Κώστας Οὐράνης (Λεωνίδιο 1890 - Ἀθήνα 1953): ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστὴς καὶ δημοσιογράφος.
Θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν ποῦμε ὁ τελευταῖος ρομαντικὸς τῶν Γραμμάτων μας, γράφει ὁ Μιχαὴλ Περάνθης. Γλυστρώντας πάνω ἀπ᾿ τὰ κύματα τῆς λύπης, ποὺ ἦταν ὁλόκληρη ψυχική, ἀντιπαρέρχονταν τὴν καθημερινότητα, ξέφυγε τὴν πεζολογία τῶν πρακτικῶν ἡμερῶν καὶ μετατοπίζονταν σὲ μία περιοχὴ καμωμένη ἀπὸ τὸ δικό του κλίμα, ὅπου ἡ νοσταλγία του εὕρισκε τροφὴ καὶ ἡ θλίψη τοῦ διέξοδο. Ἂν διέφερε σὲ κάτι ἀπὸ τοὺς ρομαντικούς, ἦταν πὼς οἱ μετατοπίσεις, ἡ φυγή του, ὁ ἀποδημητισμός του, δὲν πραγματεύονταν μόνο στὴ φαντασία. Τὰ ζοῦσε, τὸ ταξίδι καὶ τὴν ἀλλαγή. Ἡ φυγὴ γίνονταν πραγματοποιημένο τραγούδι, μιὰ ζῶσα μεταρσίωση ἀνάμεσα στὴν ὀνειροπόληση ποὺ προηγεῖτο καὶ στὴν νοσταλγία ποὺ ἀκολουθοῦσε.
|
Τῆς ἀγάπηςΝά ῾ξερες πῶς λαχτάριζα τὸν ἐρχομό σου, Ἀγάπη Πόσες φορὲς ἀλίμονο! δὲ γιόρτασα, θαρρώντας Μὰ δὲν ἐρχόσουνα ποτὲς καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα, καὶ σήμερα, ποὺ ἡ Νιότη μου γέρνει ἀργὰ στὴ δύση,
|
Ἕνα καράβι φεύγειἝνα μεγάλο τετρακάταρτο καράβι Ἡ νηνεμία τῶν νερῶν, καθὼς τὴ σχίζει, Εἶν᾿ ἕνα ξενικὸ καράβι, στὰ πλευρά του Ἀπὸ ποιὰ μακρινὰ ἔχει ἔρθει μέρη Οὔτ᾿ ἕνα ἄσπρο μαντήλι δὲν τὸ χαιρετάει, Μόνο οἱ γυναῖκες τὸ κοιτᾶν ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια, Ὡστόσο ἀφήνοντας γιὰ πάντα τὸ λιμάνι, Καὶ τώρα ποὺ στὸ πέλαγο ἀρμενίζει -λάμπουν ἀπὸ χρυσάφι τὰ κατάρτια, οἱ ἀνθρῶποι ποὺ κοιτᾶν στὴν παραλία καὶ πιὸ γυμνὴ ὁ καθένας τὴ ζωή του |
ΚατοχήἈλήθεια, δάση καὶ βουνὰ Ἀνθίζουν πάντοτε οἱ βραγιές; Ἀπίστευτα μᾶς φαίνονται ὅλα Θὲ νἄρθει τάχα μιὰν ἡμέρα
|
ΝοσταλγίεςΜοιάζω τοὺς γέρους ναυτικοὺς μὲ τὶς ρυτιδωμένες
|
Δὸν ΚιχώτηςἈτσάλινος καὶ σοβαρὸς ἀπάνω στ᾿ ἄλογό του οἱ Δὸν Κιχῶτες πᾶν μπροστὰ κι οἱ Σάντσοι ἀκολουθᾶνε!
