σύντομη παρουσίαση: Τὸ πεζὸ αὐτὸ κείμενο τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη ἀποτελεῖ μιὰ λογοτεχνικὴ καὶ φιλοσοφικὴ ἐπιτομὴ γιὰ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, ἕναν ὕμνο γιὰ τὸν ἑλληνικὸ κοινοτισμό. Συμπυκνώνει ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὸν κατάσπαρτο τοῦτο ἐδῶ μὲ ἀναρίθμητες πολύχρωμες νησῖδες τόπο στὸν ὁποῖο ἀγκιστρώνεται κάθε σημάδι ποὺ ἀφήνει ὁ ἀγέρας ποὺ χοροπηδᾷ στὰ κύματα τῆς θάλασσας κομίζοντας τὸ γαλάζιο βόλι τοῦ ἑλληνικοῦ οὐρανοῦ. Ἡ πεζότητα τῆς μορφῆς ἐμπλέκεται μοναδικὰ μὲ τὴν ποιητικὴ διάθεση, τὸν φιλοσοφικὸ οἶστρο καὶ τὴν ἔγνοια γιὰ τὸν ἀληθινὸ ἀνθρωπισμό. Τὸ πέραν τοῦ ἀτόμου «πρόσωπο», ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, εἶναι ἀπόρροια τῆς σύζευξης τοῦ ἀπολλώνιου καὶ διονυσιακοῦ στοιχείου ποὺ κατορθώνεται μέσα στὴν πραγματικὴ κοινότητα. Τὸ κείμενο εἶναι μιὰ χαραξιὰ μελάνης βυθισμένης στὰ πέλαγα τῆς ψυχικῆς ἀβύσσου, ἕνα πλάνεμα στοχαστικὸ ποὺ φορτίζει διαρκῶς τὸ ἀτενὲς βλέμμα τοῦ λόγου. Εἶναι οἱ συγκινητικὲς ἀναθυμιάσεις ποὺ ἀναδύονται ἀπὸ τὸ γεωμορφολογικὸ ἦθος ποὺ ἐκπέμπουν τὰ ἑλληνικὰ τοπία.
ΠΗΡΕ ΝΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΖΕΙ. Πλήθυναν οἱ ἄδειες καρέκλες γύρω μου. Ἔχω πιάσει γωνιὰ καὶ πίνω καφέδες, φουμέρνοντας ἀντικρὺ στὸ πέλαγος. Θὰ μποροῦσα νὰ περάσω ἔτσι μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη, ἂν δὲν τὴν ἔχω κιόλας περάσει.
Ἀνάμεσα σὲ μιὰ παλιὰ ξύλινη πόρτα ξεβαμμένη ἀπ᾿ τὸν ἥλιο κι ἕνα κλωναράκι γιασεμιοῦ τρεμάμενο πού, ἔτσι καὶ συμβεῖ νὰ μοῦ λείψουν μιὰ μέρα, ἡ ἀνθρωπότητα ὅλη θὰ μοῦ φαίνεται ἄχρηστη. Σχεδὸν σοβαρολογῶ. Ἐπειδὴ ἐδῶ δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ τὴ φύση, ποὺ αὐτήν, πιστεύω, εἶναι πιὸ σημαντικὸ νὰ τὴ διαλογίζεσαι παρὰ νὰ τὴ βιώνεις, οὔτε κἂν γιὰ τὴν παράδοση. Πρόκειται γιὰ τὴ βαθύτερη ἐκείνη δύναμη τῶν ἀναλογιῶν ποὺ συνέχει τὰ παραμικρὰ μὲ τὰ σπουδαῖα ἢ τὰ καίρια μὲ τὰ ἀσήμαντα, καὶ διαμορφώνει κάτω ἀπὸ τὴν κατατεμαχισμένη τῶν φαινομένων ἐπιφάνεια, ἕνα πιὸ στερεὸ ἔδαφος, γιὰ νὰ πατήσει τὸ πόδι μου - παραλίγο νὰ πῶ ἡ ψυχή μου.
Μέσα σ᾿ ἕνα τέτοιο πνεῦμα εἶχα κινηθεῖ ἄλλοτε, ὅταν ἔλεγα ὅτι ἕνα τοπίο δὲν εἶναι ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνονται μερικοὶ κάποιο, ἁπλῶς, σύνολο γῆς, φυτῶν καὶ ὑδάτων. Εἶναι ἡ προβολὴ τῆς ψυχῆς ἑνὸς λαοῦ ἐπάνω στὴν ὕλη. Θέλω νὰ πιστεύω - καὶ ἡ πίστη μου αὐτὴ βγαίνει πάντοτε πρώτη στὸν ἄγωνά της μὲ τὴ γνώση - ὅτι ὅπως καὶ νὰ τὰ ἐξετάσουμε, ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἢ ἐκεῖθε του Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νὰ καθιερώσει μίαν ὀρθογραφία, ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεῖα, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη δὲν εἶναι παρά, ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σε μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἢ κοκκινάκια, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ ἀπὸ περιστεριῶνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια.
