Μιλτιάδης Μαλακάσης (Μεσολόγγι 1869 - Αθήνα 1943): λυρικὸς ποιητής
|
|
Ὁ Τάκη-ΠλούμαςΣτὰ παιδικά μου χρόνια, ὁ πιὸ μεγάλος Τί ὡραῖος! τὸν θυμοῦμαι, ἀστροβολοῦσε Τοῦ Καπετὰν πασᾶ φόραε τὴν πάλα Φουστανελίτσα φόραε ζυγιασμένη Ἔτσι σιαγμένος κ᾿ ἔχοντας στὸν ὦμο Κι᾿ ἐγώ, λίγο ξωπίσω του, ὅλο θάμπος, Κι᾿ ὡς τρέχαμε, θυμᾶμαι, τὰ κλεισμένα Κι᾿ ὡς πύρωνεν ἀκόμα στὴ φευγάλα Ὢ τὸ λεβέντη τοῦ Μεσολογγιοῦ μας, |
|
Ὁ ΜπαταριᾶςἝνα Σάββατο βράδυ, |
|
Ἆσμα ᾀσμάτωνἜλα καὶ γεῖρε τὸ τετράξανθο κεφάλι |
|
Τὸ τραγούδι τοῦ ΧάρουΞυπνήσετε ὅλοι, μάγισσες καὶ μάγοι, Ξυπνῆστε καὶ ντυθῆτε γιορτινά, Μὴ σᾶς τρομάζει κι ἂν φορῶ στεφάνι Καὶ τὰ γυμνά μου κόκκαλα κι αὐτὰ Ἐλᾶτε, πᾶμε, ὁ κόσμος σᾶς προσμένει Ξυπνῆστε, μὴν ἀργεῖτε, καρτερῶ, |
|
ΒροχήἜξω βροχὴ κι ἀπ᾿ τὸ παράθυρο Τὰ σύγνεφα ποὺ ἀνεμοδέρνονται Κάποτε μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ παράθυρον, Κ᾿ ἔβλεπα ἀκόμα, πιὸ μακρύτερα, Ἔξω βροχή, κι ἀπ᾿ τὸ παράθυρο Τὰ σύγνεφα ποὺ τώρα κρέμονται, |
|
Καὶ περ᾿ ἀπὸ τὸ θάνατο...Ἡ Μοῖρα ὅταν γεννήθηκες σοῦ τό ῾γραψε, Καὶ τώρα ποὺ οἱ λαμπάδες σοῦ φωτίζουνε |
|
Μικροὶ καϋμοί (ἀπόσπασμα)<...> Τοῦ κάκου ἐκεῖ στὴν ἀμμουδιά, τὸ κῦμα τ᾿ ἁπαλὸ Τὴ χλόη τῆς λήθης ράντισε χινοπωριάτικη βροχή, Τ᾿ εἶναι τῆς μέρας οἱ καϋμοί... ἐγὼ δὲ συλλογιοῦμαι Ἐρχετ᾿ ὁ ἦχος ὁ φαιδρὸς ἀπὸ πολὺ μακριά, Καμμιὰ χαρὰ δὲ γνώρισες ἐσὺ φτωχὴ καρδιά, |
|
ΜοῖρεςNous sommes rendues a la lumiere du jour;
A Ἀργά, βαρειὰ κι ἀκόμα σὰν βγαλμένα, Ἀδύνατα κορμάκια, ἀποσωμένα, Ποῦ ἀφήνετε τοὺς τάφους σας βράδυ σὲ βράδυ. |
|
Σὲ τέσσερους τοίχους (ἀπόσπασμα)Περπατώντας τὴ νύχτα |
|
ΠροσευχήΣτὸν κῆπο μέσα βρίσκομαι σ᾿ ἄφωνη ἀπόψε προσευχή, |
|
ΠρομάντεμαΔιπλὰ τὰ δίχτυα στήσανε στ᾿ ἀνυπεράσπιστο πουλί, |
|
Μικρὸς θεόςΣτάλα τὴ στάλα τὸ αἷμα μου στάζουν τὰ νύχια σου, ἀετέ, |
|
Στὸ κοχύλιΜέσα στὸ κοχύλι κλείνω Ὤ! δὲν ξάνοιξαν τὰ μάτια, Ρίχνω σίδερα, ἁλυσίδες Κι ὅπως ζῶ στιγμὲς τὶς ὦρες, Ἔξω ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐμένα, Καὶ βυθῶ μὲ τὸ δελφίνι Στὸ κοχύλι μέσα κλείνω |
|
Τραγουδάκι τῆς ΛιμνοθάλασσαςΚαλαμωτή-καλαμωτὴ παίρνοντας, μπαίναμε μαζὶ Πελάδα ἐδῶ, πελάδα ἐκεῖ, τὰ κότσαλα, ἡ ἀνεμικὴ Καί, νά, ἀνοιγμένο τὸ πανί, μὲς σὲ σπιλιάδες καὶ ριπές, |
|
Αὐγερινός (παραλλαγή)Πῶς, αὐγερινὲ τοῦ πόθου, παραδίνεσαι στὴ μέρα, |
|
Δάκρυα καὶ θυμοίΖοφερὸ ἕνα γνέφος στέκει Κι ἂν τὸ δεύτερο, ἂς μὲ κάψει Ὁ σκληρόκαρδος ἐκεῖνος |
|
Τὸ ἐρωτικὸ (ἀποσπάσμα)Ι.Χαρὲς τοῦ κόσμου ἐτούτου καὶ πίκρες της ψυχῆς, V.Πράματ᾿ ἁπλά, κοινά, συνηθισμένα, VII.Ὄχι ρόδα ἀλλὰ πανσέδες θὰ ποθοῦσα νὰ μοῦ ἀφήσεις, XXII.Ὁ νοῦς μονάχα νὰ σὲ βλέπει. XXXI.Μοῦ στένεψε ὁ ὁρίζοντάς μου XLII.Ὅταν νυχτώνει τί μαύρη λύπη |
|
Παίζει ἀπόψε τὸ φεγγάριΠαίζει ἀπόψε τὸ φεγγάρι Κι ὄχι τόσο γιατὶ παίζει (Ὧρες) |
|
ἌνοιξηΤώρα τὰ λουλούδια ποὺ εἶναι Ἴδια σὰν καὶ τότε γίνε, (Ἀσφόδελοι) |
|
Τὸ λένε τ᾿ ἀηδονάκια...Ἄ! πῶς χτυπᾷ καμιὰ φορὰ τούτ᾿ ἡ καρδιὰ κι ἀναφτερᾷ, Σὰν ἀπ᾿ τὴν τάξη τὴ μουχλὴ στὸ πατρικό μου νὰ γυρνῶ, Κ᾿ ἐκεῖ, σὰ νὰ μὲ καρτεροῦν γιδάρηδές μου πιστικοί, Κι ἀκόμα, σὰ νἆν᾿ ἕτοιμα, τυρί, μυζήθρα, τὸ σφαχτὸ Κ᾿ ὕστερα, σὰ νὰ μοῦ κρατοῦν τὴν καλαμάτα στὸ χορὸ Ἄ! πῶς χτυπάει καμιὰ φορὰ τούτ᾿ ἡ καρδιὰ κι ἀναφτερᾷ, |
|
ΜεσολόγγιἘσένα θύμησή μου, ἐσέν᾿ ἄνθος θανάτου, Ὅταν, ὦ παιδικὴ καρδιά! Ἡ ἁρμύρα Στὶς ροδοδάφνες, μέσ᾿ στὴν αἴγλη τοῦ εἰκοσιένα, Σὲ τόσες μέσα ἀνατολές, δύσες, σκοτάδια, Ὦ Μεσολόγγι, ἱερὲ βωμέ, αἱματοβαμμένε, Τώρα, κι ἂν μοῦ ξεδένετε φρένα καὶ γλῶσσα, (Ἐφημ. «Καθημερινή», 25 Ἀπριλίου 1937) |
|
Πρῶτοι στίχοιΜ᾿ ἀρέσει ν᾿ ἀνοίξω τὸ γράμμα σου ἐκεῖνο Κι ἐκεῖ καρφωμένος, μὲ μάτια σκυμμένα, Ἀκόμα θυμοῦμαι ἐκεῖνα τὰ χρόνια Θυμοῦμαι τὶς μέρες ποὺ τρέχαμε μόνοι Τὴν πρώτη θυμοῦμαι ποὺ μοὖπες ἡμέρα: Καὶ σοὔκοψε ὁ βῆχας τὸ λόγο στὸ στόμα. |
|
ἈγάπηἊς μὴ γυρίζει ὁ λογισμὸς στὰ χρόνια ἐκεῖνα πίσω. Κι ἂν ἔφυγεν ἡ νιότη σου, ποὺ θλίβεσαι γιὰ δαὔτη, Κι ἀκόμα φτάνω ν᾿ ἀγαπῶ σ᾿ ἐσὲ μίαν ἄλλη εἰκόνα, Καὶ μάθε το, τὶς μελιχρὲς λαμπράδες τοῦ Δεκέμβρη, |
|
Τὸ δάσοςΤὸ δάσος ποὺ λαχτάριζες Μιὰ αὐγινή, τὸ κούρσεψαν Τὸ τρίσβαθο ἀναστέναγμα τὸ πήρανε στὰ διάπλατα Καὶ κάτι ποὺ βραχνόκραζε Τὸ σιγαλὸ τραγούδισμα τὸ πήρανε -γιὰ κοίταξε- Κι ἡ ἅρπα μὲ τὸν ἦχο της χάθηκε μὲ τὴν ἄγγιχτη Τὸ δάσος ποὺ λαχτάριζες γεννήκαν νεκροκρέβατα
|
|
