Λορέντζος Μαβίλης - Ποιήματα

Λορέντζος Μαβίλης (Ἰθάκη 1860 - Δρίσκος Ἰωαννίνων 1912) ποιητής, κυρίως σονέτων, δημοτικιστὴς καὶ ἐθνικὸς ἀγωνιστής.

Τὰ σονέτα ἐλήφθησαν ἐκ τοῦ περιοδικοῦ «Γράμματα», τ.13 & τ.14, Ἀλεξάνδρεια, ἔτος Β´, 1913

https://lekythos.library.ucy.ac.cy/handle/10797/13881

  1. Ψυχοφίλημα (Χρυσάρμενα ὀνείρατ᾿ ἀργοπλένε)
  2. Ἀργυροκοῦπα (Κρουσταλλένιο, διάφανο, γεμάτο)
  3. Ἄνθρωπος (Σὰν ἡ ψυχὴ δόξας φορεῖ στεφάνια)
  4. Ὀμορφιά (Σὲ σταυροδρόμια ἀγέλαστα, ὅπου σκλάβοι)
  5. Στὸ Φάληρο (Εἶχε ὅλα της τὰ μάγια ἡ νύχτα)
  6. Παλιοκαστρίτσα (Σὰν πεθάνω ἐδῶ θἄρθω μὲ τὰ μύρια)
  7. Στὴ Δημοτική (Εἶσ᾿ ἔμορφη, σεμνὴ χωριατοπούλα)
  8. Ἀνάξιο Α´ (Στὸ φῶς σου σταματῶντας, μία γαλήνη)
  9. Ἀνάξιο Β´ (Πόσες φορὲς μὲ τὴν ψυχή μου σ᾿ εἶδα)
  10. Ἔρως καὶ θάνατος (Μὲ ἐκοίταξε ἕνα σούρουπο τὸ Μάη)
  11. Ἐγκοίμηση (Ἄρρωστε, ἰδές, λαμπρὰ σβύνεται ἡ μέρα)
  12. Ὑπεράνθρωπος (Τοῦ μυστήριου ἀνασήκωσε τὴν πέτρα)
  13. Ἀφιέρωση (Πέτα, Ἀγάπη, στὰ οὐράνια καὶ χαιρέτα)
  14. Ἀνεμόμυλος (Ὁ κόσμος εἶναι πλανερὸ μαγνάδι)
  15. Καρδάκι (Τ᾿ ἄγνωρα ρεποθέμελα τοῦ ἀρχαίου)
  16. Excelsior! (Κρύο κρούσταλλο νερὸ τὰ ἡλιοφρυμένα)
  17. Λήθη (Καλότυχοι oἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε)
  18. Καλλιπάτειρα (Ἀρχόντισσα Ροδίτισσα, πῶς μπῆκες;)
  19. Μούχρωμα (Φυσάει τ᾿ ἀεράκι μ᾿ ἀνάλαφρη φόρα)
  20. Ἀμίλητα (Ποτάμι τρέχει ἡ Ἀγάπη κι ὅσο τρέχει)
  21. Ἰάκωβος Πολυλᾶς (Στὴν κορφὴ τῆς ζωῆς, ὅπου ῥοδίζει)
  22. Χάρρις (Χερουβικῆς χαρᾶς χρυσὸς ἀθέρας)
  23. Νίκος Κογεβίνας (Κι ἂν εἶναι ἄλλη ζωή, θάναι γιὰ σένα)
  24. Ἄλκης Παλαμᾶς (Γιατί δὲν τὸν φαντάζεσαι ποὺ ἀνέβη)
  25. Angelica Farfalla (Στ᾿ ἀκύμαντά της θάλασσας ἀτλάζια)
  26. Κρήτη (Σειρῆνα πρασινόχρυση, μὲ μάτι)
  27. Νίκη (Ἐβρέθηκ᾿ ἕνα ἀτίμητο βλησίδι)
  28. Ἐλιά (Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσι)
  29. Πατρίδα (Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ’ ἀγέρι)
  30. Στὴν Πατρίδα (Πατρίδα, σὰν τὸν ἥλιο σου ...)

Ψυχοφίλημα

Χρυσάρμενα ὀνείρατ᾿ ἀργοπλένε
στὸ πέλαγο τοῦ πόθου οἱ φαντασίες
καὶ κατακεῖ ἀρμενίζουν ὅπου ἐπῆες,
ὅπου τὰ δύο σου μάτια γελοκλαῖνε,

ὅπου ἀπάρθενος φέγγεις, λατρεμένε
κρῖνε τῆς ὀμορφιᾶς, κ᾿ οἱ μελῳδίες
τῶν τραγουδιῶν σου σμίγουν τὲς μαγεῖες,
ποῦ μὲς τ᾿ ἁγνά σου χείλια σιγοπνένε.

Χάρου, καρδιά μου θλίβερη, κι ἀγάλλου!
Πέρασε ἡ μαύρη νύχτα κ᾿ ἡ ἄγρια μπόρα.
Ἄνθι καὶ σὺ μικρὸ μές του μεγάλο

Κόσμου τὸ περιβόλι ἄνοιξε τώρα.
Δὲν ἤξερε ἡ ψυχή μου νὰ φιλήσει·
τώρα ξέρει. Ὢ πανάχραντο μεθύσι.