Εἶναι μιὰ γλῶσσα μὲ πολὺ αὐστηρὴ γραμματική, ποὺ τὴν ἔφκιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ δὲν ἐπήγαινε ἀκόμη σχολεῖο. Καὶ τὴν τήρησε μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἑκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμ᾿ ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὸν ἀφανίσαμε. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς του καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τοῦ ροκανίσαμε τὴν ἴδια του τὴν ὑπόσταση, τὸν κοινωνικοποιήσαμε, τὸν μεταβάλαμε σὲ ἕναν ἀκόμα μικροαστό, ποὺ μᾶς κοιτάζει ἀπορημένος ἀπὸ κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας τοῦ Αἰγάλεω. Δὲν ἀναφέρομαι σὲ καμιὰ χαμένη γραφικότητα. Οὔτε θυμᾶμαι νὰ ᾿χω ζήσει σὲ καμιὰ καλὴ ἐποχὴ γιὰ νὰ τὴ νοσταλγῶ. Ἁπλῶς, δὲν ἀνέχομαι τὶς ἀνορθογραφίες. Μὲ ταράζουν. Νιώθω σὰν ν᾿ ἀνακατώνονται τὰ γράμματα στὸ ἴδιο μου τὸ ἐπώνυμο, νὰ μὴν ξέρω ποιὸς εἶμαι νὰ μὴν ἀνήκω πουθενά. Τόσο πολὺ αἰσθάνομαι νὰ εἶναι ἡ ζωή μου συνυφασμένη μ᾿ αὐτὴν τὴν «ὑδρόγεια λαλιά», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ὀπτικὴ φάση τῆς ἑλληνικῆς λαλιᾶς, τῆς ἱκανῆς μὲ τὴ διπλή της ὑπόσταση νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ ζωγραφίζει συνάμα. Καὶ ποὺ ἐξακολουθεῖ ἀθόρυβα ὅσο καὶ δραστικά, παρὰ τὶς ἄνωθεν ἐπεμβάσεις, νὰ εἰσχωρεῖ ὁλοένα μέσα στὴν ἱστορία καὶ μέσα στὴ φύση ποὺ τὴ γέννησαν, ἔτσι ὥστε νὰ μετατρέπει τεράστιες ποσότητες παρελθόντος χρόνου σὲ παρόν, καὶ νὰ μετατρέπεται ἀπὸ τὸ παρὸν αὐτό σε ὄργανο προικισμένο μὲ τὴ δύναμη νὰ ὁδηγεῖ τὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας στὴν πρωτογενῆ, φυσική τους ἀλήθεια. Ὅμως, γιὰ νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ αὐτὸ κανείς, πρέπει νὰ ᾿χει περάσει ἀπ᾿ ὅλες τὶς διεργασίες, ὅσες ἀπαιτοῦνται γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει ποῦ κεῖται τὸ καίριο. Τὸ καίριο στὴ ζωὴ αὐτὴ κεῖται πέραν τοῦ ἀτόμου. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἂν δὲν ὁλοκληρωθεῖ κανεὶς σὰν ἄτομο -κι ὅλα συνωμοτοῦν στὴν ἐποχή μας γι᾿ αὐτὸ- ἀδυνατεῖ νὰ τὸ ὑπερβεῖ.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο σταύρωσης βρισκόμαστε σήμερα, ποὺ οἱ περισσότεροι ἀδυνατοῦν, ἐπὶ παραδείγματι, νὰ ἐκτιμήσουν τὴν ὑγεία ἐπειδὴ δὲν ἔτυχε ν᾿ ἀρρωστήσουν, ἢ ἐπειδὴ -τὸ χειρότερο- θεώρησαν «καίριο» τὴν ἀρρώστια. Ὁ μηχανισμὸς μιᾶς λειτουργίας ὅπως αὐτὴ ἀντανακλᾷ πάνω στὴ λογοτεχνία μας, τὴν καταδυναστεύει, τὴν ὑποβάλλει σ᾿ ἕνα εἶδος παραμορφωτικῆς ἀρθρίτιδας, ποὺ ἐξαιτίας μιᾶς μακρᾶς καὶ συνεχοῦς τακτικῆς ἐκλαμβάνεται ὡς ἡ μόνη φυσιολογική.
ΑΡΧΙΣΕ ΤΩΡΑ καὶ νὰ ψιλοβρέχει. Ἔχω ἀποτραβηχτεῖ πίσω ἀπὸ τὴν τζαμαρία καὶ παρακολουθῶ τὸν γέρο Λεμονῆ, ποὺ τρέχει κατὰ τὸ μόλο φωνάζοντας καὶ χειρονομώντας. Θὰ τοῦ λύθηκε τὸ παλαμάρι τῆς βάρκας. Ἔ, αὐτὸς εἶναι κι ἂν εἶναι, κυριολεκτικά, μ᾿ ἕναν παλιὸ πουνέντε στὸ γῦρο τοῦ προσώπου του. Ἀγρότης καὶ ναυτικὸς συνάμα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους διαχρονικοὺς Ἕλληνες, μὲ τὶς γερές του πλάτες, τὸ πυκνὸ λευκό του μαλλὶ καὶ τὸ κορμί του τὸ κεραμιδὶ ποὺ σοῦ ὑποβάλλει τὴν ἰδέα ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ᾿ναι κι ἕνας ὑπήκοος τῆς Κρήτης τοῦ Μίνωα. Δοῦλος ἴσως, ἀλλὰ σὲ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπὸ τὸν ἄρχοντά του. Καὶ αὐτὸ ἔχει σημασία. Ἐπειδὴ ἔκτοτε δὲν παρατηρήθηκε, ὡς φαίνεται, σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς πολιτισμοὺς ποὺ γνωρίζουμε. Τὰ μικρὰ μεγέθη, ὁ περιορισμένος πληθυσμός, ἡ περίπου ἀνυπαρξία καταναλωτικῶν ἀγαθῶν, μείωναν τὶς διαφορὲς ἀνάμεσα στὰ κοινωνικὰ στρώματα, ἔτσι ποὺ ἡ πλάστιγγα νὰ γέρνει πάντοτε ἀπὸ τὸ μέρος τῆς ποιότητας καὶ τοῦ καλοῦ γούστου, ποὺ ἢ ὑπάρχουν διάχυτα στὸν ἀέρα γιὰ τὸν καθένα, ἢ δὲν πουλιοῦνται στὴν ἀγορὰ ὥστε νὰ μποροῦν νὰ τὰ προμηθεύονται οἱ ὀλίγοι. Καὶ μολονότι τὸ ἄτομο στὰ χρόνια ἐκεῖνα ἔμοιαζε τὸ ἴδιο ἰσχυρὰ σβησμένο πίσω ἀπὸ τὴν τεχνουργία ὅσο καὶ στὰ χρόνια της πλέον ἀκμαίας χριστιανοσύνης, θὰ ἔλεγε κανένας ὅτι προηγουμένως εἶχε προφτάσει νὰ ὁλοκληρωθεῖ, θέλω νὰ πῶ νὰ ἐξαντλήσει ὅλους τοὺς πόρους τῆς ψυχικῆς του εὐφορίας, ὥστε νὰ κόβει λουλούδι καὶ γιὰ νὰ τὸ χαίρεται καὶ γιὰ νὰ τὸ ἐκμεταλλεύεται, χωρὶς νὰ σημειώνεται πουθενὰ τὸ παραμικρὸ χάσμα. Μπορεῖ νὰ φαίνεται παράξενο, ἀλλὰ δικαιολογημένα ὑποψιάζεται κανεὶς ὅτι ἡ λατρεία τῆς σωματικῆς δύναμης -ποὺ ὅσο πιὸ πίσω πᾶμε τόσο πιὸ ἰσχυρὴ τὴ βρίσκουμε- παραχωροῦσε τότε τὴ θέση της σὲ (ἡ , ἂν αὐτὸ πάει πολύ, συνυπῆρχε μὲ) μίαν ἀνάμεικτη ἀπὸ ἡδυπάθεια κι εὐωδία λωτοῦ τρυφερότητα, διόλου διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν «τρυφερότητα τῶν μαστῶν» ποὺ ἀντικρίζανε καθημερινὰ γύρω τους οἱ κάτοικοι τῆς Κρήτης ἐκείνης καὶ μὲ τὴ γνωστὴ πλαστική τους εὐκρίνεια, διασώσανε στὰ ἔργα τους.
