Γνωστά Ελληνικά Τραγούδια



Καημός

Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ἑρμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Εἶναι μεγάλος ὁ γιαλός,
εἶναι μακρὺ τὸ κῦμα.
Εἶναι μεγάλος ὁ καημὸς
κ᾿ εἶναι πικρὸ τὸ κρῖμα.

Ποτάμι μέσα μου πικρὸ
τὸ αἷμα τῆς φυλῆς μου
κι ἀπὸ τὸ αἷμα πιὸ πικρὸ
στὸ στόμα τὸ φιλί σου.

Δὲν ξέρεις τί ῾ναι παγωνιά,
βραδιὰ χωρὶς φεγγάρι,
νὰ μὴ γνωρίζεις ποιὰ στιγμή,
ὁ πόνος θὰ σὲ πάρει.

Ποτάμι μέσα μου πικρὸ
τὸ αἷμα τῆς πηγῆς σου
κι ἀπὸ τὸ αἷμα πιὸ πικρὸ
στὸ στόμα τὸ φιλί σου.


Ἄπονη ζωή

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Σταῦρος Ξαρχάκος
Ἑρμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Ἄπονη ζωή, μᾶς πέταξες στοῦ δρόμου τὴν ἄκρη, μᾶς ἀδίκησες.
Οὔτε μία στιγμή, δὲν εἶπες νὰ μᾶς διώξεις, τὸ δάκρυ μας, κυνήγησες.

Τὸ κρῖμα μας βαρύ,
μᾶς γέννησες φτωχούς,
μὲ τὴν καρδιὰ πικρή,
γεμάτη στεναγμούς.

Ἄπονη ζωή, δὲ θέλαμε παλάτια κι ἀστέρια νὰ μᾶς χάριζες.
Μία μπουκιὰ ψωμί, γιὰ μᾶς τὰ ὀρφανὰ περιστέρια ἂς χαλάλιζες.

Μᾶς ἔδειρ᾿ ὁ βοριᾶς,
μᾶς πῆρε ἡ βροντὴ
τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς,
γιατί ῾μαστε φτωχοί.


Μεσόγειος

Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου
Μουσική: Ζὼρζ Μουστακί
Ἑρμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Μεσόγειο τὴ λέν᾿ καὶ παίζουνε γυμνά,
παιδιὰ μὲ μαῦρα μάτια, ἀγάλματα πικρά,
γέννησε τοὺς θεούς, τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.
Τὸ καλοκαίρι ἐκεῖ δὲν τρέμει τὸν καιρό,
μέσα στὴν λίμνη αὐτή...

Τὸ αἷμα τοὺς αἰῶνες σκάλισε ἐκεῖ,
τὰ βράχια καὶ τοὺς κάβους καὶ τὴ βαθιὰ σιωπή,
νησιὰ σὰν περιστέρια, αἰώνιες φυλακές.
Τὸ καλοκαίρι ἐκεῖ δὲν τρέμει τὶς βροχές,
μέσ᾿ στὴν Μεσόγειο...

Οἱ κάμποι κι οἱ ἐλιὲς χάνονται στὴ φωτιά,
τὰ χέρια μένουν μόνα, κι ἄδεια τὰ κορμιά,
λαοὶ τῆς συμφορᾶς καὶ πίκρα τοῦ θανάτου.
Τὸ καλοκαίρι ἐκεῖ δὲν χάνει τὰ φτερά του,
μέσ᾿ στὴν Μεσόγειο...

Κάτω στὴν λίμνη αὐτὴ γεννήθηκα κι ἐγώ,
Μεσόγειο τοῦ φόβου καὶ τῶν πικρῶν καιρῶν,
τὰ ὄνειρα ποὺ παῖζαν στὰ βαθιὰ νερά.
γινῆκαν δέντρα μόνα στὰ ξερὰ νησιά,
μέσ᾿ στὴν Μεσόγειο...

Τὸν Παρθενώνα κρύβουν σύννεφα βαριά,
στὴν Ἰσπανία ῾χάθ᾿ ἡ λέξη λευτεριά,
πάντα ἡ Ἀθήνα μένει ὄνειρο πικρό.
Τὸ καλοκαίρι ἐκεῖ δὲν τρέμει τὸν καιρό,
μέσ᾿ στὴν Μεσόγειο...


Εἶμαι ἄντρας

Στίχοι: Ἀλέκος Σακελλάριος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ἑρμηνεία: Βασίλης Αὐλωνίτης

Τὸ σατράπη ἐμένα μὴ μοῦ παριστάνεις
γιατὶ ὅσο κι ἂν σ᾿ ἐκτιμῶ καὶ σ᾿ ἀγαπῶ
σὰν γλεντῶ δὲν θέλω ἔλεγχο νὰ κάνεις
σὲ ὅ,τι πιῶ, σ᾿ ὅ,τι χορέψω, σ᾿ ὅ,τι πῶ. (δίς)

(Ρεφραίν)
Εἶμαι ἄντρας καὶ τὸ κέφι μου θὰ κάνω
καὶ θὰ πιῶ καὶ δυὸ ποτήρια παραπάνω·
εἶμαι ἄντρας καὶ τὸ κέφι μου θὰ κάνω
καὶ θα πῶ καὶ δυὸ κουβέντες παραπάνω.

Ἀπ᾿ τὴ σούρα μου τὴ μύτη μου δὲν βλέπω,
μὰ γλεντάω δίχως νὰ παρεκτραπῶ·
καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐλέγχους δὲν σοῦ ἐπιτρέπω
σὲ ὅ,τι πιῶ, σ᾿ ὅ,τι χορέψω, σ᾿ ὅ,τι πῶ. (δίς)

(Ρεφραίν)
Εἶμαι ἄντρας καὶ τὸ κέφι μου θὰ κάνω
καὶ θὰ πιῶ καὶ δυὸ ποτήρια παραπάνω·
εἶμαι ἄντρας καὶ τὸ κέφι μου θὰ κάνω
καὶ θα πῶ καὶ δυὸ κουβέντες παραπάνω.

Πάρτο ἀπόφαση πὼς δὲν σοῦ πέφτει λόγος,
ἡ γυναῖκα πρέπει νἄναι πάντα ὑπό·
ὑποτάξου καὶ ῾ξηγήσου ἀναλόγως
σὲ ὅ,τι πιῶ, σ᾿ ὅ,τι χορέψω, σ᾿ ὅ,τι πῶ. (δίς)

(Ρεφραίν)
Εἶμαι ἄντρας καὶ τὸ κέφι μου θὰ κάνω
καὶ θὰ πιῶ καὶ δυὸ ποτήρια παραπάνω·
εἶμαι ἄντρας καὶ τὸ κέφι μου θὰ κάνω
καὶ θα πῶ καὶ δυὸ κουβέντες παραπάνω.


Ὁ γλάρος (Μιὰ βάρκα ἦταν μόνη)

Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Στίχοι: Ἀλέκος Σακελλάριος
Ἑρμηνεία: Ἀλίκη Βουγιουκλάκη

Μιὰ βάρκα ἦταν μόνη σὲ μιὰ θάλασσα γαλάζια
κι ἤτανε κι ἕνας γλάρος μὲ ὁλόλευκα φτερά·
κι ὅλο τὴν κοντοζύγωνε γιὰ νὰ τῆς κάνει νάζια
καὶ τὶς φτεροῦγες του ἔβρεχε στὰ γαλανὰ νερά.

