Poème à la mystérieuse
J'ai tant rêvé de toi que tu perds ta réalité.
Est-il encore temps d'atteindre ce corps vivant
Et de baiser sur cette bouche la naissance
De la voix qui m'est chère?
J'ai tant rêvé de toi que mes bras habitués
En étreignant ton ombre
À se croiser sur ma poitrine ne se plieraient pas
Au contour de ton corps, peut-être.
Et que, devant l'apparence réelle
de ce qui me hante
Et me gouverne depuis des jours et des années,
Je deviendrais une ombre sans doute.
O balances sentimentales!
J'ai tant rêvé de toi qu'il n'est plus temps
sans doute que je m'éveille.
Je dors debout, le corps exposé
À toutes les apparences de la vie
Et de l'amour et toi, la seule
qui compte aujourd'hui pour moi,
Je pourrais moins toucher ton front
Et tes lèvres que les premières lèvres
et le premier front venu.
J'ai tant rêvé de toi, tant marché, parlé,
Couché avec ton fantôme
Qu'il ne me reste plus peut-être,
Et pourtant, qu'a être fantôme
Parmi les fantômes et plus ombre
Cent fois que l'ombre qui se promène
Et se promènera allègrement
Sur le cadran solaire de ta vie.
|
Εἰς τὴν μυστηριώδην
Σὲ ὀνειρεύτηκα τόσο ποὺ χάνεις τὴν πραγματικότητά σου.
Προφταίνω ἀκόμη ἄραγε νὰ ἀγγίξω τάχα τοῦτο τὸ ζωντανὸ σῶμα
καὶ νὰ φιλήσω σὲ τοῦτο τὸ στόμα πάνω τὴ γένεση
τῆς φωνῆς ποὺ λατρεύω;
Σὲ ὀνειρεύτηκα τόσο ποὺ τὰ χέρια μου συνήθισαν
σφιχταγκαλιάζοντας τὴ σκιά σου
νὰ σταυρώνονται πάνω στὸ στῆθος μου καὶ δὲν θὰ διπλώνονταν
γύρω ἀπὸ τὸ περίγραμμα τοῦ σώματός σου, μᾶλλον.
Καὶ ποὺ μπροστὰ στὴν πραγματικὴ ἐμφάνιση
αὐτοῦ ποὺ μοῦ στοιχειώνει τὰ σωθικὰ
καὶ μὲ κυβερνᾶ μέρες καὶ χρόνια
θὰ γινόμουνα ἴσκιος κι ἐγὼ πιθανόν.
Ὢ ἀμφιταλαντεύσεις στὰ συναισθήματα!
Σὲ ὀνειρεύτηκα τόσο ποὺ δὲν προφταίνω πιὰ
σίγουρα νὰ ξυπνήσω.
Ὄρθιος κοιμᾶμαι, τὸ σῶμα μου ἐκτεθειμένο
σὲ ὅλα τὰ φαινόμενα τῆς ζωῆς
καὶ τῆς ἀγάπης καὶ σύ, ἡ μόνη
ποὺ μετρᾶ γιὰ μένα σήμερα,
θὰ μποροῦσα ἄραγε νὰ ἀγγίξω τουλάχιστον τὸ μέτωπό σου
καὶ τὰ χείλια σου σὰν τὰ πρῶτα τυχόντα χείλη
καὶ τὸ πρῶτο τυχὸν μέτωπο.
Σὲ ὀνειρεύτηκα τόσο, περπάτησα τόσο, μίλησα,
ξάπλωσα τόσο μὲ τὸ φάντασμά σου
ποὺ δὲν μοῦ ἀπομένει ἴσως πιά,
κι ὅμως, παρὰ νά ῾μαι κι ἐγὼ φάντασμα
ἀνάμεσα στὰ φαντάσματα καὶ πιότερο ἴσκιος
ἑκατὸ φορὲς καὶ ἀπὸ τὸν ἴσκιο ποὺ περιδιαβαίνει
καὶ θὰ περιδιαβαίνει εὐδιάθετα
πάνω ἀπὸ τὸ ἡλιακὸ καντρὰν τῆς ζωῆς σου.
|