Αὐτὸ θὰ πεῖ νὰ μπαίνει ἕνας πολιτισμὸς ὄχι στὴν ἱστορία μὲ πολέμους ἀλλὰ στὴ ζωὴ μὲ τὸν ἥλιο στὴν κοιλιά. Ὁλόκληρο τὸ δυναμικὸν ποὺ θ᾿ ἀντιστοιχοῦσε στὴ διεξαγωγὴ ἐχθροπραξιῶν θὰ διοχετεύεται στὴν ἐρωτικὴ συζυγία μὲ τὴ φύση καὶ στὴ διαιώνιση τῶν καρπῶν ἑνὸς τέτοιου γάμου. Ἴσως αὐτὰ ὅλα (χρειάζεται νὰ τὸ πῶ) νὰ μὴ συμπίπτουν πάντοτε, ἢ καὶ καθόλου, μὲ τὰ συμπεράσματα τῆς ἐπιστήμης. Ἀλλὰ ἐγὼ λέω αὐτὰ ποὺ διαβάζω στὰ μόνα κείμενα ποὺ μᾶς ἄφησαν καὶ ποὺ εἶναι τὰ ἔργα τῶν χειρῶν τους. Φτάνει κανεὶς καὶ ἀπὸ τὶς ἄκρες καὶ ἀπὸ τὶς ὀφιοειδεῖς γραμμὲς στὴν ἀποκατάσταση μιᾶς ἠθικῆς τῆς ὀμορφιᾶς, ποὺ πιθανὸν κάποτε στὸν κόσμο αὐτὸ νὰ ἐπεκράτησε. Ὅτι καμιὰ σημαντικὴ πολιτεία δὲν ἦταν κτισμένη σὲ μέρος ποὺ νὰ προσφέρει ἀμυντικὰ πλεονεκτήματα, ὅπως οἱ κατοπινὲς ἀκροπόλεις ἢ τ᾿ ἀμέτρητα κάστρα τοῦ Μεσαίωνα, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲ συναντᾶμε παρὰ σπάνια τὴν ὕπαρξη ὀχυρωματικῶν ἔργων συνηγοροῦν ἄμεσα μὲ τὴν ἄποψη αὐτή. Ὅπως συνηγοροῦν ἔμμεσα ὅλα τὰ ἔργα τέχνης ποὺ μᾶς ἄφησαν. Ἀπὸ τὶς νωπογραφίες ἀρχινώντας, ὅπου ἡ χρωματικὴ ἀντίληψη ἐκδηλώνεται μὲ μίαν ἀθῳότητα ποὺ χρειάστηκε νὰ περάσουν χιλιετίες ὄχι κὰν γιὰ νὰ τὴν ξαναβροῦμε ἀλλὰ μὲ κόπους καὶ μὲ γνώση νὰ τὴν ξαναφτιάξουμε περνώντας ὕστερα στοὺς ἀπείρου ποικιλίας δακτυλιολίθους, αὐτὰ τὰ ὠάρια ἑνὸς κόσμου μαγικοῦ, ὅπου οἱ συγχορδίες τῆς φαντασίας καὶ τῆς δεξιοτεχνίας καταφέρνουν νὰ συγκροτήσουν ἕναν σωστὸ Πανδέκτη τοῦ σχηματολογικοῦ δυναμικοῦ της ὕλης ἕως, τέλος, τ᾿ ἀντικείμενά τους τῆς καθημερινῆς ζωῆς, πιὸ δυναμικὰ ἐτοῦτα, ἐὰν ὄχι κάποτε καὶ βάρβαρα, ὅμως μὲ μίαν ἀνεξάντλητη στὰ σχήματα καὶ στὰ μεγέθη εὐρηματικότητα.
Ἐδῶ, δὲν ξέρω πὼς νὰ τὸ πῶ, ἀλλὰ αἰσθάνομαι κάτι σὰν ζήλια, ποὺ εἶναι παράπονο συνάμα κι εὐχή. Νά τί ἐννοῶ. Θὰ ἤθελα νὰ μποροῦσαν αὐτὰ ὅλα νὰ βρίσκονται σὲ συνεχῆ συνεννόηση μὲ τὸν ἥλιο. Νὰ ὑπάρχει καὶ γι᾿ αὐτὰ μιὰ φωτοταξία, πού, ὅπως ἐξασφαλίζε στὰ φυτὰ τὴ χλωροφύλλη τὴν ἀπαραίτητη γιὰ νὰ ἀνανεώνονται ἀέναα καὶ νὰ μᾶς βρέχουν τὸ μάτι μὲ τὴ δροσιά τους, νὰ ὑπαγορεύει καὶ σ᾿ αὐτὰ ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ σκιρτήματα, προικισμένα μὲ τὴ χάρη, ἀκόμη καὶ μέσ᾿ ἂπ᾿ τὶς πιὸ τρομερὲς θεομηνίες, ποὺ τσακίζουν πολιτισμοὺς καὶ ἀφανίζουν ἀκεραιότητες λαῶν, νὰ πηδοῦν ἀπὸ τὸν ἕνα στὸν ἄλλον αἰῶνα καὶ νὰ περνοῦν βελονιὲς πάνω στὸ δέρμα τοῦ χρόνου. Νὰ περνᾷ ἡ Παριζιάνα τῆς Κνωσοῦ στὴ συλλέκτρια τῶν κρόκων τῆς Θήρας, κι αὐτὴ στὴν Κόρη μὲ τὸν θαλλὸν μυρσίνης, τῆς Πάρου, κι αὐτὴ στὴ Μυροφόρο τὴ ῥόδινη μὲ τὴ λαμπάδα, κι αὐτὴ στὴν ὡραία Ἀντριάνα τῶν Ἀθηνῶν, κι αὐτὴ στὴν Κόρη μὲ τὸ ῥόδι τῆς Αἴγινας. Ἂν ὄχι τίποτε ἄλλο, ἐπειδὴ κατοικοῦμε στὰ ἴδια χώματα.