Στὸν σάτυρο μιᾶς παλιᾶς βρύσηςἀφιερωμένο τοῦ φίλου μου Β. Λιανίτη Φαῦνοι καὶ Σιληνοὶ Θεοὶ στὸ βάθρο ἑνὸς Σατύρου Ὦ Θεὲ τοῦ πόθου, ἡ δόξα σου αἰώνια νἆναι! Ρόδα καὶ φύλλα στὴν κορφὴ τὴν ἱερή σου, Ἀνήλεη πνέει ἡ πνοὴ στὰ μυροβόλα, Αἷμα χυμένο τῶν ἀνθὼν κι αἷμα χυμένο |
|
Τὸ σονέτο τοῦ μεσονυχτίουὍλα σβησμένα γύρω μου, στὴ πάχνη ὅλα κρυμμένα, Μὰ δάκρυο δὲν ἐστάλαξε μηδ᾿ ἔλαμψε κανένα Κι εἶπα τὸ χαῖρε δύο φορὲς καὶ μὲς στὸ χάος ὁ ἦχος Καὶ μένει ἐπίσημος στυγνὸς ὁ ἀριστοκράτης στίχος |
|
Καταιγίδα μαρτιάτικηἉδρὲς Ὢ ἔννοια! Ἀπόψε, ὠιμὲ |
|
ΜοιραῖαΣὲ ρεμβασμοὺς νἄχει πικροὺς τὴ σκέψη του ἀφισμένη Καὶ νὰ περνᾶ... κι ὁ θάνατος στὸ πλάι του νὰ διαβαίνει· Τὰ δάκρυά τους θὰ τὰ φωτὰ ἡ παρηγοριὰ στὸ στόμα Μία τυραννία κι ὁ ἔρωτας κι ὅσο πιστὸς πιὸ ἀκόμα, |
|
Οὓς θεοὶ φιλέουσιΜπρὸς στοὺς ὀνειροπόλους θὰ περνοῦνε Μὲ τὸ διαλογισμὸ θ᾿ ἀκολουθοῦνε Μὰ εἴτε ἱστορίες γίνονται, εἴτε στίχοι, Στὰ δράματα καὶ στὰ ρομαντικὰ |
|
Σ᾿ ἕνα παλιὸ ναόἈρχαῖε ναὲ στὸν τοῖχο σου πρὸς τὴ γυρμένη θύρα Νὰ δώσει ὁ Θεὸς νὰ χαίρεσαι τὸ εὐλογημένο δῶρο |
|
Τρία ἀπονύχτεραΙ.Ὢ οἱ θλιμμένες ὧρες Ὢ οἱ θλιμμένες ὧρες Ὢ οἱ θλιμμένες ὧρες Ὢ οἱ θλιμμένες ὧρες Ὢ οἱ θλιμμένες ὧρες ΙΙ.Νεκρωμένο φέγγος νεκρωμένο φέγγος Νεκρωμένο φέγγος νεκρωμένο φέγγος Νεκρωμένο φέγγος νεκρωμένο φέγγος ΙΙΙ.Χύθηκε μὲς στὸν κῆπο σου κι οἱ σύφραχτες τὸ ρούφηξαν Κι ὅσα ἄνθια κι ὅσα ἀνθόκλωνα Φλογίστηκαν κι ἀναλυωσαν |
|
ΜπάϋρονΣτοὺς τοίχους ἅρματα ἀσημιὰ καὶ φλωροκαπνισμένα, Μὲς ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα, τὸ σελωτὸ σπαθάτο Σουλιῶτες Φράγκοι, ἀδάμαστοι Μεσολογγῖτες γόνα Ὅμως καὶ τὸ ψαρόπουλο στὸ νιοβαμένο πριάρι, Μὰ Κεῖνος πρὶ νὰ δώσ᾿ ἡ αὐγὴ μὲ τὸ φτερὸ κοντήλι, Κι ἐγὼ ποὺ τότε σὲ δασὰ προγόνου στήθια μέσα, Ποιὸς ξέρει! σὲ ποιὸ στρόφιλο νὰ πόντισα ἄξαφνα, ὄντας |
|
ΓυρισμοίΣᾶς ξαναβλέπω, ὢ ξέφωτο, μαγευτικὲς ἀκρογιαλιὲς Φεύγω καὶ πάλε, ἔχετε γεια χρώματα, σχήματα, οὐρανοὶ |
|
Ἡ ἙλενιώΣτοῦ Λάζαρου τοῦ Χρυσικοῦ μικροὶ σταυροὶ μικρὲς καρδιὲς Δὲς τὴν Ἀνίκα, πέταλο μὲ ρουμπινάκια καρφωτὸ Κι ἡ Πολυξένη τὄβαλε τὸ δίβεργό της τὸ ζερβὶ Μὰ ἡ Ἑλενιὼ τὸ σκέπασμα τοῦ ρολογιοῦ τοῦ Σίγμα Ταῦ Κι ἂν κλαίει πὼς φεύγει ἐκεῖνος της μεθαύριο, θέλοντας καὶ μὴ Στοῦ Λάζαρου τοῦ Χρυσικοῦ μαλάματα, διαμαντικὰ |
κείμενο: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ-ΤΣΕΚΟΣ
Ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης, ποιητὴς ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους τοῦ νεοελληνικοῦ λυρισμοῦ, γεννήθηκε στὸ Μεσολόγγι. Καταγόταν ἀπὸ οἰκογένεια ἀγωνιστῶν τοῦ Εἰκοσιένα μὲ πολὺ πλοῦτο καὶ ἄνεση, ποὺ τοῦ ἐξασφάλισε μία ζωὴ ἀφιερωμένη στὴν τέχνη καὶ τὴ μάθηση κι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ βιοποριστικὲς ἔγνοιες.
Τελειώνοντας τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του στὸ Μεσολόγγι ἦρθε τὸ 1888 στὴν Ἀθήνα καὶ γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολή, τὴν ὁποία ὅμως δὲν τελείωσε ποτέ, καθὼς ἦταν ἀφοσιωμένος στὴν ποίηση ἀπὸ τὰ ἐφηβικά του χρόνια. Τὸ 1897 γνωρίστηκε μὲ τὸν ἑλληνογάλλο ποιητὴ Ζὰν Μωρεάς, ποὺ εἶχε ἔρθει τότε στὴν Ἀθήνα, κι ἡ γνωριμία αὐτὴ στάθηκε ἀποφασιστικὴ γιὰ τὴν ποίησή του καὶ τὴ μετέπειτα πορεία του. Ὁ Μωρεὰς ποὺ συγκινήθηκε ἀπὸ τὸ ταλέντο τοῦ νεαροῦ ποιητῆ μετάφρασε δυὸ ποιήματά του καὶ τὰ δημοσίευσε στὴ Γαλλία.
Ἀργότερα ἔμελλε καὶ νὰ συγγενέψει μαζί του, ὅταν τὸ 1908 παντρεύτηκε τὴν κόρη τοῦ γνωστοῦ πολιτικοῦ καὶ πρωθυπουργοῦ Ἐπαμεινώνδα Δεληγιώργη, πρώτη ἐξαδέλφη τοῦ Μωρεάς. Ἀπ᾿ τὸ 1909 ὡς τὸ 1915 ἐγκαταστάθηκε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὸ Παρίσι καὶ ταξίδεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ Μόναχο κι ἀλλοῦ. Στὸ μεταξὺ εἶχε ἀναπτύξει στὴν Ἑλλάδα μία πνευματικὴ δραστηριότητα. Εἶχε ἱδρύσει μαζὶ μὲ τὸν Κ. Χατζόπουλο καὶ τὸν Λάμπρο Πορφύρα τὴν ἐταιρία «Ἐθνικὴ Γλῶσσα» (1904) ποὺ ἔκανε συστηματικοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν προβολὴ καὶ τὴν καθιέρωση τῆς Δημοτικῆς, κι εἶχε δημοσιεύσει ἀρκετὰ ποιήματά του στὸν Νουμᾶ, τὸ περιοδικὸ τῶν δημοτικιστῶν. Τὸ 1917 διορίστηκε κοσμήτορας (στὴ συνέχεια ἔγινε καὶ διευθυντής) στὴ βιβλιοθήκη τῆς Βουλῆς.
Ὁ Μαλακάσης γνώρισε ἀπὸ νωρὶς τὴ γενικὴ ἀναγνώριση, καὶ τὸ 1924 τιμήθηκε μὲ τὸ Ἐθνικὸ Ἀριστεῖο Γραμμάτων. Στὴ λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε ἀπ᾿ τὸ περιοδικὸ Ἑβδομὰς τὸ 1885, μὲ τὰ ἀρχικὰ Μ.Μ. Συστηματικότερα ὅμως ἄρχισε νὰ δημοσιεύει ποιήματα, πεζὰ καὶ ἄρθρα στὴν Ἑστία καὶ σ᾿ ἄλλα περιοδικὰ κι ἐφημερίδες ἀπὸ τὸ 1892 καὶ ὕστερα.
