Σχόλια στὸ ποίημα «Προσευχή», ὑπὸ π.Θ.Ἀ.
Στὸ ποίημα τοῦτο ἡ Μελισσάνθη ἐκφράζει ἕνα
καταπληκτικὸ βίωμα ὀρθοδόξου πνευματικότητος, ὅπου ὁ πιστὸς
συναισθάνεται συνταιριασμένα καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά του (ὡς
ἀδυναμία ὅμως) καὶ τὸν ἄῤῥηκτο σύνδεσμο, ἀγάπη καὶ κοινωνία
μὲ τὸν Ὑπεράγαθο Πλαστουργό του καὶ Λυτρωτὴ Θεό, τὸν Ἀληθινό,
τὸν Ζῶντα, τὸν Ἐλεήμονα, τὸν Ἀγαπῶντα, τὸν «εὐϊλατεύοντα
πάσας τὰ ἀνομίας» ἡμῶν. Μιλάει καθαρὰ καὶ παραδέχεται συντετριμμένα
«πράξεις ἁμαρτωλές», «ἄνομες ἐπιθυμιές», «χέρια ἁμαρτωλά»,
«σφάλματα φριχτά», πτώσεις ὀδυνηρὲς ἴσως, «ξεπεσμό».
Ὡστόσο, παράλληλα βεβαιώνει ὅτι δὲν εἶναι
δυνατὸν κάτι ἀπὸ ὅλα αὐτὰ «νὰ μπεῖ ἀνάμεσα» στὴν ψυχὴ καὶ
στὸν Πλαστουργό της, στὴν ψυχή, πού, ὅσο ἀδυνάμη κι ἂν εἶναι,
κύριο γνώρισμά της ἔχει τὴν εἰλικρίνεια ἀπέναντι στὸ Θεό,
τὴν συντριβή, τὴν μετάνοια καὶ προπαντὸς τὴν ἰσχυρὴ ἀγάπη,
τὴν ἀκαταμαχήτη ἕλξη πρὸς Ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς
ζωῆς καὶ παντὸς ἀγαθοῦ, καθὼς καὶ μιὰ πίστη ξεκάθαρη καὶ
βιωματικὴ ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ἄπειρη εὐσπλαχνία καὶ ἀγάπη.
Ὅλες οἱ ἁμαρτίες τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου οὐσιαστικὰ
εἶναι συμπτωματικὲς ἀδυναμίες. Δὲν εἶναι ἀποστασία καὶ καταφρόνια,
ὕβρις ἢ βλασφημία -ἄπαγε- πρὸς τὸν Φιλάνθρωπο Εὐεργέτη μας,
τὸ θεμέλιο τῆς ὕπαρξής μας. Ὅπως λένε οἱ πατέρες, πρόκειται
γιὰ συμπεριφορὲς λυπηρὲς «ἐκ συναρπαγῆς»· μία κρίσιμη στιγμὴ
δὲν μπόρεσε νὰ τὸ ἐλέγξη ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ..
Ὅλα αὐτά, λοιπόν, περνοῦν ξώφαλτσα ἀπὸ
τὴν ψυχὴ καὶ δὲν τὴν μολύνουν οὐσιαστικά, δὲν τὴν λασπώνουν.
Σὰ «διάφανο νερὸ» κυλοῦν καὶ φεύγουν. «Βαλτονέρια» καὶ κακοτοπιὲς
παρουσιάζονται σίγουρα στὸ δρόμο τῆς ζωῆς, ἀλλὰ οὔτε ῥύπος,
οὔτε σκιὰ κἂν δὲ θαμπώνει τὴν καρδιά, δὲν κατακαθίζει στὴν
ψυχή, ποὺ εἶναι γεμάτη εἰλικρίνεια καὶ δυνατὸ πόθο Θεοῦ,
γεμάτη δέος, γεμάτη βαθιὰ καὶ οὐσιαστικὴ καθαρότητα. Καὶ
προστρέχει πάντα μαλακωμένη καὶ κατανυκτικὴ στὴν ὁμολογία,
στὴν ἐξαγόρευση, στὴν εὐχὴ τῆς μυστηριακῆς ἀφέσεως..
«Τὰ χέριά μου τὰ ἁμαρτωλὰ» εἶναι παράλληλα
καὶ «παιδικὰ χέρια», ἀθῶα, ἄδολα καὶ ἀμόλυντα, ποὺ στρέφονται
πρὸς τὴν πηγὴ τῆς ἀγαθότητος καὶ τοῦ φωτὸς καὶ εἶναι ἄξια
– τὶ παράδοξο! – τὰ ἁμαρτωλὰ χέρια νὰ ἀγγίσουν τὸν «χιτῶνα
Ἐκείνου» (ὅπως ἡ αἱμορροοῦσα) καὶ νὰ κρατήσουν ἀκόμη καὶ
τὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων»!..
Ἕνα μόνο ἀνησυχεῖ τὴν εὐσεβῆ ψυχή, νὰ
μὴν τὴν πιάση ὁ ὕπνος τῆς ἀμελείας, ὅσο ἀθῶος κι ἂν εἶναι
μερικὲς φορὲς καὶ ὅσο παιδικός, «ὕπνος σὰ μικροῦ παιδίου
στὴ μέση τοῦ παιχνιδιοῦ», ὅπου ἀποξεχνιόμαστε μὲ τὰ τρέχοντα,
τὰ ἐγκόσμια, τὰ τρυφηλά, ποὺ ἐπιδροῦν πάνω μας ἀνεπαίσθητα
καὶ ναρκωτικά.
Αὐτὸ τὸ ἀποξέχασμα καὶ μόνο φοβάται ἡ
ποιήτρια καὶ παρακαλεῖ καὶ δέεται -τὸ μόνο ποὺ ζητᾶ- νὰ
μὴ συμβῆ αὐτό, καὶ μάλιστα στὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ποὺ ὁ Θεὸς
θὰ καλέση τὴν ψυχή της, κι αὐτὴ θὰ πρέπη ἀνυπέρθετα νὰ εἶναι
ὀρθή, ξάγρυπνη, ὁλοπρόθυμη ν᾿ ἀνταποκριθῆ καὶ νὰ ἀπαντήση:
«Ναί, ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ», ὁ πόθος μου, τὸ ὅραμά μου, ἡ ἐγκαρτέρηση
μιᾶς ζωῆς...
|