ΤΩΡΑ ΟΙ ΤΡΙΛΙΕΣ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ ποὺ ἄκουγα τὰ ξημερώματα πρέπει νὰ ᾿χουν φτάσει μακριά, νὰ τρέχουν μιὰ δῶ μιὰ κεῖ καὶ νὰ συρράπτουν τὰ κομματάκια τῆς πραγματικότητας, τέτοιας ποὺ τὴν ἐκαταντήσαμε. Νὰ μποροῦν οἱ θεοὶ νὰ διαβάσουν τί γίνεται δῶ πέρα. Στὰ πλαϊνά μου τραπέζια οἱ ντόπιοι αὐτοὶ ἔχουνε πέσει μὲ τὰ μοῦτρα στὶς ἐφημερίδες ποὺ μόλις ἔφερε τὸ μεσημεριανὸ ἀεροπλάνο. Μυστήριοι ἄνθρωποι. Τοὺς ξέρω χρόνια, τοὺς παρακολουθῶ, τοὺς μελετῶ σὰν νὰ ᾿τανε πειραματόζωα. Στὶς κοινωνικές τους σχέσεις, τὶς οἰκογενειακὲς ἀλλὰ καὶ τὶς ἔπαγγελματικες, συμπεριφέρονται μὲ μίαν εὐθύτητα καὶ μιὰ ψυχικὴ εὔγενεια ποὺ μαρτυροῦν κοιτάσματα χρυσοῦ στὸ προγονικό τους ὑπέδαφος. Ἡ κρίση τους εἶναι καθαρὸ μαχαίρι. Κόβει τὰ πράγματα σὲ καλὰ καὶ κακά, μαῦρα καὶ ἄσπρα, ὅπως μᾶς τὰ ᾿μαθε ἡ μάνα μας. Ἔτσι ὅμως κι ἐμπλακοῦν στὰ συνθήματα ποὺ τοὺς προσφέρουν μὲ τὸν δικό τους, δόλιο τρόπο οἱ πολιτικὲς παρατάξεις, ἡ καθαροσύνη αὐτὴ χάνεται. Καὶ τὰ μὲν καὶ τὰ δὲ εἶναι ὅλα καλὰ ἐὰν βρίσκονται ἀπὸ τὸ μέρος μας καὶ ὅλα κακὰ ἐὰν βρίσκονται ἀπὸ τὸ ἄλλο. Δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ χωριστοῦν ἀλλιῶς. Οὔτε κανεὶς βιοχημικὸς ἢ ὀφθαλμολόγος θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς ἐξηγήσει πὼς γίνεται τόσο ἑτερόκλητα πράγματα ν᾿ ἀποκτοῦν ἔξαφνα τὸ ἴδιο χρῶμα καὶ νὰ θολώνουν τὸ ἴδιο μυαλό. Καὶ τὸ ὡραῖο εἶναι ὅτι σὲ τελικὴν ἀνάλυση, τὴ νύφη τὴν πληρώνεις ἐσύ, ποὺ βρίσκεσαι ἀπ᾿ τοὺς ἀπ᾿ ἔξω. Δὲν τολμᾷς νὰ τραβήξεις μίαν ἀπὸ τὶς ἀξίες ποὺ πιστεύεις ὅτι ἱκανοποιοῦν τὴν ἐθνική σου φιλαυτία, καὶ βλέπεις νὰ βγαίνουν μαζί της ἕνα σωρὸ ἄνθρωποι τῶν χρηματιστηρίων, ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουν στὴν κόλαση ὅπως στὸ σπίτι τους. Δὲν κοτᾷς ν᾿ ἀγγίξεις μίαν ἀπὸ τὶς ἀξίες ποὺ ἱκανοποιοῦν τὰ αἰσθήματά σου γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, καὶ βρίσκεσαι νὰ «κάνεις πορεία» μ᾿ ἕναν συρφετὸ ἄνθρωπων ποὺ δὲν ἔχουν δική τους σκέψη, ἀλλὰ τὴν περιμένουν ἀπὸ τὸν καθοδηγητή τους.
Ἔτσι ὅμως ἡ ψυχή μας ὑποχρεώνεται νὰ κυλήσει πάνω σε δύο γραμμὲς ποὺ ἀδυνατοῦμε νὰ παραλληλίσουμε. Ὁ ἐκτροχιασμὸς εἶναι ἀναπόφευκτος. Θεέ μου! Κι ἐγὼ ποὺ ὀνειρευόμουν νὰ παραλληλιστοῦν ἄλλου εἴδους γραμμές, κι ἀπέβλεπα στὶς συντεταγμένες τοῦ γυμνοῦ σώματος καὶ τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἄλκης καὶ τῆς ἱερότητας, τοῦ παρθενικοῦ καὶ τοῦ ἡδυπαθοῦς! Ποὺ ζητοῦσα νὰ καθαγιασθοῦν πρῶτα μέσα στὸ ἄδυτον τοῦ κάθε ἰδιώτη τὰ «κοινά», καὶ ἔτσι μόνον νὰ γίνουν κανόνες ζωῆς γιὰ ὅλους, μὲ τὸ ἴδιο ἦθος καὶ τὴν ἴδια δύναμη.
Οὐτοπία; Μπορεῖ, γιατί ὄχι; μιὰ ἐκδοχὴ ἀνάμεσα στὶς ἄλλες εἶναι κι αὐτή, μόνο ποὺ ἔχει λιγότερες πιθανότητες. Κι ὕστερα κακολογοῦν τοὺς ποιητὲς ὅτι δὲν ἔχουν τὴ δύναμη ν᾿ ἀντιμετωπίσουν τὴν πραγματικότητα, μόνον κάθονται καὶ ῥεμβάζουν. Καλὰ κάνουν. Νὰ βάζεις μὲ τὸ νοῦ σου ἁβρὰ πράγματα, καὶ μάλιστα νὰ τὰ βλέπεις ἀπ᾿ τὴν ἀνάποδη, χρειάζεται νὰ ᾿σαι σκληρός. Ἡ μήπως ἀδιάφορη καὶ σκληρὴ δὲ δείχνει πάντα νὰ εἶναι μέσα στὶς συμφορές μας ἡ φύση; Μὰ εἶναι; Ἢ ζητάει τ᾿ ἄδυνατα; Νὰ ἐκπληρώσει τὸν προορισμό της, χωρὶς ν᾿ ἀφεθεῖ νὰ κλονιστεῖ ἀπὸ τὸ χτυποκάρδι μας; Αὐτὸ εἶναι. Τὸ ᾿νιωσα δυνατὰ στὸν πόλεμο, πάνω στὴν ὑποχώρηση τοῦ ᾿41, μέσα στὸ φούντωμα τῆς ἄνοιξης, ὅταν ἔδινα βουτιὰ στὰ ῥιζὰ τῶν ὁλάνθιστων σύδεντρων γιὰ νὰ καλυφθῶ ἀπὸ τὰ γερμανικὰ στοῦκας. Μὲ τὸ μάγουλο στὸ ὑγρὸ χῶμα ζητοῦσα βοήθεια, συμπόνια, προστασία νὰ μοῦ ψιθυρίσουν αὐτὰ τὰ μπουμπουκιασμένα κλωνιὰ ἕναν παρήγορο λόγο. Τίποτε. Τὸ μόνο ποὺ ζητοῦσαν ἦταν νὰ μοῦ ὑποβάλουν τὸ «αἰώνιο» ποὺ εἶχαν ταχθεῖ ν᾿ ἀντιπροσωπεύουν.Ἔτσι ὁ ποιητής. Σκληρός. Καὶ νὰ ζητάει τ᾿ ἀδύνατα.
