|
Ἑστιάδες
Βαθι᾿ ἄκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι οὐρανοὶ
πάν᾿ ἀπ᾿ τὴ Πολιτεία τὴ κοιμισμένη
κι ἄξαφνα σέρνει τοῦ Κακοῦ τὸ Πνεῦμα μία φωνή,
-τρόμου φωνή- κι ὅλοι πετιοῦνται φοβισμένοι.
-«Ἒσβησ᾿ ἡ ἄσβηστη φωτιά!» κι ὅλοι δρομοῦν φορὰ
τυφλοὶ μέσα στὴ νύχτα νὰ προφτάσουν,
ὄχι μ᾿ ἐλπίδα πὼς μπορεῖ νἆν᾿ ψεύτρα ἡ συφορὰ
παρὰ νὰ δοῦν τὰ μάτια τους καὶ τὴ χορτάσουν.
Θαρρεῖς νεκροὶ κι ἀπάρηασαν τὰ μνήματ᾿ ἀραχνὰ
σύγκαιρα ὀρθοὶ γιὰ τὴ στερνὴ τὴ κρίση,
κι ἐνῷ οἱ ἀνέγνωμοι σπαρνοῦν μὲς σὲ κακὸ βραχνὰ
μὴ τύχει, τρέμουνε, κανεὶς καὶ τοὺς ξυπνήσει.
Μ᾿ ἕνα μονόχνωτο ἀναφυλλητὸ σκυφτοὶ
πρὸς τῆς Ἑστίας τὸ ναὸ τραβοῦνε
καὶ μπρὸς στὴ πύλη διάπλατα τὴ χάλκινη ἀνοιχτῆ
ἕνα τὰ μύρια γίνονται μάτια νὰ δοῦνε.
Καὶ βλέπουν: μὲ τῆς γνώριμης ἀρχαίας τῶν ἀρετῆς
τὸ σχήματ᾿ ἀνωφέλευτο ντυμένες
στὸν προδομένο τὸ βωμὸ ἐμπρὸς γονυπετεῖς
τὶς Ἐστιάδες τὶς σεμνές, μὰ κολασμένες.
Τὸ κρῖμα τους ἐστάθηκεν ἄβουλη ἀνεμελιὰ
κι ἀραθυμιὰ -σὰν τῆς δικῆς μας νιότης!
Μὰ ἡ Ἅγια ἡ Φωτιά, μιὰ πού ᾿σβησε, δὲ τὴν ἀνάβει πλιὰ
ἀνθρώπινο προσάναμμα ἢ πυροδότῃς.
Κι ὅσο κι ἂν μὲ τὶς φοῦχτες των σκορπίζουν στὰ μαλλιὰ
μὲ συντριβὴ καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
τοῦ κάκου! Στὴ χλιὰ χόβολη καὶ μὲς στὴ στάχτη πλιὰ
σπίθας ἰδέα οὐδ᾿ ἔλπιση δὲν ἔχει μείνει.
Κι εἶναι γραμμένη τοῦ χαμοῦ ἡ Πολιτεία, ἐχτὸς
ἂν πρὶ ὁ καινούργιος ἥλιος ἀνατείλει
κάμει τὸ θάμα του ὁ οὐρανὸς καὶ στ᾿ ἄωρα τῆς νυχτὸς
μακρόθυμος τὸν κεραυνό του στείλει.
Κι ἂν πέσει πάνω τους, ἂς πέσει! ὅπως ζητᾷ
τὸ δίκιο κι οἱ Παρθένες τὸ ζητοῦνε,
ποὺ ἰδού τες, μὲ τὰ χέρια τους στὰ οὐράνια σηκωτὰ
καὶ τὴ ψυχὴ στὰ μάτια τοὺς τὸν προσκαλοῦνε.
...........................................................................
Τάχα τὸ θάμα γένηκε; -Πές μου το νὰ στὸ πῶ,
γνώμη ἄβουλη, γνώμη ἄδικη μιᾶς νιότης
σὰν τὴ δικιά μας, πού ῾σβησεν ἔτσι χωρὶς σκοπὸ
κι ἀκόμα ζεῖ καὶ ζένεται- μὲ τὸ σκοπό της!
|
Μάθε τὸν πόνο...
Μάθε τὸν πόνο τὸ γερὸ
βουβὸς στὰ δόντια σου ν᾿ ἀλέθεις.
