ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ
Εἶναι πουλιὰ
ποῦ δὲν πετᾶνε
εἶναι πουλιὰ
θαμμένα
μέσ᾿ σὲ κουτιά
Εἶναι δωμάτια
καὶ εἶναι λέξεις
ποὺ σκίζουνε τὸ κεφάλι
σὰν καρφιά
Εἶναι καρφιὰ
ποῦ δὲν πονᾶνε
εἶναι καρφιὰ
π᾿ ἀνακουφίζουν
Ὅταν χτυπήσουν
πάλι οἱ καμπάνες
θὰ πεταχτοῦμε
σὰν τὰ πουλιά
ΙΣΤΟΡΙΑ
Ὅταν ἄνοιξε ἡ σκουριασμένη πόρτα σὰν αὐλαία
ἔτρεξε
ὅπως σάπιο καράβι σὲ κακὸ λιμάνι
πρόβαλε γελασμένο τὸ πρόσωπο τοῦ κοριτσιοῦ
μέσα στὸ ἄρωμα τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ καπνοῦ
ἡ φωνή της
σὰ σκοτεινὴ αἴθουσα κινηματογράφου
πρόβαλε γελασμένη
κι ἐγὼ
ἕνα πουκάμισο στὸν ἀέρα μέσα στὸ χαλασμὸ
κρεμασμένο
ἑτοιμαζόταν νὰ πετάξει
τὸ κορίτσι
ἕνα ζωντανὸ λουλούδι
ἕνα λουλούδι ἀναμμένο
ἕνα ὡραῖο τέρας
ἀνάποδα γυρισμένο τὸ στόμα
τὰ μάτια
τὰ φρύδια
ἕνα ὡραῖο τέρας
ποῦ χτυποῦσε
σὰ μαγικὸ ρολόι
τὸ βράδυ αὐτὸ τὸ μαγικό
τέλος προχώρησε
ἡ νύχτα
τὸ κορίτσι ἔσπασε μέσα στὸν καθρέφτη
ὕστερα
φάνηκαν πάλι
τεράστια
τὸ πρόσωπό μου
τὸ πρόσωπό της
παραμορφωμένα
ἄγρια ματωμένα
σὰν κινηματογράφος
Ο ΣΚΥΛΟΣ
Ὁ σκύλος αὐτὸς πρόβαλε πρώτη φορὰ σὲ δρόμο
σκισμένο ἀπὸ κοφτερὰ γυαλιὰ
ὕστερα φάνηκε στὸν οὐρανὸ
μέσα σε ἕνα σκοτεινὸ πηγάδι τ᾿ οὐρανοῦ
ἔπινε ἕνα φῶς ἀστραφτερὸ σκυλίσιο
συνόδεψε ἕνα χέρι λίγα βήματα
ὕστερα γίνηκε φωτιὰ
ἔκλαιγε σὰν κακὸ πουλὶ
ἔκαιγε σὰν ἐλπίδα
ποιὸς ξέρει ἀπὸ ποὺ ἦρθε καὶ πῶς ἔφυγε
Μὰ ἐγὼ ξέρω πὼς θὰ γίνει θάνατος
μιὰ μέρα
Η ΥΔΡΑ
Ἡ Ὕδρα εἶναι μία φραγκοσυκιὰ
γεμάτη πυρετὸ ὄνειρα καὶ ἀγκάθια
κι ὅπου γυρίσω βλέπω ὅλα κίτρινα
καὶ δὲ μπορῶ νὰ κοιτάξω τὰ παράθυρα
γιατὶ μέσα περνοῦνε
βάρκες φαντάσματα
φαντάσματα καΐκια
κι ὅλο γυρίζουν
κι ὅλο μὲ κοιτάζουνε
μάτια ἀνάστροφα καὶ τρομαγμένα
Τ᾿ ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΟΥ
Τ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο
εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό
καὶ νὰ ὁ μεγαλύτερος
μὲ μιὰ ἀνοιξιάτικη μαύρη γραβάτα
ποῦ χάθηκε μέσα σὲ σπηλιὲς θεόστραβες
καθὼς κυλοῦσε παίζοντας