Ὁ Μαλακάσης εἶναι ἐλευθερωμένος ἀπὸ σχολὲς καὶ τεχνοτροπίες, ἂν καὶ εἶναι βέβαια φανερὴ στὸ ἔργο του ἢ ἐπίδραση τοῦ Jean Moreas. Βασικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ποίησής του, ποὺ τὴ διαποτίζει μία ἀπαισιόδοξη διάθεση, εἶναι ἡ στιχουργικὴ ἐπιδεξιότητα καὶ ἡ μουσικὴ αἴσθηση. Πιὸ ρωμαλέα γίνεται ἡ ποίησή του, ὅταν ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Στὰ ποιήματα αὐτὰ κυριαρχεῖ ἡ νοσταλγία καὶ τὸ ὅραμα ἑνὸς κόσμου ποὺ ἔχει χαθεῖ. Γι᾿ αὐτὸ ἂν καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ παρουσιάζονται, ὅπως ὁ Τάκης Πλούμας καὶ ὁ Μπαταριᾶς, εἶναι μορφὲς ἀτομικές, ἐντούτοις ξεχωρίζουν κι ἐκφράζουν τὸ ἦθος καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ κατὰ τὴν πρώτη περίοδο μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ὁ ἀφηγηματικὸς τόνος, ποὺ κυριαρχεῖ στὰ ποιήματα αὐτά, θυμίζει τὸ δημοτικὸ τραγούδι. Κι ὅπως ἔχει γραφτεῖ, ὁ ποιητὴς εἶχε τὴν τόλμη νὰ βάλει στὴν ποίησή του πράγματα καὶ ἀνθρώπους μὲ τὰ ὀνόματά τους, ποὺ ἦταν ἀντιποιητικά, ἀλλὰ ἐναρμονίστηκαν μέσα στὸν ἐπικὸ καὶ ἀφηγηματικὸ τόνο τοῦ κάθε ποιήματος.
Ὁρισμένοι μελετητὲς ἐπέκριναν τὸν Μαλακάση ὑποστηρίζοντας ὅτι εἶναι κατ᾿ ἐξοχὴν «τραγουδιστής», ὁ στίχος του κυλᾷ αὐθόρμητος, χωρὶς προβληματισμούς, χωρὶς νὰ ἀποζητᾷ ἕνα βάθος λυρικό. Ὁ ποιητὴς ἐκφράζει προσωπικὰ συναισθήματα ἀδιαφορώντας γιὰ τὰ δεινὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς Ἑλλάδας.
Τὸ ἔργο του: Ὅσο ζοῦσε, τύπωσε τὰ ποιητικὰ βιβλία: Συντρίμματα (1898, μὲ χρονολογία 1899. Β´ ἔκδ. 1924, συμπληρωμένη μὲ μία σειρὰ ἀπὸ μεσολογγίτικα ποιήματα), Ὧρες (1903), Ἡ Κυρὰ τοῦ Πύργου (1904, Ἔμμετρο παραμυθόδραμα, δημοσιευμένο ἀρχικὰ στὰ Παναθήναια, τόμος Ζ´, καὶ κατόπιν χωριστά), Πεπρωμένα (1909. Β´ ἔκδ. 1925, μαζὶ μὲ τὴν Κυρὰ τοῦ Πύργου), Ἀσφόδελοι (1918), Μπαταριᾶς ‘ Τάκης Πλούμας ‘ Μπάϋρον (Πλακέτα, 1920), Ἀντίφωνα (1931), Ἐρωτικό (1939). Μετέφρασε ἐπίσης τὶς Στροφὲς τοῦ Jean Moreas (1920). Μετὰ τὸ θάνατό του κυκλοφόρησαν Τὰ Μεσολογγίτικα (1946), μὲ ὅλα τὰ δημοσιευμένα στὶς προηγούμενες συλλογὲς μεσολογγίτικα ποιήματά του. Τὸ 1964 ὁ Γ. Βαλέτας συγκέντρωσε σὲ δυὸ τόμους τὸ σύνολο τοῦ ἔργου του, μὲ τίτλο Μαλακάσης: Ἅπαντα.
Θὰ ἀναφέρουμε ὅλες τὶς ἀμφισβητήσεις καὶ ἐπικρίσεις ποὺ διατυπώθηκαν γιὰ τὴν ποίηση τοῦ Μαλακάση ἀπὸ τότε ποὺ ἀνέβαινε τὸ ἄστρο του μέχρι καὶ σήμερα, γιὰ νὰ ἰδοῦμε ἂν εὐσταθοῦν.
Νά, πρὸ καιροῦ, ἕνας καθηγητὴς μοῦ ἔλεγε: «ἐμένα δὲν μοῦ ἀρέσει ἡ ποίηση τοῦ Μαλακάση, καίτοι δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ μίαν ἀνθολογία χωρὶς τὸν «Μπαταριᾶ» καὶ τὸν «Τάκη Πλούμα». Δηλαδὴ χωρὶς τὸν «Μπάϋρον», «Τὸ δάσος», τὸ «Μεσολογγίτικο», τὸ «Τὸ λένε τ᾿ ἀηδονάκια», τὴν «Ἀγάπη», «Τὸ τραγούδι τῆς Ἀθήνας», ἢ τὰ μικρὰ ἀφιερώματα σὲ φίλους κλπ. θὰ τὴ φαντάζονταν;
Ἡ πρώτη μεγάλη καὶ γενικὴ ἔνσταση ποὺ εἶχε διατυπωθεῖ γιὰ τὰ ποιήματά του ἦταν ἡ ἑξῆς: Δὲν εἶναι ποιητής· εἶναι τραγουδιστής. Ἐννοώντας μ᾿ αὐτὸ ὅτι δὲν χρησιμοποιεῖ φιλοσοφικὸ στοχασμό. Ὁ Μαλακάσης ὄχι μόνο τὸ δέχονταν, ἀλλὰ τὸ ὑποστήριζε: «Ἔχω τὸν τρόμο τῶν ἰδεῶν». Ἤθελε τὴν ποίηση τραγούδι. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἂν ἀπὸ τὸ ποίημα ἀφαιρέσεις τὸ αἴσθημα, δὲν εἶναι πλέον ποίημα. Ἐνῷ ἂν διαθέτει αἴσθημα καὶ ὄχι φιλοσοφικὸ στοχασμὸ δὲν παύει νὰ εἶναι ποίημα. Συναφῶς ὁ ποιητὴς ἔλεγε: «Ποίηση εἶναι μουσικὴ ποὺ παίζεται πάνω στὸ ὄργανο τῆς γλώσσας».
Γύρω στὰ 1925 ἕνας ποιητὴς καὶ μεταφραστής, ἀπὸ τοὺς πιὸ μορφωμένους νεοέλληνες, ἔγραψε: (Αὐτὸ μᾶς τὸ παράδωσε ὁ Νικόλας Κάλας), «θὰ ἔρθει ἐποχή, ποὺ οἱ στίχοι τοῦ Μαλακάση θὰ γράφονται στὸ πίσω μέρος τῶν φύλλων τοῦ ἡμερολογίου», ἐννοώντας ὅτι οἱ στίχοι του εἶναι εὐτελεῖς. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲ βγῆκε ἀληθινό. Πέρασαν πάνω ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Μαλακάσης δημοσίευσε «Τὸ δάσος» καὶ τὸ ποίημα παραμένει ἐπίκαιρο μέχρι καὶ σήμερα. Εἴτε συμβολικὰ τὸ πάρει κανεὶς εἴτε ὄχι. Γλωσσικὰ ἀρυτίδωτο. Μὲ εἰκόνες ἔξοχες. Μὲ διασκελισμοὺς θαυμάσιους.
Τὸ πήρανε-γιὰ κοίταξε
στερνὴν ἀνατριχίλα,
τὰ πεθαμένα φύλλα,
ποὺ ἀπόμειναν στὴ γῆς.
Ἄλλος κριτικὸς ἰσχυρίστηκε γιὰ τὸν Μαλακάση ὅτι εἶναι «ὁ Δροσίνης ποὺ πάει νὰ γίνει Γρυπάρης». Οὔτε Δροσίνης ἦταν οὔτε Γρυπάρης πήγαινε νὰ γίνει. Διότι ὁ Δροσίνης εἶναι ἁπλοϊκός, εὐκολοχώνευτος, τελειώνεις γρήγορα μαζί του. Τὰ μόνα ποιήματα ποὺ μοῦ ἔμειναν εἶναι τὸ «Χῶμα ἑλληνικό» καὶ τὸ «Χειμώνανθος». Θυμηθεῖτε τὸ ποίημα τοῦ Μαλακάση, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὅσα προμνημόνευσα, μὲ τίτλο «Στὸν ἀέρα καὶ στὴ βροχή»:
Φθινόπωρο στολίστηκες νεκρὸ κι ὡραῖο ἀπὸ προχθὲς
μὲ τὸ παλιὸ βενέτικο χρυσάφι.