|
VITA NUOVAΔὲν θέλω πιὰ παρὰ νὰ ζῶ ἔτσι ὅπως ἕνα δέντρο,
|
Nel mezzo del᾿ cammin...Νά ῾μαι κ᾿ ἐγὼ στὸ μέσο της ζωῆς μου, Οὔτε δάσο, οὔτε φάντασμα! Μονάχα Σὰν ξένη, σὰν ἀπίθανη ἱστορία Μήνυμα δὲ μοῦ ἔρχεται κανένα
|
ΠεραστικέςΓυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἕνα τραῖνο
|
Ἐρωτικὰ IVΔὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ τὴ ζωή σου Τοῦ μαγικοῦ τοῦ κόσμου Κι ἂν ἀπ᾿ τὰ βάθη ἑνὸς ληθάργου
|
Πικραμένος ἀναχωρητήςΘὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι
|
Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μουΜὴν μὲ μαρτυρήσεις!
|
Ταξίδι στὰ ΚύθηραΤ᾿ ὡραῖο καράβι ἕτοιμο στὸ χαρωπὸ λιμάνι, μᾶς πῆρε γιὰ τὰ Κύθηρα, τὰ θρυλικά, ὅπου μέσα Μὰ τὸ ταξίδι ἦταν μακρὺ κ᾿ ἡ χειμωνιὰ μᾶς βρῆκε!... καί, κάπου ἀπὸ τοὺς ἄξενους τοὺς οὐρανούς, τὸ πλοῖο
|
Ἡ ἀγάπηἌ! Τί ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς ὄρθιος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ Θὲ νὰ σοῦ κλείσει ἀπαλά, μὲ τ᾿ ἄσπρα χέρια της τὰ δυό, Δὲν ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς... Ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ. Εἰδέ, κι ἂν ἔχεις φωτεινό, τὸ σπίτι γιὰ νὰ τὴ δεχθεῖς,
|
ΖωήΚάποιες φορές, σὰ βράδιαζεν ἀργὰ στὴν κάμαρά μας, Δὲ σ᾿ ἀπαντοῦσα. Τὴ φωνὴ τὴν πνίγαν οἱ λυγμοί μου, Γιατ᾿ ἤσουν ὅλη μου ἡ ζωή, χαρά της καὶ σκοπός της, Μοῦ φαίνονταν ἀδύνατο δίχως ἐσὲ νὰ ζήσω.
|
Τὰ φορτηγὰ καράβια συλλογίζομαιΤὰ φορτηγὰ καράβια συλλογίζομαι Τὰ φορτηγὰ καράβια: ποὺ ταξίδεψαν Τοὺς ναυτικούς τους γέρους συλλογίζομαι καὶ δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ ταξιδέψουνε |
Οἱ νέες τῶν ἐπαρχιῶνΙΤὶς νέες συλλογίζομαι στὶς ἀπομακρυσμένες Τὶς συλλογιέμαι στὶς θαμπὲς τοῦ φθινοπώρου ἡμέρες, ΙΙΣυλλογιστήκατε ποτὲ τὶς νέες στὶς ἐπαρχίες, Ποὺ ἀνταλλάσσουν κάρτ-ποστὰλ -«ἰδίως τοπία καὶ ἂνθη»- Ποὺ γράφουν καλλιγραφικὰ -καὶ μ᾿ ἀνορθογραφίες- ΙΙΙἘγὼ τὶς συλλογίζουμαι τὶς νέες αὐτές, ποὺ εἶναι Πότε θὰ ῾ρθεῖ; Πότε θὰ ῾ρθεί ἀπὸ τὸ γαλανὸ Δὲν ξέρει πῶς στὴν πένθιμη αὐτὴν ἀναμονὴ Πότε θὰ ῾ρθεῖ; Κατάμονες καὶ θλιβερὲς στὸ σπίτι
|
Koρίτσια τοῦ παλιοῦ καιροῦ...Κορίτσια τοῦ παλιοῦ καιροῦ, Ἀθηναΐς, Εἰρήνη: Ποιοὶ τάχα νὰ σᾶς χαίρουνται, σὲ ποιὰ νὰ ζεῖτε ξένα, Σὰ νά ῾ρθαν καὶ σᾶς πήρανε κουρσάρικα καράβια,
|