 

Ἀργυροκοῦπα

Κρουσταλλένιο, διάφανο, γεμάτο
ἀπ᾿ ἄδολο κρασὶ ποὺ πορφυρίζει,
μὲ κούνημα θερμὸ μ᾿ αἴστημα ἀκρᾶτο
ἕνα φτωχὸ ποτῆρι σ᾿ ἀντικρύζει,

σὲ λαχταράει, σὲ γγίζει καὶ τἀφράτο
κρασὶ σὰν αἷμα χύνεται, σκορπίζει,
καὶ τὸ ποτῆρι μένει ἄδειο ὡς τὸν πάτο
γιατί τὸ γγίξιμό σου τὸ τσακίζει.

Μὰ σὺ στέκεις ἀτάραχτη καὶ κρύα
ἀργυροκοῦπα, πλούσια ἱστορισμένη,
μὲ τὴν περήφανή σου θεωρία.

Εἶσαι νὰ σ᾿ ἀγαποῦν συνηθισμένη·
στῆς ζωῆς τὴν πικρὴ χαροκοπία
δὲ δείχνεις μὲ τί σ᾿ ἔχουν γεμισμένη.

 

Ἄνθρωπος

Σαν ἡ ψυχὴ δόξας φορῇ στεφάνια
καὶ γιὰ πλοῦτο ἢ γιὰ δύναμη φουσκώνῃ,
ἐνάντιο λόγο ἢ νόημα δὲ σηκόνει·
Συχώριο δὲ γνωρίζει ἡ περηφάνεια.

Μὰ ἀπὸ ἀψύτερη καίεται κακοφάνεια –
καὶ ὑποψία προσβολῆς τὴ φαρμακώνει –
καρδιὰ ποὺ ἀδικοσέρνεται στὴ σκόνη
καὶ πικροπαραδέρνει στὴν ὀρφάνια.

Καὶ τούτη συμπαθάει· τί, ὅσο τὴ σφάζει
πλιὸ ἀλύπητα ὁ καημός, τόσο κάθ᾿ ἄλλη
ἔγνοια ἐγδικήτρα μέσα της λουφάζει

καὶ χωνεύει σὰ σπίθα στὴν ἀθάλη:
Μόνη ἡ Ἀγάπη, ἅγια λάμπα, ἀπὸ τὴ στάχτη
ξεσπᾷ ἀγνάντια στὴν ὄχτρητα καὶ στ᾿ ἄχτι.

 

Ὀμορφιά

Σὲ σταυροδρόμια ἀγέλαστα, ὅπου σκλάβοι
τῆς δουλειᾶς τυραγνιοῦνται στὸ λιοβόρι,
σὰν κολασμένοι, ἐμπόροι καὶ μαστόροι,
κι ὅλους, ἀπὸ τὸ χτίστη ὡς τὸ μανάβη,

Διάφορου δίψα μόνη τους ἀνάβει –
περνᾷς ἐσὺ τόμου σκολάσεις κόρη,
σὰν περιστέρι, καὶ τὸ ἁγνό σου θῶρι
τέλεια κάθε ἄλλη ἐπιθυμιά τους παύει.

Μακριὰ ἀπὸ τ᾿ ἀνθισμένα περιβόλια
καὶ ἀφώτιστοι ἀπ᾿ τῆς τέχνης τὴν ἀχτίδα,
ὅμως γιὰ σὲ ξεχνοῦν κάθ᾿ ἔγνοια δόλια

Καὶ εἰρηνεμένοι σὰν ἀπὸ ἅγια ἐλπίδα
σὲ καμαρώνουν μουρμουρίζοντάς σου·
«Ἡ Παναγία, πιτσοῦνι μου, κοντά σου!»

 

Φάληρο

Εἶχε ὅλα της τὰ μάγια ἡ νύχτα· μόνη
ἐσὺ ἔλειπες. Ἀργὰ κινάω νὰ φύγω,
μὰ ξάφνου στὴ μπασιὰ τοῦ μπὰρ ξανοίγω
αὐτοκίνητο νὰ γοργοζυγώνει.

Μ᾿ ἐλπίδα σταματάω. Νά το, πλακώνει·
παραμερίζουν οἱ ἄλλοι· ἄσειστος μπήγω
τὴ ματιά μου στὰ μάτια σου· ἄλλο λίγο
ἀκόμα, καὶ ὁ σοφέρ σου μὲ σκοτώνει.

Ἀρχοντοπούλα μ᾿ ἄφταστα πρωτάτα,
μὲ τῶν Ἑφτὰ νησιῶν τὲς χίλιες χάρες
τετράξανθη ὀμορφιὰ γαλανομάτα.

Τοῦ θανάτου δὲ μ᾿ ἔπιασαν τρομάρες –
γλυκύτατες μ᾿ ἐλυώσανε λαχτάρες
νὰ συντριφτῶ κάτω ἀπὸ Ἐσὲ στὴ στράτα.

