναδώσῃ
κι ἀκατάλυτες, τοῦ κόσμου τὴν καρδιὰ
μ᾿ ἀποκοτιά, σὰν σὲ καμίνι μέταλλο σκληρό, νὰ λειώσω
κι ἀμόλυντη, καθάρια ἕναν καιρὸ
στὸν ἄνθρωπο ξανὰ νὰ τήνε δώσω.
Ὤ, ἂς ἦταν σάρκα νἄπαιρνε τὸ τέτοιο παρακάλι,
τὰ μάγια ποὺ ἔσπειρε τὸ Πνεῦμα τοῦ Κακοῦ,
νὰ ξαναλύσουν, καμπάνες γιορτινὲς νὰ διαλαλήσουν
τ᾿ ὁλόφωτο ἀναγάλλιασμα τῆς πλάσης ὅλης πάλι.
Κι ἂς ἤτανε στὴν ἄχραντη καρδιά,
ποὺ θἄδινα στὸν ἄνθρωπο,
θρόνο γιὰ πάντα νἅστηνεν
ἡ ρήγισσα ἡ Ἀγάπη,
μ᾿ ἀνασασμὸ κάποια γαλάζια χαραυγὴ
νὰ σκύψῃ πάλι ὁ ἄνθρωπος στὴ γῆ,
ξανὰ γιὰ νὰ φυλλώσουν τὰ κλαδιὰ
νὰ πάρῃ ἡ χτίση νέα ζωή,
ποὺ ἀπὸ τὸ βοῦρκο ἐσάπη.
Καὶ τὰ σκυφτὰ καματερά, ὀργώνοντας μὲ νέα χαρὰ
τὸ χῶμα, ποὺ αἷμα ἀνθρώπινο τὸ πότισε
καὶ σαρκοφάγα τὄσκαψαν ὀρνίθια,
νὰ κάνουν νὰ φουσκώσῃ σὰν τὰ στήθια
τῆς ὥριμης κοπέλας,
νὰ καρπίσῃ ἀπ᾿ τ᾿ ἀγαθά,
ποὺ ἁπλόχερα χαρίζει ἡ μάννα ἡ φύση,
γιὰ νὰ ψηλώσουν πάλι οἱ θημωνιὲς
καὶ νὰ χορέψουνε κρινόποδες οἱ νιὲς
γοργοπατοῦσες μὲς στ᾿ ἁλώνια,
μὲ τῆς φωνῆς τους τ᾿ ἀργυρόηχο τὸ κρουστάλλι
στὶς φυλλωσιὲς
ταράζοντας τὰ κλώνια.
Ὤ, ἂς ἦταν σάρκα νάπαιρνε τ᾿ ἀθῷο μου παρακάλι,
τόσα πουλιά, ποὺ κρύφτηκαν μὲ τρόμο σὲ τρῦπες μέσα,
ὅπου τὸ φῶς ποτὲ δὲν ἔχει φτάσει,
νὰ ξαναβροῦνε τὸ γαλάζιον οὐρανό,
νὰ τραγουδήσουν πάλι μὲς στὰ δάση,
μὲς στὸ λαγκάδι, στὸ βουνό.
Κι ἐγὼ ἄγνωρος, μὰ στὴ χαρὰ μὲ στῆθος ἀνοιχτό,
μακάριος πιά, γεμάτος ἀγαθότητα, νὰ πάω
καὶ ν᾿ ἀποτραβηχτῶ σὲ μία ἀμμουδιά,
σ᾿ ἕνα ἀκρογιάλι χαρωπό, ν᾿ ἀκούω, ν᾿ ἀκούω
ἀναγυρτὸς βράδυ, πρωὶ καὶ δείλι
τὸ μυστικὸ τῆς ἄσωστης δημιουργίας σκοπό,
ποὺ ρόδινος θὰ βγαίνῃ ἀπ᾿ τὸ κοχύλι.
|
Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος
Καὶ λέει ὁ Ναζωραῖος στοὺς μαθητάδες:
«Τὸ αἰώνιο εἶμαι τὸ φῶς καὶ σεῖς λαμπάδες
Φῶς ἀπὸ φῶς, στὰ σκότη,
ἐσεῖς πιστοὶ ὁδηγοὶ καὶ οἱ πρῶτοι
καταλυτὲς τῶν γήινων θρήνων,
ποῦ θεῖο μήνυμα θὰ φέρετε παντοῦ,
κι ἀκόμα κι ὡς τὴ χώρα τῶν Ἑλλήνων.
Τοῦ δείπνου μας χαρῆτε ἀπόψε τὴ χαρά.
Καὶ τὴν καρδιὰ στυλώσετε γερὰ
μὲ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί,
ποὺ αἷμα καὶ σῶμα εἶναι δικό μου,
μὴν ἀποστάσετε χλωμοὶ
μὲς τὴν ἀνηφοριὰ τοῦ δρόμου».
Καὶ λέει στὸν Ἰσκαριώτη: «Ἐσύ,
τοῦτο τὸ ξέχωρο ὁλοκόκκινο κρασὶ
θὰ πάρῃς,
τὰ φλογισμένα χείλη νὰ δροσίσῃς,
πρὶν στὸ Ραββὶ ἕνα φίλημα χαρίσῃς.
Δικός μου ἐσὺ καὶ στέκεις τόσο χώρια!...»
Ὁ Ἰούδας σκύβει,
πὼς τάχα τὸ ψωμὶ θέλει νὰ κόψῃ.