Καὶ ζήλεψα τὴ βάρκα τὴ μικρὴ τὴ χιονάτη,
ποὺ τῆς φιλοῦσε ὁ γλάρος τὸ κατάλευκο πανί,
καὶ νοιώθω σὰν βαρκούλα στὰ γαλάζια τὰ πλάτη
ποὺ ὅλο περιμένω κάποιο γλάρο νὰ φανεῖ.

Ἕνα γεράνι κόκκινο λουλούδισε στὴ γλάστρα
κι ἦρθε μιὰ πεταλούδα ποὺ πετοῦσε σὰν τρελή,
καὶ ποιὸς νὰ ξέρει ἄραγε τί τοῦ ῾πε ἡ ξελογιάστρα
κι ἐκεῖνο ἐκοκκίνησε ἀκόμα πιὸ πολύ.

Καὶ ὅλο συλλογιέμαι τὰ φτερὰ τ᾿ ἀνοιγμένα
ἀλλὰ τὸ τί νὰ εἶπαν δὲν τὸ βρίσκω ὁμολογῶ,
ποιὸς ἄραγε τὸ ξέρει νὰ τὸ πεῖ καὶ σὲ μένα,
ἂς τ᾿ ἄκουγα ἀπὸ σένα κι ἂς κοκκίνιζα κι ἐγώ.

Χτὲς τὸ φεγγάρι ἀσήμωσε τῆς λεύκας μας τὰ φύλλα
ποὺ στέκονταν ἀκίνητη ἐκεῖ στὴν ἐρημιά,
κι ὅταν ὁ μπάτης φύσηξε τῆς ἦρθε ἀνατριχίλα,
κι ἀμέσως τρεμουλιάσανε τὰ φύλλα τ᾿ ἀσημιά.

Καὶ ὅλο συλλογιέμαι, συλλογιέμαι πὼς κάτι
πρέπει νὰ εἶπε ὁ μπάτης μυστικὰ μὲς στὰ κλαδιά·
ἂς τ᾿ ἄκουγα ἀπὸ σένα τὰ λογάκια τοῦ μπάτη
κι ἂς ἔνοιωθα νὰ τρέμει σὰν τὰ φύλλα ἡ καρδιά.


Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταῦρος Ξαρχάκος
Ἑρμηνεία: Νίκος Ξυλούρης

Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη
δὲν μᾶς τά ῾γραψες καλά.
Δὲς ὁ Ἕλληνας τί κάνει
γιὰ ν᾿ ἀνέβει πιὸ ψηλά.

Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη
πάρε μαῦρο γιαταγάνι
κι ἔλα στὴ ζωή μας πίσω
τὸ στραβὸ νὰ κάμεις ἴσο.

Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη
δὲν μᾶς τά ῾γραψες σωστά.
Τὸ φιλότιμο δὲ φτάνει
γιὰ νὰ πάει κανεὶς μπροστά.

Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη
πάρε μαῦρο γιαταγάνι
κι ἔλα στὴ ζωή μας πίσω
τὸ στραβὸ νὰ κάμεις ἴσο.


Μαντινάτα (Καληνύφτα)

(Παραδοσιακό, ἀπὸ τὴν Ἑλληνόφωνη Κάτω Ἰταλία,
μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα)

Τί ἔν᾿ γκλυτσέα τούση νύφτα τί ἔν᾿ ὥρια,
τς᾿ ἐβὼ ἐπλώνω πενσέοντα σ᾿ ἐσένα,
τσ᾿ ἐτοῦ μπεῖ στὴ φενέστρα σου ἀγάπη μου
τῆς καρδίας μου σοῦ ῾νοίφτω τὴ πένα.

Ἐβὼ πάντα σ᾿ ἐσένα πενσέω
γιατὶ σένα φσυχή μου ῾γαπῶ,
τσαὶ ποὺ πάω ποὺ σύρνω ποὺ στέω
στὴν καρδία μου πάντα σένα βαστῶ.

Καληνύφτα σὲ ῾φήνω τσαὶ πάω
πλάιά σου τί ῾βω πίρτα πρικό,
τσαὶ ποὺ πάω ποὺ σύρνω ποὺ στέω
στὴν καρδία μου πάντα σένα βαστῶ.


Μεσ᾿ τοῦ Αἰγαίου τὰ νησιά

(Νησιώτικο, Παραδοσιακό)

Μέσ᾿ τοῦ Αἰγαίου, πρόβαλε νὰ ῾δεῖς,
μέσ᾿ τοῦ Αἰγαίου, Αἰγαίου τὰ νησιά,
Μέσ᾿ τοῦ Αἰγαίου τὰ νησιὰ ἀγγέλοι φτερουγίζουν.

Καὶ μέσα στὸ φτέ- πρόβαλε νὰ ῾ρθεῖς,
καὶ μέσα στὸ φτε- στὸ φτερούγισμα
καὶ μέσα στὸ φτερούγισμα τριαντάφυλλα σκορπίζουν.

Αἰγαῖο μου γα- βοήθα Παναγιά μου
Αἰγαῖο μου γα- μου γαλήνεψε
Αἰγαῖο μου γαλήνεψε τὰ γαλανὰ νερά σου.

Νὰ ῾ρθοῦνε τὰ ξε- πρόβαλε νὰ δεῖς
νὰ ῾ρθοῦνε τὰ ξε- τὰ ξε νάκια σου
Νὰ ῾ρθουνε τὰ ξενάκια σου στὰ ποθητὰ νησιά σου.

Ροδόσταμο νὰ - βοήθα Παναγιά μου
ροδόσταμο νὰ γίνουνε
ροδόσταμο νὰ γίνουνε Αἰγαῖο τὰ νερά σου.


Ὡραῖα πού ῾ναι τὴν αὐγή

(Νησιώτικο, Παραδοσιακό)

Ὦωω... ὡραῖα, ἄχ, πού ῾ναι τὴν αὐγή,
ὅταν γλυκοχαράζει
ὦωω... ὅταν γλυκοχαράζει,
χαρὰ σὲ κείνη τὴν καρδιά, ποὺ δὲν ἀναστενάζει.

Σγουρὲ βασιλικέ μου καὶ μαζτουράνα μου,
ἐσὺ θὰ μὲ χωρίσεις ἀπὸ τὴ μάνα μου.

Σγουρὲ βασιλικέ μου μὲ φύλλα πράσινα,
ποθῶ τὸν ἔρωτά σου μὲ χίλια βάσανα.


Θάλασσα

(Κώστας Μουντάκης)

Μεσοπέλαγα ἀρμενίζω
κι ἔχω πλώρα τὸν καημό
κι ἔχω τὴν ἀγάπη πρίμα
κι ἄλμπουρο τὸν χωρισμό.

Θάλασσα μὴ μὲ διώχνεις μακριά,
χωρισμέ μου ματώνεις τὴν καρδιά.

Μαύρη μοῖρα τό ῾χει γράψει
νὰ μακραίνω νὰ χαθῶ,
μακριὰ ἀπὸ τὸ νησί μου
κι ἀπὸ κείνη π᾿ ἀγαπῶ. Θάλασσα μὴ μὲ διώχνεις μακριά,
χωρισμέ μου ματώνεις τὴν καρδιά.


