ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ
ΚΕΔΡΟΣ
1988
Ξυλογραφία Ἐξωφύλλου: Α. ΤΑΣΣΟΣ
Ξυλογραφία ποιητῆ.· Ι. ΚΕΦΑΛΛΗΝΟΣ
|
|
[ΠΡΟΛΟΓΟΣ]
Ἀπ᾿ ἀλήθεια σ᾿ ἀλήθεια ἀκροπατώντα,
νυχτόημερα λουσμένος τῶν κλαμάτων,
τὴ θεία βουλὴ νὰ σμίξω λαχταρώντα
στὸ κύκλωμα τοῦ ἡλιοῦ καὶ στῶν πνεμάτων
τοὺς ἥλιους μὲ τὴν ἄσκησή μου ζώντα
μιὰ ζήση, ἀλί!, καθημερνῶν θανάτων,
πίσου ἀπ᾿ ὅλα σὲ μάντευα ὡς παρθένα
σκέψη γοργὴ σὲ μάτια ἐρωτεμένα.
Καννὶ τοῦ ῥοδοστάγματος, Χριστέ μου ·
Κότσυφα ἐσύ, τοῦ Αἰώνιου Κήπου κράχτη·
Ἀφέντη τετραλόγιστε, ἀδερφέ μου·
τῆς Μιᾶς Ἀλήθειας πύλη ἐσὺ καὶ φράχτη·
Χρυσὲ Βασιλοπόταμε· τοῦ Ἀνέμου
ριπή, ποὺ λεῖ τὰ μάταια ἔργα στάχτητ
μοῦ ῾πες ἐσύ, πὼς τὴν αἰώνια ζήση
πρέπει κανεὶς ἐδῶ νὰ τὴν ἀρχίσει.
|
I
Μὲς στὴ σιωπὴ σ᾿ ἀργάζομουν, Καράβι,
ὡς τὸ χρυσὸ κουκούλι της ἡ κάμπια·
καὶ φουντωμένο φλόγες τώρ᾿ ἀνάβει
τὸ κορμί, τὸ κατάρτι σου κ᾿ ἡ γάμπια·
καὶ νά σου ὁλόρτο στῆθος, ὁποὺ θραύει
τὰ πεπρωμένα - πολεμίστρα τάμπια!
Καὶ κάθε ξύλο, ὡς γεύτηκε τὸ ἁλάτι,
ἔγινε Νοῦς καὶ Θέληση καὶ Μάτι.
Πίσω βοριάς, πηχτὸ ἐμπροστὰ τὸ πούσι·
κι ὅμως μέσα μου ὁ ἥλιος λαμποβόλα᾽.
Κι ἂν ἐρχόταν μετάνιωμα νὰ κρούσει
τὸ θάρρος μου, τὰ σπλάγχνα ἐξύπνααν ὅλα.
Πόσες φορὲς ἡ ἀντένα μου εἶχε ἀκούσει,
σφιγμένη στὴν καρδιά, τὴ νυφοστόλα
Ἰδέα, χαρὰ νὰ βάνει μου στὰ γόνα,
στὰ χέρια τὰ κομμέν᾿ ἀπ᾿ τὸν ἀγώνα!
Κι ἂς μὴ σᾶς βλέπω, ἑλληνικὰ ἀκρογιάλια,
μὲς στοῦ ματιοῦ μου λάμπετε τὴν κόρη,
Πῶς λαχταράει τὰ θεῖα σας ροδοκάλλια
(πάντοτες θεῖα, μ᾿ ἀστέρια ἢ μὲ λιοβόρι!)
ἡ καρδιά μου, καὶ θά ῾θελεν ἀγάλια
σὰν ἠχερὸ χαλίκι σας νὰ ἠμπόρει
μὲ τὸ δικό σας τὸ ρυθμὸ καὶ τὸ ἴσο
νὰ κυλήσει, νὰ πάει καὶ νά ῾ρτει πίσω.
|
II
Πριχοὺ ν᾿ ἀγγίσω τοῦ Ἀγαθοῦ τὴ ρίζα,
πριχοὺ ἡ καρδιὰ γευτεῖ τ᾿ ἅγιο σου χῶμα,
πάθη παλιά, παλαιὰ ποὺ τὴν ὁρίζα᾽,
βαθιὰ τὰ ξεβοτάνισα· καὶ σῶμα
ἀχαμνό, κεφαλὴ μὲ χαίτη γκρίζα,
τὰ χέρια μέσα κ᾿ ἔξω, καὶ τὸ στόμα,
τά ῾λουσα μὲ κρασὶ καὶ μὲ μπαχάρια
καὶ σοῦ τὰ δίνω, ὡς ἔπρεπε, καθάρια.
Μ᾿ ἀλί! τώρα ποὺ ζύγωσα, ἕνα μάτι
ταχὺ μέσα στὸ πλεούμενο δοξεύω·
ποῦ οἱ θησαυροί, ποὺ σοῦ ῾φερνα, οἱ φλογάτοι;
ποῦ τῆς ψυχῆς τ᾿ ἀσάλευτα «Πιστεύω»;
Ἔλεα πὼς θὰ σὲ ξάφνιζα μὲ κάτι
ἀναπάντεχα ὡραῖο, καὶ σημαδεύω
νά ῾μαι γυμνός, νά ῾σαι γυμνή, ὦ Ἑλλάδα,
φτωχὴ σὰν τ᾿ οὐρανοῦ τὴ γαλανάδα.
