Ὁ Γιῶργος Κοφινᾶς γεννήθηκε τὸ 1972 στὸν Πειραιᾶ καὶ ζεῖ στὴ Σαλαμίνα.
Τελείωσε τὸ γενικὸ Λύκειο τὸ 1989 καὶ στὴ συνέχεια τεχνικὴ σχολὴ ἠλεκτρολόγων.
Δουλεύει ἐδῶ καὶ 12 χρόνια στὰ καρνάγια, ἐνῶ μπαρκάρισε γιὰ ἕνα διάστημα
ὡς ἐπίκουρος σὲ ποστάλι. Στίχους ξεκίνησε νὰ γράφει μετὰ τὴν παρότρυνση
τῆς ἀδερφῆς τοῦ Κατερίνας, σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΦΙΝΑΣ
«ΕΡΗΜΗΝ ΕΡΙΘΟΣ»
2002
Ἀναμνήσεις...
© Γιῶργος Κοφινᾶς Ἐρήμην Ἔριθος
© Ἐκδόσεις Θεοχάρη, Σαλαμίνα 2002
ISBN: 960-87185-0-3
Ἐξώφυλλο - φωτό, προμετωπίδα - σκίτσο: Γ. Κοφινᾶς
Α´ Ἔκδοση: Φεβρουάριος 2002
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Λόγω τοῦ ὅτι ὁ πατέρας μου εἶναι καραβομαραγκός, ἀπὸ πολὺ μικρὸς
εἶχα ἄμεση σχέση μὲ τὰ καρνάγια καὶ τὶς ἐργασίες στὸ χῶρο αὐτό. Θυμᾶμαι
Κυριακάτικα καλοκαιρινὰ πρωινὰ ποὺ ὁ πατέρας μου μὲ ἔφερνε στὸ καρνάγιο,
ὅπου μοῦ ἔφτιαχνε μικρὰ καϊκάκια ἀπὸ ἀτόφιο πευκόξυλο στὴν πριονοκορδέλα.
Ὕστερα ἐγὼ μὲ τὶς ὦρες τὰ μερεμέτιζα καὶ μὲ ἁπλὰ ὑλικά, ὅπως σπασμένα
γυαλάκια καὶ κατακάθια ἀπὸ μπογιές, τοὺς ἔβαζα φιλιστρίνια καὶ τὰ ἔβαφα.
Μεγαλώνοντας, θυμᾶμαι ὅτι ἔπαιρνα τὸ ποδήλατό μου καὶ τὶς πετονιὲς
καὶ κατηφόριζα γιὰ τὸ γνώριμο περιβάλλον τοῦ καρνάγιου τοῦ Ἅϊ - Νικόλα.
Τρεχαντήρια, γαΐτες, λίμπερτι καὶ παπαδιές, ἀμπάσες φαλαινίδες καὶ ψηλὰ
καραβόσκαρα στέκονταν τριγύρω μου καὶ μὲ κοιτοῦσαν ἐπιβλητικά. Αὐτὸ
ὅμως ποὺ μὲ συνέπαιρνε καὶ πάντα θὰ μὲ συνεπαίρνει ἦταν κεῖνο τὸ συνοθύλεμα
ἀπὸ μυρωδιές, ὅπως τοῦ ρετσινάτου πεύκου, τοῦ ψαρόλαδου καὶ τῆς μοράβιας.
Στὰ ὥριμα χρόνια μου πλέον δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ὅταν νιώθω τὴν
ἀνάγκη νὰ μείνω μόνος καὶ νὰ στοχαστῶ ἐπισκέπτομαι τὸν ἱερὸ αὐτὸ χῶρο.
Πολλὰ ἔχουν ἀλλάξει ἀπὸ τότε. Παλιοὶ μαστόροι χάθηκαν στοῦ χρόνου
τὴ φθορά. Σκάφη γκρεμίστηκαν καὶ σκάφη χτίστηκαν. Ὁ μικρὸς μὲ τὸ ποδήλατο
ἔρχεται πλέον μὲ αὐτοκίνητο. Μὰ ἕνα πράγμα δὲν ἄλλαξε. Τὸ πάθος καὶ
ἡ ἀγάπη μου γιὰ τὰ ξύλινα σκαριά.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΦΙΝΑΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ἀναμνήσεις .......... 3
Στὰ σιδερένια ναυπηγεῖα ..........