Καὶ νά, οἱ βοριάδες οἱ πικροί σου γίνονται τραγουδιστὲς
καὶ τὰ νερὰ τὰ πένθιμα ζωγράφοι.
Τὴ σύζευξη «νεκρὸ καὶ ὡραῖο», τέτοιου εἴδους σύζευξη, δὲ θὰ βρεῖτε ποτὲ στὸν Δροσίνη. Ὁ Γρυπάρης πάλι ἔχει κάτι τὸ φιλολογικό. Αὐτὸ ἴσως δὲν ἔχει παρατηρηθεῖ μέχρι σήμερα. Ἂν ἐξαιρέσει κανεὶς τέσσερα-πέντε ποιήματά του θαυμαστῆς ἁπλότητας ὅπως ὁ «Θάνατος» καὶ ὁ «Ὕπνος», βλέπει ὅτι χρησιμοποιεῖ συχνότατα σύνθετα οὐσιαστικὰ καὶ σύνθετα ἐπίθετα καμωμένα μάλιστα ἀπὸ τὸν ἴδιο. Αὐτὸ εἶναι ποὺ τοῦ προσδίδει φιλολογικότητα: Μυριοθορυβούμενος, μοσχομπάτης, χαϊδογαργαλίσματα, γλυκοπίπερος, ἀπόψηλος, ποθοπλάνταχτος. Ὁ Καβάφης τὸν εἰρωνεύονταν: «Τὰ τρίκλωνα καὶ ξέκλωνα τοῦ Γρυπάρη». Θυμοῦμαι ὅτι μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση, ἀλλὰ μόνο πρὸς στιγμήν, ὅταν στὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ «Κόκκινου βράχου» τοῦ Ξενόπουλου, διάβασα, ἔφηβος, ὡς μότο τοὺς στίχους τοῦ Γρυπάρη:
Ἔλα ἐκλεχτέ, σφιχτοπερίπλοκέ μου
Ροδέμνοστε καὶ παγκαλλόμορφέ μου
Ὁ Μαλακάσης στὰ πλεῖστα ἀπὸ τὰ ποιήματά του ἀπέφυγε τὴ φιλολογικότητα.
Ἄλλη ἔνσταση, ἀρκετὰ διαδεδομένη, ἦταν ἡ ἑξῆς: Εἶναι ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν Moreas. Ἐννοοῦσαν, βέβαια, τὸν Moreas τῶν «Stances». Δὲν εἶδα ὅμως ποτὲ καὶ ἕνα μελέτημα ἢ μία διδακτορικὴ διατριβὴ ποὺ νὰ τεκμηριώνει αὐτὴ τὴν ἄποψη. Εἰδικότερη ἐπίδραση, δηλ. ὁμοιότητα στίχων καὶ ἐκφράσεων, δὲν βρῆκα. Καὶ συμφωνῶ μὲ αὐτὸ ποὺ ἔγραψε ὁ κριτικὸς καὶ ἐπιμελητὴς τῶν Ἁπάντων τοῦ Μαλακάση Γεώργιος Βαλέτας: «Πῆρε ἀπὸ τὸν Moreas τὴ νεοκλασσικὴ ρωμανικὴ γραμμή». Θέλω νὰ ὑπογραμμίσω καὶ τὸ ἑξῆς: Στὰ Μεσολογγίτικα ποιήματά του, στὸ «Δάσος», στὰ ἀφιερώματα ποὺ ἔκανε σὲ πολλοὺς δὲν φαίνεται ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν Moreas.
Τὰ ἀφιερώματα ποὺ προανέφερα εἶναι ἐκλεκτὰ ποιήματα. Οἱ τελευταῖοι ποὺ ἔγραψαν τέτοια ποιήματα ἦταν ὁ Παλαμᾶς, ὁ Σικελιανός, καὶ ὁ Μαλακάσης. Μετὰ δὲν ξαναγράφτηκαν. Ἔγραψε καὶ ὁ Ρίτσος πολλὰ γιὰ πολλοὺς (ποιητές, πολιτικούς, ἀρχηγούς) ἀλλὰ χωρὶς ἰδιαίτερη ἐπιτυχία. Τελευταῖα ἐκδόθηκε ὀγκωδέστατη ἀνθολογία ἀπὸ τὴν κ. Χρύσα Προκοπάκη, ἀλλὰ κι αὐτὰ τὰ λίγα ποὺ τοῦ ἀνθολόγησε γιὰ τὸν Καβάφη, εἶναι χωρὶς πνοή.
Ὁ Μαλακάσης μὲ τὰ λιγόστιχα ἀφιερώματα ἔδωσε στίχους συγκινητικότατους. Ἂς παραθέσω μερικά:
Στὸν κῆπο Του, νοσταλγικὴ ψυχή μου, ὅποτε μπαίνεις,
μὲς σὲ δρομάκια ἀχνόφωτα, ὅπου εὐωδοῦν νωπά,
σὲ παίρνει τὸ Παράπονο τῆς Νέας του Πεθαμένης,
κι ὁ κόσμος τῶν ὀνείρων του, ποὺ πάσχει κι ἀγαπᾷ.
Γύρω ἀπὸ κάποιο πράσινο κλωνί, ποὺ θὰ σὲ στέψει
-μ᾿ ὅλο ποὺ σὲ πολυκαιρνὴ ψυχρότη ἀποξενέψαμε-
σοῦ πλέκω μὲ βαρειὰ καρδιὰ καὶ πικραμένη σκέψη
τὰ ρόδα μιᾶς τριανταφυλλιᾶς, ποὺ νέοι μαζὶ φυτέψαμε.
Μνήμη ἱερή! Ὅσον ὁ θάνατος μὲ τὴ ζωὴ παλεύει,
τόξο λαμπρὸ σελάγιζε στὸν ἀξεθύμαστο οὐρανό.
Ψηλότερα, στὸν ἕβδομο, κανένας δὲ θ᾿ ἀνέβῃ.
Παρὰ ὅποιος, ἀπαρόμοιαστος, χάρισμα θεϊκό,
τὸ στοχασμό του πρόσφερε σὲ θαυμασμὸ καὶ χλεύη
καὶ τὸ αἷμα του γιὰ δύστυχων ἀνθρώπων λυτρωμό.
Ὁ κάθε στοχασμός σου
ᾀσμάτων ᾆσμα
Στὸν κόσμο τὸ δικό σου
κόσμος τὸ κάθε πλάσμα.
Ὁ Μαλακάσης, ἂν εἶχε ζήσει σὲ μεταγενέστερα χρόνια, θὰ ἦταν μάγος τοῦ ἐλεύθερου στίχου, δηλαδὴ τοῦ στίχου χωρὶς μέτρο καὶ ρίμα. Γιατί ἔγραψε καὶ ποιήματα χωρὶς μέτρο. Ἂς θυμηθοῦμε π.χ. τὸ τραγούδι του: «Ἀνοιξιάτικη μπόρα» ποὺ ἀρχίζει μὲ τοὺς στίχους:
Βαριές, πλατιές, οἱ στάλες
πέφτουν οἱ μεγάλες
τῆς βροχῆς,
κι ἀριές.
Θὰ ἔβαζε ἐσωτερικὲς ρίμες, ποὺ εἶναι λιγότερο χτυπητές, καὶ δημιουργοῦν μεγαλύτερη μουσικὴ ποικιλία.
Τέλος, ἐπανέρχομαι στὸ ποίημα «Τὸ Δάσος» γιὰ νὰ πῶ τοῦτο: Ὁ Valery εἶχε γράψει ὅτι «τὸν πρῶτο στίχο μας τὸν δίνουν οἱ θεοί». Τοὺς ἄλλους, δηλαδή, «ὁ καιρὸς καὶ ὁ κόπος», ὅπως εἶπε ὁ Σολωμός. Λοιπόν, στὸ ποίημα αὐτὸ ὅλους τους στίχους, τοὺς ἔδωσαν στὸν Μαλακάση οἱ θεοί. Γιατὶ αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα τὸ ἔγραψε σὲ ἡλικία εἰκοσιπέντε ἐτῶν, δηλ. γύρω στὸ 1895, τότε ποὺ εἶχε πίσω του μόνο τὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ τὸν Σολωμὸ καὶ ὁ καθαρευουσιανισμὸς ζοῦσε ἀκόμα. Κι ὅμως· ὁ ποιητὴς ἔγραψε αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα, σὰ νὰ εἶχε κατακτήσει τὴν Τέχνη, τὴν τέχνη του καὶ κυριαρχήσει στὸ γλωσσικὸ ὄργανο. Φτασμένος, γιὰ μία στιγμή, πολὺ ψηλά.
Νέα Ἑστία, τόμ. ΛΓ´, ἔτος ΙΖ´, τεύχ. 384, 1η Ἰουνίου 1943. Ἑλληνικὴ Δημιουργία, τόμος 9, τεύχ. 95, 15 Ἰανουαρίου 1952.