Ἔτσι ἀδειανὸς στὴν ἀχτιδόβολη ἄμμο
τῆς μιᾶς στιγμῆς λαφροπατάω τὰ κρίνα,
Νά με!, χωρὶς πιθέματα στὸ γάμο
καὶ ρεγάλα χωρίς. Ἀλλὰ μιὰ σφήνα
γλυκὸ ψωμὶ θὰ διακονέψω χαμο-
συρτὸς καὶ μιὰ γουλιὰ πικρὴ ρετσίνα·
μ᾿ ὅ,τι γενναῖο τὸ στίχο μου γεμίστε,
διπλὸ θὰ σᾶς τὸ δώσει, ἂν τὸ ζητῆστε.
Ὀπίσω μου λυθήκανε τὰ ξύλα
τοῦ καραβιοῦ, καὶ τ᾿ ὄνειρον ἐλύθη!
Ἀπάνω στὰ νερὰ μιὰ ἀνατριχίλα
κ᾿ ἕνας καπνὸς μυριστικὸς ἐχύθη,
Μὲ δίχως γυρισμὸ σὲ σᾶς μ᾿ ἐκύλα᾽
ἡ νύχτα, ὀιμέ! Τὰ σκοτεινά μου στήθη
ζητᾶνε ἀπὸ τὰ σᾶς ἀλήθεια· κι ὅ,τι
κομματιαστὸ δεχτοῦν, θὰ γίνει ὁλότη.
Καλὰ γιὰ νὰ σὲ νιώσω - ὤ! νὰ ριζώσω
σὲ σένα, γῆ μου, ὅλης τῆς Γῆς ἀφάλι!
Σταυρανοιμένα χέρια νὰ σὲ ζώσω
στὴν ἀνεχόρταγή μου τὴν ἀγκάλη!
Ἐρωτικά, σὰν κόρφο, νὰ δαγκώσω
τὸ χῶμα σου· νὰ γίνω χῶμα πάλι,
καὶ νοῦς βαθιὰ χωστὸς νὰ μελετήσει
τὴ Θέληση, ποὺ κλεῖ βαθιά σου ἡ Φύση.
|
III
Ὅσες φορὲς μεγάλοι ἀνάψαν ἥλιοι
στοῦ ἀνθρώπου τὴν ψυχὴ (ἐκκλησιὲς οἱ λόγοι!),
διδάχος τοῦ λαοῦ ἤτανε τὰ χείλη
καὶ τὸ παντοτινό του μοιρολόγι,
Μὲ τὸ δικό του ἐσύρανε μαντίλι
Ὅμηρος, Σολωμός, τ᾿ ἀρχοντολόγι
τῶν ἀρετῶν Σου: ὀλίγη ἀγάπη δῶσ᾿ μου
καὶ μένα, Ἑλλάδα, Στόμα ὅλου τοῦ κόσμου.
* * *
Σὲ θρόνον ἀπὸ πέτρα, λαῶν ποιμένας
μὲ τοὺς πρωτάρχους πλάγια του - ὅλ᾿ ἡρῶοι!-
πὄχει νυφάδες ἑκατὸ καθένας
κ᾿ ἕνα σφαχτὸ στὴ μοιρασιά του τρώει,
ἀκοῦν τὸ ραψωδόν, ὀλύμπιας γέννας,
στὸ ραβδὶ κρεμασμένον, πῶς οἱ Τρῶοι
βαστάξαν τοὺς Ἀργίτες χρόνια δέκα
γιὰ μιὰ μάργελη, Αἰώνιο Φῶς, γυναίκα!
Κι ἀντιβογκάει τὸ χάλκωμα στοὺς τοίχους,
καὶ τὰ φτενά, γραμμένα, σειοῦνται ἐλάφια,
ὅταν, μαζὶ μὲ τοὺς ἀντρίκειους στίχους,
τοῦ Σκάμαντρου κυλᾶνε τὰ χρυσάφια,
Καὶ λάμπει στοὺς τετράχρονους τοὺς ἤχους,
τοῦ Ἕχτορα ὁ γιός, ἀστέρι· καὶ τὰ ἐντάφια
τὰ κλάιματα τοῦ Πρίαμου, πῶς ξεσκίζουν!
Τὴν ἴδια Ἀνάγκη ἀνθρῶποι, θεοί, γνωρίζουν.
* * *
Ἐδῶ τὸ Γέλιο εἶχε βωμὸ καὶ φλόγα
ποὺ κάπνιζε ἀπὸ κέρατα καὶ ξίγκια
ἡ Τρέλα ἐδῶ μὲ βούκινα ἀχολόγα᾽
καὶ φούσκωνε ἀπὸ σκέψη τὰ μελίγγια·
ἐδῶ ἦταν κόσμος ἄστρινος ἡ Ρώγα
ποὺ βράχνιαζε καὶ θέωνε τὰ λαρύγγια
κ᾿ ἕνας φαλλός, ἀγριοσυκιᾶς κλωνάρι,
ἐπήδαε μπρὸς νὰ φτάσει τὸ φεγγάρι.
Κατακάθι τὸ πρόσωπο ἀλειμμένο
καὶ τράγια ὀρὰ σαλεύοντας στὴ μέση,
πηδώντας σὲ τουλούμι λαδωμένο,
ποιός θὰ σταθεῖ ὀρτὸς χωρὶς νὰ πέσει;
ὅλο τὸ μαυροζούμι θυμωμένο
ἡ ἀγέμιστη κοιλιὰ θὰ-ν τὸ κερδέσει!