 

Παλιοκαστρίτσα

Σὰν πεθάνω ἐδῶ θἄρθω μὲ τὰ μύρια
φαντάσματα ἄυπνα μέσα σὲ ἄυλα γνέφια,
ἢ σὲ ἀσημοβολὴς μαϊκὰ σεντέφια
τ᾿ ἅγια τῆς νύχτας νὰ χαρῶ μυστήρια·

νὰ ἰδῶ τῶν ξωτικῶν τὰ πανηγύρια,
τῶν τελωνιῶν τὰ θεότρελλα κέφια.
Τοῦ Νεραϊδοχοροῦ νὰ ἀκούσω ντέφια
καὶ Σέρηνων τραγούδια ἢ καὶ μαρτύρια.

Καὶ ἅμα στὰ ἀστέρινά τους χρυσαμάξια
οἱ ἀγγέλοι φύγουν καὶ ὁ Ἥλιος φέξει πίσω,
ὕμνο στὴν τετραγάλανη μονάξια

πουλὶ τ᾿ ἄγριου γιαλοῦ θὰ κελαηδήσω·
τεχνίτρα ἡ πικροθάλασσα παράξια
τῆς λαλησιᾶς μου θὰ βαστάει τὸ ἴσο.

 

Στὴ Δημοτική

Εἶσ᾿ ἔμορφη, σεμνὴ χωριατοπούλα
καὶ στὸν ἀνθὸ τῆς νιότης λουλουδίζεις,
δροσερὴ καὶ γελούμενη ροδίζεις
ὅπως στὸν οὐρανὸ ροδίζ᾿ ἡ αὐγούλα.

Καθὼς μέσ᾿ στὸ τριαντάφυλλο ἡ δροσούλα
ὅμοια λάμπει τὸ δάκρυ σου ἂν δακρύζεις.
Σὰ νύφη στὸ χορὸ γλυκογυρίζεις,
καὶ καμαρώνεις σὰν βασιλοπούλα.

Ὅλοι ἀντάμ᾿ ἂς φιλοῦν οἱ ἄλλοι μία
γριὰ φτιασιδωμένη, ἄσχημη, κρύα,
ποὺ κλαίει τὰ μαραμένα τας τὰ νιάτα.

Ἐγὼ σέν᾿ ἀγαπῶ, σέν᾿ ἀγκαλιάζω.
Ἂν τὴ φωνή σου ἀκούσω ἀναγαλλιάζω,
λυόνομαι στὰ φιλιά σου τὰ δροσάτα.

 

Ἀνάξιο

Στὸ φῶς σου σταματώντας, μία γαλήνη
θὰ ξαναβροῦνε οἱ λογισμοί μου οἱ πλάνοι,
καὶ τῆς ἀπελπισιᾶς τ᾿ ἄυπνο καπλάνι
γιὰ λίγο τ᾿ ἄγριο νύχι θ᾿ ἁπαλύνει.

Μὰ ὁ καημὸς τῆς πατρίδας δὲ μ᾿ ἀφήνει·
ἀλλοιῶς ἤθε σοῦ πλέξω ἕνα στεφάνι
ποὺ ἄλλο ὅμοιο σὰν κι αὐτὸ νὰ μὴν ἐφάνη·
τόσο ἤθελε ἡ θωριά σου τ᾿ ὀμορφήνει.

Τοῦ νησιοῦ μου τὲς μύριες ὀμορφάδες
σὰν κι ἐμένα κανένας δὲν ἐχάρη,
ποὺ ὅλο περνάω πλαγιές, γιαλούς, κορφάδες,

μὰ σ᾿ ἐσὲ σταματῶ· γιατὶ ἔχει χάρη
κάλλιο πὰρ᾿ ἄλλη γῆς ἡ Κέρκυρά μου,
μὰ μέσ᾿ στὴν Κέρκυρά μου ἐσύ, κυρά μου.

 

Ἀνάξιο Β΄

Πόσες φορὲς μὲ τὴν ψυχή μου σ᾿ εἶδα
ν᾿ ἀκουμπᾷς σὲ μία μαρμαροκολώνα
τοῦ ὑγροῦ ἀπὸ φεγγαρόφως Παρθενῶνα
σὰ σὲ κρίνο ἁπαλὸ μάγου ἄστρου ἀχτίδα.

Καὶ τώρα ἀπ᾿ τὴ μεγάλη Πυραμίδα
ἀνάερα πλὲς μὲ ἀθανασίας κορῶνα,
σὰ νὰ ἐζοῦσες ἰσόθεη στὸν αἰῶνα
τῶν ὡραίων καὶ ὑψηλῶν ἀντιφεγγίδα.

Σὰ θὰ ξανᾶμαι ἀγνάντια σου, καὶ ὀμπρός μου
θὰ λάμπουν τὰ δύο μάτια σου, θὰ λέω
πὼς βλέπω ὅλα τὰ θάματα τοῦ κόσμου,

πὼς ἀγκαλιάζω ὅ,τι ὑψηλὸ καὶ ὡραῖο,
καὶ ξεψυχώντας στὸ φῶς τῆς εἰδῆς σου
τὴ γλύκα θ᾿ ἀγρικῶ τοῦ παραδείσου.

 

Ἔρως καὶ θάνατος

Μὲ ἐκοίταξε ἕνα σούρουπο τὸ Μάη,
τὸ μοσκοβολισμένο Μάη τὸ μήνα,
καὶ ἡ ματιά της γιὰ πάντα μοῦ ἐπρομήνα
εὐτυχία, ποὺ τὸ οὐδὲν δὲν πεθυμάει.