Χύνε τῆς λήθης τὸ νερὸ
μὲς στὸ τρελὸ κρασὶ τῆς μέθης.
Θὰ πάει κι αὐτὸ μίαν ὀμορφιὰ
καὶ πρὶν νὰ γύρει ἀκόμα ὁ χρόνος,
ἔχει ὁ Θεός, τὰ ἑφτὰ καρφιὰ
θὲ νὰ μᾶς βάλει ὁ νέος πόνος.
Ὅριζε, μοῖρα τῶν μοιρῶ,
ἐσὺ ποὺ γνέθεις καὶ ξεγνέθεις,
Χύνε τῆς λήθης τὸ νερὸ
μὲς στὸ τρελὸ κρασὶ τῆς μέθης.
|
Κάποιο τάμα...
Γιὰ νὰ ξοφλήσω κάποιο τάμα
ξεκίνησα προσκυνητής.
Ξυπόλητη μαζί μου ἀντάμα
βουλήθηκες νὰ περπατεῖς,
μὰ ἀπόκαμες μεσοστρατίς.
Κι ἐγὼ στὰ χέρια μου σὲ πῆρα
καὶ δρόμο παίρνω καὶ περνῶ.
Βλέπω ἀντικρὺ τὴν ἅγια θύρα
καὶ τὸ ξωκλήσι στὸ βουνό...
Νὰ σὲ κοιτάξω δὲ γυρνῶ.
Σταλικοπόδιασα τοῦ δρόμου
Σφαλᾷ τὸ μάτι μου θαμπό,
δίπλα μὲ σένα, στὸ πλευρό μου
στὰ σκαλοπάτια σ᾿ ἀκουμπῶ
τῆς ἐκκλησιᾶς, ποὺ δὲ θὰ μπῶ.
|
Τὸ ὡραῖο νησί
Τὸ ὡραῖο νησὶ ποὺ ὁ πόθος του μ᾿ ἀνάβει,
φαντάζομαι πὼς φεύγει κι ἀρμενίζει.
Σὰ πλῶρες τὸν ἀφρὸ σκορποῦν οἱ κάβοι.
Στῶν δέντρων τους ἱστούς, ἀγέρας τρίζει.
Τὸ δρόμο ποὺ ξεκίνησε δὲ παύει
κι ἂν οὔτε πάει μπρὸς οὔτε ποδίζει,
μὰ πάντα σὰν ὀρθόπλωρο καράβι
δίχως ἐμέ, τοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα σκίζει.
Δίχως ἐμέ! καὶ μέσα στὴ χαρά μου
Σὰ νύφη ἀπ᾿ τὰ στέφανα τοῦ γάμου
πῆρε τὸ πλοῖο καὶ πάει καὶ δὲ γυρνᾷ,
ἐνῷ ἀπ᾿ τὸ βράχο, ποὺ ἔρημο καὶ μόνο
μ᾿ ἔρριξ᾿ ἡ μοῖρα, βλέπω νὰ περνᾷ
καὶ μ᾿ ἄκρα ῾πελπισιά τὰ χέρια ἁπλώνω.
|
Τρελὴ Χαρά
Μὲ γυμνὸ πόδι στὰ πλούσια τὰ λουλούδια,
μὲ ξέπλεγα στὶς αὖρες τὰ μαλλιά της,
πετᾷ ἡ τρελὴ Χαρὰ μὲ τὰ τραγούδια,
παιδούλα δροσερὴ σὰ μοσχομπάτης.
Σὰν πεταλούδα βελουδένια χνούδια
τινάζει ἀπ᾿ τὰ πολύχρωμα φτερά της
καὶ στὰ τετράξανθά της τὰ πλεξούδια
κάτι ἀντιφέγγει σὰ μεσημεριάτης.
Καὶ τὴ χαρά της δὲν κρατάει στὰ στήθια,
μὰ ἐκεῖ ποῦ τρελὰ κράζει: τί μοῦ λείπει;
νὰ σοῦ πετιέται ἀπὸ τὰ κουφολίθια
ἡ γριὰ ἡ Ἠχὼ καὶ τῆς φωνάζει: ἡ λύπη!
εἶμαι γριὰ καὶ ξέρω· μόνον ἂν πάθῃς,
μπορεῖς καὶ τί ῾ναι ἡ χαρὰ νὰ μάθῃς.