Ἀλλὰ στερνά, μ᾿ αἷμα κι ἀφρούς, τὸ χῶμα
δαγκάνοντας, στριγκά ῾κλαιγε τὸ στόμα.
Ὅλοι μαζὶ-ν ἐπάσκανε τὸ θρύλο
τοῦ ξαναγεννημοῦ καὶ τοῦ θανάτου·
ὅλοι μαζὶ βοηθῆσαν τὸν Αἰσχύλο
νὰ ξεγείρει τὸν Ὄλυμπο ἐδῶ κάτου·
καὶ στὸ ραβδὶ μὲ τοῦ πευκιοῦ τὸ μῆλο
ἀεροκινοῦσαν τὴ χρυσὴ καρδιά του
καὶ γνώριζαν στὸ στίχο τὸν καυτό του
καθένας τὸν καλύτερον ἑαυτό του.
Ῥηγαδικὸς ὁ Λόγος ποὺ τὸν Αἰώνα
σὲ ξύλινο παπούτσι εἶχε βαστάξει
κι ὡς μιὰ καρδιά ὅλος ράγιζε κ᾿ ἐπόνα᾽!
Μήτρα ὅλων τῶν Μουσῶν, ἤτανε Πράξη,
τοῦ Κόσμου τ᾿ Ἀνεθώρητου κολόνα,
τῆς πολιτείας θεμέλιωμα στὴν τάξη,
γνώμη τοῦ λαοῦ ποὺ στὴ θυμέλη γύρα
σεμνὰ πηδώντα ἐδίκιωνε τὴ Μοίρα.
Κ᾿ οἱ νέοι, ποὺ τοὺς ἐδένανε τὰ ὡραῖα
ἔργατα κ᾿ ἱερὸ τῶν ὅπλων τάμα,
τὴ νυχτιὰν ἀκλουθώντας τὴ μοιραία,
πὄκαιε τὶς ροῦγες τοῦ κρασιοῦ τὸ ἀνάμα,
ἐστῆναν τὸν ξυλένιο Ἐλευτερέα
στὴν ὀρχήστρα, γιὰ νὰ χαρεῖ τὸ δράμα
μ᾿ ὅλους ἴσα, αὐτοπρόσωπα, καὶ νά ῾ναι
βουβὸς κριτὴς μ᾿ αὐτοὺς ποὺ ξεφωνᾶνε!
* * *
Οἱ λύκοι τῶν Ἀγράφων· οἱ ἐλυμπίσοι
ἀιτοί, ποὺ θρέφαν πιθαμὴ τὸ νύχι
τοῦ Ταΰγετου οἱ ἀστρίτες,
πού ῾χαν βρύση τὴν καρδιά·
καὶ τῆς Ρούμελης τὰ ρήχη
ποὺ ἀρίφνητον Ἀράπη εἶχαν σαπίσει
ὁ Διγενὴς μὲ λιονταρίσο βρύχισμα,
ἀπὸ τὸ Χάρο μὲ χωσὰ ριγμένος,
καλάδερφος καὶ πάντα λαλημένος·
ἀπ᾿ ὅλες τὶς κορφάδες, Ῥωμιοσύνη,
τραγουδομάνες σ᾿ εἴχανε κυκλώσει!
Τὸ λεύτερό σου πνέμα, ἡ ἀντρειοσύνη,
ἡ γλυκιὰ τοῦ θανάτου κι ἅγια γνώση
(ἀχὸς τὰ παίρνει, στὸν ἀχὸ τὰ δίνει!-)
τὸν καθαρό σου στίχο εἶχαν φουντώσει,
ποὺ τοῦ ῾δωκε ἅπλα πιότερη καὶ θάρρος
μὲ ρίμες κελαηδίστρες ὁ Κορνάρος.
Ὅλα [ἦ]ταν ἕνας ποταμὸς μὲ χίλια
στόματα· χίλιοι ἀντίλαλοι, μιὰ γλώσσα.
Φιαμπόλια, ταμπουράδες, καριοφίλια,
μέσα στὸν ἴδιον ἄνεμο ἐκορῶσα᾽.
Μὲ μάτια μαυρογάλαζα, μὲ χείλια
ἀκροσυρμένα, σὲ ἀχολθγια τόσα
ἔκλενε ὁ Σολωμὸς νερὸ νὰ πάρει,
τὴν ἴδια του ὀμορφιὰν εἶδε κ᾿ ἐχάρη.
Κι ἀνέβασέ την, φῶς περιγραμμένη,
στὰ οὐράνια Ἑλλάδα ἐσένα, ἄσειστο
Μάτι πνεματικῆς ἡμέρας! Ἀνοιγμένη
στὰ ἔσχατα βάθη τῆς ψυχῆς, γεμάτη
ψυχὲς ἐφάνης! Κι ἄλλη δὲν ξεβγαίνει
τὴ νίκη σου γιὰ ἕνα ψωμιοῦ κομμάτι!,
Καὶ τοῦ σεισμοῦ τὰ χάσματα στὴ γῆ σου
κλεῖσαν εὐτὺς μ᾿ ἀνθοὺς τοῦ Παραδείσου!
|
IV
Ποιά νά ῾ναι, Λαέ μου, ἡ πιὸ μεγάλη τώρα
ἡ χρεία σου, νὰ βαλτῶ νὰ τὴ βοηθήσω·
ἡ πιὸ βαθειά σου ἀλήθεια, ἡ ἄμοιαστη ὥρα,
ποὺ μὲς σὲ ἀστήθι καίει παλικαρίσο,
νὰ σταμαήσω τη ἄξαφνα ἀστροθώρα
στὸ βλέμμα σου ὁμπροστά, τ᾿ ἄτρεμο κ᾿ ἵσο.