Μὰ ὁ πόθος δὲ χορταίνει ὅσο κι ἂ φάει,
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου μπήγεται σὰ σφήνα·
σὰ διψασμένη λυώνεται ἀλαφίνα
ἡ ψυχὴ ὅση γλύκα κι ἂ ρουφάει.

Μάγο, ἀνέσπερο φέγγος τοῦ θανάτου,
ἐσύ, ναί, μὲ γλυκιὰ παρηγορία
πραΰνεις καθενὸς τὰ βάσανά του.

Μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀλαβάστρινην ὑδρία
ὅ,τι κι ἂν τάζῃς δίνεις κιόλας, ἀφανίζεις
τὴν πεθυμιά, τοὺς ὕπνους αἰωνίζεις.

 

Ἐγκοίμηση

Ἄρρωστε, ἰδές, λαμπρὰ σβύνεται ἡ μέρα,
τριανταφυλλὶ προμήνυμα τοῦ Χάρου·
τέτοια ὀμορφάδα στὰ γεμάτα χάρου
ποῦ τύχη σοῦ χαρίζει ἀνοιχτοχέρα

καὶ στὸ ναὸ ποὺ ἄσπρος φαντάζει πέρα –
σὰ νἄγιναν κολῶνες τοῦ μαρμάρου
οἱ ἁρμονίες ἑνὸς ὕμνου τοῦ Πινδάρου
πήζοντας ξάφνου μὲς τὸν ἅγιο ἀγέρα –

ἔμπα, κοίμου κι ὁ ὕπνος θὰ σὲ γιάνει·
θὰ ὀνειρευτεῖς τὴν ὀμορφιὰ τὴν ἴδια
ποὺ μὲ τ᾿ ἀρχαῖο τραγοῦδι θὰ γλυκάνῃ
τῆς καρδιᾶς σου τὰ θλίβερα ξεσκλίδια:
«Τὸν ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς πεθνήσκει νέος·
μὴν ξυπνᾷς. Εἶμαι ὁ Θάνατος ὁ ὡραῖος.»

 

Ὑπεράνθρωπος

Τοῦ μυστήριου ἀνασήκωσε τὴν πέτρα
καὶ μὴ σκιαχτῇς τὸ δάγκωμα τοῦ ἀστρίτα,
τὸ τί ῾ναι ἡ ἀλήθεια ἀδιάκοπα ἀναζήτα
καὶ ἰδὲς ἂν εἶναι, ὡς λέν, ψυχοπονέτρα.

Μία μία τὲς σαγιτιὲς τοῦ πόνου μέτρα
καὶ ἄγρυπνος τὲς πληγὲς ποὺ ἀνοίγουν κοίτα
μηνύτρα φτάνει ἡ καθεμιὰ σαγίττα
ἀπ᾿ τῆς ἄσπλαχνης Μοίρας τὴ φαρέτρα.

Καὶ ἂ βρῇς ποὺ ὁ Πόνος εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια,
τότες ἀπ᾿ τ᾿ ἀντριωμένα σου τὰ στήθια
τὴν ταπεινότη γδύσου τῆς ὀρφάνιας.

Στῆς Ὀμορφιᾶς, στῆς Δύναμης τὴ γλύκα,
μὲ ἀλαλητὸ χαρᾶς καὶ περηφάνειας
γίνε Θεός σου καὶ τὴ Μοίρα νίκα.

 

τ.14, ἀκολουθοῦν τὰ ἐν ζωῇ δημοσιευμένα

Ἀφιέρωση

Πέτα, Ἀγάπη, στὰ οὐράνια καὶ χαιρέτα
τὴ μάννα μου καὶ δεῖχ᾿ της τὰ φτωχά μου
τοῦτα τραγούδια, κ᾿ ἔπειτα ἐδῶ χάμου
βλογημένα ἀπ᾿ αὐτὴν ξανάφερέ τα·

Μ᾿ ἕνα χαμόγελό της χρύσονέ τα,
καὶ σὰν πετράδια ἀτόφωτα, σὰν ἄμμου
χρυσοῦ κλωνιά, χαρὲς καὶ βάσανά μου,
θὰ γυαλίσουν μέσ᾿ στ᾿ ἄτεχνα σονέττα.

Σὰν ἀλκυόνα, Ἀγάπη, μὲ φτεροῦγες
ἁπλωμένες διαβαίνεις ἰριδένια
καταστρωτὲς μὲ φῶς ἀνάερες ροῦγες.

Στῆς ζωῆς τ᾿ ἄγριο πέλαο νεραϊδένια
χαρίζεις καλοσύνη, ὅθε φωλιάζεις
καὶ μ᾿ ὄνειρα οὐρανοῦ τὸ ἀσπρογαλιάζεις.

 

Ἀνεμόμυλος

Ὁ κόσμος εἶναι πλανερὸ μαγνάδι
Κεντισμένο μὲ ῥόδα καὶ μὲ βάγια,
Μὲ ἥλιους καὶ μ’ ἄστρα, ποὺ τὸ ἀπλόν’ ἡ Maya
Ἀπάνου ’ς τῆς ἀλήθειας τὸ σκοτάδι.