(Σκαραβαῖοι καὶ τερακότες)
|
Γιατί ἡ χαρά
Γιατί ἡ χαρά, ἡ λίγη μας χαρὰ
σὲ λύπη θὰ μᾶς βγάλει;
Σὰ σύννεφο θλίψη μᾶς σκέπασε
καὶ γέρνουμε στὴ θλίψη τὸ κεφάλι.
Λιώνω ἀδερφὴ κι ἀπόκρυφη
σὲ σῴνει ψυχοπόνια.
Φεύγουν οἱ μαῦροι γερανοὶ καὶ παίρνουνε
στὰ μαῦρα τους φτερὰ τὰ χελιδόνια.
Γιατί ἡ χαρά, ἡ λίγη μας χαρὰ
σὲ λύπη νὰ μᾶς βγάλει;
Ἐξεχειμωνιαστήκαμε
σὲ ξένους τόπους πάλι.
|
Δικό μου φῶς
Μεσουρανὶς ἡ ὁλόφεγγη ἡ Σελήνη
λαμποκοπᾷ κι ἀστράφτει πέρα ὡς πέρα
τὸ φῶς τῆς μὲς στὸν ἔρημον αἰθέρα
τῆς νύχτας ὅλα τἆλλα φῶτα σβύνει.
Μὰ ἐκεῖ βαθιὰ ποὺ ροδοφέγγει ἡ μέρα
ὅταν μικρὴ ζωὴ στὴ νύχτα μείνη,
ἕν᾿ ἄστρο λίγο μὰ δικό του χύνει
φῶς τρέμιο ἀπὸ τὴν ἄγνωστή του σφαῖρα.
K᾿ εἶπα: τέτοιο καλὸ μακριὰ ῾πό μένα,
ἀφοῦ κοντὰ σὲ μεγαλεῖα ξένα
ὅ,τι σιμώνει τὸ δικό του χάνει,
Καλύτερα μακριὰ καὶ μοναχός μου!
σὲ μιὰ ἄγνωστη κρυφὴ γωνιὰ τοῦ κόσμου
λίγο μὰ καὶ δικό μου φῶς μὲ φτάνει.
|
Ὁ πραματευτής
Ἦρθε ἀπ᾿ τὴ Πόλη νιὸς πραματευτὴς
μὲ διαλεχτὴ πραμάτεια,
μ᾿ ἀσημικὰ καὶ χρυσικὰ
καὶ μὲ γλυκὰ τὰ μαῦρα μάτια.
Κι οἱ νιὲς ποθοπλαντάζουν τοῦ χωριοῦ
στὶς πόρτες καὶ στὰ παρεθύρια,
κι οἱ παντρεμμένες ξενυχτᾶν
γιὰ τὰ σμιχτὰ γραφτά του φρύδια.
Τρίζωστη ζώνη ὁλόχρυση φορεῖ
σὲ δαχτυλίδι-μέση,
καὶ πιὰ ἡ ὡραία χήρα δὲ βαστᾷ:
- «Πραματευτή, πολὺ μ᾿ ἀρέσει
ἡ ζώνη ποὺ φορεῖς κι ὅ,τι νὰ πεῖς
σοῦ τάζω κι ἄλλα τόσα...»
- «Δὲ τὴν πουλῶ μ᾿ οὐδὲ φλουριὰ
μ᾿ οὐδ᾿ ὅσα κι ἄλλα τόσα γρόσα.
Ἔτσι ὡραία, -ὡραία πῶς νὰ σὲ πῶ,
ρόδο ἢ κρίνο;-
ἕνα μοῦ κόστισε φιλὶ
κι ὅπου βρῶ δύο τὴ δίνω...»
- «Σύρε ταχιὰ στὴν Ὥρια τὴ σπηλιά,
πραματευτὴ μὲ τὰ ὡραῖα μάτια,
καὶ ῾κεῖ σοῦ φέρνω τὴ τιμὴ
καὶ παίρνω τὴ πραμάτεια».
Τραβᾶ ταχιὰ στὴν Ὥρια τὴ σπηλιὰ
καὶ στοῦ μεσημεριοῦ τὴ ντάλα
φτάνει στὴν Ὥρια τὴ σπηλιὰ
σὲ μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα.