Ρουμελιώτικο Ἡμερολόγιο, «Ὁ Μπαταριᾶς τοῦ Μαλακάση», ἔτος Α´, ἐπιμέλεια Δ. Χ. Σταμέλου, Ἀθήνα 1957, σ.85-92.
Ἄγρας Τέλλος, Κριτικά, τόμ. Β´, Φιλολογικὴ ἐπιμέλεια: Κώστα Στεργιόπουλου, ἔκδ. Ἑρμῆς, Ἀθῆναι 1981.
Ἀθανασιάδης-Νόβας Θεμιστοκλῆς, Ἥρωες, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», Ἀθῆναι 1969.
Βάρναλης Κώστας, Αἰσθητικά-Κριτικά, τόμ. Β´, ἔκδ. Κέδρος, Ἀθῆναι 1958.
Γιάκος Δημήτριος, Λυρικοὶ τῆς Ρούμελης, Ἀθῆναι 1958.
Θρῦλος Ἄλκης, Κριτικὲς Μελέτες, ΙΙΙ, ἐκδοτικὸς οἶκος Μ.Σ. Σαριβαξεβάνη, Ἀθῆναι 1925.
Καραντώνης Ἀνδρέας, Ἀπὸ τὸν Σολωμὸ ὡς τὸ Μυριβήλη: Λογοτεχνικὰ μελετήματα, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», Ἀθῆναι 1969.
Καραντώνης Ἀνδρέας, Ποιητικὰ (Κριτικὰ Κείμενα), ἔκδ. «Νικόδημος», Ἀθῆναι 1977.
Καραντώνης Ἀνδρέας, Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία. Φυσιογνωμίες, τόμ. Α´-Β´, Γ´ ἔκδοση. Συμπληρωμένη μὲ νέες φυσιογνωμίες καὶ βιογραφικά, ἔκδ. Δήμ. Ν. Παπαδήμα, Ἀθῆναι 1977.
Καρρᾶς Στάθης, Λογοτεχνικὰ πορτραῖτα, ἔκδ. Τὸ ἑλληνικὸ βιβλίο, Ἀθήνα 1967.
Κουλούρης Χρῆστος Ν., Ἀλησμόνητοι καὶ λησμονημένοι: Κριτικὰ Δοκίμια, ἔκδ. Δίφρος, Ἀθήνα 1960.
Κράνης Δημ., «Μιλτιάδης Μαλακάσης 1869-1943: ὁ Ἄνθρωπος καὶ τὸ ἔργο του», περ. Στερεοελλαδικὴ Ἑστία, ἔτος Α´, Ὀκτ.- Δέκ. 1960, τεῦχ. 5-6, σ. 336.
Κώνστας Κ. Σ., Ἅπαντα: Ὅσα βρέθηκαν φιλολογικὰ κείμενα δημοσιευμένα ἀπὸ 1η Αὐγούστου 1947 ὡς 1η Μαρτίου 1967, ἔκδ. Μαυρίδη, Ἀθῆναι 1991.
Κώνστας Κ. Σ., Ἅπαντα: Ὅσα βρέθηκαν φιλολογικὰ κείμενα δημοσιευμένα ἀπὸ 1η Μαρτίου 1968 ὡς 31η Σεπτεμβρίου 1978, τόμ. ΣΤ´, ἔκδ. Μαυρίδη, Ἀθῆναι 1994.
Λουντέμης Μενέλαος, Ὁ Λυράρης Μιλτιάδης Μαλακάσης, Δ´ ἔκδοση, ἔκδ. Δωρικός, Ἀθήνα 1977.
Παναγιωτόπουλος Ἰ. Μ., Τὰ πρόσωπα καὶ τὰ κείμενα, τόμ. Ε´, ἔκδ. Ἀετός, Ἀθῆναι 1949.
Παράσχος Κλέων Β., Δέκα Ἕλληνες Λυρικοί, Ἀθῆναι 1937, Β´ ἔκδοση, ἔκδ. Φέξη, Ἀθῆναι 1962.
Πετρονικολὸς Κώστας Α., Οἱ πέντε κορυφαῖοι της Μεσολογγίτικης Σχολῆς: Σπυρίδων Τρικούπης, Κωστῆς Παλαμᾶς, Γεώργιος Δροσίνης, Μίλτος Μαλακάσης, Ἀντώνης Τραυλαντώνης, ἔκδ. Σείριος, Ἀθῆναι 1974.
Πολίτης Θ. Μ., «Μίλτος Μαλακάσης: Ἀφιέρωμα στὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μεσολογγίτη ποιητῆ», πέρ. Ἐπίκαιρα Αἰτωλοακαρνανίας, τεύχ. 45, Μάϊος 1999, σ. 24.
Πολίτης Θ. Μ., Κωστὴς Παλαμᾶς- Κ. Χατζόπουλος- Μίλτος Μαλακάσης: τρεῖς ραδιοφωνικὲς εἰδικὲς ὁμιλίες ἀπὸ τὴν ἐκπομπὴ «Λογοτεχνικὰ περιθώρια» τοῦ Ρ/Σ Ἱ. Π. Μεσολογγίου, Ἀθῆναι 1983.
Σιμόπουλος Ἠλίας, Ἐπαφὲς καὶ προσεγγίσεις, ἔκδ. Θουκυδίδης, Ἀθῆναι 1981.
Σταμέλος Δημήτρης, Νεοέλληνες: πνευματικὲς καὶ καλλιτεχνικὲς φυσιογνωμίες τοῦ 19ου καὶ 20ου αἰῶνα, Ἀθῆναι 1968.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ», τοῦ δημοσιογράφου-συγγραφέα Β. Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ
Βέρος Μεσολογγίτης, ποὺ ἀγαποῦσε μὲ πάθος τὸν ἱερὸ αὐτὸν τόπο. Οἱ πρόγονοι τοῦ Μαλακάση (Μαλακάσας ἦταν τὸ ὄνομά του, τὸ ὁποῖο ἄλλαξε ὅταν ἔφτασε στὴν Ἀθήνα) κατεβήκανε ἀπὸ τὴν Πίνδο στὸ Μεσολόγγι, πολλὰ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ἀσχοληθήκανε ὅλοι με τὸν ἐθνικὸ ξεσηκωμὸ καὶ ὁ παππούς του, ὁ Χαράλαμπος, ὑπῆρξε ἄνθρωπος τοῦ Ἀλέξανδρου Μαυροκορδάτου, τὸν ὁποῖο πίστευε καὶ ἐκτιμοῦσε. Ἤτανε πολιτάρχης καὶ πυροβολητὴς στὴ διάρκεια τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου. Ὁ πατέρας του ἦταν στρατιωτικὸς καὶ μετὰ τὸν ἀγῶνα ἀφοσιώθηκε στὴν καλλιέργεια τῶν κτημάτων του, στὸ Γαλατᾶ Μεσολογγίου.
Ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης ἤτανε μοναχογιὸς ἀνάμεσα σὲ τρεῖς ἀδερφές. Ἡ οἰκογένεια εἶχε ἀδυναμία στὸ ἀγόρι, ποὺ τὸ παραχαϊδεύανε. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἄρχισε νὰ γράφει ποιήματα, ἀλλὰ εἶχε ἐπιδόσεις καὶ στὸ εὐθυμογράφημα καὶ στὸ ρομαντικὸ πεζοτράγουδο. Ὡς μαθητὴς τοῦ γυμνασίου δὲν ἤτανε καὶ πολὺ καλός, ἔχασε μάλιστα καὶ χρονιές. Γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὶς γυμνασιακές του σπουδὲς στάλθηκε στὴν Ἀθήνα, ποὺ ἦρθε τὸ 1885, γιὰ νὰ καταφέρει νὰ πάρει τὸ πολυπόθητο ἀπολυτήριο. Στὴν Ἀθήνα βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ γνωριστεῖ μὲ φιλολογικοὺς κύκλους καὶ νὰ συνεργαστεῖ μὲ τὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις», ποὺ εἶχε ἔντονη φιλολογικὴ ὕλη καὶ τὰ περιοδικὰ «Διόνυσος», «Παναθήναια» καὶ τὸ «Περιοδικό μας». Γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν (1888-1896) τὴν ὁποία δὲν τέλειωσε. Στὰ φοιτητικά του χρόνια ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης μετέχει σὲ ὅλες τὶς μποέμικες νεανικὲς ἐκδηλώσεις καὶ τρέλες.
Τὸ πρῶτο ποίημα, διηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς σὲ συνέντευξή του στὴν Εἰρήνη Ἀθηναία τὸ 1930, τὸ ἔγραψε μικρὸ παιδί, ὡς δεκατεσσάρων χρόνων:
«Ἐπέρασα μιὰ μέρα τὸ ποτάμι αὐτὸ καβάλλα, ἀνάμεσα σὲ περάτες, οἱ ὁποῖοι μὲ βοηθοῦσαν. Τὸ πανόραμα ἑνὸς ἐξαγριωμένου ποταμοῦ, ποὺ μὲ τοὺς ἀφροὺς τοῦ ἐσχημάτιζε θεία λουλούδια μίλησε τόσο ἀποκαλυπτικὰ μέσα μου, ποὺ ὅταν βρέθηκα ὕστερα στὸ σπίτι μου, ἔγραφα χωρὶς νὰ ξέρω καὶ ῾γὼ πῶς, ἕνα ἐλεγεῖο σὲ μιὰ παιδίσκη. Θυμᾶμαι καὶ μερικοὺς στίχους ἀπὸ αὐτὸ τὸ ποίημα, ποὺ ἄρχιζε ἔτσι:
«Μ᾿ ἀρέσει ν᾿ ἀνοίγω – τὸ γράμμα σου ἐκεῖνο – τὰ δάκρυα νὰ χύνω – σὲ κάθε γραμμὴ – καὶ κεῖ καρφωμένος – μὲ μάτια σκυμμένα – νὰ βλέπω ἐσένα – ἀκόμη θερμή.