Ἄστρα μὴ μὲ μαλώνετε

(Κώστας Μουντάκης)

Ἄστρα μὴ μὲ μαλώνετε, (3)
ποὺ τραγουδῶ τὴ νύχτα.

Ὤ! Γιατί ἔχω πόνο στὴν καρδιά, (2)
μικρὸ μελαχροινάκι μου,
γιατί ἔχω πόνο στὴν καρδιά,
καὶ βγῆκα καὶ τὸν εἶπα.

Ἄστρα μὴ μὲ μαλώνετε
ποὺ τραγουδῶ τὴ νύχτα. (2)

Στ᾿ ἄστρα θὰ πῶ τὸν πόνο μου, (3)
ἀφοῦ δὲν τὸ μαρτυροῦνε.

Ὤ! Ἁποὔχουνε κι ὑπομονή, (2)
ἂχ ὅπως μὲ κατάντησες,
ἁποὔχουνε κι ὑπομονή,
μὲ τσ᾿ ὧρες καὶ γρικοῦνε.

Στ᾿ ἄστρα θὰ πῶ τὸν πόνο μου
ἀφοῦ δὲν τὸ μαρτυροῦνε. (2)

Ρώτηξε τ᾿ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ, (2)
καὶ κεῖνα θὰ σοῦ ποῦνε.

Ὤ! Πὼς κλαῖνε τὰ ματάκια μου, (2)
ἂχ ὅπως μὲ κατάντησες,
Πῶς κλαῖνε τὰ ματάκια μου
ὅταν σὲ θυμηθοῦνε.

Ρώτηξε τ᾿ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ,
καὶ κεῖνα θὰ σοῦ ποῦνε. (2)

Εἶδα ἕν᾿ ἄντρα μία φορά, (2)
ἕτοιμο νὰ δακρύσει.

Ὤ! Κι ὁρκίστηκε εἰς τὸ Θεό, (2)
Θεέ μου μεγαλοδύναμε,
κι ὁρκίστηκε εἰς τὸ Θεό,
νὰ μὴν ξαναγαπήσει.

Εἶδα ἕν᾿ ἄντρα μία φορά,
ἕτοιμο νὰ δακρύσει. (2)


Τὸ μαχαίρι

Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ἑρμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Ἀπάνω μου ἔχω πάντοτε στὴ ζώνη μου σφιγμένο
ἕνα μικρὸ ἀφρικάνικο ἀτσάλινο μαχαίρι·
ὅπως αὐτὰ ποὺ συνηθοῦν καὶ παίζουν οἱ ἀραπάδες,
ποὺ ἀπὸ ἕνα γέρον ἔμπορο τ᾿ ἀγόρασα στ᾿ Ἀλγέρι.

Θυμᾶμαι ὡς τώρα νά ῾τανε τὸ γέρο παλαιοπώλη,
ὁποὺ ἔμοιαζε μὲ μία παλιὰ ἐλαιογραφία τοῦ Γκόγια

ὀρθὸ πλάι σὲ μακριὰ σπαθιὰ καὶ σὲ στολὲς σχισμένες,
νὰ λέει μὲ μία βραχνὴ φωνὴ τὰ παρακάτω λόγια:

Ἐτοῦτο τὸ μαχαίρι ἐδῶ, ποὺ θέλεις ν᾿ ἀγοράσεις,
μὲ ἱστορίες ἀλλόκοτες ὁ θρῦλος τό ῾χει ζώσει·
κι ὅλοι τὸ ξέρουν πὼς αὐτοὶ ποὺ κάποια φορὰ τό ῾χαν,
καθένας κάποιον ἄνθρωπο δικό του ἔχει σκοτώσει.

Ὁ Δὸν Μπαζίλιο σκότωσε μ᾿ αὐτὸ τὴ Δόνα Τζούλια,
τὴν ὄμορφη γυναῖκα του, γιατί τὸν ἀπατοῦσε.
Ὁ Κόντε Ἀντόνιο μία βραδιὰ τὸ δύστυχο ἀδερφό του,
μὲ τὸ μαχαίρι ἐτοῦτο δῶ, κρυφὰ δολοφονοῦσε.

Ἕνας ἀράπης ναυτικὸς τὴ μικρὴ ἐρωμένη του ἀπὸ ζήλια
καὶ ἕνας ναύτης Ἰταλός, κάποιο Γκρεκὸ λοστρόμο.
Χέρι σὲ χέρι ξέπεσε καὶ στὰ δικά μου χέρια,
πολλὰ ἔχουν δεῖ τὰ μάτια μου μ᾿ αὐτὸ ποὺ φέρνει τρόμο.

Σκῦψε καὶ δὲς τὸ μία γυρὰ καὶ ἕνα οἰκόσημο ἔχει·
εἶν᾿ ἀλαφρὺ γιὰ πιᾶσε το, δὲν πάει οὔτε ἕνα κουάρτο.
Μὰ ἐγὼ θὰ σὲ συμβούλευα κάτι ἄλλο ν᾿ ἀγοράσεις.
-Πόσο ἔχει; -Μόνο φράγκα ἑφτά, ἀφοῦ τὸ θέλεις πάρ᾿ το!

Ἕνα στιλέτο ἔχω σφιχτὰ στὴ ζώνη μου δεμένο,
ποὺ ἡ ἰδιοτροπία μ᾿ ἔκαμε καὶ τό ῾καμα δικό μου.
Κι ἀφοῦ κανένα δὲ μισῶ στὸν κόσμο νὰ σκοτώσω,
φοβᾶμαι μὴν καμιὰ φορά, τὸ στρέψω στὸν ἑαυτό μου.


Σπασμένο καράβι

(Γιάννης Σκαρίμπας, Ἑρμηνεία: Κώστας Καράλης, 1976)

Σπασμένο καράβι νά ῾μαι πέρα βαθιά, ἔτσι νά ῾μαι·
μὲ δίχως κατάρτια, μὲ δίχως πανιά, νὰ κοιμᾶμαι.

Νά ῾ν᾿ ἀφρᾶτος ὁ τόπος κι ἡ ἀκτὴ νεκρικὴ γύρω-γύρω·
μὲ κουφᾶρι γυρτὸ καὶ μὲ πλώρη ἐκεῖ ποὺ θὰ γείρω.

Σπασμένο καράβι νά ῾μαι πέρα βαθιά, ἔτσι νά ῾μαι·
μὲ δίχως κατάρτια μὲ δίχως πανιά, νὰ κοιμᾶμαι.

Νά ῾ν᾿ ἡ θάλασσα ἄψυχη καὶ τὰ ψάρια νεκρά, ἔτσι νά ῾ναι·
καὶ τὰ βράχια κατάπληκτα καὶ τ᾿ ἀστέρια μακριὰ νὰ κοιτᾶνε.

Δίχως χτύπο οἱ ὧρες καὶ οἱ μέρες φτηνές, δίχως χάρη
κι ἔτσι κούφιο κι ἀκίνητο μὲς σὲ νύχτες βουβὲς τὸ φεγγάρι.

Ἔτσι νά ῾ναι καράβι, γκρεμισμένο, νεκρό, ἔτσι νά ῾ναι·
σ᾿ ἀμμουδιὰ πεταμένη καὶ κούφιο νερὸ νὰ κοιμᾶται.