4
Σὲ ναυτικούς .......... 5
Πεδίο μάχης .......... 6
Μνῆμες .......... 7
Μιὰ ζωή .......... 9
Ψαράδες .......... 10
Γνώρισα .......... 11
Χειμώνας στὰ καρνάγια ..........
13
Θαλασσοπούλια .......... 14
Οἱ ἀσυρματιστές .......... 15
Φύσα Μαΐστρο .......... 16
Οἱ ψυχὲς τῶν ναυαγῶν ..........
17
Ἀνάμνηση .......... 18
Ὁ τεχνίτης λεμβουργός ..........
19
Φθαρτὸς σὰν χρόνος .......... 20
Μοιάζουν .......... 21
Ἡ γυναίκα στὸν ντόκο ..........
22
London Glory .......... 23
Μιὰ ἱστορία .......... 25
Βάρκα .......... 27
Ὁ Φάρος .......... 29
ΣΤΑ ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ
Στὴν ἀδερφή μου Κατερίνα
Στὰ ναυπηγεῖα τὰ παλιὰ τὰ σιδερένια
πόσες ψυχὲς γενίκανε ἕνα μ᾿ αὐτὰ
Μαροκινοί, Πακιστανοὶ κι ἀπ᾿ τὶς Ἰνδίες
μανουβραδόροι μὲ σπασμένα ἑλληνικά.
Μὲ φορτηγὰ καὶ μὲ γκαζάδικα γεμάτα
μὲ ρυμουλκὰ καὶ ποκεράδικα παλιὰ
μὲ γερανοὺς ν᾿ ἀγκομαχᾶνε ὅλη μέρα
καὶ λαμαρίνες νὰ στριγγλίζουν δυνατά.
Βάζα πελώρια μὲ τάκους στὴν ἀράδα
μπαστέκες, σύρματα μὲ γράσα καὶ καπνιὰ
τὰ κομπρεσέρια νὰ δουλεύουν ὅλη μέρα
καὶ οἱ φωνές μας νὰ μπερδεύονται μ᾿ αὐτά.
Τὴν κάθε μέρα νὰ διαδέχεται μία ἄλλη
τὸ μεροκάματο μὲ ζόρια νὰ τραβᾶς
στὶς σκαλωσιὲς τὰ βήματά σου νὰ τὰ σέρνεις
μέσα στὰ τάνγκια μὲ μπαζοῦκας νὰ κολλᾶς.
Νὰ μὴν γνωρίζεις ἂν θὰ βγεῖς ποτὲ μονάχος
ἢ ἀπ᾿ τὰ κοίτη θὰ σὲ βγάλουν μὲ σχοινιὰ
δεξαμενόπλοια μ᾿ ἀπόβλητα στὸ βάθος
καὶ σάπια ὕφαλα ποὺ στάζουνε σκουριά.
ΣΕ ΝΑΥΤΙΚΟΥΣ
Στὸν παππού μου Ἀπόστολο Φήμη
Μυστήριες φάτσες γνώρισες πολλῶν ἀνθρώπων μοῖρες
σ᾿ ἑφτὰ πελάγη πάλεψες μὰ τίποτα δὲν πῆρες
Βάρδιες πολλὲς σὰν ἔκανες στῶν καραβιῶν τὶς πλῶρες
μετρᾶς τὶς ὦρες, τὰ λεπτὰ νὰ φτάσεις στὶς Ἀζόρες
Γυναῖκες, porta, καὶ ποτά, τὶς γνώρισες, τὰ εἶδες
νέα ταξίδια ἀναζητᾶς σὲ φωτεινὲς πυξίδες
Ζωὴ κι αὐτὴ τοῦ ναυτικοῦ, ὅπου πατᾶς πατρίδα
φτηνὲς ἀγάπες ποὺ σκορποῦν στὴν πρώτη ἡλιαχτίδα
Τ᾿ ἄγριο κύμα σὰν κοιτᾶς καθρέφτη τὸ ὁρίζεις
τὴ μία σου ἀγάπη ἀναζητᾶς στὸ γράμμα καὶ δακρύζεις
Ναί, εἶναι ἀλήθεια, ζήλεψες πολλῶν ἀνθρώπων μοῖρες
τὸ κύμα ὅμως λάτρεψες τῶν πόντων τὶς ἁλμύρες.