Δένει τὴ μούλα στὴ ξυνομηλιὰ
ποὺ σκιώνει μπρὸς στὸ σπήλιο,
στὰ μάτια του ποὺ τὸν πλανᾶν
βάζει συχνὰ τὸ χέρι ἀντήλιο
καὶ τρώει καὶ τρώει τὴ στράτα τοῦ χωριοῦ,
δὲ φαίνεται κι οὐδὲ γρικιέται
καὶ μπαίνει μέσα στὴ σπηλιὰ
κι ἀποκοιμιέται...
Μέσα στὴ στοιχειωμένη τὴ σπηλιὰ
ποὺ ἀποσταμένος γέρνει,
ὕπνος τὶς φέρνει, ὕπνος τὶς παίρνει:
Νεράιδες περδικόστηθες στητὲς
καὶ μαρμαροτραχῆλες,
ἀνίσκιωτα κορμιὰ ἀδειανά,
διανέματα κι ἀνατριχίλες,
στὶς κομπωτὲς πλεξοῦδες των φοροῦν
νεραϊδογνέματα καὶ πολυτρίχια
κι ἔχουνε κρίνους δάχτυλα
ῥοδόφυλλα γιὰ νύχια
καὶ χρυσομέταξα μαλλιὰ
κι ἐλιόμαυρες λαμπῆθρες
-τέτοιες μὲ μέλι σύγκαιρο μεστὲς
οἱ Ὑβλαῖες κερῆθρες.
Καὶ μία, ἡ Ἐξωτέρα, ἡ Παγανή,
παγάνα τοῦ θανάτου,
χτυπᾷ τὸν νιὸ πραματευτὴ
καὶ παίρνει τὰ συλλοϊκά του.
Τώρα στὴ χώρα ὁ νιὸς πραματευτὴς
κλαίει καὶ λέει πάλι κεῖνο:
- «Ἕνα μοῦ κόστισε φιλὶ
κι ὅπου βρῶ δύο τὴ δίνω,
τὴ ζώνη πὄπλεξε ἡ καλὴ -ὢ ἕνα φιλί,
ἡ ἀρρεβωνιαστικιά μου-
μὲ πλάνεσε μιὰ ξωτικιὰ στὴ ξενητειὰ
καὶ πῆρε τὰ συλλοϊκά μου!»
|
Ὁ κισσός
Ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσός, τὸν πόνο του τρυγῶ
καὶ λέω καὶ μὲς στὰ στήθια μου ριζώνει
καὶ λέω κ᾿ εἶμαι τὸ χάλασμα τὸ ραγισμένο ἐγὼ
ποὺ ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσὸς τὸ περιζώνει.
Μυριόριζος μυριόκλωνος - ὁ πόνος ποὺ πονῶ,
στείρα ζωὴ βυζαίνει ἀπὸ τὸν τοῖχο
καὶ δὲν τοῦ παίρνει πνέοντας γλυκὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ
ἕναν ἡ αὔρα ἢ στεναγμὸν ἢ χαρᾶς ἦχο.
Toὺς δρόμους του ἀπόσωσε τὸ Φῶς τοὺς μακρυνούς,
ὥρα καὶ θἄβγουνε τὰ νυχτοπούλια
καὶ ρόδα ἡ δύση ἁπλόχερα σκορπᾷ στοὺς οὐρανοὺς
καὶ στῶν βουνῶν τὶς κορυφὲς σκορπάει ζεμπούλια.
Καὶ φτάνουν στὰ φυλλώματα τοῦ πένθιμου κισσοῦ
κοπαδιαστοὶ οἱ σπουργῖτες νὰ κουρνιάσουν
κι ἀπὸ τὴ μέθη τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἥλιου τοῦ χρυσοῦ
μὲς σ᾿ ἀτρικύμιστη ἀγκαλιὰ νὰ ξαποστάσουν.
Καὶ τὰ ξελαρυγγιάσματα σκορπίζουν τὰ στερνά,
τρελλά, ὡς ποὺ ὁ ὕπνος φτάνει καὶ τὰ πνίγει,
ἐνῷ ὡς τὶς ρίζες τοῦ κισσοῦ τὶς τρίσβαθες περνᾷ
μιὰ ἀνατριχίλα ἀπ᾿ τῆς ζωῆς τὴ μέθη ὀλίγη.
Φουντώνει ἡ νύχτα· κ᾿ ἔρχουνται τριγύρω μου μιὰ μία
κι ὅλες μαζὶ ἀπ᾿ ἀλάργου ἀρμενισμένες
σκιῶν σκιὲς οἱ ἀνάμνησες, στὴν ἄχαρή μου ἐρμιὰ
νὰ φέρουν ψεύτικια παρηγοριὰ οἱ θλιμμένες.