Νόμος μοιραῖος μαζί σας μεγαλώνει:
ποῦθε ἀρχινάει καὶ ποῦ ἄραγες τελειώνει;
Τὰ ποτήρια χαρούμενα τριγύρω
καθὼς κοιτάω (ἄλλα γεμάτα, ἄλλα ἄδεια!),
ἥλιον ὀγρὸ βαθιά τους κι ὅλο μύρο
τὸ κρασὶ νὰ σαλεύουν, τί σκοτάδια
θολώνουν τοῦ προσώπου σας τὸ γύρο!
Καὶ μὲ βιολιὰ (καημὸς καὶ χτυποκάρδια!)
ἡ λαλιά σας σπαράζοντας χτυπάει
τὴ μαύρη τούτη γῆς, ποὺ θὰ μᾶς φάει!
Καὶ τ᾿ ἄλογά σας (μέση δαχτυλίδι!),
ποὺ τὰ σκεπάζει ὅλο πλουμίδι χράμι,
μὲ τὴν ὀρὰ πλεξίδι τὸ πλεξίδι,
φρεσκαλειμμένα νύχια μὲ κατράμι,
ἔτσι καθένα ὡς λιάζεται, λεπίδι,
σὰ βαρᾶτε παλάμη τὴν παλάμη
τινάζονται κι αὐτιάζονται μὲ φρένα
ἀνθρώπινα τὸ θάνατο καθένα.
Καὶ νά, πηδάει ἡ κοπέλα, δροσοβόλια
ἀπάνω στὸ ψηλόανθο τὸ θυμάρι,
μὲ τὰ μαλλιὰ κύμ᾿ ἀφριστὸ σὲ ὀμπόλια
μεταξοκεντημένη, ἴδια φεγγάρι
μέσα σὲ ἀχνάδες διάφανες (ὤ!, βόλια
στὴν καρδιά!), κι ὅπως πάει βόλτα νὰ πάρει,
τῆς πετάγεται ἀπὸ τὸν κόρφο κάτω
παλιὸς σταυρὸς κι ἁγιοκωνσταντινάτο.
Ὅμοια ἡ καρδιά, μὲ τὰ κινήματά της,
στὰ χείλια φέρνει πικραμένα βάθη.
Ποῦ ὁ χρόνος ὁδηγάει, ποὺ πάει μπροστά της,
μιὰ δίψα σκοτεινὴ τὴν καίει νὰ μάθει!
Μὲ βουτηγμένα στὸ αἷμα τὰ φτερά της,
τοῦ λογισμοῦ μητέρα ἡ λύπη ἐστάθη,
ἡ λευτερώτρα λύπη, πὄχ᾿ οἰκίσει
μὲ κρίση καὶ σκοπὸ τὴν αἰώνια Φύση.
Ἀνάμεσά σου, ποὺ ἕνας κόσμος εἶσαι,
καὶ τ᾿ οὐρανοῦ, ποιὸ νά ῾ναι τὸ γεφύρι;
Μή ῾ναι ὁ τάφος, ποὺ πάντα τυραγνεῖ σε
σ᾿ ὄνειρα, σὲ δουλειά, σὲ πανηγύρι
καὶ σ᾿ ἔργα καλοσύνης όδηγεῖ σε;
Τί μάγια τὸ κλεωσμένο παραθύρι
καὶ τί φοβέρες κρύβει; ποὺ ὡς ἀνοίξει,
νὰ ἰδεῖς, δὲ θά ῾χεις μάτια, ὅ,τι σοῦ δείξει.
|
V
Ἀπ᾿ ὅλα, ποὺ σφυρᾶνε στὴν ἀκοή μου,
τὰ βέλη σου, ν-ἀπὸ γυναίκα οὐδ᾿ ἕνα!
Τόσο πολὺ μοῦ ἀργάσαν τὴν ψυχή μoυ
χρόνια ἄδικα, πολὺ τυραγνισμένα!
Γιατί νὰ μὴ μοῦ δένεται ἡ πνοή μου
μὲ θύηση καμιὰ γλυκὰ κ᾿ ἐμένα;
Μ᾿ ἕνα δάκρυ στὸ μάτι, σᾶς κοιτάζω
μακριά μου, ὅλες μαζί, ὅραμα γαλάζο.
Δὲ μ᾿ ἔφερε, σταράτες Ρωμιοποῦλες,
ποὺ τοῦ σπιτιοῦ λαμποβολεῖ τὸ τζάκι
στὴν καρδιὰ καὶ στοῦ γέλεου σας τὶς βοῦλες,
κανένα νέο κι οὐδὲ παλιὸ μεράκι·
κάποια λατρεία ἐσώτερη, ἀδερφοῦλες;
νὰ ἰδῶ ποιανοῦ φωτὸς θέ᾿ νά ῾βγει αὐλάκι,
ποιές καλὲς ἀπ᾿ τὰ σπλάγχνα σας γιορτάδες
τῆς ράτσας - βάρδοι καὶ πολεμιστάδες.
Πῶς σᾶς χτυπάει στὸ πρόσωπον ὁ ἀγέρας
ποὺ ἀπ᾿ τὰ Φάληρα πνέει καὶ τὴν Πεντέλη!
