Ἔλα μικρὸ ἄνθος τῆς μυρτιᾶς Ποὺ ἔχεις τὶς ρίζες σου
Μέσα σὲ νερὰ πηγῆς ἀρχέγονης
Κάνε τὰ φωνήεντα νὰ ἠχήσουν
Μέσ᾿ ἀπὸ τὶς σχισμὲς τῶν καλύκων σου.
Νὰ γίνει πάταγος ἀπὸ σχήματα καὶ νοήματα
καὶ μυροβόλος φθόγγος ὁ ἄνεμος.
|
Ἔλα καὶ στόλισε σὰν ὀξεία
Τὴν πιὸ ὄμορφη λέξη μου
Ν᾿ ἀντέξει ὁ ἦχος
Τὴν ἠχὼ τῶν μακρινῶν ἐρώτων.
Νὰ γίνει μίσχος ἡ λέξη
ν᾿ ἀνοίξει στὴν πιὸ κρίσιμη ὥρα.
Τὴν ὥρα τῆς ἐνθύμησης.
Κάνε τὴ μνήμη
Οὐσία κυττάρου
Βάρος χρόνου
Νὰ ἐξορυχθεῖ τὸ χρυσάφι
Ποὺ κρύβω στὴν παλάμη μου.
|
Στάχτες σκέπασαν
Τ᾿ ἀρχαῖα βήματα.
Ἅγιασε τὸ χῶμα
Ἀπὸ τὸν πόνο
Καὶ τὴν προσμονή.
Ἡ σκουριὰ τῆς πέτρας
Πότισε τὰ πεῦκα
Καὶ μοσκοβόλησε
τὸ ρετσίνι.
|
Κεχριμπάρι τῶν δέντρων
Ποὺ βγαίνει
Στάλα-στάλα
Ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ μήτρα
Ποὺ λάμπει
Σὰ δάκρυ φεγγαριοῦ
Πάνω στὴ φλούδα
Μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου.
|
Ἀπὸ ἐδῶ,
Καθὼς ἀπὸ κέντρο θόλου
Ἡ ματιά μου κυκλικὴ
Ἀγκαλιάζει τὴ σεμνότητα
Καὶ ἡ ἀφὴ
Σπαράζει
Στὸ ἄγγιγμα τῆς ἱερῆς πέτρας.
|
Ἐδῶ ἐπὶ τῆς Πηγῆς Ἀρήνης
Ὅπου τὰ ὕδατα
Ἀναβλύζουν
Μεταξὺ χλόης
Πέτρας
Κι ἀσπαλάθων
Καὶ πέφτουν μὲ βουητὸ στὰ ρέματα
Ὅπου ἡ φωνὴ τοῦ νεροῦ ἀκούγεται
Ὡς θαῦμα
Μεσ᾿ ἀπὸ τὴ σιγὴ τῆς νύχτας
Ὥς ποίημα
Στεφάνι ἀπὸ μυρτιὲς καὶ λέξεις
Ποὺ χορεύει πάνω ἀπ᾿ ἀφροὺς καὶ κύματα
Φεύγοντας πρὸς τὴ θάλασσα.
|