»…Ἔγραψα, συνεχίζει ὁ Μ. Μαλακάσης, καὶ στὴν καθαρεύουσα ποιήματα. Ἕνα ἐλεγεῖο ποὺ τὸ ἀπήγγειλα μάλιστα στὸ νεκρὸ τοῦ ἀπόγονου τοῦ μεγάλου Καψάλη». Ὁ Παλαμᾶς, στὸν ὁποῖον, ἀργότερα, πειράζοντάς τον, τοῦ ὑπενθύμισα τοὺς στίχους του στὴν καθαρεύουσα, μοῦ ἔλεγε, ἀνταποδίδοντάς μου τὸ πείραγμα:
- Πρόσεχε, γιατί τὸ ποίημά σου στὸν Καψάλη τὸ ἔχω ἐδῶ!».
Τὸ 1897 γνωρίζεται μὲ τὸ διάσημο Ἑλληνογάλλο ποιητὴ Ζὰν Μωρεάς, ποὺ εἶχε ἔρθει στὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ λάβει μέρος στὶς πολεμικὲς ἐκστρατεῖες. Οἱ δυὸ ἄντρες συνδέονται στενὰ καὶ ὁ Μαλακάσης ἀναγνωρίζει ὡς δάσκαλό του τὸν Μωρεάς. Τὸ 1908 ὁ Μ.Μ. νυμφεύεται τὴν Ἐλίζα Δεληγιώργη, τρίτη κόρη τοῦ Ἐπαμεινώνδα Δεληγιώργη, τέσσερις φορὲς Πρωθυπουργοῦ, ποὺ τὸν καθιστᾷ ἐξάδελφο ἐξ ἀγχιστείας μὲ τὸν Ζὰν Μωρεάς. Ὁ σύνδεσμός του μὲ τὸν Μωρεὰς τὸν φέρνει στὸ Παρίσι, ὅπου ζεῖ ἀπὸ τὸ 1909 ὡς τὸ 1915. Ἀπὸ τὸ Παρίσι ταξιδεύει στὴ Γερμανία καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὸ Παρίσι μπαίνει στὰ φιλολογικὰ σαλόνια καὶ τὰ καφενεῖα, ποὺ ἀνθοῦν ἐκείνη τῶν περίοδο.
Τὸ 1924 τιμήθηκε μὲ τὸ Ἐθνικὸ Ἀριστεῖο Γραμμάτων. Ἀπὸ τὸ 1917 ὡς τὸ 1935 καὶ ἀπὸ τὸ 1936 ὡς τὸ 1937 διηύθυνε τὴ Βιβλιοθήκη τῆς Βουλῆς. Διετέλεσε καὶ πρόεδρος τῆς Ἑταιρείας Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν.
Ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης πέθανε στὶς 27 Ἰανουαρίου 1943 στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμός», ὅπου λίγες ἡμέρες νωρίτερα εἶχε φύγει ὁ συμπατριώτης του λογοτέχνης Ἀντώνης Τραυλαντώνης. Ἐνδιαφέρον παρουσιάζουνε τὰ ποιήματα ποὺ δημοσιευθήκανε μὲ τὸ γενικὸ τίτλο «Μεσολογγίτικα». Τὰ ποιήματα αὐτὰ κινήσανε τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ λογοτεχνικοῦ κόσμου καὶ σῴζονται γράμματα πρὸς τὸν Μιλτιάδη Μαλακάση, ποὺ τὸν συγχαίρουνε καὶ τὸν ἐπαινοῦν. Μεταξὺ αὐτῶν ὁ Κ.Π. Καβάφης καὶ ὁ Νίκος Καζαντζάκης.
Ὁ Κ.Π. Καβάφης τοῦ γράφει:
«Ἀγαπητὲ μαίτρ,
(…) Φιλία κ᾿ ἐκτίμησις ἀπὸ σᾶς πολὺ μὲ συγκινοῦν.
Εἶμαι θαυμαστὴς τοῦ ἔργου σάς. Ἀπὸ τὲς ἀρχὲς τοῦ σταδίου σας μὲ ἄρεσεν ἡ ποίησίς σας. Τώρα ποὺ σᾶς γράφω –ποὺ πρώτη φορὰ ἐπικοινωνῶ κατευθείαν μαζύ σας- ζωντανεύουν μέρες παληές. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1903 –ὅταν ἤμουν στὰς Ἀθήνας-. Τότε εἶχαν βγεῖ ἡ «Ὧρες»: καὶ διάβαζα τοὺς λεπτούς, τοὺς ἔμορφους στίχους των. Μ᾿ ἔρχονται στὸ νοῦ κάτι χαριτωμένες περικοπὲς ἑνὸς ἄρθρου ποὺ εἶχε γράψει τότε γιὰ σᾶς ὁ Νιρβάνας, καὶ μία πολὺ συμπαθητικὴ φωτογραφία σας ποὺ ἐτύπωσαν τὰ «Παναθήναια».
Ἔκτοτε πέρασαν πολλὰ χρόνια, γράψατε ἄλλα ὡραῖα ποιήματα, γράψατε τὸ θαυμάσιο «Μπαταριᾶ», τὸν θαυμάσιο «Τάκη Πλούμα», τὸν θαυμάσιο «Μπάϋρον» κι αὔξησεν ἡ ἀγάπη μου πρὸς τὴν ποίησί σας.
Τὸ ἔργο σας ἐπιβάλλεται μονάχο του. Δὲν ἔχει καμιὰν ἀνάγκη ἀπὸ μένα. Ἀλλὰ ἁπλῶς γιὰ εὐχαρίστησι δική μου, ἀπὸ χρόνια εἶναι ποὺ μιλῶ συχνά, πολὺ συχνά, - πρὸ πάντων στοὺς νεώτερους – γιὰ τὴν ὑπέροχη συμβολὴ σὰς στὴν νεοελληνικὴ Τέχνη.
Ἀγαπητὲ μαίτρ, σὰς εὐχαριστῶ γιὰ τὸ γράμμα σάς.
Ὁ φίλος σας,
Κ.Π. Καβάφης».
Καὶ ὁ Νίκος Καζαντζάκης ὅταν βρισκότανε στὸ Παρίσι, στέλνει ἐπιστολὴ στὸν Μιλτιάδη Μαλακάση, γιομάτο νοσταλγία. Τοῦ γράφει:
«Στὸ Παρίσι ξαφνικὰ θυμήθηκα τὸ Μπαταριᾶ σας, τὸν Τάκη Πλούμα, λαχτάρισα πάλι τὴν Ἑλλάδα, σιχάθηκα τὴ Φραγκιά. Σᾶς εὐχαριστῶ, σᾶς εὐγνωμονῶ γιατὶ γράψατε τὰ τραγούδια αὐτά».
Ὁ Μιχ. Περάνθης σημειώνει γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Μιλτιάδη Μαλακάση:
«Ἡ γνησιότητα τοῦ λυρισμοῦ του διατηρεῖ ὡς σήμερα τὴν εὐμενῆ της ἀπήχηση, ποὺ κάνει τὸν Μαλακάση ἀγαπημένο τῶν φίλων τῆς ποίησης. Γιατὶ τὰ λυρικά του νοήματα δίνονταν σὲ μία λαγαρὴ ἀποκρυστάλλωση, συνδυασμένη μ᾿ ἕναν τόνο τραγουδιστικό. Ὁ οἶστρος του εἶναι εἰλικρινὴς καὶ ἀβίαστος, ἡ συναισθηματική του προσπάθεια εὐγενικὴ καὶ ἡ μελαγχολική του διάθεση ἐναλλάσσεται μὲ τὸν ξέχειλο αὐθορμητισμὸ ἑνὸς φιλόγελου, ποὺ συλλαμβάνει νότες ζωγραφικῆς εὐθυμίας καὶ ρωμέικων καημῶν».