Σ’ ἀγαπούσαμε τόσο, ἔρμο ρημάδι
Γιατὶ στὴ μέση ἀπ’ τῆς ζωῆς τὰ μάγια
Στὴν ψυχή μας φανέρονες τὴν ἅγια
Τοῦ θανάτου θωριά, τὸν κρύον ᾍδη,

Τὸ τίποτα· καὶ ἀνήξερα στὰ βάθια
Τοῦ εἶναι μας ἐξύπναες μιὰ λαχτάρα
Νὰ γλυτώσουμε ἀπ’ ὅλα μας τὰ πάθια,

Τὴν πικρὴ νὰ ξορκίσουμε κατάρα
Τῆς ζωῆς, καὶ νὰ μποῦμε μονομίας
Στ’ ἄδυτα τῆς Θεϊκῆς ἀνυπαρξίας.

 

Καρδάκι

Τ᾿ ἄγνωρα ῥεποθέμελα τοῦ ἀρχαίου
ναοῦ στὸ ἔρμο ἀκροθαλάσσιο πλάι
χορταριασμένα κοίτονται. Γελάει
γύρου ὀμορφάδα κόσμου πάντα νέου.

Καὶ λέω ποὺ ἀκόμα ἀπ᾿ τὴν κορφὴ τοῦ ὡραίου
βουνοῦ στ᾿ ἄσπρα ντυμένη ῥοβολάει
ἡ ἀρχαία ζωὴ κι αὐτοῦ φεγγοβολάει
λαμπρὸς ναὸς τεχνίτη Κερκυραίου.

Χρυσόνερο, σὲ βλέπω γιατὶ μ᾿ ἔχει
μαγέψει τὸ νερὸ στὴν κρύα βρύση,
ποῦ μέσαθε ἀπὸ τ᾿ ἅγιο χῶμα τρέχει.

Ἔτσι κάποιος θεὸς θὰ τὄχει ὁρίσει.
Κι ὅποιος ξένος ἐκεῖ τὸ χείλι βρέχει
στὰ γονικά του πλια δὲ θὰ γυρίσει.

 

Excelsior!

Κρύο κρούσταλλο νερὸ τὰ ἡλιοφρυμένα
Χείλια θὰ ὁγράνῃ· εὐγενικιὰ ἀνθρωπότη
Θὰ τοὺς φιλέψῃ πλούσιο φαγοπότι·
Κορμιὰ ἀπὸ τὴν πλήθια χάρη ἀλαφρημένα,

Ἀγάλματα θεϊκὰ ζωντανεμένα
Θ’ ἀγναντέψουν στὴ Νίμπρο· ἐκεῖ τὴν πρώτη
Τῆς λεφτεριὰς ἀστραφτερὴ λαμπρότη
Τὰ στήθια θὰ χαροῦν τὰ πονεμένα.

Καὶ τὸ περνοῦν οἱ βλάμηδες λεβέντες
Τ’ ἀτέλειωτο φαράγγι ὅλο χαλίκι
Μονοσκοῖνι μὲ γέλοια καὶ κουβέντες.

Μὰ ἔχουν ποδάρια καὶ καρδιὲς τσελίκι·
Μὰ τοὺς θεριεύβει ἡ ἐλπίδα τοῦ θανάτου
Μὲ τ’ ἀγιασμένα δαφνοστέφανά του.

 

Λήθη

Καλότυχοι oἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσῃ
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσῃ,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.

Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε
στῆς λησμονιάς τὴν κρουσταλλένια βρύση
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσῃ,
ἂν στάξῃ γι’ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.

Κι’ ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται,
διαβαίνοντας λειβάδια ἀπὸ ἀσφοδίλι,
πόνους παληοὺς ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.

Ἂν δὲ μπορῇς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
θέλουν—μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.

 

Καλλιπάτειρα

«Ἀρχόντισσα Ροδίτισσα, πῶς μπῆκες;
Γυναῖκες διώχνει μιὰ συνήθεια ἀρχαία
ἐδῶθε.» «Ἔχω ἕνα ἀνίψι, τὸν Εὐκλέα,
τρία ἀδέρφια, γιό, πατέρα, Ὀλυμπιονίκες·

νὰ μὲ ἀφήσετε πρέπει, Ἑλλανοδῖκες,
κι ἐγὼ νὰ καμαρώσω μὲς τὰ ὡραῖα
κορμιά, ποὺ γιὰ τὸ ἀγρίλι τοῦ Ἡρακλέα
παλεύουν, θαυμαστὲς ψυχὲς ἀντρίκιες.

Μὲ τὲς ἄλλες γυναῖκες δὲν εἶμ᾿ ὅμοια·
στὸν αἰῶνα τὸ σόι μου θὰ φαντάζει
μὲ τῆς ἀντρειᾶς τ᾿ ἀμάραντα προνόμια.

Μὲ μάλαμα γραμμένος τὸ δοξάζει
σὲ ἀστραφτερὸ κατεβατὸ μαρμάρου
ὕμνος χρυσός, τοῦ ἀθάνατου Πινδάρου.»