Μάταια! ζῇ ποτὲ ἡ ζωὴ μ᾿ ἀνάμνησες ποὺ ζῇ,
ποὺ θὰ ξυπνήση καὶ μ᾿ αὐτὲς θὰ γύρῃ,
ἐνῷ ὁλοτρόγυρα βροντᾷ ἡ μέθη ὅλη μαζὶ
ἀπ᾿ τῆς ζωῆς, ποῦ ζῇ, τὸ πανηγύρι;
Ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσός, τὸν πόνο του τρυγῶ
καὶ λέω καὶ μὲς στὰ στήθια μου ριζώνει
καὶ λέω κ᾿ εἶμαι τὸ χάλασμα τὸ ραγισμένο ἐγὼ
ποὺ ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσὸς τὸ περιζώνει.
|
Τὰ ρόδα τοῦ Ἡλιογάβαλου
Σοὔγραφε ροδοθάνατο ἡ τριμεροῦσα ἡ Μοῖρα!
πὲ τὸ στερνὸ τραγούδι σου, ἀγλύκαντη καρδιά,
κι ὅλο ἀνεβαίνει ἀκράτητα ἡ μυστικιὰ ἡ πλημμύρα,
ποὺ ἀφρίζει μὲ ροδόφυλλα καὶ πνίγει μ᾿ εὐωδιά.
Ποιὸς σὲ εἶπε νεκροθάλασσα ἀτάραγη καὶ στεῖρα,
κῦμα, ποῦ σῴνεται κουφὸ στὴν ἄκαρπη ἀμμουδιά;
καὶ σύ ῾σαι - στρῶμα ἑνὸς φτωχοῦ μιανῆς νυχτιᾶς πορφύρα,
γιὰ τὴ ζωή μου ὁλάκερη μία ἐρωτικὴ βραδιά.
Ἦρθε ἡ ἀράθυμη ψυχὴ σ᾿ ἀκρογιαλιὰ κ᾿ ἐστάθη,
ὅπου φεγγάρι ἀπόκρυφο τραβάει φυρονεριὰ
καὶ τὴ ξεσέρνει ἀνίδεη στῆς θάλασσας τὰ βάθη.
Μὰ δὲν σοῦ βαρυγνώμησεν, Ἀγάπη, οὐδ᾿ ἐκεῖ κάτου,
κι ἂν τὴν καρδιά της σκόρπησες μὲ τόση ἁπλοχεριὰ
τὰ ρόδα τοῦ Ἠλιογάβαλου, τὰ ρόδα τοῦ Θανάτου!
|
Ὁ λύχνος τῆς ψυχῆς
Πάρε τὸ λύχνο τῆς ψυχῆς ποὺ ἂν τρέμει μὰ δὲ σβήνει
καὶ τὰ σκοτάδια τὰ πηχτὰ στὸ λίγο φῶς ποὺ χύνει
ἀριοπερίχυτα ἂς διαβοῦν κι ἀτράνταχτα ἂς μεριάσουν
κι οἱ πεντασκότιδες σπηλιὲς ἂς ξεμεσημεριάσουν.
Σκιαχτὰ τ᾿ ἀγρίμια οὐρλιάζοντας στὰ βάθη ἀποτραβιοῦνται,
μὲ τὶς οὐρές τους δέρνονται καὶ μὲ τὰ νύχια σκιοῦνται,
σὰ νὰ μὴ φτάνει ὁ τρόμος τους μονάχα νὰ τοὺς δώσει
δρόμο νὰ φύγουνε τὸ φῶς ποὺ θὰ τὰ περιζώσει.
|
Τὸ ἀπόβροχο
Τὴ νύχτ᾿ ἀπόψε - ἡ θλίψη της μ᾿ ἀνάστησε ἡ τρανή,
τὴ θλίψι μας σὰ νὰ εἶχε μελετήσῃ-
τὴ νύχτ᾿ ἀπόψε ἀνοίξανε οἱ ἕβδομοι οὐρανοὶ
καὶ πόντισε νερὸ κατακλυσμὸς τὴ χτίση.