Τὰ φρύδια κατεβάζει, ἔτσι ποὺ κρύβει
μὲ στενοχώρια
τὸ φόβο, ὡς καθρεφτίζεται στὴν ὄψη.
Καὶ λέγει του ξανὰ ὁ Χριστός: «Ἂς γίνῃ,
ὅ,τι γραμμένο ὑπάρχει νὰ γενῇ.
Νύχτα εἶν᾿ ἀκόμη σκοτεινὴ
καὶ -μὴ φοβᾶσαι- εἶναι γεμάτοι καλωσύνη
τῆς Ἰουδαίας οἱ κρίκοι.
Κι εἶν᾿ ὅλο ἀγάπη τὸ τριφύλλι,
κι ἀνθεῖ κατάσπρο στὴν πλαγιὰ τοῦ Γολγοθᾶ
τὸ χαμομήλι.
Σύρε καὶ μὴν ἀργεῖς.
Χτυπάει ἐπίμονα ἡ καρδιὰ τῆς γῆς.
Σύρε πιὸ γρήγορα, ἀκουμπώντας στὸ ραβδί,
πρὶν βγῇ καὶ τὸ φεγγάρι καὶ σὲ ἰδῇ.»
Κατάχλωμος ὁ Ἰούδας σὰν σουδάρι,
ἁπλώνει τὸ ποτήρι του νὰ πάρῃ.
Μὰ τὸ ποτήρι πέφτει ἀπὸ τὴ φούχτα του
καὶ πλέρια
βάφει μὲ τ᾿ ἄλικο πιοτό,
τὸ δυνατό,
τοῦ Ναζωραίου τὰ θεῖα χέρια.
Χαμογελᾷ ὁ Χριστός. Μὰ τοῦ Ἰσκαριώτη
πόσο δονεῖται ἀκόμα τὸ κορμί!
Τῆς προδοσίας βαρὺ τὸ κρῖμα... Καὶ μὲ ὁρμὴ
τὸν σπρώχνει νὰ χαθῇ σκυφτὸς στὰ σκότη.ΙΙ
Ὡραῖος, καθὼς τοῦ ἥλιου ἀνατολή,
ἀνάμεσα ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητάδες,
ὀρθώνεται καὶ πάλι ἀργομιλεῖ:
«Τὸ αἰώνιο εἶμαι τὸ φῶς καὶ σεῖς λαμπάδες...
Στὰ χείλη ἡ προσευχὴ πρὶν ἀνεβῇ,
τὴν πόρνη, ἂς συχωρέσουν, τὸν τελώνη.
Μὲ ἀνόμους θὰ περάσῃ καὶ ὁ Ραββί.
Τὴν πρώτη πέτρα ὁ ἀναμάρτητος σηκώνει.
Ἀγάπη κόσμου ὁ νικητής. Κι ἐγὼ ἡ πηγὴ
γιὰ ὅποιον διψᾷ στοργὴ δικαιοσύνη.
Εἰρήνη... Ἂν ἀψηλώσω ἀπὸ τὴ γῆ,
ἕνα μὲ τ᾿ ἄστρα κι ἡ ψυχή σας θέλει γίνει»
Εἶπε κι ἀνάβλεψε τὰ μάτια του ὁ Χριστός.
«Πατέρα μου, κι ἡ ἀγάπη Σου ἂς πληθαίνῃ.
Σὲ μὲ ἔθνη καὶ λαοὶ καὶ ἡ οἰκουμένη.
Τὸ ἔργο μου ἐτελείωσε. Καὶ νά,
τώρα ὁ δικός μου ὁ διαλεχτὸς
στὰ σκοτεινὰ
τοῦ ξεροπόταμου τῶν Κέδρων περιμένει».
Ξάφνου τὰ νέφη ὡς σκίζει τὸ φεγγάρι,
ἀπ᾿ τὸν ψηλὸ καγκελλωτὸ φεγγίτη,
θεία χάρη,
μιὰ δέσμη κατεβαίνει μὲς στὸ σπίτι.
Δέσμη ἀπὸ φῶς, σὰν φίλημα ἐλαφρό,
στὰ θεῖα μαλλιὰ τοῦ Ναζωραίου, φωτοστεφάνι.
Μὰ κι ἕνας ἤσκιος ἀπ᾿ τὰ κάγκελα, ποὺ κάνει
πίσω ἀπ᾿ τοὺς ὤμους Του, στὸν τοῖχο, ἕνα σταυρό.
Μὲ πόνο οἱ μαθητάδες τοῦ Κυρίου,
ποὺ τρέμει στῶν ματιῶν τους τὸ ἀκροκλώνι,
τὸ σύμβολο κοιτοῦν τοῦ μαρτυρίου,
Κι ἐκεῖνος μὲ χαμόγελο γλυκὸ
στὸ δεῖπνο τὸ στερνό, τὸ μυστικό,
σκορπάει τὸ θάρρος κι ἐμψυχώνει.
Κι ἔξω, στὰ σκότη τῆς νυχτιᾶς, τρεμάμενος,
καταραμένος,
τὴν ὥρα αὐτὴ τὴν ἴδια,
τρικλίζει ἀκόμα ὁ Ἰούδας παγωμένος.
Κι ἀγκομαχώντας, ζώνεται τὰ φίδια,
ξεσκίζοντας τ᾿ αὐτιά του, γιατί ὁ λόγος,
ὁ λόγος τοῦ Ἄκακου
στριφογυρίζει ἀκόμα μέσα σὰν ξερόφυλλο
ποὺ τὸ σαρώνουν ξεροβόρια:
«Δικός μου ἐσὺ καὶ στέκεις τόσο χώρια...».
|