 

Μούχρωμα

Φυσάει τ᾿ ἀεράκι μ᾿ ἀνάλαφρη φόρα
καὶ τὲς τριανταφυλλιὲς ἀργὰ σαλέβει·
στὲς καρδιὲς καὶ στὴν πλάση βασιλέβει
Ῥόδινο σούρουπο, ὥρα μυροφόρα,

Χρυσὴ θυμητικῶν ὀνείρων ὥρα
ποὺ ἡ ψυχὴ τὴ γαλήνη προμαντέβει,
τὴν αἰώνια γαλήνη, καὶ ἀγναντέβει
σὰ γιὰ στερνὴ φορὰ κάθε της γνώρα

ἀξέχαστη· ξανθὲς κρινοτραχῆλες
ἀγάπες, γαλανὰ βασιλεμένα
μάτια ὁγρὰ καὶ φιλιὰ καὶ ἀνατριχίλες

καὶ δάκρυα· πλάνα δῶρα ζηλεμένα
τῆς ζήσης ποὺ ἀχνοσβυέται καὶ τελειώνει
σὰν τὸ θαμπὸ γιουλὶ ποὺ ὁλοένα λυώνει.

 

Ἀμίλητα

Ποτάμι τρέχει ἡ Ἀγάπη καὶ ὅσο τρέχει
Πληθαίνει καὶ στ’ ὁλόγλυκό της αἷμα
Δείχνει τῆς εὐτυχιᾶς τὸ οὐράνιο ψέμα
Καὶ ὁ δρόμος της, θαρρεῖς, σωμὸ δὲν ἔχει.

Μὰ μπροστά της χωρὶς νὰ τὸ παντέχῃ
Τοῦ πόνου ἡ πικροθάλασσα στὸ βλέμμα
Ἁπλώνεται γεμάτη δάκρυα κ’ αἷμα,
Καὶ τὰ πάντα ρουφάει, τὰ πάντα βρέχει.

Χρυσομάννα, ἐμαράθηκαν τὰ φύλλα
Καὶ χειμῶνας πλακόνει· σὲ θωράω
Κατάματα μὲ τρόμου ἀνατριχίλα.

Καὶ σέναν’ ἀλαφιάζεται τὸ πράο
Ἄρρωστο ἀνάβλεμμά σου, σὰ νὰ ἐρώτα:
Θὰ χαροῦμε ἄλλην ἄνοιξη σὰν πρῶτα;

 

Ἰάκωβος Πολυλᾶς

Στὴν κορφὴ τῆς ζωῆς, ὅπου ροδίζει
Τῆς Λευτεριᾶς ἀμόλευτος ἀγέρας
Καὶ σὰν ἦχος ἀθάνατης φλογέρας
Ἡ ποίηση, ἀηδόνι θεῖο, καλοκαρδίζει,

Ἄσκωσες διαμαντένιο μετερίζι
Καὶ στὴ μέση, ὀμορφιᾶς θάμα καὶ τέρας,
Ναό τῆς Μεγαλόψυχης Μητέρας
Ἔστησες ποὺ σὰν ἥλιος πορφυρίζει.

Ποτέ στ’ ἀραχνιασμένο βάραθρ’, ὅπου
Μὲς τὴ μούχλα καὶ μὲς τὴ φαρμακίλα
Ὀχὲς κλωσσοῦν οἱ κάκητες τ’ ἀθρώπου,

Ποτὲ δὲν ἐκατέβηκες· κ’ ἐκύλα
Ἡ φωνή σου βροντὴ κ’ ἔκαιε σὰ φλόγα
τοὺς πονηρούς,—μὰ τοὺς καλοὺς εὐλόγα.

 

Χάρρις

Χερουβικῆς χαρὰς χρυσὸς ἀθέρας
Σὲ φλόγισε πατῶντας τῆς Ἠπείρου
Τὸ χῶμα, σὰ στὴν πλατωσιὰ τοῦ ἀπείρου
Νἄστραφτε ἀπὸ τὸ «ἐν τούτῳ νίκα» – ὁ αἰθέρας,

Καὶ σὰ λάμψη παρουσίας δευτέρας
Μ’ ἀποκαλυπτικοῦ ἀγαλλίαση ὀνείρου
Νἄβλεπες στὸ βυθὸ τοῦ Παμπονήρου
Νὰ γκρεμιστῇ ἡ Τουρκιά, τὸ ἀνίερο τέρας.

Καὶ σὲ λόγου σου τότε ἔκαμες τάμα
Νὰ φτάσῃς ὅπου μόνο αὐτός ξαμόνει
Ποὖναι ποιητὴς καὶ μάρτυρας συνάμα.

Τοῦ Ἀπόλλωνα ὄχι ἡ χάρη, ἡ δόξα μόνη
Σοῦ ’λειπε τοῦ θανάτου—κ’ ἕνα βόλι
Σ’ ἔστειλ’ ἥρωα στὸ ἠλύσιο περιβόλι.

 

Νίκος Κογεβίνας

Καὶ ἂν εἶναι ἄλλη ζωή, θἆναι γιὰ σένα
Ὁ ἀθέρας τουτηνῆς. Βαθειὰ γαλήνη
Σιωπῆς παντοτεινῆς θὰ μεγαλύνῃ
Τὰ πλήθια μάγια, σμίγοντάς τα σ’ ἕνα

Θεράπιο θεϊκό· τὴ μιὰ παρθένα
Ποὺ ἐφίλησες κι’ ὁ πόθος σου τὴν κρίνει,
Τὰ πέντε σας παιδιά, ποῦ, γήινοι κρίνοι
Ἀνθοῦν κι’ ἀλλοιῶς σοῦ μοιάζει τὸ καθένα

Πεντάμορφο, καὶ τ’ ἄδολο τῆς Γνώσης
Ἀνάμα καὶ τὴ φώτιση τοῦ Ὡραίου
Κι’ ὅσο δάκρυα φτωχῶν ἔχει στεγνώσῃς

Καὶ, μὲ τὴ λάβρα τ’ ἄξιου Κερκυραίου
Γιὰ τοῦ νησιοῦ σου τὴν εὐδαιμονία,
Γιὰ τὸ Γένος, τὴν ἔνθεη μανία.