Στὰ σκοτεινὰ ἐξεχείλισαν τῶν θλίψεων οἱ πηγὲς
καὶ χύθηκαν οἱ κρατημένοι οἱ θρῆνοι
κ᾿ ἐλπίδα πιὰ δὲν ἔμεινε γιὰ νέες πάλι αὐγὲς
τὴ νύχτα, ποὺ εἶπες ἡ στερνὴ πὼς θὰ εἶχε μείνῃ.
Μὰ ἔδωκε καὶ ξημέρωσε ἡ ἀνέλπιστη ἡ αὐγὴ
καὶ στὴ δροσιὰ τοῦ ἀπόβροχου λουσμένη
σὰ θάμα νέο πεντοβολᾷ κι ἀναγαλλιάζ᾿ ἡ γῆ,
ὅσ᾿ ὁ χρυσὸς ὁ θρίαμβος τοῦ Ἥλιου προβαίνει.
Στὸ μυριοθορυβούμενο κ᾿ ἡλιόβολο γιαλὸ
οἱ ναῦτες τὰ πανιὰ τῶν πλοίων ἀνοίγουν
καὶ ἰδές! φαντάζουν τ᾿ ἄρμενα στὸ κῦμα τὸ ψηλὸ
πῶς πρίμα καρτεροῦνε τὸν καιρὸ νὰ φύγουν.
Πῶς μᾶς πλανεύει τὸ ὄνειρο τῆς εὐτυχίας ξανὰ
σὰν νὰ ἦταν μία φορὰ νὰ μᾶς γελάση!
σὲ νέα ταξείδια μᾶς καλοῦν τὰ πλοῖα στὰ γαλανὰ
τὰ κύματα, ποὺ ὡς νὰ ἤπιαν φῶς κ᾿ ἔχουν χορτάση.
Κι ἂν τὰ κρατοῦνε οἱ ἄγκυρες τ᾿ ἄρμενα ἐκεῖ στὴ γῆς
κι ἂν τὰ τιμόνια στὴ στεριὰ βγαλμένα,
κρυφὴ λαχτάρα ἐπέρασε τὰ βάθη μιᾶς ψυχῆς
κι ἀνατριχιάζουν τὰ φτερὰ τὰ διπλωμένα.
K᾿ ἦρθε κ᾿ ἐστάθη ἡ μιὰ ψυχὴ σ᾿ ἀπόψηλη κορφὴ
καὶ τὶς ζυγὲς φτεροῦγες δοκιμάζει,
ξεχνώντας ποὺ τὶς λάβωσε - ψυχή, πικρὴ ἀδερφή!
τ᾿ ἀστροπελέκι τὸ παλιὸ καὶ τὸ χαλάζι.
|
Ὕπνου δάκρυα
Μπρόβαλε μέρα λιβανὴ κι ὀνειροξεδιαλύτρα
νὰ διώξῃς τὰ ἠσκιώματα τοῦ ὕπνου ἀπὸ κοντά μου·
μπρόβαλε μέρα, κοίμισε τὴν ὑπνοφαντασιά μου,
ποὺ ἐνῷ κοιμοῦμαι ξαγρυπνᾷ ἡ νυχτοπαρωρίτρα.
Γιατὶ νεκρούς, γιατὶ χλωμοὺς σὰν μαραμένα κίτρα,
μὲς στὰ παράξενα πολὺ καὶ ἄγρια πολὺ ὄνειρά μου,
εἶδα καὶ τοὺς πενήντα γυιοὺς τοῦ παλαιοῦ Πριάμου
καὶ τὴν Ἑκάβη ἐπάνω τοὺς βουβὴ μοιρολογήτρα.
Δάκρι δὲν εἶχε στὸ στεγνὸ γεροντικό της μάτι
καὶ -μόσχον ἀξεθύμαστο- τὸν πόνο της ἐκράτει
μέσα στὰ στήθια της κλειστὸν ἀπ᾿ τοὺς παλιούς τους χρόνους.
Μὰ ἐσύ, καρδιά μου, πέτρινη γιὰ τὰ δικά σου πάθη,
δάκρυα ἀρχινᾷς στὸν ὕπνο σου νὰ χύνῃς γι᾿ ἄλλου πόνους
σὰν σταλαχτίτες τοῦ γκρεμνοῦ ἀπ᾿ τῆς σπηλιᾶς τὰ βάθη!
|
Ὁ ὄρθρος τῶν ψυχῶν
T᾿ ἀστέρια τρεμοσβήνουνε κι ἡ νύχτα εἶναι λίγη·
μὲ φῶς χλωμὸ καὶ ἄρρωστο οἱ κάμποι ἀντιφεγγίζουν
κι ὁλόγυρά του, ὅπου στραφεῖ τὸ μάτι σου, ξανοίγει
ἐδῶ κορμιά, ἐκεῖ κορμιὰ στρωμένα νὰ μαυρίζουν.