ΠΕΔΙΟ ΜΑΧΗΣ
Στὸ φίλο - ἐκδότη Χρῆστο Θεοχάρη
Φυσάει ἀέρας καὶ φέρνει ψύχρα
καθὼς ὁ ἥλιος δύει μακριὰ
μὲς στὸ καρνάγιο χτυποῦν τὰ ξάρτια
σκαριὰ στὰ βάζα στέκουν ψηλά.
Μοιάζει ὁ τόπος νεκροταφεῖο σκιές,
ποὺ ἁπλώνουν νύχια γαμψὰ
ὁ ἀέρας νύχτα φέρνει κι ἁλμύρα
καθὼς σπηλιάδες φυσοῦν ψυχρά.
Τουρέλα μαῦρα νεροπιωμένα
τὰ ποδοστάματα στέκουν ὀρθὰ
σοτρόπι ἀκράπι μὲς στὸ τσιμέντο
καὶ στὰ βρεχάμενα σάπια καρφιά.
Εἶναι τὸ μέρος πεδίο μάχης
ποὺ τραυματίες ζητοῦν γιατρειὰ
ὅσα προλάβουν αὔριο οἱ τεχνίτες
θὰ περισώσουν λίγα ἀπ᾿ αὐτά.
ΜΝΗΜΕΣ
Στὸν πατέρα μου
«Τὰ χρόνια πρὶν τὴν Κατοχή» - μοῦ ῾λεγε ὁ πατέρας -
«στοὺς ταρσανάδες σκάρωναν πολύμετρα σκαριά,
σκοῦνες καὶ καραβόσκαρα ποὺ φορτηγὰ δουλεύαν
καὶ τρεχαντήρια ποὺ ὄργωναν τὰ ἑλληνικὰ νησιά.
Τότε ἡ δουλειὰ ἦταν δύσκολη καὶ λίγα τὰ ἐργαλεῖα
μὰ ὑπῆρχαν ἄξιοι λεμβουργοὶ τεχνίτες δουλευτὲς
ὁ κόσμος τότε δούλευε ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ ὡς τὴ δύση
κι εἶχαν γιὰ μεροκάματο λάδι, ψωμὶ κι ἐλιές.
Τὰ ξύλα τὰ ξεγύριζαν μεγάλες καρμανιόλες
κι ὅσοι δουλεύανε σ᾿ αὐτὲς μπράτσα θέλαν γερά.
καρφιά, τζαβέτες φτιάχνανε οἱ γύφτοι, ὅλες στὰ χέρια
καὶ οἱ μπουρμπουτζῆδες τρύπαγαν καὶ κάρφωναν καρφιά.
Οἱ ἀράδες ποὺ πετσώνανε ἁρμοὺς μεγάλους εἶχαν
ποὺ μὲς σ᾿ αὐτοὺς μπετόβεργες φρακέρναν καὶ στουπὶ
κατόπιν τοὺς πασάλειβαν μὲ πίσσα καὶ κατράμι
γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὸ νερὸ τῆς θάλασσας νὰ μπεῖ.
Τὴν πίσσα τηνε βράζανε σὲ λέβητα μεγάλο
κι αὐτὸς ποὺ τὴ μαγείρευε γνώριζε τὴ δουλειὰ
τὴ μία κατράμι ἔριχνε τὴν ἄλλη τὴ ρετσίνη
καὶ λίγο πάντα μάσαγε καὶ τὸ ῾φτηνε μετά.
Τὰ πιτσιρίκια πέταγαν στὸ λέβητα πατάτες
ποὺ σβῶλοι μαῦροι γίνονταν στῆς πίσσας τὸ ὑλικὸ
κι ἔπειτα τοὺς καθάριζαν μὲ ἀκόνιστους σουγιάδες
κι ἦταν γι᾿ αὐτοὺς τὸ πιὸ καλὸ ποὺ τρώγαν φαγητό.
Τὰ χρόνια αὐτὰ ποὺ πέρασαν κι ἀλάργεψαν σὰν πλοῖα
καὶ γκρίζα τώρα φαίνονται στῆς μνήμης τὸν καμβὰ
μὲ σημαδέψανε σκληρὰ κι οὔτε στιγμὴ ξεχνάω
στὸν ταρσανὰ ξυπόλητος μὲ βαρυχειμωνιά»
ΜΙΑ ΖΩΗ
Καθώς τρυπᾶς μὲ μαντικάπι τεχνικὸ
καὶ μαραβίλια σκουριασμένη ἀπ᾿ τὴν ἁλμύρα
τὸ καραβόσκαρό σου ἄλλαξε τὴ μοίρα
ἔχεις γεράσει μὲς τὰ ξύλα ἀπὸ καιρό.