Πῶς λαιμὰ κυματᾶτε περιστέρας
ποὺ τὴν ἀγάπη ἀρνιέται, μὰ τὴ θέλει!
Μ᾿ ὄνειρα τῆς νυχτὸς καὶ τῆς ἡμέρας
καρπολογᾶτε - ἡλιοθρεμμένο ἀμπέλι!,
Ἀπ᾿ τὸ Τραγούδι οὐράνιο τόξο βγαίνετε
καὶ στὸ Τραγούδι νὰ βυθίστε πγαίνετε.
Ὀνόματα (ποιά ἀνάγκη!) δὲ θυμᾶμαι!
Σὰν πελαγίσα βοὴ σᾶς νιώθω ἐντός μου,
Ἀντάμᾳ, ἀπὸ τὸ θάνατο περνᾶμε
στὰ ὁλόφωτα ρηγάτα ἀλλουνοῦ κόσμου:
Ζάλογγο, Μεσολόγγι, Ἀνάπλι, νά με!
Μέσα στὸ φῶς σας στέκω μὲ τὸ φῶς μου.
Κ᾿ ἐμένα, σῶμα γήινο δὲ μὲ ὁρίζει
κι ὄνομα κάποιο δὲ μὲ ξεχωρίζει.
Πόσοι ἀργαστῆκαν αἰῶνες, μαῦροι αἰῶνες
τοῦ Ζάλσγγου τὸ πήδημα νὰ κάνουν!
Μὲ τὸ τραγούδι τ᾿ Ἀναπλιοῦ οἱ τρυγόνες
πῶς μοσκοσαπουνᾶνε νὰ λευκάνουν
τὰ ματωμένα ροῦχα! τὶς εἰκόνες
καὶ τὰ σεμνὰ κρεβάτια, πρὶν πεθάνουν
μάνες Μεσολογγίτισσες, τὰ ρίχνουν
στὴ φωτιὰ καὶ γαλήνιαν ὄψη δείχνουν!
Σὲ σᾶς τὸ χῶμα ἐτοῦτο, ποὺ σᾶς ξέρει,
τὰ χτυποκάρδια του ὅλα ἔκλεισε πάλι.
Τῶν περασμένων ἀρετῶν τὰ θέρη
σὲ σᾶς λουφάζουν κορφωτά. Μεγάλη
συρμὴ κᾳιροῦ στὸ φῶς θέ᾿ νὰ-ν τὶς φέρει
ὅλες μαζὶ νὰ δέσουνε μιὰν ἄλλη·
καὶ θὰ χυθεῖ στὴν ὄψη μας, ποὺ τρέμει,
πάλι ἀπὸ σᾶς δροσιστικὸ μελτέμι.
|
VI
Καρδιά, ποὺ τὰ κοράσια ἐλαχταροῦσες
κι ἀρκοῦσε καὶ σὲ θάμπωνε ὁ ἑαυτός σου,
τὶς πιὸ καλές σου δύναμες σκορποῦσες
στὶς ἡδονές, χαημὸς καιροῦ, χαημός σου!
Τώρα μαζί, ἂν μπορεῖς, δλες τὶς Μοῦσες
ν᾿ ἀγκαλιάσεις στὸ στίχο σου ἀρματώσου,
καὶ στὰ νερὰ τῆς Ἀρνησιᾶς βυθίσου
τὸ μέγα Ναὶ νὰ βγάλεις τῆς ζωῆς σου!
Τῆς μοναξιᾶς τὸ ρήγα ἰδές! τὸ γύπα,
πῶς βγάνει ζωὴν ἀπ᾿ τὸ λιωτὸ ψοφίμι!
Τὶς πεθαμένες ἁμαρτίες σου τρύπα
μὲ μύτη ἀτσαλωτή, βαρειὰ βολύμι!,
Ἀντάμα σὲ πολλὰ σημάδια χτύπα,
κι ἀπὸ τὴ Λησμονιὰ τὴν ἄξια Μνήμη
κι ἀπ᾿ τὸ χαημένο τὸν καιρό σου τρύγα
τὸν Καιρὸ ποὺ θὰ ζήσει, ὦ Στίχε ρήγα!
|
VII
Ὁλοῦθ᾿ ἐλᾶτε, ἑλληνικὰ διαμάντια!
Ἀπ᾿ τὸ Μοριά, ποὺ πνίγεται στ᾿ ἀμπέλια·
ἀπ᾿ τὰ νησιά, ποὺ στὸ Μοριὰν ἀγνάντια
σειρηνικὰ ἀστραποβολᾶνε γέλια·
ἀπ᾿ τῶν Τεμπῶν τὰ βράχη τὰ γιγάντια·
ἐλᾶτε ἀπάνω στοῦ βιολιοῦ τὰ τέλια:
κάθε πολύς σας πόνος, κάθε λίγη
χαρά, στὸν πάνω ἀγέρα πάει καὶ σμίγει.
Τὴν πιὸ καθάρια ἀχτίδ᾿ ἀπ᾿ τὴν ψυχή του
ἂς φέρει πασανεὶς στὴ φούχτα μέσα!
Ἂς φέρει πασανεὶς στὴν προσευκή του,
τὴν πρώτη του καὶ τὴ στερνή του ἀνέσα.
Καθὼς κατηφοράει, πῶς ἀντηχεῖ του
ἡ πέτρα ἀργὰ ὅσες λύπες τὸν πονέσα᾽!,
Ὄχι θεατὲς τοῦ κόσμου· ἐσεῖς, ἐντός μου
κι ἀντάμα μου, λευτερωτὲς τοῦ Κόσμου!