Φίλους κι ἐχθροὺς ὁ θάνατος σ᾿ ἕνα τραπέζι σμίγει,
ὅπου τ᾿ ἀγρίμια ἀκάλεστα μὲ πεῖνα τριγυρίζουν·
χαρὰ στὸν ὅπου γλύτωσε, χαρὰ στὸν πὄχει φύγει,
μὰ ὅσους τὸ βόλι ἐξέσχισε, κοράκια ξανασχίζουν.
Κι ἄξαφνα ὀρθὸς ὁ Σαλπιχτὴς πηδάει ὁ λαβωμένος,
στριγγὴ φωνὴ καὶ σπαραχτὴν ἡ σάλπιγγά του βγάζει
ποὺ λὲς τὸν ἴδιο της χαλκὸ -κι ὄχι αὐτιὰ- σπαράζει.
Μὰ δὲν ξυπνάει στὸν ὀρθρινὸ κανένας πεθαμένος,
μόν᾿ τὰ κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά, σὰ νἆναι
τῶν σκοτωμένων οἱ ψυχές, ποὺ στὰ οὐράνια πᾶνε.
|
Χωρισμός
Κ᾿ ἦρθε μὲς στῆς ἀγάπης τὸ μεθύσι
ὁ χωρισμὸς μιὰ πίκρα νὰ μοῦ βάλῃ
σὰν καὶ τούτη· κι ἀκόμα πιὸ μεγάλη,
τὴ θάλασσα ποὺ μᾶς ἔχει χωρίση.
Μιὰ θάλασσα καὶ στὴν καρδιὰ ἔχω κλείση,
ποὺ ὅταν ἀκούει τὸ κῦμα στὸ ἀκρογιάλι
τὸ αἰώνιό του παράπονο νὰ ψάλλῃ,
ἕναν θρῆνον ἀντίφωνο θ᾿ ἀρχίση.
Ἀντίφωνο ἕνα θρῆνο κ᾿ ἕνα κλάμα
ποὺ κλαίοντας μὲ τὴ θάλασσαν ἀντάμα
βουρκώνει πέρα ὡς πέρα τὸ γιαλό.
Ὡς ποὺ στερνὰ τῆς θάλασσας στὸν ἄμμο
ξεψυχοῦν οἱ καημοί· καὶ πάω καὶ γὼ
τοὺς πόνους μου τραγούδια νὰ σοῦ κάμω.
|
Στερνὸ ταξίδι
Σκεβρὸ καράβι, πῶς στριγγὰ τριζοβολοῦν οἱ ἁρμοί σου,
ὥρα τὴν ὥραν οἱ γοφοὶ θὰ ξεκλειδώσουν λές,
μὰ σὺ ταξίδια μελετᾷς στοὺς δρόμους τῆς ἀβύσσου,
ἐνῷ οἱ παλιὲς τὸ σῶμα σου καταδρομοῦν πληγές.
Στηλὰ τὰ μάτια στ᾿ ἄνοιγμα τοῦ λιμανιοῦ ἡ γοργόνα
κρατᾷ, ψυχὴ ἀκατάλυτη μὲς στὸ φθαρτὸ κορμί,
στὰ πελαγοδρομίσματα καὶ στὸν αἰώνιο ἀγῶνα
τὴ μαθημένη νιώθοντας νὰ τὴ φτερώνει ὁρμή.
Ὤ! Ἀλήθεια! ἀντὶ ἀναγέλασμα τῆς ἄστεργής σου μοίρας
νὰ ρεύεις, σκέλεθρο ἀχαμνό, στὴν ἄκρια ἑνὸς γιαλοῦ,
κι ἂν τοῦ πέλαου νὰ σὲ πιεῖ γραφτὸ ὁ καταποτήρας,
πᾶρε ἕν ἐπίδρομο στερνὸ γιὰ κάπου πάντ᾿ ἀλλοῦ.
|
Ὁ Νυμφίος
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Στὴ σκοτεινιὰ πόυ ὁλόγυρά μου ἁπλώνει
τρέμει θαμπὸ τ᾿ ἀσημοκάντηλό μου·
καὶ ῾δῶ ὅπου ἀσυντρόφιαστη καὶ μόνη
ἀποτραβιοῦμαι, νοιώθω νὰ ζυγώνῃ
τὸ σύγκρυο ἀναφτέριασμα τοῦ τρόμου.