Κάθε ρυτίδα κι αὐλακιὰ στὸ πρόσωπο
ποὺ σοῦ θυμίζουν τὰ νερὰ σέρτικου ξύλου
ξέχασα, εἶπες, «τὰ μουδέλα δὲν τὰ δίνουν
μὰ τὰ κρατᾶνε φυλαγμένα μυστικό!».
Καθὼς φυσάει ὁ σορόκος ὁ ζεστὸς
βροχὴ ἑτοιμάζεται ὁ οὐρανὸς νὰ ρίξει
τὶς δυὸ γκαβίλιες στὴν παρέλα θὰ τὶς σφίξει
κι ἴσως προλάβουνε καὶ πιάσουν τὸ νερό.
ΨΑΡΑΔΕΣ
Στὸ φίλο συγγραφέα Ἠλία Δρίβα
Στοῦ Ποσειδώνα τὰ νερὰ τὰ διάφεγγα γαλάζια
διαβαίνουν ψαροκάικα νωρὶς τὰ πρωινὰ
πού ῾χουν στὴν πλώρη τὸ χρυσὸ τοῦ ἥλιου ποὺ ἀνατέλει
καὶ μίλια ἀπὰ στὴ πρύμη τους πολλὰ ἀλαργινά.
Ξοπίσω σέρνουν τὶς μικρὲς φελοῦκες ποὺ χορεύουν
στὰ ἀφρισμένα ἀπόνερα σὰ κύκνοι χορευτὲς
κι ἀκοῦς τοὺς γλάρους νὰ γελοῦν στὰ ξάρτια
σὰν πετᾶνε καὶ στ᾿ ἀκρογιάλια στέκονται τοῦ ἥλιου ἰκετευτές.
Κι ὅταν χειμῶνες ἔρχονται κι ἡ θάλασσα ἀγριεύει
τὰ κύματα ὀρθώνονται γκρίζα καὶ σκοτεινὰ
βλέπεις τὰ ψαροκάικα μὲ κόπο νὰ τραβᾶνε
μαστιγωμένα ἀπ᾿ τὴ βροχὴ ποὺ πέφτει δυνατά
Μπρὸς στὸ καμπούνι στέκονται τοῦ καϊκιοῦ οἱ ἄντρες
τὶς νιτσεράδες τους φοροῦν τὶς μαῦρες καὶ μακρυὲς
ποὺ ἀπὸ τὸ κύμα τὸ ὠμὸ ποὺ μπαίνει μὲς στὴ πλώρη
μουσκεύονται οἱ γαλότζες τους καὶ γίνονται βαριές
Οἱ λαμπαδόροι ξεκινοῦν μὲ τὶς μικρὲς τὶς βάρκες
καὶ ξαμολοῦν τὶς λάμπες τοὺς στὸ κύμα τὸ ψυχρὸ
ἀπ᾿ τὸ καΐκι φαίνονται τὰ φῶτα τους καντήλια
χλωμὰ ποὺ τρεμοσβήνουνε στὸ βορινὸ καιρό.
Κι ἀφοῦ ὅλη νύχτα πάλεψαν μὲ τὰ στοιχειὰ τῆς φύσης
καὶ τὸ ξενύχτι κυβερνᾶ τὰ μάτια τὴν αὐγὴ
μπορεῖ ἡ ψαριὰ νά ῾ταν φτωχὴ κι ὅλοι οἱ κόποι στράφτι
μὰ τὸ ἴδιο ἔργο θὰ παιχτεῖ τὸ βράδυ ὡς τὸ πρωί.
ΓΝΩΡΙΣΑ
Στὸν παππού μου Γιώργη Κοφινᾶ
Ξέρω κάποιους ποὺ ἔζησαν καὶ γέρασαν στὰ ξύλα
κάποιους ποὺ χτίσαν στὴ ζωὴ περίτρανα σκαριά
ποὺ ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ ὡς τὸν ἕσπερο γιὰ τὴ δουλειὰ μιλοῦσαν
κι ὁ ἑαυτὸς τοὺς μίλαγε σὲ κάθε σκεπαρνιά
Ἕνα παλιοπαντέλονο φοροῦσαν λερωμένο
καὶ ροῦχα ποὺ μυρίζανε λινέλαιο ὠμό.