Ἡ σύμβαση

(Διονύσης Τσακνῆς)

Μία σύμβαση ὑπογράφτηκε μὲ μάρτυρες πολλοὺς
κι ἔχει καθαρὰ καὶ τὴν ὑπογραφή μου.

Δεμένος μέχρι κόκαλο μὲ ὄρους πονηρούς,
θὰ ἔχω μία ζωὴ ὁδηγὸ κι ἑρμηνευτή.

Θυμᾶμαι ποὺ τὴν ὑπέγραφα, πολύ, πολὺ μικρός,
μὲ πένθιμο φτερὸ νομίζω καὶ μελάνι.

Μόνο ἀπὸ ἀνάγνωση δὲν ἤξερα ὁ φτωχός
κι ἔτσι ἔχω χρόνο λίγο, ποὺ τρέχει καὶ δὲ φτάνει.

Ὅσες φορὲς χρειάστηκε νὰ τὴν συμβουλευτῶ,
μονίμως εἶχα ἄδικο καὶ ἔπρεπε νὰ πληρώνω.

Κι ἂν κάποτε ἀποφάσιζα μονάχος νὰ σκεφτῶ,
ἡ σύμβαση ἀπαγόρευε νὰ σκέφτομαι κι ἐγώ.

Κρατάω λοιπὸν τὴν σύμβαση στὰ χέρια γιὰ νὰ δῶ
καὶ ψάχνω νὰ ῾βρῶ κάποιον ποὺ νὰ θέλει νὰ τὴν κλέψει,

διότι ἐντὸς ἐγγράφεται καὶ μάλιστα ρητῶς,
ὁ κάτοχός της δὲ μπορεῖ νὰ τηνε καταστρέψει.

Ἀλίμονο, ὁ κακόμοιρος, δὲν πρόσεξα καλά,
ἀντίγραφα οἱ μάρτυρες κρατοῦν καὶ σημειώσεις.

Κι ἂν ἴσως ἀπὸ ἀμέλεια χαθεῖ καὶ τὰ λοιπά,
προβλέπει τὸ συμβόλαιο πολὺ βαριὲς κυρώσεις.


Ὁ μαῦρος γάτος

(Βασίλης Παπακωνσταντίνου)

Ἦταν ἕνας γάτος, μαῦρος, πονηρός,
κάθε ποὺ ἐβράδιαζε ντύνονταν γαμπρός.

Τὰ μαλλιά του ἔκανε λίγο κατσαρά,
κι ἕνα κόκκινο παπιγιὸν φοροῦσε στὴν οὐρά.

Σὲ κάθε σπίτι πήγαινε ὅπου ἔβλεπε καπνό,
ζητοῦσε τὰ κορίτσια δῆθεν γιὰ σκοπό.

Κι αὐτὲς ἄλλο δὲ θέλανε, φοροῦσαν νυφικά,
κάλλιο μ᾿ ἕνα γάτο παρὰ μὲ κοιλαρᾶ.

Μὰ ὅπως εἶπα στὴν ἀρχή, ὁ γάτος πονηρός,
βόλευε τὰ κορίτσια καὶ γίνονταν καπνός.

Μὲ τόση καρπερότητα, ἄχ! νά ῾χα μιὰ σταλιά,
γεμίσαν τὰ ἱδρύματα μὲ μπάσταρδα γατιά.

Οἱ ἄρχοντες φοβήθηκαν μὴν πάθουνε ζημιά,
καὶ τὴν κουτάλα χάσουνε μαζὶ μὲ τὰ ζουμιά.

Ρὲ θὲς νὰ κάμουν κίνημα τοῦ γάτου οἱ καρποί,
κι ὅσα γλυκὰ ροκάνιζαν σ᾿ αὐτοὺς πιὰ νὰ χαθεῖ.

Ἔτσι ἀφοῦ σκεφθήκανε βρῆκαν τὸ πιὸ σωστό,
τὸ γάτο νὰ τσακώσουνε σὰν μοῦτρο ἀναρχικό.

Βγῆκε λοιπὸν σεργιάνι τὸ χαφιεδότσουρμο,
αὐτοὶ ποὺ ἀποτελοῦνε τὸν ἐθνικὸ κορμό.

Ἄχ, καημένε γάτο μου, τὴν ἔχεις πιὰ βαμμένη,
τοῦ ἔθνους τὰ λαγωνικὰ στὴν ἔχουνε στημένη.

Κι ὅπως τὸ λέω ἔγινε, τὸ πιάσανε τὸ ἀλάνι,
τοὺς εἶδε μαύρους, νόμισε μὲ φίλους πὼς θὰ κάνει.

Τώρα κλαίει κι ὀδύρεται, μαζεύεται κουβάρι,
μήπως τοὺς κρύους δικαστὲς μπορέσει νὰ τουμπάρει.

Ἄχ, μὴ καλοί μου ἄνθρωποι, ἐγὼ δὲν εἶμαι γάτος,
ἐγὼ εἶμ᾿ ἕνας ἄνθρωπος μ᾿ αἰσθήματα γεμάτος.

Κοιτάζω τὸ συμφέρον μου, διαβάζω ἐφημερίδα,
καὶ στὸ στρατὸ ὑπηρέτησα γιὰ τὴ μαμὰ πατρίδα.

Μὰ κεῖνοι ποὺ ν᾿ ἀκούσουνε, τὸν στήσανε στὸν τοῖχο,
τὰ μάτια κάπως παίξανε στῆς τουφεκιᾶς τὸν ἦχο.

Ἂν μία κόρη ἔχετε, κρατεῖστε τὴν ἀθῶα,
μπορεῖ ὁ γάτος νὰ μὴ ῾ρθεῖ μὰ θὰ ῾ρθοῦν ἄλλα ζῷα.

Κι ἂν εἶστε κάποιος ἄρχοντας καὶ παρεξηγηθεῖτε,
στὰ ὄργανά μου μία χαρὰ χωράει νὰ γραφτεῖτε. (δίς)


Γιὰ τὸ καλό μου

(Γιάννης Μηλιώκας)

Εἶδα ἕνα κόσμο νὰ γκρεμίζεται μπροστά μου,
εἶδα νὰ γίνεται γιαπὶ ἡ γειτονιά μου,
γιὰ τὸ καλό μου!

Εἶδα τὰ δέντρα ποὺ σκαρφάλωνα κομμένα,
σὲ φορτηγὸ τὰ ὄνειρά μου φορτωμένα,
γιὰ τὸ καλό μου!

Εἶδα τὸ δάσκαλο νὰ μὲ χτυπᾷ μὲ ζῆλο,
εἶδα τὰ χέρια μου πρησμένα ἀπ᾿ τὸ ξύλο.

Εἶδα τὰ νεῦρα μου σιγά, σιγὰ νὰ σπᾶνε,
μὲ καλοσύνη καὶ στοργὴ νὰ μὲ χτυπᾶνε,
γιὰ τὸ καλό μου!

Ὥσπου δὲν ἄντεξε στὸ τέλος τὸ μυαλό μου,
πῆρε ἀνάποδες στροφὲς γιὰ τὸ καλό μου.