Τὸ κορίτσι τῶν δεκατριῶν χρονῶνΣβέλτη, γοργὴ καὶ γλιστερὴ σὰ φίδι, ὅλη τὴν ὥρα Μ᾿ ἀπάνω στὸ κυνηγητὸ κι ἀπάνω στὸ παιγνίδι, Καί, μιὰ στιγμή, ποὺ ἅρπαξα τὴ μέση της καὶ μ᾿ ἄγρια Τὴν εἶδα ποὺ ἀφέθηκε γλυκὰ στὸ σφιξιμό μου,
|
ἘρωτικόΔὲν μπορῶ νὰ ξέρω, δὲν μπορῶ νὰ πῶ Οὔτ᾿ ὁ ἔρωτάς μου ποὺ σὰ ρόδο ἀνθεῖ, Ὅ,τι ξέρω εἶναι πώς, ἀπ᾿ τὴν ἡμέρα Ὅλα ἀλλάξαν ὄψη ἀπ᾿ τὸ φῶς ποὺ ἐντός μου Ἔχω πιὰ ξεχάσει ὅσα νοσταλγοῦσα Τὴ ζωὴ τὴ βλέπω σάμπως μέσ᾿ ἀπό ῾να ποῦ νὰ λέω ἂν ὅπως ἦρθε μίαν ἡμέρα
|
Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο...Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι Ἀπ᾿ τοὺς φίλους ποὺ παίζαμε πότε-πότε χαρτιὰ Μιὰ στιγμὴ θὰ κοιτάξουνε ὁ καθένας τὸν ἄλλον, Κάποιος θἆναι συνάδελφος στὰ «ψιλὰ» ποὺ θὰ γράψει Κι αὐτὸς θἆναι ὁ στερνός της ζωῆς μου ἐπιτάφιος. Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
|
Ἡ ζωντανὴ νεκρήΔὲν πέθανες! Στὴν κάμαρα ἀκόμα τ᾿ ἄρωμά σου Ἀπάνω στὸ τραπέζι μου πάντα ἡ δική σου εἰκόνα, Δὲν πέθανες. Εἶσαι παντοῦ καὶ εἶσαι μέσα σὲ ὅλα: Δὲν πέθανες. Ἀδιάφορο οἱ μῆνες κι ἂν περνᾶνε:
|
Τελευταῖα Σχεδιάσματα
|
Κανένα βουνὸ ἀπ᾿ ὅσα εἶδα στὴ ζωή μου - ἀπὸ τὸ Μὸν Μπλὰν μὲ τὰ - αἰώνια ἀπάτητα χιόνια ἴσαμε τὶς πιὸ ἄγριες ἱσπανικὲς «σιέρρες» δέ μου ἔκανε ποτὲ τὴν ἐντύπωση ποὺ αἰσθάνθηκα, ποὺ δέχθηκα, κατάστηθα θὰ ἔπρεπε νὰ πῶ, ὅταν ἀπὸ μία ψηλὴ καμπὴ τοῦ ἁμαξιτοῦ δρόμου πρὸς τὴ Σπάρτη ἀντίκρισα τὸν Ταΰγετο σ᾿ ὅλο τοῦτο ἐπιβλητικὸ ὕψος. Δὲ φανταζόμουν ποτὲ ὅτι θὰ ὑπῆρχε βουνὸ μὲ τέτοιο χαρακτῆρα, τέτοιαν ἀτομικότητα. Ἡ εἰκόνα του ἦταν ἄφθαστα μεγαλοπρεπής. Παρουσιάζεται στηριγμένος σὲ τεράστιες, συμπαγεῖς πλαγιές, παρόμοιες μὲ στηρίγματα τειχῶν, χρώματος μὸβ καὶ μολυβένιου, καὶ «οἱ κορφές του, ποὺ ἔχουν σχήματα πυραμίδων ξεκόβονται στὸ γαλανὸ οὐρανὸ κατακάθαρα καὶ σκληρά. Δὲν ὑπάρχουν, ὅπως συμβαίνει μ᾿ ἄλλα ψηλὰ βουνά, μικρότερες βουνοσειρὲς νὰ τὸν μισοκρύβουν καὶ νὰ ἐμποδίζουν ν᾿ ἀγκαλιάσει κανεὶς μὲ μιὰ ματιὰ ὁλόκληρο τὸ ὕψος του. Ἀπὸ τὴν κοιλάδα τῆς Σπάρτης, ὅπου κάνει φιδίσιους ἑλιγμοὺς ὁ Εὐρώτας, καὶ ποὺ ἁπλώνεται σὰ μιὰ θάλασσα πρασινάδας, ὁ Ταΰγετος σηκώνεται ἀνεμπόδιστος, ἴσιος, ὥριμος καὶ δυνατὸς μὲ μία περήφανη ἀνάταση - ἴσαμε τὸ ὕψος τῶν χιονοσκεπασμένων κορυφῶν του. Καθὼς ἐμφανίζεται ἔτσι, δὲ δίνει μόνο μιὰ ἐντύπωση μεγαλείου, ἀλλὰ καὶ μία βαθιὰ συγκίνηση.