Καθὼς ἀπ᾿ τοὺς βοριάδες κι ἀπ᾿ τὰ πάγη
τὸ κρασὶ στὸ σκοτάδι φῶς ταμιεύει,
ἡ θέλησή μου σὲ καρδιὰ ἑφτασφραγι-
σμένη καιρὸ ὅλη δύναμες χορεύει.
Τὴ δύναμή σας στάξτε μου κ᾿ ἐράγη!
Ὤ! νά τη, ἀνεβρυτὴ φωτιὰ ποὺ ἀνέβη
στὰ χέρια μου σφυρώντας, καὶ στὸν ἀέρα
πλατειὰν ἀνάβει ἔργου τρανοῦ παντιέρα.
Ἦρθα πολὺ νὰ ἰδῶ, πολὺ ν᾿ ἀκούσω!
Ὅλα, βουνά, πελάη σου, νὰ-ν τὰ κλείσω
σὲ μιὰ ματιά, κι ἀπό ῾ναν τρύγο πλοῦσο
δυὸ λόγια μοναχὰ νὰ ξεχωρίσω.
Καὶ μὲ σφυρὶ τὸ πνέμα νὰ-ν τὰ κρούσω
ἀπάνω στὴν καρδιά σου, καὶ νὰ σκίσω
βουνά, πελάη σου, Γῆ μου. - Κι ὤ! εὐτυχία!
τὰ πιὸ καλά σου ἀντίκρισε στοιχεῖα!
|
VIII
Ἀγάπη σ᾿ ὅ,τι ἀκόμα δίνει μίσος,
διπλῆς, τριπλῆς ἀγάπης φέρνω πάθος!
Τὰ φῶτα σου καὶ τὰ σκοτάδια σου (ἴσως
πιὸ πολὺ τὰ σκοτάδια σου!-), ὅ,τι λάθος,
ὅ,τι ἀλήθεια λογιέται, στέρεος κ᾿ ἴσος
τ᾿ ἀγγίζω: ὅλα, τὸ γόνιμό σου βάθος,
τὸ βάθος μου τὸ γόνιμο, ποὺ τρέχει
κάτου ἀπ᾿ ὅλα καὶ ποὺ ὄνομα δὲν ἔχει!
Καθὼς κρούω μὲ τ᾿ ἀνάστροφο δαχτύλι
τ᾿ ἀστήθι σου, τί ἀχοὶ σμιχτοὶ ἀνεβαίνουν!
Πόσοι σβημένοι ξαναφλέγονται ἥλιοι,
πόσοι νεκροὶ σὰν τὰ μελίσσια βγαίνουν!
Ἀθώρητοι στὰ μάτια, χίλιοι, μίλιοι,
μὲς στὸ αἷμα σου, τοὺς βλέπω νὰ διαβαίνουν!
Τῆς πιὸ βαθειᾶς καὶ σκοτεινῆς σου ἀβύσσου
ἡ πιὸ ἀψηλὴ ἀποκρίνεται κορφή σου.
Καὶ στοχασμοὺς καὶ λόγια κ᾿ ἔργα θεῖα -
ὤ! θάματα ποὺ κουβαλεῖς μετά σου!,
Χριστὸ κι Ὁρφέα, Ἀθηνᾶ καὶ Παναγία
κενᾶς καὶ σμίγεις στὰ κινήματά σου,
Μὰ καὶ μαζί, κάθε παλιὰ ἁμαρτία
παλεύοντας ἰσορροπεῖ βαθιά σου:
τῆς Σαλαμίνας τὰ κουπιά, σὰν ἕνα,
μὲ τὸν Ἐφιάλτη σοῦ χτυποῦν τὰ φρένα,
Ἡ στράτα ποὺ ἀκλουθεῖς, ζερβὰ κι ἂ᾿ στρέφει,
δεξεὰ κι ἂν πάει, τὸ τέρμα ἔχει δοσμένο,
Κι ἂν σοῦ τὸ κρύβει ἀπέραστο ἕνᾳ γνέφι,
μὲ τὸ τραγούδι ἰδές το σκορπισμένο.
Βῆμα γοργό, γοργὴ καρδιὰ ποὺ τρέφει,
βάλε νὰ φτάσεις, πνέμα κουρασμένο!
Ἀπ᾿ ἄλλες στράτες ἄλλοι τρέχουν κι ἄλλοι·
πρόφταξε πρώτη ἐσύ, φυλὴ μεγάλη.
Κάθε σου βῆμα πρέπει καὶ μιὰ νίκη.
Ἐντός σου κι ὄξω καὶ μιὰ νίκη κάνε!
Καθὼς χτυπάει κι ἀστράβει τὸ χαλίκι,
ἀστράβουν κ᾿ οἱ καρδιὲς καθὼς χτυπᾶνε
σὲ κάθ᾿ ἐμπόδιο ἀπάνω. Δίκιοι, ἀντρίκειοι
οἱ θανάτοι, τοὺς ἄλλους ποὺ βοηθᾶνε!
Τὰ πλούτη σου, ὦ ψυχή, ἡ θυσία τὰ δείχνει,
ποὺ λευτερώνει ὅποιον γιὰ πάντα ρίχνει.