Κι εἶμαι στὸ θάλαμο ἐννιὰ γιὰ τὸ καλό μου,
στὴν ἠρεμία, γιὰ νὰ βρῶ τὸν ἑαυτό μου.

Εἶδα νὰ κρύβουν τὴ μπουκιὰ γιὰ τὴ μπουκιά μου,
ροῦχα νὰ φτιάχνουν ἀπ᾿ τὰ ροῦχα τὰ παλιά μου,
γιὰ τὸ καλό μου!

Εἶδα τὴ μάνα μου νὰ κλαίει ἀπελπισμένα,
εἶδα τὸ γέρο μου νὰ φεύγει γιὰ τὰ ξένα,
γιὰ τὸ καλό μου!

Εἶδα τοὺς φίλους μου νὰ σκίζονται γιὰ μένα,
εἶδα νὰ θέλουν νὰ ξεκόψω ἀπὸ σένα.

Εἶδα χαράματα νὰ μὲ τραβοῦν στὸ τμῆμα,
γιὰ νὰ γλιτώσω τὸ κελί, νὰ πῶ τὸ ποίημα,
γιὰ τὸ καλό μου!

Ὥσπου δὲν ἄντεξε στὸ τέλος τὸ μυαλό μου,
πῆρε ἀνάποδες στροφὲς γιὰ τὸ καλό μου.

Κι εἶμαι στὸ θάλαμο ἐννιὰ γιὰ τὸ καλό μου,
στὴν ἠρεμία μήπως βρῶ τὸν ἑαυτό μου.

Ἔχει μουδιάσει τὸ κορμὶ καὶ τὸ μυαλό μου,
ἐνέσεις, χάπια, ἠλεκτροσόκ, γιὰ τὸ καλό μου! Σήμερα πήρανε νεκρὸ τὸ διπλανό μου,
ἐνῷ παλεύω γιὰ νὰ βρῶ τὸν ἑαυτό μου
κι ἐγὼ κλείνω τὸ καλό μου!


Ἀρχίζει τὸ μάτς

(Λουκιανός Κηλαηδόνης)

Ἀρχίζει τὸ μάτς, ἀδειάσαν οἱ δρόμοι, ἡ ὥρα ζυγώνει, ἀρχίζει τὸ μάτς.

Ἀρχίζει τὸ μάτς, ἐρήμωσ᾿ ἡ πόλη, τρεχᾶτε κι ἀρχίζει τὸ μάτς.

Πῶ, πῶς γουστάρω νὰ βλέπω κασκώλ, νὰ βλέπω σημαῖες, νὰ μπαίνουνε γκόλ.

Πῶς μᾶς ἑνώνει καὶ πῶς μᾶς δονεῖ τοῦ Διακογιάννη ἡ φωνή.

Ἀρχίζει τὸ μάτς, παράτα με τώρα, πλησίασ᾿ ἡ ὥρα, ἀρχίζει τὸ μάτς.

Ἀρχίζει τὸ μάτς, κανεὶς μὴν κουνιέται, σωπᾶστε κι ἀρχίζει τὸ μάτς.


Παραδώσου λοιπόν

(Πασχάλης Αρβανιτίδης)

Σὰν τὸν Ἰβὰν τὸν Τρομερό
καὶ σὰν τὸ Μέγα Ἀλέξανδρο,
σὰν Τζέγκινς Χάν, σὰν Ναπολέων,
σὲ κυνηγῶ καὶ σὲ πολιορκῶ.

Παραδώσου λοιπόν, ἄνευ ὅρων μωρό μου,
μὴν προβάλλεις ἀντίσταση, μπορεῖ νὰ πληγωθεῖς.
Παραδώσου λοιπόν, ἄνευ ὅρων μωρό μου,
καὶ θὰ γίνω γιὰ σένα ὁ πιὸ γλυκὸς κατακτητής.

Σὰν τοὺς κριτὲς τοῦ Γεδεών
καὶ σὰν τοὺς Βίκινγκς τῶν θαλασσῶν,
σὰν τοὺς Ρωμαίους καὶ σὰν τοὺς Πέρσες,
σὲ κυνηγῶ καὶ σὲ πολιορκῶ.

Παραδώσου λοιπόν, ἄνευ ὅρων μωρό μου,
μὴν προβάλλεις ἀντίσταση, μπορεῖ νὰ πληγωθεῖς.
Παραδώσου λοιπόν, ἄνευ ὅρων μωρό μου,
καὶ θὰ γίνω γιὰ σένα ὁ πιὸ γλυκὸς κατακτητής.


Θὰ εκραγῶ

(Ἀντώνης Βαρδῆς)

Σὲ ποιὸν νὰ μιλήσω, ἀλήθεια νὰ πῶ, τὰ μάτια νὰ κλείσω, νὰ ὀνειρευτῶ.
Ἀνώνυμο θῦμα, κρυφῆς μηχανῆς, ἐκπέμπω ἕνα σῆμα, μ᾿ ἀκούει κανείς;

Ἔχω τόσο κουραστεῖ νὰ μοιράζομαι καὶ μετὰ νὰ τὴν πληρώνω ἐγώ,
σ᾿ ἕνα κόσμο ἐχθρικὸ κομματιάζομαι, γιὰ τοὺς ἄλλους πάντα αἱμορραγῶ - θὰ ἐκραγῶ!


Θεός κι ἂν εἶμαι (Elohim)

Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Goran Bregovic
Ἑρμηνεία: Χάρις Ἀλεξίου

Τὶς νύχτες μπαίνεις στὰ ὄνειρά μου,
λὲς κι ἦρθες σὲ δικό σου κῆπο·
κι ἂν μεγαλῶσαν τὰ φτερά μου,
ἐγὼ ἀπ᾿ τὸ πλάι σου δὲ λείπω.

Θεὸς ἂν εἶμαι, ἔ...

Χιλιάδες ἄγγελοι μὲ τ᾿ ἄσπρα
κλωνάρια λησμονιᾶς μοιράζουν·
κι ἀπὸ τὸ σῶμα μου σὰν ἄστρα
παιδιὰ δικά σου, ἀνάσες βγάζουν

Θεὸς ἂν εἶμαι, ἔ...

Οἱ φίλοι μου ὅλοι ἐδῶ καὶ χρόνια
ζευγάρια γίναν, φτιάξαν σπίτια,
μονάχα ἐμένα χάσκει ἀκόμα,
χωρὶς μία στέγη ἐτούτη, ἀλήθεια

Θεὸς ἂν εἶναι στὶς φλόγες νὰ καεῖς
κι ἀπ᾿ τὸ δάκρυ μου φωτιὰ νὰ πιεῖς
δὲ μπορεῖς μία ζωή, καρδιὰ νὰ συγχωρεῖς
Θεὸς ἂν εἶναι κι ἂν μ᾿ ἀγαπάει κανείς. (δίς)


Τὸ πολλαπλό σου εἴδωλο

(Ἀργύρης Μπακιρτζῆς)

Ἦρθες κι ἀπόψε βιαστικά,
γιὰ λίγα χάδια καὶ φιλιά,
καὶ χάθηκες στὴ νύχτα.

Σ᾿ αὐτὸ τὸν κρύο τὸν καιρό,
μέσα στὸ σπίτι μοναχός,
διαβάζω - τραγουδάω.