Δὲν τὸν φαντάζεται κανεὶς ἄψυχο: παγερὴ αἰωνιότητα ὕλης. Καθὼς ὑψώνεται θεόρατος καὶ δυνατός, σκιάζοντας τὴ μεγάλη πεδιάδα, φαντάζει σὰ μιὰ ἔμψυχη παρουσία, σὰ νὰ εἶναι ὁ τιτανικὸς φρουρός της - καὶ δίνει πραγματικὰ τὸ μάθημα ἐκεῖνο τῆς ἐνέργειας καὶ τῆς δύναμης, ποὺ ἔνοιωσε ὁ Μωρὶς Μπαρρές, ὅταν τὸν εἶδε καὶ μὲ τὸ ὁποῖο ἐξήγησε τὸ πολεμικὸ θαῦμα τῆς ἀρχαίας Σπάρτης. Ἀληθινά, ἀφοῦ δεῖ κανεὶς τὸν Ταΰγετο, ἐννοεῖ καλύτερα, ἐννοεῖ ἐντελῶς, πὼς ὑπῆρξε ἡ φυλὴ αὐτὴ περήφανη, ἡ ἐξαίσια ἀνδρική, ἡ λιτή, ἡ αὐστηρὴ καὶ πολεμόχαρη, ποὺ ἔζησε στὴν κοιλάδα αὐτὴ τῆς Σπάρτης χωρὶς νὰ νοιώσει ποτὲ τὴν ἀνάγκη νὰ περιτειχίσει Ἀκροπόλεις γιὰ νὰ καταφεύγει σ᾿ αὐτὲς σὲ ὧρες ἐχθρικῶν ἐπιδρομῶν. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀντίκριζαν καθημερινὰ τὸν Τιτᾶνα αὐτὸν ποὺ λέγονταν Ταΰγετος, ποὺ ἀνέπνεαν τὸν ἀέρα ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὶς κορυφές του, ποὺ αἰσθάνονταν ὄχι τὸ βάρος του πάνω στὴν πεδιάδα τους, ἀλλὰ τὸ ἀγέρωχο ὕψος του, δὲν ἦταν δυνατό, στὶς ἐποχὲς ἐκεῖνες τῶν πολέμων καὶ τῶν στενῶν πατρίδων, νὰ μὴ ἀναπτυχθοῦν σὲ χαλύβδινους καὶ περήφανους πολεμιστὲς καὶ νὰ μὴ θέσουν τὴ φυλή τους ἀνώτερη καὶ ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ τῶν Ἀθηνῶν ...
Ἄλλοτε, πρὶν δῶ ἀκόμα τὸν Ταΰγετο, θεωροῦσα κι ἐγώ, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, κατώτερη τὴ φυλὴ αὐτὴ ποὺ χάθηκε ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς χωρὶς νὰ ἀφήσει στοὺς αἰῶνες τίποτα γιὰ νὰ θυμίζει τὴ διάβασή της: οὔτε ναό, οὔτε ἕνα ἔργο τέχνης. Τώρα αἰσθάνομαι ὅτι oι Σπαρτιᾶτες «ἄφησαν» ὡς μνημεῖο τους τὸν Ταΰγετο γιατὶ, ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὴν περήφανη παρουσία του, ὕψωσαν σὰν τὴν ψυχή τους ἴσαμε τὴν ψηλότερη κορφή του κι ἔγιναν ἕνα μ᾿ αὐτόν...
Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστὴς καὶ δημοσιογράφος (πραγματικὸ ὄνομα Κώστας Νιάρχος). Ἔζησε τὰ παιδικά του χρόνια καὶ ἔκανε τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του διαδοχικὰ στὸ Λεωνίδιο, Ναύπλιο καὶ Κωνσταντινούπολη. Στὴν Ἀθήνα ἦρθε στὰ 18 του χρόνια καὶ ἐργάστηκε γιὰ λίγο στὴν Ἀκρόπολη τοῦ Γαβριηλίδη. Πῆγε κατόπιν στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ νὰ σπουδάσει ἀλλὰ ἔζησε μποέμικη ζωή, προσβλήθηκε ἀπὸ φυματίωση καὶ ἔμεινε δυὸ χρόνια στὸ σανατόριο τοῦ Νταβὸς στὴν Ἐλβετία. Τὸ 1920 διορίστηκε γενικὸς πρόξενος τῆς Ἑλλάδας στὴ Λισσαβόνα, ἐνῷ τὸ 1924 ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα καὶ ἐργάστηκε ὡς δημοσιογράφος.
Στὰ Γράμματα ὁ Οὐράνης πρωτοεμφανίστηκε τὸ 1908 καὶ ἔκτοτε συνεργάστηκε μὲ ὅλα σχεδὸν τὰ ἀξιόλογα περιοδικὰ τῆς Ἀθήνας καὶ τῆς Ἀλεξάνδρειας. Τὴ νεανική του συλλογὴ Σὰν ὄνειρο, ποὺ τύπωσε τὸ 1909, τὴν ἀποκύρηξε καὶ θεώρησε ὡς πρώτη συλλογή του τὴν Spleen τοῦ 1912 (ἡ λέξη σημαίνει μελαγχολία, ὑποχονδρία καὶ πλήξη), στὴν ὁποία ὅμως τὰ πεζολογικὰ στοιχεῖα καὶ ἡ δυσκαμψία τοῦ στίχου δίνουν μετριότατα ἀποτελέσματα. Οὐσιαστικὰ ἡ προσωπικὴ ποιητική του προσφορὰ παρουσιάζεται μὲ τὶς Νοσταλγίες (1920) καὶ συμπληρώνεται μὲ τὶς Ἀποδημίες, μιὰ συλλογὴ ποιημάτων δημοσιευμένων σὲ διάφορα περιοδικά, ποὺ συγκεντρώθηκαν γιὰ πρώτη φορὰ στὴ μεταθανάτια ἔκδοση μὲ τὸ γενικὸ τίτλο Ποιήματα (1953). Ἐπίσης μεταθανάτια συγκεντρώθηκε, χάρη στὶς φροντίδες τῆς δεύτερης γυναίκας του, τοῦ κριτικοῦ Ἄλκη Θρύλου, ἡ διάσπαρτη σὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες, ὅπως καὶ σὲ ἐξαντλημένα βιβλία του, ποικίλη ἐργασία του. Ἔτσι, ἐκδόθηκαν σὲ ὁμοιόμορφους τόμους, τὰ ταξιδιωτικά του: Ἰταλία (1953), Ἱσπανία (1954), Γλαυκοὶ δρόμοι (1955), Ἑλλάδα (1956), Ἀπὸ τὸν Ἀτλαντικὸ στὴ Μαύρη Θάλασσα (1957), τὰ ἀφηγήματα, χρονογραφήματα, συνεντεύξεις κλπ.: Ἀναβίωση (1955), Ἀποχρώσεις (1956) καὶ τὰ κριτικά του: Δικοί μας καὶ ξένοι (1954 - 56, σὲ τρεῖς τόμους) καὶ Στιγμιότυπα (1958). Στὴν ἀνάθεση τοῦ Ἄλκη Θρύλου ὀφείλεται καὶ ἡ βιογραφία τοῦ Οὐράνη (1908 - 61) τοῦ Π. Μαρκάκη, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1962.