Ὢ νὰ μπορούσανε, λέει καὶ τὰ ὀργανωμένα κράτη νὰ διαμορφώσουν μιὰ δημόσια ζωὴ μὲ νόμους σὰν αὐτοὺς ποὺ διέπουν τὸ ἄτομο. Νὰ ἐπιφοιτοῦσε στὰ κοινὰ ἡ ψυχή, καὶ μιὰ διαταγὴ τοῦ ὑπουργείου Ὑγείας νὰ ξαπόστελνε στὰ ἐργοστάσια ἐπεξεργασίας ἀπορριμμάτων ὅλες τὶς πενταροδεκάρες τῶν συμφερόντων, γιὰ νὰ βγοῦν ἔστω καὶ λίγα γραμμάρια ὀμορφιᾶς. Νὰ ἔπαιρνε πότε πότε ἡ συνεδρίαση τοῦ Κοινοβουλίου τὶς προεκτάσεις ποὺ παίρνει ἕνα δάκρυ ὅταν διαθλᾷ τὶς ἀθλιότητες ὅλες κι ἀπομένει νὰ λάμπει σὰν μονόπετρο. Κοντολογίς, νὰ μποροῦσαν καὶ τὴ σημασία τῶν λαῶν νὰ τὴ μετρᾶνε ὄχι ἀπὸ τὸ πόσα κεφάλια διαθέτουνε γιὰ μακέλεμα, ὅπως συμβαίνει στὶς μέρες μας, ἀλλὰ ἀπ᾿ τὸ πόση εὐγένεια παράγουν, ἀκόμη καὶ κάτω ἀπὸ τὶς πιὸ δυσμενεῖς καὶ βάναυσες συνθῆκες, ὅπως ὁ δικός μας ὁ λαὸς στὰ χρόνια της Τουρκοκρατίας, ὅπου τὸ παραμικρὸ κεντητὸ πουκάμισο, τὸ πιὸ φτηνὸ βαρκάκι τὸ πιὸ ταπεινὸ ἐκκλησάκι, τὸ τέμπλο, τὸ κιούπι, τὸ χράμι, ὅλα τους ἀποπνέανε μίαν ἀρχοντιὰ κατά τι ἀνώτερή των Λουδοβίκων. Τί σταμάτησε αὐτὰ τὰ κινήματα ψυχῆς ποὺ ἀξιώθηκαν κι ἔφτασαν ὣς τὶς κοινότητες; Ποιὸς καπάκωσε μιὰ τέτοιου εἴδους ἀρετή, ποὺ μποροῦσε μιὰ μέρα νὰ μᾶς ὁδηγήσει σ᾿ ἕνα ἰδιότυπο, κομμένο στὰ μέτρα τῆς χώρας πολίτευμα; Ὅπου τὸ κοινὸν αἴσθημα νὰ συμπίπτει μὲ κεῖνο τῶν ἀρίστων. Τί ἔγινε ἡ φύση ποὺ μαντεύουμε ἀλλὰ δὲν τὴ βλέπουμε; ὁ ἀέρας ποὺ ἀκοῦμε ἀλλὰ δὲν τὸν εἰσπνέουμε; Κουράστηκα νὰ τὰ λέω. Θὰ ᾿θελα νὰ μὴν εἶχα πιὰ τίποτα νὰ πῶ, ἀλλὰ πῶς, ποὺ νιώθω νὰ ᾿μαι ἀκόμη γεμάτος, φορτωμένος μὲ τόνους ἀνέμων, τσουβάλια Ἰουλίων, καλαθοῦνες ἀνθέων... τὰ μὼβ ξεχειλίζουν. Τὰ σκοῦρα μοῦ κόβουν τοὺς ἀγκῶνες. Πολλὰ γαιώδη μουλιάζουν τὰ ροῦχα μου. Ἄλλα, ἐλαφρότερα, γίνονται στοές, ρόπτρα, γεφυράκια, τροῦλοι. Ἀνάγκη νὰ ξεφορτώσω. Πῶς ὅμως, ποῦ αὐτὰ πλέον ἔγιναν στοιχεῖα τοῦ ὀργανισμοῦ μου; Ἔτσι καὶ τ᾿ ἄδειασω, ἔσβησα.
ΣΑΝ ΝΑ ΞΑΝΟΙΞΕ ὁ καιρός. Παίρνω σιγὰ σιγὰ τὸν ἀνήφορο, κεῖνον μὲ τὶς φαγωμένες, ἀνώμαλες πλάκες ποὺ μ᾿ ἀρέσει. Περπατῶ βλέποντας χρόνους πολλοὺς πίσω ἀπὸ τὸ κάλυμμα τῆς συνήθειας. Ξέρω μὲ κάθε λεπτομέρεια πῶς καὶ γιατί χτίστηκε τὸ τοιχάκι τῆς ἐκκλησίας ἔτσι σὲ τόσο ἀνισόπεδο ἔδαφος. Ἀναγνωρίζω τὴν ἀρχικὴ μορφὴ ποὺ πρέπει νὰ εἶχε τὸ σπίτι μὲ τὶς τρεῖς κολόνες. Ἀποδίδω τὴ δέουσα βαρύτητα στὴ σημασία ποὺ ἔχει ἕνας τενεκὲς μὲ ἡλιοτρόποπια στὸ κεφαλόσκαλο μιᾶς ἐσωτερικῆς αὐλῆς. Συνελόντι εἰπεῖν, ἔχω γίνει ἕνας μικρὸς Παυσανίας τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν ἀναλογιῶν τους στὸ πνεῦμα, ποὺ πιότερο ἀπὸ τὰ μνημεῖα ἔνδιαφερεται γιὰ κάτι δαφνῶνες,ἀπ᾿ αὐτοὺς μὲ τὰ δυνατὰ πράσινα πού, μόνον νὰ τὰ θωρεῖς, σοῦ στιλβώνουν μάτι μαζὶ καὶ ψυχή. Καὶ ποὺ τοῦ ἀρέσει γράφοντας -πρέπει νὰ τὸ προσθέσω κι αὐτὸ -νὰ μὴν ξύνει ἁπλῶς τὸ χαρτὶ ἀλλὰ νὰ σκάβει καὶ ν᾿ ἀνακαλύπτει συνεχῶς τὴν Ἑλλάδα ποὺ προϋπάρχει μέσα του καὶ πού, ἂν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα, ὀλίγον ἐνδιαφέρει. Ἔχει τὸν καιρὸ ν᾿ ἀκολουθήσει ἡ πραγματικότητα. Προηγουμένως, εἶναι ἀνάγκη νὰ πλασθεῖ ἀπ᾿ τὴ σκέψη. Μιὰ σκέψη πού, ἂν τὴ σπάσεις, ἡ χούφτα σου θὰ γεμίσει ἀπὸ σπόρια συγκινήσεων, εὐαισθησιῶν, ἀνατάσεων, δακρύων.