Κι ἐνῷ ἀκούω τὸ χιονιᾶ,
τὸ πολλαπλό σου εἴδωλο
στὰ κρύσταλλα κοιτάζω.

Θέλεις; - Θέλω πάντα!
Ἔχεις κέφι; - Ἔχω πάντα!
Ἴσως ἔρθω! - Ἔλ᾿ ἀμέσως, μωρό μου!
Δὲ θέλω! - Μὴν ἔρθεις...
Δὲν ἔχω κέφι! - Μὴν ἔρθεις!
Ἴσως ἔρθω! - Μὴν περάσεις, μωρό μου...

Συχνάζεις στὸ μικρὸ καφὲ καὶ ῾γὼ στὴ Μυροβόλο,
ἔτσι ὅσο κι ἂν θέλουμε, ποτὲς δὲ θὰ ἰδωθοῦμε.

Ἐγὼ ξυπνάω ἀπ᾿ τὶς ἑφτά, καὶ σὺ τὸ μεσημέρι,
κι ὅταν τινάζω τὰ χαλιά, στὸ βόλεϊ πάντα τρέχεις.

Στὴν πὰμπ πηγαίνεις στὶς ἐννιά, ἐγὼ ἕντεκα μὲ μία,
ἔτσι ὅσο κι ἂν θέλουμε, ποτὲς δὲ θὰ ἰδωθοῦμε.

Μὰ ποὺ θὰ πάει ὁ καιρός, κι οἱ βουρλισμένοι χρόνοι
θὲ νὰ ῾ρθεῖ κάποιο σούρουπο, ξανὰ ν᾿ ἀνταμωθοῦμε.


Κυρά μου, ποῦ γυρίζεις μόνη;

(Ἀργύρης Μπακιρτζῆς)

Κυρά μου, ποῦ γυρίζεις μόνη;
μπροστά σου φίλος φθάνει
ψηλὰ - βαθιὰ σοῦ τραγουδεῖ.

Μὴν τρέχεις πιὰ γλυκειά μου ὡραία,
ἡ ἀγάπη θέλει δυὸ παρέα,
τὸ ξέρει κάθε γνωστικοῦ παιδί.

Μὴν πεῖς: ἡ ἀγάπη περιμένει,
στὴν ὥρα του τὸ γέλιο εὐφραίνει,
καὶ ποιὸς τὰ ξέρει τὰ στερνά.

Δὲν ξεδιψάει ὅπου ἂν τὰ βάλει
λοιπὸν φιλί, φιλὶ καὶ πάει
κι ἡ νιότη εἶν᾿ ὕφασμα ποὺ δὲ βαστᾶ.


Ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαί

(Ἑρμηνεύει ἡ Ἕλλη Πασπαλᾶ)

Ἔτσι ὅπως κάνεις, ἔτσι ὅπως πᾶς,
τὸ δρόμο χάνεις καὶ παραπατᾶς,
μὴν μοῦ ζορίζεσαι,
πάει βαθιά ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαί.

Τὸ εὐχαριστῶ ποὺ σοῦ χρωστῶ,
εἶναι βαθύ, βαθύτερο ἀπ᾿ τὸν ἔρωτα,
κι ὅμως αὐτὸ τὸ εὐχαριστῶ,
δὲν ἔχω βρεῖ τὰ λόγια νὰ στὸ πῶ.

Νὰ μὴν τρομάζεις, μὴν σταματᾶς
μπρὸς νὰ κοιτάζεις καὶ νὰ μ᾿ ἀγαπᾶς,
μὴν ἀπελπίζεσαι,
εἶναι βαθιὰ ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαί.

Νὰ μὴν τρομάζεις, νὰ μ᾿ ἀγαπᾶς,
μπρὸς νὰ κοιτάζεις, νὰ μὴν απελπίζεσαι,
κι ὅταν δειλιάζεις καὶ δὲν τολμᾶς,
νὰ μ᾿ ἀγκαλιάζεις καὶ νὰ προχωρᾶς.

Τὸ εὐχαριστῶ ποὺ σοῦ χρωστῶ,
εἶναι βαθύ, βαθύτερο ἀπ΄τὸν ἔρωτα,
τὸ σ᾿ ἀγαπῶ, αὐτό,
ἀκόμα ψάχνω τρόπο νὰ στὸ πῶ.

Τὸ εὐχαριστῶ ποὺ σοῦ χρωστῶ,
εἶναι βαθύ, βαθύτερο ἀπ΄τὸν ἔρωτα,
κι ὅμως αὐτὸ τὸ εὐχαριστῶ,
δὲν ἔχω βρεῖ τὸν τρόπο νὰ στὸ πῶ.


Ἅγιος ὁ ἔρωτας

(Ποίηση: Διονύσης Καρατζᾶς.
Μουσική 1: Γιῶργος Ἀνδρέου. Τραγουδᾶ ὁ ἴδιος, συνοδεύει ἡ ὀρχήστρα νυκτῶν ἐγχόρδων τοῦ Δήμου Πατρέων.
Μουσική 2: Μίκης Θεοδωράκης. Τραγουδᾶ ὁ Μανώλης Μητσιᾶς.)

Ξεροὶ καημοὶ καὶ νερὸ θαλασσινό,
τὸ σῶμα σου κόλλησε στὸ σῶμα μου,
μὲ τὸν πανσέληνο πόνο τοῦ χειμῶνα.

Ἀκοῦς νερὰ ποὺ χύνονται στὰ μέσα τῶν ποδιῶν σου;
ἀνάμεσα στὰ ὄνειρα σπαράζει ἡ ζωή μας,
ἀνάμεσα στὰ ὄστρακα παφλάζει ἡ καρδιά μου.

Ἅγιος ὁ ἔρωτας, ἅγιος καημὸς τοῦ κόσμου
καὶ ὁ Αὔγουστος μὲ τὶς μεγάλες μνῆμες.

Λέω, μάτια μου, κι ἀστράφτει κεραυνός,
θέλω θάλασσα κι ἀνοίγει οὐρανός!

Πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, πρὸς τὴ μεριὰ τοῦ ἀνέμου,
στὰ μαῦρα ντύνεσαι κι ἀνοίγεις τὸ σκοτάδι.
Σηκώνεις τ᾿ ἄστρα σὲ χορό,
καὶ τὸ κορμί μου σ᾿ ἄγριο ποτάμι.

Ἅγιος ὁ ἔρωτας, ἅγιος καημὸς τοῦ κόσμου
καὶ ὁ Αὔγουστος μὲ τὶς μεγάλες μνῆμες.

Λέω, μάτια μου, κι ἀστράφτει κεραυνός,
θέλω θάλασσα, κι ἀνοίγει οὐρανός!

να, να, να, να, να, να, να, να, ...

*

Ἔφεδρος Αὔγουστος αὐτοκτόνησε
ἀπόβραδο ἀγάπης
θάλασσα ὀρχηστρική κατευοδώνει τὴν ψυχή του
στὸν κάτω οὐρανό, τῶν χαμένων φεγγαριῶν
καὶ οἱ νεοσύλλεκτοι μῆνες τοῦ φθινοπώρου
ὀρκίζονται στὸ σύνταγμα τῆς νύχτας
σὲ στάση προσευχῆς.