Δαφνόκλαρα, τριαντάφυλλα καὶ σμύρτα,
λόγια τριμμένα κι ἄστοχα δὲ φέρνω,
Στὴ μάχη (ὅλ᾿ ἡ ζωή ῾ναι μάχη!) σκίρτα·
κίντυνα ἀνοίγω καὶ θανάϊους σπέρνω,
Νὰ σοῦ τανύσω κάθε δύναμη ἦρτα,
κι ἂ᾿ μ᾿ ἀφήσεις τὴ μέση ἐγὼ δὲ γέρνω!
Ὅ,τι δώσεις, αὐτὸ θὰ λάβεις πίσου:
μικρὴ ἀφορμὴ ζητᾶ ὅλη τὴν ψυχή σου!
|
IX
Τῆς ποίησης τὸ παιχνίδι, ἐλᾶτε!, ἂς γένει
ἡρώισσα Πράξη· μιὰ καινούργια κ᾿ ἕχτη
αἴστηση μὲς στὶς ἄλλες ἀνοιγμένη,
θεϊκὴ ἀστραψιά, ποὺ ξάφνου ὁ νοῦς ἐδέχτη.
Μ᾿ αὐτὴν ἡ ζωή μας ξαναγεννημένη
θέ᾿ νὰ χορτάσει ὅ,τι καιροὺς ὀρέχτη,
Βοηθᾶτε με, καὶ θέλει σᾶς βοηθήσω
αἰῶνες μπροστὰ νὰ ἰδεῖτε κ᾿ αἰῶνες πίσω!
Ὁ Λόγος τριαδικὸς καθὼς ἡ Θεότη:
Ὀμορφιὰ κι Ἀρετὴ κι Ἀλήθεια ἀντάμα.
Καρδιὰ καὶ Νοῦς καὶ Θέληση· μιὰ Ὁλότη
τῆς Ζωῆς, ποὺ βαθιά της, γέλιο ἢ κλάμα,
μελλούμενα καὶ περασμένα σκότη,
φωτίζονται καὶ παίρνουν νόημα, κι ἅμα
χτυπήσουνε σωστά, δίνουν μιὰ δίκια
ζήση στ᾿ ἄθλια, τ᾿ ἀνθρώπινα σκουλήκια.
Ἀπάνω στὰ ἠχοκύματα ὑψωμένοι,
(πέτρα σὲ πέτρα κάθε κύμα στέκει
καὶ τραγουδάει καὶ λέει καὶ δὲ σωπαίνει,
βιολὶ καὶ ταμπουρὰς καὶ τουμπελέκι!)
πάνω ἀπ᾿ τοῦ Χρόνου τὰ όρια ἀνεβασμένοι
(ποιὸς δάδα, ποιὸς δρεπάνι, ποιὸς πελέκι!)
τὴν Πολιτεία, τὸ Κράτος, τὸ Ἔθνος πρῶτοι
ἀφήνετε, καὶ γίνεστε Ἀνθρωπότη!
|
X
Ἀπάνω ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς Σου τὸ φαράγγι
(ποιός θὰ-ν τὸ κλείσει;) ἀκούω χαρᾶς τραγούδια.
Ἀνάδετος γιορτάσιμο σμιλάγγι,
τῶν ἤχων Ἥρωας μὲ τὰ μαθητούδια
χορεύοντας, στὴ φθαρτική Σου ἀνάγκη
τοῦ λυτρωμοῦ, μὲ φραστικὰ λουλούδια
Σ᾿ ἀντικρίζει!- χαιράμενος ἀστέρα
τὸ κορμί του ἀέρα γέμει τὸν ἀέρα!
Μακριάθε ἀπὸ τῆς ζήσης τὸ χειμώνα,
θρεμμένος πάντα ἀπὸ μεστὴν ἀργία,
μ᾿ ἀστροκένιητο Σοῦ ῾ρχεται χιτώνα
κι ὅλος φκιασίδι ὁ λόγος τοῦ Γοργία.
Σὲ μιᾶς ἀλήθειας μοναχὴ σταγόνα
πνίγουμε πᾶσα ἐτούτη τὴ φλυαρία!
Τὸ πνέμα ἐμᾶς δὲν κάθεται στὰ τσίρκα
γιὰ νὰ χεροκροτάει, καλέ μου κύρκα!
Εἴμαστε μεῖς ἅλλη γενιά, ἄλλο σπέρμα!
Χαλάσαμε πολὺ μιὰ νιὁτη πλέρια.
Τώρα, τοῦ ἡλιοῦ καθὼς μᾶς κρούει τὸ γέρμα,
στερνά, γιὰ πάντα σκώνουμε τὰ χέρια.
Κι ἀπέ, βαριὰ τὰ μπήγουμε μὲς στὰ ἔρμα
σπλάγχνα τῆς Γῆς καὶ στὰ φαρμακονέρια
τῆς Στόχασης: ψηλὰ γιὰ ν᾿ ἀνεβοῦμε,
πρέπει πολὺ βαθιὰ νὰ κατεβοῦμε.
Ἀχαμνὰ τὰ κορμιά μας, πῶς φεγγρίζουν!
Βλέπετε μέσα ἡ ποὺ μᾶς φλέγει ὀγνώμη.
Δρολάπια, ἀνεμικὲς δὲ μᾶς λυγίζουν·
στερεὰ βαστοῦν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο οἱ νῶμοι.
Τὰ σπλάγχνα μας πείνα καὶ δίψα σκίζουν
καὶ σκίζουνε τὶς σάρκες μας οἱ δρόμοι.