Φτάνω τώρα στὸ μαντρότοιχο ἀπ᾿ ὅπου ξεπροβέλνουν τὰ κεφάλια τους, λὲς καὶ σηκώνονται στὶς μύτες τῶν ποδιῶν τους, οἱ μανταρινιές, οἱ πορτοκαλιές, οἱ νεραντζιές. Λάμπουν καὶ γυαλίζουν, μὲ φρεσκοπλυμένο μάγουλο ἀπ᾿ τὴ βροχή. Παράξενό μου φαίνεται κάθε φορᾷ ποὺ τὸ συλλογίζομαι ὅτι δὲ γνώριζαν οἱ Ἴωνες τὰ ἑσπεριδοειδῆ -τόσο πολύ, πιστεύω, ἡ σκέψη τοὺς ἀναδίδει τὴ σπιρτάδα τῶν κίτρων. Ἰδοὺ ἕνας ἀκόμη „κατ᾿ ἀναλογίαν“ συσχετισμός, ποὺ κάνει τοὺς περισσότερους νὰ ὑψώνουν τὰ χέρια μπροστὰ σὲ κάθε ρήση ποιητικὴ ποὺ δὲν εἶναι γνώσεις ἀπὸ κρέας ὠμὸ ἀλλὰ αἴνιγμα σπινθηροβόλο, μὲ τὴ λύση του μεταποιημένη σ᾿ εὐωδιά. Σ᾿ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο εἶμαι πολὺ εὐαίσθητος. Ἡ ροπή μου καταντᾷ διαστροφή. Κι ὅμως, πουθενὰ δὲ βρίσκω αἰσθητοποιημένη μὲ τόση ἐνάργεια, τὴν ἔννοια τῆς ἀθῳότητας ὅσο στὰ μυριστικὰ χόρτα. Ὅπως τῆς καθαρότητας καὶ τῆς διαφάνειας σὲ μιὰ λαμπερὴ νεροσταγόνα, ἢ τοῦ καθαρμοῦ καὶ τῆς ψυχικῆς ἀσηψίας στὸν ἀσβέστη. Χωρὶς τὶς ἠθικὲς προεκτάσεις ποὺ ἔλαβαν ἐν συνεχείᾳ, θὰ μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ κατοχυρώσω τὴ «λιγοσύνη»σὰν κεφάλαιο πολύτιμο γιὰ τὸ σύνολο, ποὺ νὰ τὸ μεταφέρω κατόπιν, μὲ τὴν ἴδια ἰσχύ, στὸ ἄτομο. Ἄλλοι ἂς ἀναλώνονται κι ἂς περιορίζονται σὲ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν. Πού, βέβαια, εἶναι τὰ περισσότερά τους δεινὰ καὶ τὰ καταγγέλνουν. Ἂς ὑπάρχει κι ἕνας ποὺ νὰ διατηρεῖ τὸ δικαίωμα νὰ προσβλέπει σὲ αὐτὰ ποὺ δὲν ὑπάρχουν, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ ὑπάρχουν. Ὁ κόσμος τῶν φυτῶν μὲ γοήτευσε. Ἀείποτε μ᾿ ἐξέπληξε. Περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν ἄστρων κατάφερνε νὰ μοῦ ὑποβάλλει τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς. Ἀποπνέει ἕνα εἶδος ἁγιοσύνης, ποὺ δοκίμασα νὰ τὸ ἐκφράσω, ἀκόμη καὶ μὲ ἀνορθόδοξα μέσα, ὅταν αἰσθάνθηκα νὰ εἶμαι ἀρκετὰ καθαρὸς στὴν ψυχὴ γιὰ νὰ τὸ ἀποπεφαθῶ. Μετατρέποντας τὸ φυτὸ ἀπὸ οὐδέτερο σὲ θηλυκό, καὶ θεωρώντας το σὰν κόρη, περίπου, ἁγία ἢ θεά, ζωγράφισα, χωρὶς νὰ εἶμαι ζωγράφος, καὶ μάλιστα σὲ πολλὲς παραλλαγές, μιὰ θεὰ Φυτώ, ποὺ τῆς ἔβαλα βυσσινιὰ δυνατὰ καὶ χρυσὰ καὶ φωτοστέφανο στὸ κεφάλι, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ μπορεῖ δίπλα μου νὰ ἐνσαρκώνει κεῖνον τὸν ἀέρα ποὺ ἔρχεται σὰν ἀπὸ θαῦμα μεσ᾿ ἀπ᾿ τὰ ἔγκατα τῆς γῆς καὶ νὰ ὑποκαταστήσει ὅσα καὶ σὰν εἰδωλολάτρες καὶ σὰν χριστιανοὶ διακονήσαμε στὸ βωμὸ τοῦ Ποσειδῶνα καὶ τῆς Παρθένου.
ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΩΣ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ τοῦ γραφιᾶ μέσα μου, τοῦ μανιακοῦ πολέμιου τῆς προχειρότητας μ᾿ ἔχουν μονοχνοτίσει. Φέρτε μου τὸν Θεό, θὰ συνεννοηθῶ ἀμέσως. Μὲ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι τὸ δύσκολο. Καθὼς γυρνάω στὸ σπίτι ἀργὰ γιὰ φαγητό, βρίσκω τὴν κυρία Εὐγενία νὰ τὰ ἔχει ὅλα ἕτοιμα, σκεπασμένα, καὶ νὰ κάθεται μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση μπροστὰ στὸ ραδιόφωνο. Βέβαια, τὸ λόγο κάποιου πολιτικοῦ ἀρχηγοῦ ἀκούει, μολονότι ἀμφιβάλλω ἂν καταλαβαίνει καλά. Κι ὄχι ἐπειδὴ δὲν ἔχει τὴν ἀπαιτούμενη μόρφωση· τοὐναντίον, ἐπειδὴ ὁ λόγος δὲν ἔχει τὴν ἀπαιτούμενη δομὴ τὴ στοιχειώδη. Ἂλλ᾿ ἂντ᾿ ἄλλων. Φτήνια καὶ μακρηγορία χωρὶς ἀντίκρισμα. Ἔτσι μοῦ ᾿ρχεται νὰ τῆς τὸ κλείσω. Ἂν ὄχι νὰ βγῶ στὰ μπαλκόνια νὰ τὸ φωνάξω: Τίποτε ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ περιφέρουν, ἐπὶ αἰῶνες τώρα, στὰ σχολεῖα, στὶς ἐκκλησίες, στὶς κομματικὲς συγκεντρώσεις, δὲν παίρνει διαβατήριο γιὰ τὴν ψυχή, ἂν προηγουμένως δὲν ἔχει τὴν ὀφειλόμενη θεώρηση ἀπὸ τὰ μέσα τὰ ἔκφραστικα. Οἱ νόμοι τῆς τέχνης εἶναι καὶ νόμοι τῆς ζωῆς. Ὁ πολιτικὸς ὀφείλει νὰ μὴ διαφέρει σὰν ἀντίληψη ἀπ᾿ τὸν καλλιτέχνη. Καὶ στὴν ἀντίληψη τοῦ καλλιτέχνη ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀγῶνας γιὰ τὴν ὀρθὴ ἔκφραση, καὶ τίποτε ἄλλο. Σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ θὰ ἔλεγα ὅτι καὶ οἱ πλέον ἀντίθετες τοποθετήσεις ἀπέναντι στὸ ἴδιο πρόβλημα ἐξισώνονται ἂν ἡ ἐν τέχνῃ δικαίωσή τους εἶναι τοῦ αὐτοῦ ὑψηλοῦ βαθμοῦ. Ἡ ποιότητα στηρίζει τοὺς θεούς, κι εἶναι γιὰ νὰ μὴν τὸ ᾿χουν κατανοήσει ἐγκαίρως οἱ Ἱερεῖς ποὺ παιδεύεται ἄδικα ἡ ἀνθρωπότητα.
ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΡΑΓΜΑ ποὺ παίρνει μαζί του πεθαίνοντας ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μικρὸ ἐκεῖνο μέρος τῆς περιουσίας του ποὺ ἴσα ἴσα δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν ἄλλο. Κάτι λίγες αἴσθησεις ἢ στιγμές· δυὸ τρεῖς νότες κυμάτων, τὴν ὥρα ποὺ τὸ μαλλὶ τὸ παίρνει ὁ ἀέρας μὲ τὰ γλυκὰ ψιθυρίσματα μὲς στὸ σκοτάδι, ὀλίγες μέντες ἀπὸ δυὸ κοντὰ κοντὰ βαλμένες ἀνάσες, ἕνα τραγούδι βαρύθυμο, σὰν βράχος μαῦρος, καὶ τὸ δάκρυ, τὸ δάκρυ τῆς μιᾶς φορᾶς, τὸ γιὰ πάντοτε. Ὅλα ὅσα, μ᾿ ἄλλα λόγια, κάνουν τὴν ἀληθινή του φωτογραφία, τὴν καταδικασμένη νὰ χαθεῖ καὶ νὰ μὴν ἐπαναληφθεῖ ποτέ.
Ἀποδίδω μεγάλη σημασία σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔσχατο τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀντίτυπο. Πού, ἐὰν συμβαίνει νὰ διακρίνουμε πίσω του ἀφρισμένη τὴ θάλασσα ἢ λευκὸ τὸ σπιτάκι, νὰ προσπερνᾶμε, τάχατες οἱ ἀνώτεροι ἐμεῖς, παρὰ νὰ γονυπετοῦμε καὶ νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας μὲ δέος. Ἕνα εἰκόνισμα εἶναι κι αὐτὸ τὸ πελαγίσιο κομμάτι ποὺ τὸ ξύλο του ἔχει μαυρίσει ἀπὸ τοὺς καπνοὺς παλαιῶν ἀγώνων ἀλλὰ ποὺ τ᾿ ἁγιωτικό του ἀναδίδει ἀκόμη Ἀναξίμανδρο. Μιλῶ μ᾿ ἕναν φανατισμὸ ποὺ δὲν εἶναι παρὰ σωφροσύνη στὸν κύβο. Νὰ ᾿σαι σκληρὸς ἀπέναντι στὸ μέλλον σου μαρτυρεῖ πόσο τρυφερὸς εἶσαι ἤδη ἀπέναντι στὰ στοιχεῖα ποὺ κρυφὰ προσφέρεις γιὰ νὰ τὸ συνθέσουν. Ἀλλὰ ποιὸ μέλλον; Τίνος; Τὸ ἀπώτερο, τὸ μετὰ κάθε ἰδιώτη μέλλον, ποὺ αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ δημόσιο. Πάνω σε τέτοιου εἴδους λατρευτικὴ στάση, φαντάζομαι θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ συμπέσουν οἱ κορυφαῖοι της πολυθεΐας καὶ οἱ ἅγιοι πάντες της χριστιανοσύνης. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ σ᾿ ἕνα πέτρινο, σχεδὸν διάφανο εἰδώλιο ποὺ λευκάζει κι ἀναδύεται ἀπὸ τὰ κύματα συμπίπτουν οἱ λιγοστὲς γραμμὲς τῆς Πάρου ἢ τῆς Σικίνου καὶ οἱ πτυχὲς τοῦ μανδύα μιᾶς ἁγίας Μαρίνας, ἢ μιᾶς Διαμάντως ποὺ ἐναποθέτει λουλούδια στὸν ἐπιτάφιο. Περιμένω τὸν καλλιτέχνη -ποὺ ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια τόσο λιγότερες πιθανότητες ὑπάρχουν ν᾿ ἀναφανεῖ- τὸν ἱκανὸ νὰ στήσει, ἀποστραγγίζοντας ὅλο τὸ ἀπόθεμα τοῦ θυμητικοῦ μας, τὸ μνημεῖο στὸν «ἄγνωστο ἰδιώτη». Ὅπως ὡς τώρα ἐστήσαμε σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ τόπου μας κάποιο μνημεῖο στὸν «ἄγνωστο στρατιώτη». Θὰ πρέπει νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν κυανὴ καὶ λευκὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολὴ καὶ ν᾿ ἀντανακλᾷ ὅλο φῶς πάνω στὴν πίσσα τῆς Εὐρώπης ποὺ θάβουμε σήμερα ἐν ὄψει μιᾶς ἄλλης ποὺ μοιάζει νὰ γεννιέται. Χωρὶς διάκριση. Πάνω στοὺς μέλανες δρυμούς, στὰ τέρατα τῆς Chartres καὶ τοῦ Duomo, τοὺς Καρτέσιους καὶ τοὺς Καλβίνους, τοὺς Κὰντ καὶ τοὺς Μάρξ, τὸν Πάπα —Θεὸς σχωρέσει τους.
ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΝΥΧΤΩΣΕΙ ἀρχινᾷ ἡ δική μου δεύτερη μέρα. Ἡ πρώτη θέλει μπλάβα πέλαγα, ἡ δεύτερη, τέσσερις τοίχους, χειρόγραφα καὶ ποτό. Ἕνα μαῦρο δαιμόνιο, μὰ ὅλο λευκότη στὴν ψυχή, μὲ σκουντάει στὸν ὦμο, συγκρατεῖ τὸ χέρι μου: «Μὴ , ὄχι ἔτσι, ἀλλιῶς», «Ὄχι ἔτσι, ἀλλιῶς». Νὰ μὴ βγεῖ κακὸς λόγος ἀπὸ τὸ στόμα μου, νὰ μὴ βγεῖ παράπονο. Αὐτὸ θέλει. Κι ἄλλα μικρὰ δαιμόνια, παρόμοια, μοῦ ἐμφανίζονται κατὰ καιρούς, κρατώντας εἰκόνες, χρωματιστὰ γυαλιά, χάρτινα βαπόρια φωταγωγημένα. Εἶναι φιλικά, μοῦ γνέφουν κιόλας πότε πότε: «Μὴν ἀκοῦς», «Κάνε τὴ δουλειά σου», «Ἐδῶ εἴμαστ᾿ ἐμεῖς». Μόνον ἄνωθεν τὸ κουράγιο. Κι ὄχι πάντοτε. Εἶναι βραδιὲς ὅπου ἡ στεναχώρια μόλις ποὺ χωράει, πάει νὰ σπάσει τοὺς τοίχους. Μένω μόνος ὧρες μπροστὰ σ᾿ἕνα τετράγωνο παράθυρο κομμένο ἐπάνω στὸ σκοτάδι. Δὲν περνάει οὔτ᾿ ἕνας ἄνθρωπος. Πουθενὰ κανένα φῶς. Μόνον ὁ φάρος πέρα ἐκεῖ κατάμονος κι αὐτός, πεισματικός, ὁλοένα πάνω στὸ τρία του καὶ στὸ ἕνα του.