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Ὁ χνουδωτὸς καντηλοσβύστης πάει
στὸ φῶς, ποὺ τὸν τραβάει, πάει καὶ πέφτει·
φάντασμα καλοθύμητο περνάει
μ᾿ ἀνάλαφρον ἀνάσυρμα καὶ πάει
καὶ πνίγεται στὰ βάθη ἑνὸς καθρέφτη.
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Μὲ νῆμ᾿ ἀνεμοκλώστινο ἡ ἀράχνη
τῆς ἔγνοιας πλέκει στὴν καρδιά μου δίχτυ·
σὰν κάποιο χέρι κρούσταλλό μου ψάχνει
τῶν σπλάχνων μου τὰ σπλάχνη – μὰ οὔτε ἄχνη
μ᾿ οὐδ᾿ ἀνεπνιὰ γρικάω τὸ μεσανύχτι.
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Καὶ σφαλιχτὰ τὰ μάτια μου σκεπάζω
μὲ τὰ χέρια μου καὶ κρύβω τὸ κεφάλι
βαθιὰ στὸ προσκεφάλι… καὶ κοιτάζω
τανάερο φάντασμα, ποὺ δὲν τρομάζω,
στὰ βάθια της ψυχῆς μου νὰ προβάλλῃ.
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Πάσα στιγμή, ποὺ ζῆ τὴν πᾶσα ἡμέρα,
τὴν ἔγνοια τὴν ἀνείκαστή μου, ὦ Πόθε,
πληθαίνοντας, μοῦ κρυφολές: –Καρτέρα,
νὰ ἰδῆς, λιχνίζοντας στὸν ἴσιο ἀγέρα,
πέρα τὶς πίκρες, τὴ χαρά σου ἐδῶθε!
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Ἔλα, ἐκλεκτέ, σφιχτοπερίπλοκέ μου,
ἡ ἐλπίδα μου κ᾿ ἡ γλυκαπαντοχή μου·
Ἔλα, ἐκλεκτέ, ποὺ ἀκαρτεράω, καὶ πιέ μου,
ροδέμνοστε καὶ παγκαλόμορφέ μου
στὴ φούχτα μου ἐδῶ μέσα τὴ ψυχή μου!
«Σκαραβαῖοι καὶ τερρακόττες» 1919,
1928
|
Δυὸ λαμπάδες
Στῆς κορυφῆς τὸ ἐρημοκλήσι
πὄχει ἡ Θλιμμένη Παναγιὰ
μυστικὸν ὄρθρον θὰ σημάνω·
θὰ ψάλω, πρὶν ἡ αὐγὴ ροδίσῃ
σεμνὴν ἀγάπης λειτουργιὰ
μὲ τὴν Ἀγάπη μου ἐδῶ πάνω.
Λαμπάδες δυὸ ἀνάφτει ἐκείνη
μ᾿ ἀπόκρυφην ἀποθυμιὰ
στὸ μαρμαρένιο μανουάλι.
– Ὅ,τι θὰ ποῦνε καὶ θὰ γίνη·
ἃς εἶναι τῆς Ζωῆς σου ἡ μιὰ
καὶ τῆς Ἀγάπης σου ἡ ἄλλη.
Στῆς κορυφῆς τὸ ἐρημοκλήσι
μὲ τὴν Καλὴ ξαναγυρνῶ
τὸ σήμαντρο γιὰ νὰ σημάνω·
θὰ ψάλω, πρὶν ὁ ἥλιος δύσῃ,
ἀγάπης ἅγιο σπερνὸ
μὲ τὴν Ἀγάπη μου ἐδῶ πάνω.
Καὶ μπαίνει μὲ λαχτάρα ἐκείνη
καὶ μπαίνω θαρρευτὸς μαζί·
ποιὸ κερὶ τάχα ἀνάφτει ἀκόμα;
Ὅπως τὸ εἶπαν καὶ θὰ γίνη:
ἀκόμα ἡ ἀγάπη μου θὰ ζῆ
κι ὅταν μὲ θάψουνε στὸ χῶμα.
«Σκαραβαῖοι καὶ τερρακόττες» 1919,
1928
|