Ἡ θέλησή μας μιά, καὶ μιὰ ἡ όρμή μας
ὁ πόθος θ κοινὸς ἡ δύναμή μας.
Χτυπάει τριπλὴ στὰ γύρω βοάχη ἡ ἀγκούσα,
μὰ μέσα μας κανέν᾿ ἀχὸ δὲν κάνει.
Μακριά, δετὴ καὶ νυχτοπερπατούσα,
κυλάει ἡ συντροφιά μας καὶ δὲ φτάνει,
Φλόγα μικρὴ μᾶς σέρνει κυματούσα,
ποὺ μέσα της γυρίζουν κόσμοι οὐράνιοι·
ὡς τὴν κοιτᾶμε χρόνια, δὲν μποροῦμε
(μᾶς τύφλωσε!-) ἄλλο τίποτα νὰ ἰδοῦμε.
Βγαλμένοι ἀπ᾿ τὰ κορμιά μας ὄξω, πᾶμε,
καὶ πρὶ νὰ φτάσομε εἴμαστε φτασμένοι.
Σὲ κάθε μπροστοπάτημα κοιτᾶμε
τὸ τέρμα ἐντός μας νέους ἀνθοὺς νὰ βγαίνει.
Ποιοί ῾μαστε; Καὶ γιὰ ποιόν; γιατί μοχτᾶμε;
τὸ ξεχάσαμε ἀπ᾿ ὅλους ξεχασμένοι!
Καὶ τελευταῖα, ἀξιὰ ὑψηλὴ τοῦ ἀνθρώπου,
γιὰ τὴ χαρὰ κοπιάζομε τοῦ κόπου!
Χρόνια, σὰ νὰ πληρώνομ᾿ ἕνα κρίμα,
χωρὶς μιλιὰ στὰ χείλη μας νὰ δέσει,
μὲ τῶ χεριῶ νογᾶμε μεῖς τὸ ῾γγίμα
κι ὣς τῶν ψυχῶ βυθᾶ ἡ ἁφὴ τὴ μέση.
Ἄηχοι, καθὼς λαδιοῦ κυλᾶμε χύμα·
συρμένοι προσπερνᾶμε ὅ,τι μᾶς πέσει·
στερνά, χωρὶς τὰ πόδια νὰ κινοῦμε,
πᾶμε καὶ νὰ σταθοῦμε δὲν μποροῦμε!-
Ποῦ πᾶμε; Ἀκούω πᾶσ᾿ ἄνοιξη τ᾿ ἀηδόνι
ὄλβια ζήση στὸ πάθος του νὰ βρίσκει.
Δὲν ἔχει χτὲς καὶ σήμερα. Ἡ Δωδώνη
κι ὁ Ἅγιος Τάφος βαθιά μας ὄρθιος μνήσκει.
Κι ἂν καταρρέουν οἱ πίστες, μεῖς αἰώνιοι
περνᾶμε ἀπ᾿ τὴ ζωὴ στὸ θάνατο ἴσκιοι
καὶ στὴ ζωὴ ἀπ᾿ τὸ θάνατον! Ὄχι ὄντα,
εἴμαστε Ἰδέες, ποὺ ζοῦνε πολεμώντα.
|
XI
Ἀλί!- δὲ σᾶς γρικάω, ὦ σύντροφοί μου,
ἴσκιοι μου ἐσεῖς, παθητικοί μου ἀνέμοι!
Στέκει μονάχη στὴν ἐρμιὰ ἡ κορφή μου
κι ἀπάνω στὸ ραβδί μου ὁ ἴσκιος μου τρέμει.
Οὐδ᾿ εἶμ᾿ ἐγώ! Δὲν εἶν᾿ αὐτὴ ἡ μορφή μου!
Μὲ τί τρομάρα ἡ μοναξιὰ μὲ γέμει!
Σὰν τοῦ τυφλοῦ τοῦ Οἰδίποδα γυρίζει
ξένη ἡ φωνή μου γύρα καὶ μὲ ραίζει;
Ἦταν βραχνὰς κι ὀνείρου ἦταν πεθύμια
ποὺ πλήθαινέ μου τὸν πικρὸ ἐμαυτό μου.
Πάντα μονάχος ἤμουν τὰ δοκίμια
τὰ πήδαα μόνος μὲ τὸν ἐμαυτό μου,
Ζητάω τριγύρω σὲ ὀμορφιὰ κι ἀσκήμια,
μὰ πάντα βρίσκω ἐμπρὸς τὸν ἐμαυτό μου.
Ἐγώ ῾μουν, ὅλοι ἐσεῖς, ἐγώ ῾μουν ἡ ἄχνα
ποὺ ἀπὸ τῆς μάζας ἔβγαινε τὰ σπλάγχνα.
Μὲ τὰ δικά μου γόνατα ὅλη ὁδεύει
ἡ θάλασσα κ᾿ ἡ γῆς, γλυκιὰ στὸ ἰδεῖ᾿ της,
Μὲ τὰ δικά μου μάτια ὁ ἥλιος γυρεύει
τῆς Μοίρας σας τὸ γέλιο ἢ τὴν ὀργή της.
Μὲ τὴ δικιά μου τὴν ἀνάσα ἀντρειεύει
νέων οὐρανῶν τὸ πνέμα σας, πετοίτης,
Ἂν φτάσω, εἶναι τὸ φτάσιμο δικό σας,
ἡ ἥττα δικιά μου, ἂν πέσω γιὰ τὸ φῶς σας.
Chamonix τῆς Σαβόιας, Ἰούλιος 1919
|