Ἅγιος ὁ ἔρωτας
Ἅγιος ὁ καημός
Ἅγιος ὁ θάνατος,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Κόκκινα τὰ συναισθήματα ὁμοβροντοῦν
Ἡ ἀγάπη μου ἐχάθηκε στ᾿ ἀστέρια.


Πόσο σὲ θέλω

(Λαυρέντης Μαχαιρίτσας)

Στὴν ἄκρη τοῦ ἀπείρου,
στιγμούλα τοῦ ὀνείρου·
σταγόνα ποὺ στάζει,
πόσο σοῦ μοιάζει.

Φωτιὰ καὶ ἀέρα,
στὸν κόσμο φοβέρα.
στὴ νύχτα κουρνιάζει,
πῶς σὲ τρομάζει.

Σοῦ μοιάζει ἡ σελήνη,
ποῦ νά ῾βρω γαλήνη,
στὸν Ἅδη ἀνατέλλω,
πόσο σὲ θέλω, πόσο σὲ θέλω.

Κόντρα στοὺς νόμους,
ἐρήμου προφήτης.
Σημάδια στὴν ἄμμο,
ποὺ ἀπόψε θὰ σβήσεις.

Ἀσπρόμαυρο πέπλο,
σκυφτὸς μετανάστης.
Σταθμὸς στὸ ραδιόφωνο,
ποὺ πρέπει ν᾿ ἀλλάξεις.

Σοῦ μοιάζει ἡ σελήνη,
ποῦ νά ῾βρω γαλήνη,
στὸν Ἅδη ἀνατέλλω,
πόσο σὲ θέλω, πόσο σὲ θέλω.


Αὐτὸ ποὺ ξέρω

(...)

Δὲν ξέρω ἂν ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες ποτέ σου
ἂν μὲ σκεφτόσουνα στὶς δύσκολες στιγμές σου
κι ἂν ὅσα μοῦ ῾λεγες συχνὰ τὰ ἐννοοῦσες.

Δὲν ξέρω κἂν τί θέση εἶχα στὴν καρδιά σου
ἂν ἤμουν μέσα στὰ μεγάλα σχέδιά σου
ὅταν στὰ χέρια σου τὰ χέρια μου κρατοῦσες.

Ἐγὼ αὐτὸ ποὺ ξέρω εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ καίω
στὴ φλόγα καὶ στὸ ψέμα καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ γιὰ σένα.
Ἐγὼ αὐτὸ ποὺ ξέρω, εἶν᾿ αὐτὸ ποὺ σοῦ προσφέρω
μία καρδιὰ γεμάτη, ἀληθινὴ ἀγάπη.

Φτιάχναμε ὄνειρα καὶ τ᾿ ἄφηνες στὴ μέση
ἕνα ἀόρατο σχοινὶ μὲ ἔχεις δέσει
ἰσορροπία στὸ κενό, πῶς νὰ κρατήσω;

Ἂν ἀποφάσισες νὰ φύγεις, δὲν τὸ ξέρω,
κι ἂν πρέπει πίσω στὴ ζωή μου νὰ σὲ φέρω,
δὲν ξέρω πιὰ εἰλικρινά, τί ν᾿ ἀπαντήσω;

Ἐγὼ αὐτὸ ποὺ ξέρω εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ καίω
στὴ φλόγα καὶ στὸ ψέμα καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ γιὰ σένα.
Ἐγὼ αὐτὸ ποὺ ξέρω εἶν᾿ αὐτὸ ποὺ σοῦ προσφέρω
μία καρδιὰ γεμάτη, ἀληθινὴ ἀγάπη.


Ὅταν χαράζει

(Θανάσης Παπακωνσταντίνου)

Ὅταν χαράζει, ὁ πρῶτος στεναγμὸς
βγαίνει ἀπ᾿ τὰ πιὸ σφιγμένα χείλη·
σὰν πεταλούδα στὴν κάμαρη πετᾶ,
ψάχνοντας ἄνοιγμα νὰ φύγει.

Ἂν εἶσαι μόνος, ἂν εἶσαι ἀδύναμος,
ἡ χαραυγὴ θὰ σὲ ξεκάνει·
ἔχει τὸ μύρο, ἔχει τὴ σιγαλιά,
ἔχει τὸν ἥλιο τὸν ἀλάνη.

Καινούργια μέρα, καινούργιος ποταμὸς
στὶς ἐκβολές του θὰ προσφέρει·
ὅσα χαθήκανε, ὅσα ξεχάστηκαν
κι ὅσα γι᾿ αὐτὰ κανεὶς δὲν ξέρει.

Πίσ᾿ ἀπ᾿ τοὺς λόφους, πίσ᾿ ἀπ᾿ τὰ βλέφαρα
ὑπάρχει τόπος καὶ γιὰ σένα·
χωρὶς Βαστίλη, χωρὶς ἀνάθεμα,
χωρὶς τὰ χείλη τὰ σφιγμένα.


Αὔγουστος

Νίκος Παπάζογλου

Μὰ γιατί τὸ τραγούδι νἆναι λυπητερὸ
μὲ μιᾶς θαρρεῖς κι ἀπ᾿ τὴν καρδιά μου ξέκοψε
κι αὐτὴ τὴ στιγμὴ ποὺ πλημμυρίζω χαρὰ
ἀνέβηκε ὡς τὰ χείλη μου καὶ μ᾿ ἔπνιξε
φυλάξου γιὰ τὸ τέλος θὰ μοῦ πεῖς.

Σ᾿ ἀγαπάω μὰ δὲν ἔχω μιλιὰ νὰ στὸ πῶ
κι αὐτὸς εἶναι ἕνας καημὸς ἀβάσταχτος
λιώνω στὸν πόνο γιατὶ νοιώθω κι ἐγὼ
ὁ δρόμος ποὺ τραβᾶμε εἶναι ἀδιάβατος
κουράγιο θὰ περάσει θὰ μοῦ πεῖς.

Πῶς μπορῶ νὰ ξεχάσω τὰ λυτά της μαλλιά
τὴν ἄμμο ποὺ σὰν καταρράχτης σ᾿ ἔλουζε
καθὼς ἔσκυβε ἐπάνω μου, χιλιάδες φιλιά,
διαμάντια ποὺ ἁπλόχερα μοῦ χάριζε
θὰ πάω, κι ἂς μοῦ βγεῖ καὶ σὲ κακό.

Σὲ ποιὰν ἔκσταση ἀπάνω, σὲ χορὸ μαγικὸ
μπορεῖ ἕνα τέτοιο πλάσμα νὰ γεννήθηκε
ἀπὸ ποιὸ μακρινὸ ἀστέρι εἶναι τὸ φῶς
ποὺ μέσ᾿ τὰ δυό της μάτια πῆγε κρύφτηκε
κι ἐγὼ ὁ τυχερὸς ποὺ τό ῾χει δεῖ.

Μέσ᾿ τὸ βλέμμα της ἕνας τόσο δὰ οὐρανὸς
ἀστράφτει, συννεφιάζει, ἀναδιπλώνεται
μὰ σὰν πέφτει ἡ νύχτα πλημμυρίζει μὲ φῶς
φεγγάρι αὐγουστιάτικο ὑψώνεται
καὶ φέγγει ἀπὸ μέσα ἡ φυλακή.

