Πῶς τσακίζουν οἱ σελίδες σὰν τὰ χρόνια,
ναυαγοῦν σὰν τὶς εἰκόνες οἱ στιγμές,
σὰν συστάδες ἀπὸ δέντρα μέσ᾿ στὰ χιόνια
εἶν᾿ ὀάσεις τῶν ἀνθρώπων οἱ εὐχές.
Ὅλο τρέχουν στῶν βουνῶν τὴν ἠρεμία,
τ᾿ ἄγρια θέλω μου ῾μερεύουν στὸ φευγιό,
σὰν ὀμίχλη ποὺ χορεύει στὸ φεγγάρι,
μαγεμένα μονοπάτια στὸν καιρό.
Μὲ σημάδεψαν τ᾿ ἀρχαῖα τὰ καρνάγια,
μὲ στοιχειῶσαν τ᾿ ἅγια ξύλινα σκαριά,
μ᾿ ἀγκαλιάσαν τῶν παραμυθιῶν τὰ δάση,
μοιάζω δάκρυ ἀπ᾿ τὸ μάτι τοῦ βορριᾶ.
|