 

Ἄλκης Παλαμᾶς

ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ

Γιατί δὲν τὸν φαντάζεσαι ποὺ ἀνέβη
Νὰ ψάλῃ σ’ ἄλλη γῆ μ’ ἀγγέλου λύρα
Τὸ τραγούδι, τρισεύγενή σου κλήρα,
Ποὺ τ’ ἄχτια κάθε ζήσης εἰρηνεύει;

Σ’ ὅλο τ’ ἄπειρο μ’ ἄγρια βασιλεύει
Μέδουσας κεφαλὴ πάνοπλη Μοῖρα·
Στῆς πίκρας τὴν πεντάμορφη πλημμύρα
Μόνη ἡ ὀμορφιὰ γιὰ λίγο ἀντιπαλεύει.

Καὶ—ὢ μυστήριο—καθὼς διαβαίνει ἀπ’ ἄστρα
Σ’ ἄστρα φῶς, ζέστα, δύναμη μαγνήτη,
Μὲς τὴ μενεξεδένια οὐράνια πάστρα

Μὲ μάγια τῆς ψυχῆς, σ’ ἄλλον πλανήτη
Νὰ κατεβαίνῃ φεγγαροστάλαχτ’ εἶδα
(Γιατί τὸν κλαῖς;) σὰν ἁρμονίας ἀχτίδα.

 

Angelica Farfalla

Στ’ ἀκύμαντα τῆς θάλασσας ἀτλάζια
Ἀκροπατῶντας ἡ ψυχή, σὰ νἄχῃ
Μισοαπλωμένα τὰ φτερά, μονάχη
Κινάει νὰ βρῇ στὴν ἄπειρη, γαλάζια

Μονάξια γιατρεμὸ γιὰ τὰ μαράζια,
Ποῦ τόσο τὴν παθιάζουν· καὶ σὰ λάχῃ
N’ ἀντικρύσῃ τ’ ὠριόπλουμο σελάχι
Κι’ ὅλα τ’ ἀστραφτερὰ χρυσὰ τσαπράζια

Τοῦ Ἥλιου, ὀρθοποδίζει ἐρωτεμένη
Στῆς ἀσημοβολῆς τὸ μονοπάτι,
Ποὺ ἴσια τὴ βγάνει στ’ ἄσπιλα τεμένη

Τῆς ὀμορφιᾶς, κ’ ἐκεῖ, μὲ τὴν ἀπάτη
Πῶς θὰ πορεύεται αἰώνια ἱεροδούλα,
Στ’ ἅγιο φῶς καίεται σὰν πεταλουδούλα.

 

Κρήτη

Σειρῆνα πρασινόχρυση, μὲ μάτι
Σὰν τῆς ἀγάπης, μὲ λαχτάρας χείλια,
Ἀχτιδομάλλα, ὀρθοβύζα, μὲ χίλια
Μύρια καμάρια καὶ λέπια γεμάτη,

Τραγοῦδι τραγουδᾷς μὲς τὴ ροδάτη
Κατάχνια τοῦ πελάου, καὶ στὴν προσήλια
Τοῦ ἀγέρος πλατωσιὰ καὶ στὰ βασίλεια
Τῆς γῆς πνοὴ τὸ σέρνει μυρωδάτη:

«Σὰν τὸ γάλα τῆς αἴγας Ἀμαλθείας
Θρέφει θεοὺς καὶ τὸ φιλί μου ἐμένα,
Ἐλᾶτε νὰ χαρῆτε μὲς τῆς θείας

Ἀγκαλιᾶς μου τὸ σφίξιμο ἑνωμένα,
Πρόσφυγες τῆς ζωῆς, δῶρα ἅγια τρία·
Θάνατο, ἀθανασία κ’ ἐλευθερία».

 

Νίκη

Ἐβρέθηκ’ ἕνα ἀτίμητο βλησίδι!
Τώρα ποὺ οἱ ἀρχαῖοι ξανάζησαν ἀγῶνες,
Ποὺ τῆς Πατρίδας δίνουν ζωογόνες
Φλόγες, ἀντριᾶς πολεμικῆς μισίδι,

Τοῦ Γένους μας παμπάλαιο στολίδι,
Πὤλαμψε στοῦ Ἡρακλῆ τοὺς ἐλαιῶνες
Ἔπειτ’ ἀπὸ είκοστρεῖς καὶ πάλ’ αἰῶνες,
Ξαναστράφτουν οἱ ᾨδὲς τοῦ Βακχυλίδη.