Ὡς ποιητὴς ὁ Οὐράνης, μὲ τὴ βαθιὰ καὶ οὐσιαστικὰ κοσμοπολίτικη παιδεία του, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν Μπωντλαὶρ καὶ τοὺς Γάλλους «ποιητὲς τῆς παρακμῆς» (ὅπως αὐτοχαρακτηρίζονταν πρὶν ἐπικρατήσει ὁ ὅρος συμβολιστές), καλλιέργησε μία ποίηση χαμηλῶν τόνων, στὴν ὁποία ἐπικρατοῦσαν τὰ αἰσθήματα τῆς ἀνίας, τῆς συγκρατημένης ἀπελπισίας, τῆς νοσταλγίας καὶ τῆς φυγῆς. Ὡστόσο, οἱ καταστάσεις αὐτές, κυρίαρχες στοὺς γαλλικοὺς κυρίως λογοτεχνικοὺς κύκλους, στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα, μεταφερμένες τώρα σὲ μιὰ ἄλλη ἐποχή, τὴν περίοδο τοῦ Α´ Παγκοσμίου Πολέμου, μὲ μιὰ διαφορετικὴ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία εὐνοοῦσε ἰδιαίτερα τὰ νέα εἰκονοκλαστικὰ αἰσθητικὰ κινήματα, ἔμοιαζαν νὰ κατάγονται μᾶλλον ἀπὸ φιλολογικὲς ἐπιρροές, παρὰ ἀπὸ ἐμπειρίες ζωῆς. Μολαταῦτα ὁ Οὐράνης γιὰ τοὺς συνοδοιπόρους του, στὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ 20ου αἰῶνα, θεωρήθηκε σημαντικὸς ποιητής. Ἀκόμη καὶ ἡ ἀτιμέλητη μορφὴ τῶν στίχων του καὶ οἱ ἀλλεπάλληλες χασμωδίες του εἶχαν ἐκληφθεῖ ὡς ἠθελημένοι ἐκφραστικοὶ τρόποι καὶ ὡς στοιχεῖα ὕφους, τὰ ὁποῖα συνόδευαν ὀργανικὰ τὰ ποιητικά του θέματα. Θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ τὸ ὑποστήριζε κανεὶς σήμερα. Ὅμως θὰ πήγαινε καὶ στὸ ἄλλο ἄκρο ἂν ἔλεγε ὅτι ἀπὸ αὐτὴ τὴ βαρύρυθμη καὶ πεζολογικὴ ποίηση, ὅπου κάποιοι ρεαλιστικοὶ τόνοι διαβρώνουν τὸ ρομαντισμό της, δὲν σῴζεται συχνὰ μιὰ ἀτμόσφαιρα ἐποχῆς μὲ διαχρονικὰ στοιχεῖα. Μιὰ προσεκτικὴ καὶ εὐαίσθητη ἀνθολόγηση τοῦ ποιητικοῦ του ἔργου μπορεῖ νὰ τὸ πιστοποιήσει, ὅπως καὶ νὰ ἐπισημάνει τὶς διαστάσεις του.
Ὁ Οὐράνης παραμένει ποιητὴς καὶ στὰ ταξιδιωτικά του ἔργα, τὰ διηγήματα, τὰ ἀφηγήματα καὶ τὰ χρονογραφήματά του. Ὁ ἄκρατος ὑποκειμενισμός του τὰ χρωματίζει μὲ θερμοὺς τόνους, ἔτσι ποὺ νὰ φανερώνονται ὡς αὐτοβιογραφικὲς ἐκμυστηρεύσεις, συνθήκη ὅμως ποὺ μειώνει τὴν ἐμβέλεια τῶν κριτικῶν του μελετημάτων, χωρὶς ὡστόσο αὐτὰ νὰ χάνουν τὴ σχετικὴ σημασία τους.