πάνω σὲ ἀνεμῶνες κόκκινες
γλίστρησε
μέσ᾿ τοῦ θηρίου τ᾿ ἄγριου τὸ ματωμένο στόμα
ὕστερα ὁ ἄλλος μου ἀδερφὸς ποὺ κάηκε
πουλοῦσε κίτρινα βεγγαλικὰ
πουλοῦσε κι ἄναβε κίτρινα βεγγαλικὰ
- Ὅταν ἀνάβουμε - ἔλεγε - φωτιὰ
θὰ διώξουμε ἀπὸ τοὺς κήπους τὰ φαντάσματα
θὰ πάψουν νὰ μολύνουν τοὺς κήπους τὰ φαντάσματα
- Ὅταν ἀνάβουμε - ἔλεγε - κίτρινα βεγγαλικὰ
μιὰ μέρα θ᾿ ἀνάψει ὁ οὐρανὸς γαλάζιος
κι ὕστερα ὁ τρίτος ὁ πιὸ μικρὸς
ποὺ ἔλεγε πὼς εἶναι νυχτερίδα
γι᾿ αὐτὸ ἀγαποῦσε τὰ φεγγάρια
καὶ τὰ φεγγάρια μία νύχτα τὸν ἐζώσανε
κόλλησαν γύρω-γύρω καὶ τὸν ἔκλεισαν
κόλλησαν γύρω-γύρω καὶ τὸν ἔπνιξαν
τὸν ἕλιωσαν γύρω-γύρω τὰ φεγγάρια
Τ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο
εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό
Ο ΧΟΡΟΣ
Ἀπὸ τὶς πόρτες ἔμπαιναν εὐτυχισμένοι στολισμένοι
ἄλλοι φορούσανε σπαθιὰ κι ἄλλοι μαχαίρια
κρατοῦσαν ὄνειρα ζεστὰ στὰ παγωμένα χέρια
ὄνειρα ποὺ ἔκαιγε ὁ πυρετὸς λουλούδια
πρόβαλαν στοὺς καθρέφτες μενεξέδες
ὡραῖα πρόσωπα μὲ σταγόνες ἀσήμι
στὸ μέτωπο καὶ στὰ μάγουλα
κόκκινα χέρια καὶ τριαντάφυλλα πηχτὰ
ὁ ἔρωτας ποὺ ἔκαιγε ψηλὰ στὶς καπνοδόχες
ὁ ἔρωτας ποὺ ἔσταζε στοῦ δρόμου τὸ αὐλάκι
ὁ ἔρωτας ποὺ βογγοῦσε κάτω ἀπ᾿ τὰ πατήματα
τῶν παπουτσιῶν
ὁ ἕνας νὰ κατέβει τρέμοντας ἑτοιμόρροπες σκάλες
ὁ ἄλλος νὰ τὶς ἀνέβει τρέχοντας
γιὰ νὰ προφτάσουν τὸ αἷμα νὰ μὴν παγώσει
καὶ τὴν καρδιὰ νὰ μὴ σκιστεῖ
ὥσπου τὰ φέρετρα νὰ γίνουν αὔριο ἄσπρες βάρκες
καὶ μέσα νὰ τραγουδᾶνε εὐτυχισμένοι οἱ νεκροί
Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
Πίσω ἀπὸ τὶς μαυροφορεμένες γριὲς
πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη τους
τὸ ἄσπρο κρεβάτι
καὶ πάνω καταμόναχο τὸ μῆλο
ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ μῆλο
καταμόναχο ἦταν τὸ ἄνθος τὸ λευκὸ
τὸ σκίσαν μὲ μαχαίρια καὶ ψαλίδια
μ᾿ αἷμα τὸ πότισαν
καὶ τώρα πάνω στὸ κρεβάτι
κείτεται σάπιο μῆλο
γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄγγελος στὴν ἄκρη κάθεται
τοῦ κρεβατιοῦ