Σ’ ἐμᾶς τὸν στέρνει τώρα ἡ Ἑλλάδα Μάννα
Θρίαμβου ἀρραβῶνα στὴ μεγάλη Πάλη,
Καὶ τὸ Γένος μ’ ἐλπίδας θρέφει μάννα

Ποὺ σ’ ἅγιο Ἀγῶνα θὰ νικήσῃ πάλι.
Μάννα! Τοὺς νέους Σου ἥρωες νὰ ἐγκωμιάσῃ
Γεννηθήτω ποιητής, ποὺ νὰ τοῦ μοιάσῃ!

 

Ἐλιά

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσι,
Γέρικη ἐλιά, ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγη
Πρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγει
Σὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσῃ.

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσι
Τῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγει
Στὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνῆγι,
Στὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσῃ.

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουν,
Μὲ τὴ μαγευτικιὰ βοὴ ποὺ κάνουν,
Ὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

Ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουν·
Ὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουν
Καὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες.

 

Πατρίδα

Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ’ ἀγέρι
Στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα,
Σὰν νύφ’ ἡ γῆ, πὤχει ἄμετρα ἄνθη προῖκα,
Λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ’ ἀστέρι.

Πεταλοῦδες πετοῦν ταῖρι μὲ ταῖρι,
Ἐδῶ βουίζει μέλισσα, ἐκεῖ σφήκα·
Τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα,
Λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ’ ὅλα τὰ μέρη.

Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα,
Κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει
Πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κ’ ἐλπίδα

Νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ’ ἅγιο χῶμα,
Νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη,
Ὄμορφή μου, καλή, γλυκειὰ πατρίδα.

 

Στὴν Πατρίδα

Πατρίδα, σὰν τὸν ἥλιο σου ἥλιος ἀλλοῦ δὲ λάμπει.
Πῶς εἰς τὸ φῶς του λαχταροῦν ἡ θάλασσα κι οἱ κάμποι,
πῶς λουλουδίζουν τὰ βουνά, τὰ δάσ᾿, οἱ λαγκαδιὲς
στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!
Ἀφρολογοῦν οἱ ρεματιὲς καὶ λαχταρίζ᾿ ἡ λίμνη,
χίλιες πουλιῶν λαλιὲς ἠχοῦν, τῆς ὀμορφιᾶς του ὕμνοι,
σ᾿ ἄπειρ᾿ ἀστράφτουν χρώματα παντοῦ λογῆς λογῆς
τ᾿ ἀγέρα τὰ πετούμενα τὰ σερπετὰ τῆς γῆς.
Κι αὐτὸς σηκώνει τ᾿ ἀλαφρὰ τῆς καταχνιᾶς μαγνάδι,
κι ἡ κάθε στάλ᾿ ἀπὸ δροσιὰ γυαλίζει σὰν πετράδι,
κάθε ἀχτίδα του σκορπᾶ μὲ τὴν ἀναλαμπὴ
χαρά, ζωὴ καὶ δύναμη κι ἐλπίδα ὅπου κι ἂν μπῇ.

Φαντάζεις σὰν τὸν ἥλιο σου κι ἐσύ, καλὴ πατρίδα,
καὶ μάγια σὰν τά μάγια σου στὸν κόσμο ἀλλοῦ δὲν εἶδα.
Ἡ γῆ σου εἶναι παράδεισος, κι αἰώνια γαλανὸς
γύρω σου καθρεφτίζεται στὸ πέλαγ᾿ ὁ οὐρανός.
Κι οἱ νύχτες σου μὲ τ᾿ ἄστρα τους, μὲ τὴ γαλάζια πάστρα,
μὲ τ᾿ ἀηδονολαλήματα, τρεμάμενα σὰν τ᾿ ἄστρα,
μὲ τὸ φεγγάρι ποὺ περνᾶ, σὰν τ᾿ ὄνειρο εὐτυχίας
στὴ μέση τῆς ἀπέραντης οὐράνιας ἡσυχίας.
Οἱ νύχτες σου δροσοβολοῦν χιλιόπλουμα λουλούδια
καὶ στῶν παιδιῶν σου τὶς καρδιὲς ἀμάραντα τραγούδια,
σταλάζουνε στὰ σπλάγχνα τους θεράπειο λησμονιᾶς,
ἐλευτεριᾶς ἀγάλλιαση καὶ μίσος τυραννιᾶς.

Μάγεμ᾿ ἀσημούφαντο, φῶς μαργαριταρένιο,
λιώνονται σ᾿ ἕνα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο.
Γιομάτος μόσχους καὶ δροσιὲς ὁ Ζέφυρος τερπνᾶ
μέσ᾿ ἀπ᾿ ἀγάπης φαντασιὲς τὰ πλάσματα ξυπνᾶ.
Κι ἀνάμεσα στὰ χρώματ᾿ ἀπὸ χίλια οὐράνια τόξα,
προβαίνει πάλ᾿ ὁ ἥλιος εἰς ὅλη του τὴ δόξα.
Καί, σὰν τοῦ μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό,
ἕως τὸ χρυσὸ βασίλεμα λάμπει στὸν οὐρανό.
Ἑλλάς, τὸ μεγαλεῖο σου βασίλεμα δὲν ἔχει,
καὶ δίχως γνέφια τοὺς καιροὺς ἡ δόξα σου διατρέχει.
Ὅσες φορὲς ὁ ἥλιος σου νὰ σὲ φωτίσει ἐρθεῖ,
θὲ νὰ σὲ βρεῖ πεντάμορφη, στεφανωμένη ὀρθή.