Στὴ μοναξιὰ ὑπάρχουν κι ἔκει ὅπως μέσα στὴ γλῶσσα, ἰδιώματα. Τὸ δικό μου πρέπει νὰ ᾿ναι τῆς πλέον ἀκατοίκητης ἐρημονησίδας. Ἀλλιῶς δὲν ἐξηγεῖται πὼς τὰ λόγια μου, ἐνῷ τὰ κατευθύνω στὸ κέντρο τῶν ἐνδιαφερόντων τοῦ κόσμου, ἠχοῦν ἀπόμακρα ἢ χάνονται ὁλότελα. Τὰ φωνήεντά μου, τὰ «ἄ» μου καὶ τὰ «ἔ» μου, δὲ γίνεται φαίνεται νὰ τὰ πιάσεις σὲ καμιὰ συχνότητα. Τὸ πολὺ ν᾿ ἀκούσεις κάτι σὰν τραύλισμα κυμάτων ἐπάνω στὰ βότσαλα. Παραμένω, ἔτσι ἕνας ἰδιώτης ἀπαρηγόρητος, ποὺ δὲν καταφέρνει ν᾿ ἀνήκει πουθενά, σὲ καμιὰ κοινότητα, οὔτε κἂν τῶν ποιητῶν ἀφοῦ τὰ σκάφη μας μήτε ποὺ συναντιοῦνται θὰ᾿λεγες, γιὰ τὴ χαρὰ ἔστω νὰ σφυρίξει τὸ ἕνα γιὰ νὰ χαιρετίσει τὸ ἄλλο. Φαίνεται ὅτι στὴν προσπάθειά μου νὰ τοὺς πλησιάσω, τὰ ρεύματα μὲ παρασύρουν καὶ μὲ πᾶν ἔξω ἀπὸ τὴν περιφέρεια. Τουλάχιστον ἔτσι ἂν ὄχι τίποτε ἄλλο, ἐπαληθεύεται κάποια γνησιότητα ἢ ὄχι; Πῶς νὰ κρίνεις. Ἡ φουρτούνα ποὺ περιγράφεις δὲν εἶναι ποτὲ ἡ φουρτούνα ποὺ ἀντιμετωπίζει πραγματικὰ ὁ ναυτικός. Πρέπει τὸ «σκόρτσο» νὰ τὸ ἀντιμετωπίζεις καὶ στὴν ἔκφραση.Ἔτσι πρέπει νὰ κρίνεις. Ἕνα μαῦρο δαιμόνιο, μὰ ὅλο λευκότη στὴν ψυχή, μὲ σκουντάει. Κι ἄλλα πολλά, μικρά, μοῦ παραστέκουν. Ἔτσι γλυκιά, ἔτσι ὄμορφη, πῶς ἔγινε ἡ ζωή; Ὅλο τὴ βλασφημοῦν κι ὅλο ἁρπάζονται ἀπάνω της οἱ ἄνθρωποι. Γαλήνιοι παραμένουν οἱ τάφοι καὶ ὁ χρόνος ἄδηλος.
Κλαίω μὲ δάκρυα ποὺ γυαλίζουν κάπου ἀλλοῦ, μακριά, σ᾿ ἕνα χῶρο κατοικημένο ἀπὸ πλάσματα ὑπέροχα, ποὺ ἵπτανται λίγο πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ἴσαλο τοῦ θανάτου. Ποιὸς εἶμαι; Ποιὸς ὑπῆρξα; Νιώθω νὰ μ᾿ ἔχει ἁρπάξει μιὰ φυλλωσιὰ θάλασσας, ὅλο εὐδαιμονία καὶ ὀδύνη, σὰν νὰ ᾿ναι λιωμένος κι ἀποχριστιανωμένος Πλωτῖνος. Ὀρθάνοιχτα ὄκια μὲ παρακολουθοῦν ἀπὸ παντοῦ. Τρέμουν, τρίζουν τὰ κατάρτια καὶ οἱ μορφὲς τῶν ἁγίων. Πῶς βγῆκα μέσ᾿ ἀπὸ τὴ δυστυχία; Ποιὸς ἄδει; Τί εἶναι αὐτὰ τὰ δυνατὰ κίτρινα καὶ κόκκινα καὶ τὰ κομμάτια τοῦ τοίχου μὲ τὸν ἀσβέστη; Ἂ ναί, εἶμαι τὸ παρελθὸν τῶν δακρύων, ἴσως γι᾿αὐτὸ νὰ μ᾿ ἀναγνωρίζουν. Ἴσως γι᾿ αὐτὸ ν᾿ ἁρμυρίζω. Ὑπῆρξα κάποτε, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Τρέμουν, τρίζουν τὰ δαιμόνια. Δῆλον δὲ ὅτι δεῖ καὶ τοῖς ἄλλοις δαίμοσι τούτους ἀρμόσαι εἴπερ δεῖ φύσιν εἶναι καὶ οὐσίαν μίαν καθὸ δαίμονες δαιμόνων, εἰ μὴ κοινὸν ὄνομα ἔξουσι μόνον. [1]
ΤΕΛΟΣ
[1] Εἶναι κομμάτι ἀπὸ τὸν Πλωτίνο, „Περὶ ἔρωτος“, Ἐννεὰς Γ/, 3,5 (50): Ἀλλὰ τί δὴ χρὴ λέγειν περὶ τοῦ Ἔρωτος καὶ τῆς λεγομένης γενέσεως αὐτοῦ; Δηλον δὴ ὅτι δεῖ λαβεῖν τὶς ἡ Πενία καὶ τὶς ὁ Πόρος, [2] καὶ πὼς ἀρμόσουσιν οὗτοι γονεῖς εἶναι αὐτώι. Δῆλον δὲ ὅτι δεῖ καὶ τοῖς ἄλλοις δαίμοσι τούτους ἀρμόσαι εἶπερ δεῖ φύσιν εἶναι καὶ οὐσίαν μίαν καθὸ δαίμονες δαιμόνων, εἰ μὴ κοινὸν ὄνομα ἔξουσι μόνον.
Μετάφραση: Ἀλλὰ τί πρέπει νὰ ποῦμε σχετικὰ μὲ τὸν Ἔρωτα καὶ γιὰ τὰ ὅσα λέγονται γιὰ τὴ γέννησή του; Εἶναι φανερὸ ὅτι πρέπει νὰ διαπιστώσουμε ποιὸς εἶναι ὁ Πόρος καὶ ποιὰ ἡ Πενία καὶ κατὰ πόσον αὐτοὶ ταιριάζουν σὰν γονεῖς του. Καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτοὶ (οἱ ἰδιότητές τους) πρέπει νὰ ταιριάζουν καὶ στοὺς ἄλλους δαίμονες, διότι οἱ δαίμονες αὐτοὶ καθ᾿ αὐτοὶ πρέπει νὰ ἔχουν τὴν ἴδια φύση καὶ τὴν ἴδια οὐσία καὶ ὄχι μόνο ἕνα κοινὸ ὄνομα.
[2] Σύμφωνα μὲ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ὁ Ἔρωτας ἦταν παιδὶ τοῦ Πόρου (= δρόμος, πλοῦτος, περιουσία ) καὶ τῆς ἄ-πορης Πενίας (= φτώχεια)· βλ. Πλάτων, Συμπόσιον, 203b.