πίσω ἀπὸ τὶς μαυροφορεμένες γριὲς
πίσω ἀπ᾿ τὴν πλάτη τους
ἀνοίγει τ᾿ ἄσπρα του φτερὰ
τὸ χέρι ἁπλώνει πρὸς τὸ μῆλο
Η ΣΟΦΙΑ*
Ἡ Σοφία κάθεται ψηλὰ σ᾿ ἕνα δέντρο
μὲ ξερὰ κλαδιὰ
τὸ χειμώνα
πλάι της τὰ σύννεφα περνοῦν
ἡ Σοφία εἶναι μία συσκευὴ
ποὺ ἔσπασε
πιὰ δὲ λειτουργεῖ
κι ἡ Σοφία κάθεται ψηλὰ
τώρα
σ᾿ ἕνα δέντρο
* Ὄνομα γυναικεῖο
Η ΕΚΦΩΝΗΣΗ
Ἕνα παιδὶ φωνάζει τ᾿ ὄνομά μου
μέσα στὴ νύχτα
μιὰ κοπέλα ἀγρυπνάει πλάι στὰ ἐρείπια
πλάι στὰ σπίτια ποὺ γκρέμισα
ὅμως ἕνας ἥλιος
ὅμως ἕνα ὁλόχρυσο φεγγάρι
χιλιάδες πουλιὰ
καὶ χιλιάδες ψάρια
ἀναστήθηκαν
κι εἶναι δικά μου
ΖΩΗ
Νύχτα
σ᾿ ἕνα φαρμακεῖο
ἕνα ἄλογο
γονατισμένο
τρώει
τὰ σανίδια
ἕνα κορίτσι
μ᾿ ἕνα ἔγκαυμα
παράξενο
πράσινο
γιατρεύεται
ἐνῶ
τὸ φάντασμα
ἀπελπισμένο
κλαίει
στὴ γωνιά
Ο ΕΡΗΜΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
Βροχὴ ἀπὸ μέλι
στὰ πεινασμένα μου χέρια
στεφάνια
στεφάνια
στεφάνια
στὰ πικρά μου μαλλιὰ
ὅμως
τὸ βάθρο τοῦ ἀγάλματος
μένει πάντα ἄδειο
ὅμως
τὸ στόμα τοῦ ἀγάλματος
μένει πάντα βουβό
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΓΕΛΑΕΙ
Καίει
καίει ἡ νύχτα
οἱ ἄνθρωποι τρῶνε
ὀνομάζοντας σκοτεινὲς ἀρρώστειες
ἡ γυναίκα λέει γιὰ ἕνα γάμο
ἀνεβαίνει
ἀνεβαίνει φωτεινὴ ρουκέτα
στὸν οὐρανὸ ἡ νύφη
ὁ γαμπρὸς κόλλησε στὴ γῆ
γεμάτος κόκκινα στίγματα καὶ στάχτη
κλαίει ἡ γυναίκα
τὸ φεγγάρι γελάει
τὸ φεγγάρι κλαίει
ἡ γυναίκα γελάει
ΕΙΚΟΝΕΣ
1 - Ἡ βροχὴ
ἔρχεται
μέσα στὸ μυαλό μου
πλένει
τὰ ὄνειρά μου
2 - Ἕνα αὐτοκίνητο
ξεκοιλιασμένο
στὸ δρόμο
περιμένει
τὸ χασάπη
τῶν Χριστουγέννων
3 - Ἕνα τσιγάρο
δυὸ τσιγάρα
στὸ μοναχικὸ
δωμάτιο
ὁ ἄντρας εἶναι πυγμάχος
ἡ γυναίκα εἶναι καρφίτσα
4 - Φοβερὴ ἱστορία
ἡ μανία
τοῦ βοριᾶ
πάνω στὸ παράθυρο
σταύρωσε
μιὰ παιδούλα
5 - Ἕνα φύλλο ἔπεσε
ἀπὸ τὸ δέντρο
τὸ βράδυ
κι ἄρχισε
νὰ πηδάει
πάνω στὸ χῶμα
οὐρλιάζοντας
ΧΙΟΝΙ
Χιόνι ποὺ πέφτει ἔξω!
σὰν παγοπώλης τοῦ θανάτου
ὁ Θεὸς
μὲ κόκκινα ἀπ᾿ τὸν πυρετὸ
τὰ μάτια
Καπνὸς θεοῦ στὴ στέγη
οὐρλιάζει ἡ γυναίκα
στὸ κρεβάτι
σὰν παγωμένο περιστέρι
χιόνι ποὺ πέφτει ἔξω!
ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Τί ὡραῖα ποὺ μαραθῆκαν τὰ λουλούδια
τί τέλεια ποὺ μαραθῆκαν
κι αὐτὸς ὁ τρελὸς νὰ τρέχει στοὺς δρόμους
μὲ μιὰ φοβισμένη καρδιὰ χελιδονιοῦ
χειμώνιασε καὶ φύγανε τὰ χελιδόνια
γέμισαν οἱ δρόμοι λάκκους μὲ νερὸ
δυὸ μαῦρα σύννεφα στὸν οὐρανὸ
κοιτάζονται στὰ μάτια ἀγριεμένα
αὔριο θὰ βγεῖ στοὺς δρόμους καὶ ἡ βροχὴ
ἀπελπισμένη
μοιράζοντας τὶς ὀμπρέλλες της
τὰ κάστανα θὰ τὴ ζηλέψουν
καὶ θὰ γεμίσουν μικρὲς κίτρινες ζαρωματιὲς
θὰ βγοῦν κι οἱ ἄλλοι ἔμποροι
αὐτὸς ποὺ πουλάει τ᾿ ἀρχαῖα κρεβάτια
αὐτὸς ποὺ πουλάει τὶς ζεστὲς-ζεστὲς προβιὲς
αὐτὸς ποὺ πουλάει τὸ καυτὸ σαλέπι
κι αὐτὸς ποὺ πουλάει θῆκες ἀπὸ κρύο χιόνι
γιὰ τὶς φτωχὲς καρδιές
ΟΠΩΣ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ
Δύσκολα χρόνια
τρομαγμένα παιδιὰ
σιάχνουν μὲ χαρτὶ κοκοράκια
τὰ βάφουν μαῦρα
σὰ σβησμένα κεριὰ
τὰ βάφουν κόκκινα
σὰ ματωμένα λουλούδια
κι ἀποροῦν οἱ μανάδες
ποὺ ὕστερα ἔρχεται
ὁ μεγάλος φίλος
ὁ κατάμαυρος φίλος
μὲ τὰ χρυσὰ χέρια
καὶ τὰ παίρνει
ΞΕΝΕ
Ξένε
μὲ τὸ μαῦρο κοστούμι σου
ποὺ χτυπᾶς τὴν πόρτα μου
καὶ μοῦ δείχνεις τ᾿ ἄσπρα αὐτὰ πιάτα
ποῦ ἔχεις κρύψει τὸ πιστόλι σου;
ποῦ ἔχεις κρύψει τὸ μαχαίρι σου;
ἔχεις ἕν᾿ ἄστρο κόκκινο μέσ᾿ τὸ κεφάλι σου
καὶ ψευδίζεις
θέλεις τὰ χρήματα
τὰ χρήματα ποὺ σμίξαν μὲ τὸ αἷμα καὶ χαθῆκαν
τὰ χρήματα ποὺ σμίξαν μὲ τὸν ὕπνο καὶ χαθῆκαν
ἱκετεύεις
φύγε
φύγε ξένε
μέσ᾿ τὴν καρδιά μου ἔχω ἕνα ἥμερο πουλὶ
ἂν τ᾿ ἀφήσω νὰ βγεῖ
τὰ δόντια του θὰ σὲ κατασπαράξουν
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Μέσ᾿ τὸ δωμάτιο
μιὰ βροχὴ ἀπὸ κάτουρο
πετοῦν ἁγνὲς κοπέλες μὲ φτερὰ
ψοφίμια μὲ ρὸζ στὴν καρδιά τους οὐρανὸ
κι ἄνθρωποι μ᾿ οὐρανὸ γεμάτο σάπιο αἷμα
κρέμονται κι ἀνεμίζουν τ᾿ ἄσπρα πόδια τους
ἀπὸ τὰ μάτια τους βγαίνουνε μαχαίρια
τεράστιες μαῦρες ἀνεμῶνες φυτρώνουνε
στὸ στῆθος τους
καθὼς πετᾶνε σφάζουν κι ἀγκαλιάζονται
οἱ ἁγνὲς κοπέλες τὰ ψοφίμια οἱ σάπιοι
ἄνθρωποι
κάτω ἀπὸ ἕναν κατουρημένο οὐρανό
*
Δάσος παράξενο μαγεύει τὴ φωνή μου
κάθε μου λέξη μία σταγόνα αἷμα
ὅλο μου τὸ τραγούδι ἕνα δέντρο
ἀπὸ τὸ αἷμα ποτισμένο τῶν φονιάδων
χίλιοι φονιάδες χίλια ἄγρια δέντρα
δάσος παράξενο ποὺ μαγεύει τὴ φωνή μου
|