Πῶς μπορῶ νὰ ξεχάσω τὰ λυτά της μαλλιά
τὴν ἄμμο ποὺ σὰν καταρράχτης σ᾿ ἔλουζε
καθὼς ἔσκυβε ἐπάνω μου, χιλιάδες φιλιά,
διαμάντια ποὺ ἁπλόχερα μοῦ χάριζε
θὰ πάω, κι ἂς μοῦ βγεῖ καὶ σὲ κακό.


Ἄνοιξε τὸ παράθυρο στὸ φῶς

(Χάρης Κατσιμίχας)

Ξύπνα μ᾿ ἐκεῖνον τὸν ἀέρα
ποὺ φύσαγε στὴ Σέριφο τὸν Αὔγουστο.
Ξύπνα καὶ πές μου ὅ,τι θέλεις
καὶ πές μου κι ὀνειρέψου ὅ,τι θές.
Ξύπνα μ᾿ ἐκεῖνον τὸν ἀέρα
καὶ πές μου κι ὀνειρέψου ὅ,τι θές.

Ἔγερναν στὸ χῶμα τὰ σταφύλια,
ἔλαμπαν τὰ ἥσυχα νερὰ
ποὺ στὸ καθρέφτη τους κρατήσανε γιὰ πάντα
τ᾿ ἄσπρα σου χέρια ποὺ δὲν ζήτησαν πολλά.

Ἄνοιξε τὸ παράθυρο στὸ φῶς,
στὰ δένδρα ποὺ ποτὲ δὲ μαραίνονται,
στὰ κλήματα ποὺ ἀμίλητα καρπίζουν·
κανεὶς δὲ μέτρησε ποτὲ τὰ κύματα τῆς θάλασσας
κανένας δὲν ἐξήγησε τοῦ ἀνέμου τοὺς χρησμούς,
ἄνοιξε τὸ παράθυρο τὸ φῶς. (δίς)


Λουλούδι του δάσους

(Ἰνδιάνικο τραγούδι τῆς φυλῆς Ὀτσιμπούει,
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἰνδιάνικα τραγούδια»,
σὲ μετάφραση Σωκράτη Σκαρτσῆ, Ἐκδόσεις Καστανιώτη.
Μελοποίηση: Apurimac / Χάρης Κατσιμίχας)

Ξύπνα, λουλούδι τοῦ δάσους
πουλὶ τοῦ λιβαδιοῦ,
ποὺ σεργιανᾷς στὸν οὐρανό
(ξύπνα, λουλούδι τοῦ δάσους)
πού ῾χεις τὰ μάτια μικροῦ ἐλαφιοῦ
(ξύπνα, λουλούδι τοῦ δάσους)
πουλὶ τοῦ λιβαδιοῦ.

Σὰν τὰ λουλούδια ποὺ πίνουν δροσιά,
ἔτσι χορταίνω ὅταν μὲ κοιτᾶς.
Σὰν εὐωδιὰ λουλουδιῶν τὸ πρωί,
Σὰν εὐωδιὰ μαραμένου φύλλου
εἶναι ἡ ἀνάσα σου

Κοίταξέ με, κοίταξέ με,
αἷμα τῆς καρδιᾶς μου.

Ἡ γῆ χαμογελάει, τὰ νερὰ χαμογελᾶνε,
τὰ σύννεφα στὸν οὐρανό, ὅλα χαμογελᾶνε.

Ἀγαπημένη μου.

Ξύπνα, λουλούδι τοῦ δάσους,
Ξύπνα, ξύπνα, ἀγαπημένη

Despierto cuardo de los bajes
corazon enamorado.


Σποράδες

(Παραδοσιακό)

Ὤ! Βόρειες Σποράδες,
τοῦ Αἰγαίου πελάγους ἁρμάδες.
Ἀπ᾿ τῶν παραλιακῶν βουνοκορφῶν σας τὰ ὕψη,
ἀγναντεύοντας τῶν αἰγιαλῶν σας τὰ βάθη,
κάτω ἀπ᾿ τὰ καταγάλανα νερά σας,
ἀπολαμβάνω τὰ ποικιλόσχημα πετράδιά σας.

Ὤ! Βόρειες Σποράδες,
ἔχουν τὰ δικά σας τὰ νησάκια,
στριμωγμένα τὰ σπιτάκια,
δίπλα-δίπλα ἀπ᾿ τὰ σοκάκια,
καὶ θυμίζουνε μὲ τὰ σκαλάκια,
τῆς γιαγιᾶς παραμυθάκια.


Σκιάθος

(Παραδοσιακό)

Σκιάθος - Σκιάθος,
μὲ τὸ πράσινό σου πάθος,
πού᾿ χεις περίσσευμα ἐλιές
κι ἄπειρες ἀκρογιαλιές.

Σκιάθος - Σκιάθος,
τ᾿ ὄνομά σου λέω μὲ πάθος,
πού᾿ χεις γλεντζέδικη ζωή,
ἀπὸ τὸ βράδυ ὡς τὸ πρωί.

Σκιάθος μὲ καταγάλανα νερὰ
καὶ μαρμάρινα σκαλιά,
μὲ πολλὰ-πολλὰ μπαράκια,
στὰ μακρόστενα δρομάκια.

Σκιάθος - Σκιάθος,
ἤσουν, εἶσαι, θά ῾σαι
τῆς Ἑλλάδος τὸ διαμάντι
καὶ στὸ ὕψος τοῦ Παπαδιαμάντη.

Σκιάθος, χάρη στὰ μπαράκια σου,
τὰ οὐζερὶ μὲ τὰ οὐζάκια σου
καὶ μὲ τὶς Κουκουναριές σου,
φύγαν ἀπὸ σέ, ὅλες οἱ συννεφιές σου.


Διακοπές

(ἀγνώστου)

Διακοπὲς ἦλθαν καὶ πάλι
μὲ τὰ τόσα τοὺς καλά,
γέλια, μπάνια, ἐκδρομοῦλες,
θά ῾χουν ὅλα τὰ παιδιά.

Ἄλλα στὰ βουνὰ θὰ τρέξουν
κι ἄλλα στὴν ἀκρογιαλιά,
ὀξυγόνο θ᾿ ἀναπνεύσουν,
καὶ θὰ γίνουνε γερά. Μὰ σὰν ὁ καιρὸς περάσει
ὅλα θά ῾ρθουνε ξανά,
στὸ σχολεῖο γιὰ νὰ πᾶνε
μὲ περισσότερη χαρά.


Τώρα ξέρω

(Τὸ ἑπόμενο εἶναι ἀπὸ τραγούδι ποὺ ἑρμηνεύει ἡ Μαρία Φαραντούρη.
Μοῦ τὸ ἔγραψαν ἐπάνω σὲ ἕνα χαρτομάντηλο μιὰ βραδιὰ τοῦ 2001).

Τὰ χρόνια μου τὰ μέτρησα νὰ βρῶ
τὸ πέρασμα τῆς γῆς τὸ ἱερό,
ἡ ἀλήθεια ἐμπρός μας περνᾶ,
καὶ ὅποιος τὴν ἀγγίζει πονᾶ.
Τώρα ξέρω πὼς κυνηγῶ
μίας σβηστῆς φωτιᾶς τὸν καπνό.


Επιστροφή