στὴν πίσω τσέπη εἴχανε τὸ μέτρο, τὸ μολύβι
καὶ στὴ ζερβὴ τὸ μαστάρι, τὴ στέλα γιὰ ὁδηγό
Μιὰ λερωμένη εἴχανε μουσαμαδένια τσάντα
ποὺ τὰ ἐργαλεῖα ἔφερναν μ᾿ αὐτὴν στὸν ταρσανὰ
κανένα ὅμως δὲν ἄφηναν ποτὲ νὰ τὴν ἀγγίζει
τὰ ἐργαλεῖα ἤτανε γι᾿ αὐτοὺς τόσο ἱερά.
Σκεπάρνι μακρυκάλεμο ποὺ γύφτικο τὸ λέμε
μ᾿ ἀθέρα ποὺ ῾χει περαστεῖ στ᾿ ἀκόνι τοῦ λαδιοῦ
κι ἕνα πριόνι, τὸν ζβαρνά, καλοτσαπραζομένο
γιὰ νὰ μπουκάρει στοὺς ἁρμοὺς τοῦ κάθε μαδεριοῦ
Εἶχαν σκαρπέλα κοφτερὰ καὶ ζγρόπιες ἀπ᾿ ἀτσάλι
ροκάνια ξύλινα στενὰ γιὰ μπούρντους καὶ ἁρμούς
λοστό, τανάλια καὶ ζουμπὰ πού ῾χε λαβὴ στὴν ἄκρη
καὶ δράπανο ποὺ σήμερα τὸ λέμε ῾τοῦ χεριοῦ᾿.
Μ᾿ αὐτὰ τὰ ἐργαλεῖα τους σκαρώνανε καΐκια
ποὺ πλέανε περήφανα στὸ ἁλμυρὸ νερὸ
κι ἄλλα παλιὰ ἐπισκεύαζαν γέρικα στὰ καρνάγια
ποὺ ἡ ζωή τους χάνονταν στοῦ χρόνου τὸ βυθό.
Ξέρω κάποιους ποὺ ἔζησαν καὶ γέρασαν στὰ ξύλα
ποὺ στὴ ζωή τους ἔθρεψαν γυναίκα καὶ παιδιὰ
μ᾿ αὐτὴ ποὺ τόσο ἀγάπησαν δουλειὰ μὲς στὰ καρνάγια
ποὺ δὲ θὰ σβήσει ὅσο φυτρώνουν δέντρα στὴ στεριά.
ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΤΑ ΚΑΡΝΑΓΙΑ
Στὸν ἀδερφικό μου φίλο Βασίλη Δέδε
Καθὼς φυσάει ὁ βοριὰς καὶ μπάζει τὸ ἀγιάζι
στὸν ταρσανὰ χιονόνερο ρίχνει ἀπὸ νωρὶς
καὶ μεῖς μὲ σκοῦφο στὰ μαλλιὰ καὶ γάντια ὅλο σκλῆθρες
συμπελεκᾶμε τὸ σκαρὶ σὰν ἄγαλμα θαρρεῖς.
Ὅλοι μία ζέστα παίρνουμε ἀπ᾿ τὸ παλιὸ βαρέλι
ποὺ ἀπ᾿ τὸ πρωὶ ὡς τ᾿ ἀπόγευμα καίει σ᾿ αὐτὸ
ἡ φωτιὰ κι ὁ γερὸ - Τάσος τὸ ζερβὸ βαστᾶ σφιχτὰ τὸ χέρι
γιατὶ πονᾶν τὰ δάκτυλα ποὺ ἔχασε παλιά.
Ὁ μάστρο - Νότης τὸ πλωριὸ σηκώνει τὸ μαδέρι
μὲ καμινέτο καὶ νερὸ τὸ πάει ἀργὰ - ἀργὰ
μιὰ τὸ νταβίδι νὰ χτυπᾶ μία σφίγγει τὸ βιδόνι
«καὶ τὸ καρφί σου μάλαμα» στὴν πρώτη σκεπαρνιά.