Ὁ Μαλακάσης ἀνήκει σὲ μία ποιητικὴ γενιά, ἡ ὁποία, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἀποκαλεῖται πρώτη μεταπαλαμική, ἐντούτοις ἀποκλίνει αἰσθητὰ ἀπὸ τὴν παλαμικὴ παράδοση, ὄχι τόσο μορφολογικὰ ὅσο ὡς πρὸς τὴ θεματική της, καὶ ἡ ὁποία καθρεφτίζει μία νέα ἄποψη γιὰ τὸ ρόλο τοῦ ποιητῆ καὶ τὸ ἔργο του. Ἡ χορεία τῶν ποιητῶν ποὺ τὴν ἀπαρτίζουν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὰ ἐθνικοϊστορικὰ καὶ πολιτισμικὰ θέματα καὶ στρέφεται στὸν ἰδιωτικὸ κόσμο τοῦ ἀτόμου. Ὁ ποιητικός της λόγος, σὲ γενικὲς γραμμές, στρέφεται στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀτόμου κι ἀπὸ κεῖ ἀντλεῖ στοιχεῖα μὲ τὰ ὁποῖα διαμορφώνει μία ποιητικὴ μὲ ἐλάσσονες τόνους, ὅπου ἐπιβιώνουν ἐπιδράσεις ἀπὸ τὸ ρομαντισμό, τὸν παρνασσισμό, τὴ σολωμικὴ ποίηση, συγχωνευμένες κάτω ἀπὸ τὴν καταλυτικὴ καὶ ἰσχυρὴ ἐπίδραση τοῦ ρεύματος τοῦ συμβολισμοῦ.
Τὸ λογοτεχνικὸ καὶ εὐρύτερα πνευματικὸ αὐτὸ ρεῦμα τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰῶνα ἀναζητᾷ τὸ νόημα τῆς βαθύτερης ἐσωτερικῆς ζωῆς, τὸ μυστήριο πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα, τὶς ἀντιστοιχίες ἀνάμεσα στὸν ἐξωτερικὸ καὶ στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο. Ὁ συμβολισμὸς ἄνθησε ἰδιαίτερα στὴ Γαλλία, ὅπου τὸ ἔδαφος τὸ προετοίμασαν οἱ ἀποκαλούμενοι ποιητές της παρακμῆς. Ἀπομάκρυνε τὴν τέχνη ἀπὸ κοινωνικὲς καὶ ἰδεολογικὲς σκοπιμότητες καὶ τῆς ἔδωσε τὴν αὐτονομία της, ἀφοῦ τὴν ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν περιγραφικὴ ρητορεία, τὸ διδακτισμὸ καὶ τὸ διανοητισμό. Σύμφωνα μὲ τὸ αἰσθητικὸ ἰδεῶδες τοῦ συμβολισμοῦ, ἡ ποίηση προσκολλᾶται στὰ σύμβολα (ποὺ θεωροῦνται ὅτι ἀποκαλύπτουν κρυμμένες ἀλήθειες), στὸ ἀόριστο, στὴν σκοτεινότητα καὶ καλλιεργεῖ ὡς βασικὰ θέματα τὴ νοσταλγία τοῦ παρελθόντος, τὴ μελαγχολία, τὴν παρακμή, τὸ λυκόφως, τοὺς λαϊκοὺς καὶ θρησκευτικοὺς μύθους, τὴν ἠχοποιία, ἀκόμα καὶ τὸ μυστικισμό.
Ὁ συμβολισμὸς ἐπέφερε σημαντικὲς ἐκφραστικὲς καινοτομίες (ὅπως, ἡ δημιουργία νέων λέξεων, ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὶς αὐστηρὲς στιχουργικὲς φόρμες), οἱ ὁποῖες ἀπορρέουν ἀπὸ τὸν ὁρισμὸ τῆς ποίησης ὡς τραγούδι, καὶ τὴν πίστη στὴ δύναμη τῆς γλώσσας νὰ δημιουργεῖ τὴ δική της πραγματικότητα.
Ἡ ἐπίδραση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ συμβολισμοῦ, ἰδιαίτερα αἰσθητὴ σὲ ὁρισμένους ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ποιητές, τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν προγενέστερα ἐκφρασμένο ρομαντισμὸ (αὐτὸν τῆς τεχνητῆς αἰσθηματολογίας στὴν καθαρευουσιάνικη ἑλληνικὴ ἐκδοχή του), τὸ νατουραλισμό, τὸν κλασικισμό, τὴ λογιότητα, τὴ στατικότητα καὶ τὰ ἰδανικὰ ἀντικειμενικότητας τοῦ παρνασσισμοῦ. Στὴν ποίησή τους ἀντανακλᾶται μία νέα κοσμοαντίληψη (μὲ τὴν ἀποτύπωσή της στὴ θεματικὴ καὶ στὴ μορφολογία τῶν ποιημάτων), ἡ ὁποία, ἀντὶ νὰ στηρίζεται στὴ διάκριση τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀπὸ τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο, προχωρᾷ σὲ συγκερασμό τους, στὴ βάση ἑνὸς ἄκρατου, πολλὲς φορές, ὑποκειμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος γίνεται τὸ σταθερὸ ὑπόβαθρο τῆς νέας ποιητικῆς. Σχεδὸν σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ποιητὲς (σὲ μικρότερο ἢ μεγαλύτερο βαθμό) παρατηροῦμε νὰ παρελαύνουν, μὲ τὶς ἀτομικὲς παραλλαγές τους, τὰ θέματα, τὰ μοτίβα καὶ οἱ ποιητικοὶ τρόποι τοῦ συμβολισμοῦ. Ἔτσι, στὴ θέση τῆς ἀντικειμενικῆς παρατήρησης τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου, μέσῳ μιᾶς ποιητικῆς γλώσσας, προικισμένης μὲ ἀναπαραστατικότητα καὶ ἐνάργεια (ἰδανικὸ τοῦ ρεαλισμοῦ καὶ τοῦ παρνασσισμοῦ), συναντᾶμε μία γλωσσικὴ ἔκφραση ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἄμεση ἀναφορικότητά της καὶ προσφεύγει στὸν ὑπαινιγμό, στὴν ὑποβολή, μὲ στόχο τὴ μεταβίβαση μιᾶς ἀτμόσφαιρας συχνὰ ἀκαθόριστης καὶ ἀπροσδιόριστης, σύμφωνα μὲ διανοητικοὺς ὅρους πρόσληψης. Ἡ συγκρότηση αὐτῆς τῆς ἀτμόσφαιρας ἐπιτυγχάνεται χάρη στὴν ἀξιοποίηση στὸ ἔπακρο τῆς συνυποδηλωτικῆς λειτουργίας τῆς γλώσσας, ἡ ὁποία ἐμπλέκει ὄχι μόνο τὸ σημασιακὸ-συνειρμικό, ἀλλὰ καὶ τὸ ἠχητικὸ δυναμικό της, στὸ ὁποῖο οἱ συμβολιστὲς ἐνσκήπτουν ἰδιαίτερα, προκειμένου νὰ δώσουν στὴν ἔκφρασή τους μουσικὴ διάσταση.
Ἀναλυτικότερα, ἡ συμβολιστικὴ γλῶσσα, ἀντὶ νὰ κατονομάζει τὴν πραγματικότητα, τὴν ὑποβάλλει, τὴ διαθλᾷ καὶ τὴ μεταβιβάζει στὸν ἀναγνώστη ὡς ἀντανάκλαση μιᾶς ἐσωτερικῆς ὑποκειμενικῆς πραγματικότητας. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρῖσμα, ὁ συμβολιστικὸς λόγος συνιστᾷ, σὲ κάποιο βαθμό, ἕνα πρῶτο βῆμα πρὸς τὸ μοντερνισμό, καθὼς πριμοδοτεῖ τὸ ὑποκείμενο ἔναντι τοῦ ἀντικειμένου καὶ ἀξιοποιεῖ τὴν πολυσημικὴ διάσταση τῆς γλώσσας, τόσο σὲ σημασιακὸ ὅσο καὶ σὲ μορφολογικό-ἠχητικὸ ἐπίπεδο. Αὐτὲς οἱ αἰσθητικὲς ἀρχές, ποὺ ἀντιστοιχοῦν σὲ μία ἐπανάσταση τῆς ποιητικῆς εὐαισθησίας, ἡ ὁποία ξεκίνησε μὲ τὸ ρομαντισμό, ὁδήγησαν ὁρισμένους συμβολιστὲς σὲ ἀπομακρυσμένες ἀπὸ τὸ ρεαλισμὸ ἐκφράσεις καὶ λεκτικοὺς συνδυασμούς, ἡ τόλμη τῶν ὁποίων προαναγγέλλει τὴ νεωτερικότητα.
Στὸ Μαλακάση συναντᾶμε τέτοιους τολμηρούς, καὶ ὄχι οἰκείους, γιὰ τὴν ἐποχή του, συνδυασμούς:
Ἕνα καράβι πνίγεται
Μέσα σὲ πύρινο αἷμα
ἢ
ὑγρὴ φωτιὰ
ἢ
Τὰ δίχτυα ἂς τρίζουν μοναχὰ τῶν ἀραχνῶν
ἢ
Κι ὅταν τὸ σπίτι, στὰ θλιμμένα
Μεσάνυχτα, σιωπὴ γιομάτη
Πλέει στὸ σκοτάδι, ἀπάνω κάτω.
