Ἰάκωβος Καμπανέλλης (1922-2011): θεατρικὸς συγγραφέας καὶ ποιητὴς ἀπὸ τὴ Νάξο.
Ὄμορφη ποὺ εἶσαι, ἀγάπη μου! Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι! Γλυκειὰ σὰν
τοῦ περιστεριοῦ καὶ τρυφερὴ ἡ ματιά σου· Ἐσὺ ‘σαι κρινολούλουδο καὶ κεῖνες εἶναι ἀγκάθια,
Σὰ ρόδι ποὺ τὸ κόψανε στὴ μέση πίσω ἀπ᾿ τὸ πέπλο σου
Τὰ δυό σου στήθια μοιάζουνε δίδυμα ζαρκάδια, Φίλα με, μὲ ὅλα τὰ φιλιὰ ποὺ ἔχεις μὲς στὸ στόμα. Καὶ τ᾿ ὄνομά σου, ἄρωμα, μύρο χυμένο κάτω. Ὅλων τῶν μύρων τ᾿ ἄρωμα, κι ἡ εὐωδιὰ ἐσύ ‘σαι. Ναί, πιὸ πολὺ κι ἀπ᾿ τὸ κρασὶ μεθῶ ὅταν μ᾿ ἀγγίζεις. Ὄμορφη κι ἀψεγάδιαστη, εἶσαι ἀγαπημένη. Μοῦ ῾χεις κλέψει τὴν καρδιὰ ἀγάπη μου, ἀδελφή μου. Μ᾿ ἕνα σου βλέμμα μοναχά, μιὰ χάντρα στὸ λαιμό σου. Μέλι κερήθρας στάζουνε τὰ δυὸ γλυκά σου χείλη. Μέλι καὶ γάλα ἀργοκυλοῦν στὴ γλώσσα σου ἀπὸ κάτω. Κῆπος κλειστός, ὁλάνθιστος εἶσαι ἀγαπημένη. Πηγὴ μὲ γάργαρο νερό, παράδεισος ἀπὸ δροσιὲς τὸ κάθε σου αὐλάκι. Κανέλα, μοσχοκάλαμο κι ὁ νάρδος μὲ τὸν κρόκο Σήκω, βοριά, ἔλα, νοτιά, φυσῆξτε τὰ κλωνιά μου, Σήκω, βοριά, ἔλα νοτιά, φυσῆξτε τὰ κλωνιά μου, Κι ἂς κατέβει ὁ ἄνδρας μου στὸν κῆπο πού ῾ν᾿ δικός του,
|