Ἡ ἀναπαραστατικότητα ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴ συμβολικὴ ὑποκατάσταση καὶ δημιουργεῖται ἕνας γλωσσικὸς κώδικας -συχνὰ κρυπτογραφικός- ὁ ὁποῖος στηρίζεται σὲ ἀντικείμενα-εἰκόνες μὲ συμβολικὲς διαστάσεις, ὄχι ὡς φορεῖς μηνυμάτων, ποὺ ἀπευθύνονται στὴ διάνοια, ἀλλὰ ὡς φορεῖς ἐντυπώσεων, ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἐνορατικὴ σύλληψη καὶ στὴ διαισθητικότητα. Ἡ τέχνη ἀπομακρύνεται ἀπὸ ὠφελιμιστικούς, διδακτικοὺς ἢ ἠθικοπλαστικοὺς σκοπούς, καὶ προσανατολίζεται πρὸς τὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτό, χτίζοντας, μέσα στὸ συλλογικὰ διαμορφωμένο σῶμα τῆς γλώσσας, μιὰ εἰδικὴ γλῶσσα, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται στὴν ὑποκειμενικότητα τοῦ γράφοντος καὶ τοῦ ἀναγνώστη. Ὁ προσανατολισμὸς αὐτὸς τῆς ποιητικῆς γλώσσας ἐνσαρκώνει τὸ δόγμα ἡ τέχνη γιὰ τὴν τέχνη, στὸ ὁποῖο ἦταν ἄλλωστε προσηλωμένοι καὶ οἱ παρνασσιστὲς καὶ οἱ παρακμιακοί, ἀλλὰ τὸ προεκτείνει ἀκόμη περισσότερο: ὄχι μόνο ὡς μορφολογικὴ ἐπεξεργασία καὶ τελειότητα τοῦ στίχου, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀνεξαρτησία ἀπὸ τοὺς καταναγκασμοὺς τοῦ πραγματικοῦ καὶ τῆς ρεαλιστικῆς ἀναπαραστατικότητας. Στὸν προσανατολισμὸ αὐτὸ ὀφείλεται καὶ τὸ χαρακτηριστικὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἑρμητισμοῦ, ποὺ παρατηρήθηκε στὸ συμβολισμό. Στὸ πρῶτο μανιφέστο ποὺ γράφτηκε ἀπὸ τὸν Jean Moreas (1856-1910) στὴ γαλλικὴ ἐφημερίδα Figaro, στὶς 18 Σεπτεμβρίου 1866, σὲ σύνοψη, διαβάζουμε αὐτὲς τὶς αἰσθητικὲς ἀρχές: «Ἐχθρὸς τοῦ διδακτικοῦ, τοῦ πομπώδους, τῆς ψευδοευαισθησίας καὶ τῆς ἀντικειμενικῆς περιγραφῆς, ἡ συμβολιστικὴ ποίηση ἐπιζητεῖ νὰ νιώσει τὴν ἰδέα μὲ μία αἰσθαντικὴ μορφή, ἡ ὁποία, ὡστόσο, δὲν θὰ ἦταν αὐτοσκοπός, ἀλλὰ θὰ τῆς ἦταν ὑποταγμένη, προσπαθώντας νὰ τὴν ἐκφράσει.»
Σχετικὰ μὲ τὶς γλωσσικὲς ἐπιλογὲς τοῦ Μαλακάση, συναντᾶμε συχνὰ σύνθετες καὶ παρασύνθετες λέξεις: θαλασσοδέρνεσαι, τετράξανθο, ὀνειροπλανεμένη, νυχτοπαρορίτρα, ὀνειροπλάνταχτη, δακρυοσταλαχτίτρα, πονόδαρτη, ποθοπλάνταχτος, ἀγριομάνισμα, νεραϊδογέννητες, ποροφάγγαρο, ἀλαφροδάχτυλος, χρυσοφτέρουγο, χαμηλογλέφαρη, ἀκροβλεφαρίδα, θαλασσοπινημένο, πολυφίλητοι κ.ἄ. Ἡ γλωσσοπλαστικὴ αὐτὴ συνήθεια, ποὺ υἱοθετεῖται καὶ στὶς μεταφράσεις ποιημάτων ἀπὸ τὴν ξένη λογοτεχνία, δείχνει τὴν ἐμμονὴ τοῦ Μαλακάση σὲ μιὰ ἐπιμελημένη καθαρὰ ποιητικὴ γλῶσσα, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ γλῶσσα τῆς καθημερινότητας. Ἡ ποιητικὴ γλῶσσα γίνεται τὸ πεδίο δεξιοτεχνικῶν γλωσσικῶν συνδυασμῶν καὶ εὐρηματικότητας. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Μαλακάσης εἶχε καταρτίσει καὶ ἀλφαβητικὸ λεξιλογικὸ εὑρετήριο, ὅπου σημείωνε τὶς σπάνιες, κατὰ τὴ γνώμη του, λέξεις καὶ τὶς χρησιμοποιοῦσε κατὰ περίπτωση.
Στὴ δημιουργία τέτοιων λέξεων, ποὺ συνδυάζουν τὴν αἰσθητικὴ προσπάθεια γιὰ γλωσσικὴ καινοτομία μὲ τὴ συμπύκνωση τοῦ νοήματος, ἐπιδόθηκαν ἰδιαίτερα ὅσοι ποιητὲς ἐπηρεάστηκαν ἀπὸ τὸν παρνασσισμό, κυρίως ὁ Παλαμᾶς καὶ ὁ Γρυπάρης. Ὁ τελευταῖος, μάλιστα, ἔκανε ὑπερβολικὰ συχνὴ χρήση σύνθετων ἢ καὶ παρασύνθετων λέξεων, ὅπως: ζαλοφρόντισμα, νυχτοπαρορίτρα, ὀνειροξεδιαλύτρα, μακραντιλαλοῦσα κ.ἄ. Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Μαλακάσης ἀκολουθεῖ τὸ νῆμα τῆς προηγούμενής του ποιητικῆς παράδοσης, πού, παράλληλα μὲ τὴν ἄψογη μορφολογικὴ ἐπεξεργασία, προβάλλει καὶ τὴν ἀντίληψη τοῦ γλωσσοπλάστη ποιητῆ.
Παρακολουθώντας τὴν ποιητικὴ παραγωγὴ τοῦ Μαλακάση στὴν ἐξέλιξή της, διαπιστώνουμε ὅτι τὰ στοιχεῖα τῆς ποιητικῆς του ταυτότητας διαμορφώνονται ἤδη μὲ τὸ ξεκίνημα τῆς ποιητικῆς του φωνῆς. Μὲ τὴν ἔκδοση, δηλαδή, καὶ τῆς δεύτερης συλλογῆς φαίνεται ὅτι ἔχουν διαμορφωθεῖ ἤδη «οἱ βουλὲς τῆς ποιήσεώς του» καὶ στὴ συνέχεια ἐμπλουτίζονται ἐκφραστικά, μὲ παραλλαγές, ὡστόσο, τῶν ἴδιων περίπου θεμάτων καὶ διαθέσεων. Ἀνάμεσα στὴν πρώτη συλλογὴ Συντρίμματα, καὶ στὴ δεύτερη, Ὧρες, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι συντελεῖται ἡ μεγαλύτερη ἐξέλιξη, παρὰ στὴ συνέχεια τῆς ποιητικῆς του δημιουργίας. Στὰ Συντρίματα ἀφθονοῦν στοιχεῖα τῆς παράδοσης. Τοῦτο παρατηρεῖται κυρίως στὰ ποιήματα ποὺ φαίνεται νὰ εἶναι ἐμπνευσμένα ἀπὸ παραμύθια, κάτι ποὺ τοὺς προσδίδει ἕτοιμα μοτίβα πρὸς ἀξιοποίηση (δικτυωμένα γύρω ἀπὸ τὴ σχέση ἔρωτα-θανάτου) καθὼς καὶ στοιχεῖα ἀφηγηματικότητας καὶ διαλογικότητας, τὰ ὁποῖα διευκολύνουν τὴν ἀνάγνωσή τους. Τὸ ποιητικὸ ἐγὼ εἶναι λιγότερο παρόν, μὲ συνέπεια ἕναν λιγότερο προσωπικὸ τόνο, σὲ σχέση μὲ τὴν ἐξομολογητικὴ τάση ποὺ κυριάρχησε στὴν περαιτέρω πορεία τοῦ ποιητῆ. Τὸ παραμυθιακὸ στοιχεῖο (μὲ μάγους, μάγισσες, τέρατα κ.ἄ.), εἶδος βιβλικὸ στὴν καταγωγή του, θὰ ἐπιβιώσει καὶ στὴ συνέχεια, ἀλλὰ μόνον ἀποσπασματικά, καθὼς ἡ συμβολιστικὴ τάση θὰ κερδίζει ὅλο καὶ μεγαλύτερο ἔδαφος, ἀφομοιώνοντας ἔτσι τὰ προηγούμενα στοιχεῖα καὶ θὰ παραμείνει, κυρίως, γειωμένη στὸ ἐξωτερικό, φυσικὸ καὶ ἀστικὸ περιβάλλον.
* Περισσότερα γιὰ τὸ ποιητικὸ ἔργο τοῦ Μαλακάση βλ. «Μιλτιάδη Μαλακάση, Ποιήματα», εἰσαγωγὴ-φιλολογικὴ ἐπιμέλεια: Γιάννης Παπακώστας, ἐκδόσεις Πατάκης, Ἀθήνα 2005.