Φυσοῦν σπηλιάδες καὶ θαρρεῖς τὴ μέρα πὼς δὲν βγάζεις
τὰ χέρια δὲν αἰσθάνεσαι τὰ πόδια δὲν νογᾶς
μὰ τὸ σκεπάρνι σὰν χτυπᾶς τὶς πρόκες σὰν καρφώνεις
μία ζεστασιὰ μὲς τὸ κορμὶ ξεχύνεται μεμιᾶς.
ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΥΛΙΑ
Στὸ φίλο ποιητὴ Γιῶργο Φώτη
Εἶναι φορὲς ποὺ ἔρχονται συχνὰ μὲς στὰ καρνάγια
θαλασσοπούλια ὁλόλευκα καὶ ρῶσες τοῦ νεροῦ
ποὺ ξαποσταίνουν ἥσυχα στὰ λερωμένα βάζα
ἢ στὸ κουφάρι τ᾿ ἀνοιχτὸ κάποιου παλιοῦ σκαριοῦ
Καθὼς γυρνάει ὁ μακαρὰς καὶ τρίζουν οἱ ἀντένες
σημάδι φέρνουν τοῦ καιροῦ ποὺ βγάζει τὴ βροχή
ὅταν μαζὶ ὅλα πετοῦν καὶ κρώζουν στοὺς αἰθέρες
ἕναν χορὸ ποὺ κυκλικὸ τὸν λὲν στὴν Ἀφρική
Σημάδι γίνονται λευκὸ τρελὰ ὅταν χορεύουν
γύρω ἀπ᾿ τὰ ψαροκάικα σὰν βγοῦν στὰ ἀνοιχτὰ
ὡς τὰ καρνάγια ἀκούγονται κι οἱ ἄμαθοι χαζεύουν
νομίζοντας πὼς ἔρχονται φωνὲς ἀπὸ παιδιά
Εἶναι φορὲς ποὺ βρίσκουμε συχνὰ μὲς στὰ καρνάγια
νὰ κείτονται στὰ βότσαλα πουλιὰ θαλασσινά
ποὺ τὰ λευκά τους τὰ φτερὰ ἔχουνε γίνει μαῦρα
καὶ σοῦ θυμίζουν τὰ λερά του λιμανιοῦ νερά
ΟΙ ΑΣΥΡΜΑΤΙΣΤΕΣ
Στὸ Μανώλη Αὐτιᾶ («Λούης»)
Τέσσερις φίλους ναυτικοὺς μαρκόνια σὲ καράβια
σὲ μία ταβέρνα γνώρισα μικρὴ καὶ φτωχικὴ
ποὺ ὅλο τὸν κόσμο γύριζαν μὲ φορτηγὰ καράβια
καὶ μὲ γκαζάδικα λερὰ ψάχνοντας μία φωνή.
North Canada, South Africa καὶ τροπικὲς Ἐβρίδες
ἀστερισμοὺς ποὺ ἀκολουθᾶς σὲ μαύρους οὐρανοὺς
ὁ ἀσύρματος εἶν᾿ ὁ χαλκὰς μὲ τ᾿ ἄλλα τὰ καράβια
καθὼς καλπάζουνε τρελὰ μὲς στοὺς ὠκεανούς.
Μὲς στὴν παρέα ρώτησα: «Ποιὸ αὐτὸ ποὺ σὲ τρομάζει
ὅταν τὸ πλοῖο ὀρθοπλωρεῖ γιὰ porta μακρινά;»
κι ὁ πιὸ μεγάλος ἀπαντᾶ μὰ κάτι τὸν βαστάζει
κι ὅλους τοὺς φίλους του κοιτᾶ στὰ μάτια ἐπίμονα.
«Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἀγαπᾶς σὰν φεύγεις γιὰ ταξίδι
τὸ πλοῖο εἶναι κι ἡ θάλασσα ἡ κρύα καὶ μακρινὴ
τὶς καταιγίδες, τοὺς καιρούς, τοὺς τροπικοὺς κυκλῶνες
μαθαίνεις νὰ τοὺς σέβεσαι στὴ ναυτικὴ ζωή.
Τὸν ἄνθρωπο δὲν ἀγαπᾶς ποτὲ δὲν κάνεις φίλο
τὸν ἄνθρωπο τὸν ὕπουλο, τὸν τόσο μισητὸ
ζεῖς καὶ μαθαίνεις ἀπ᾿ αὐτὸν σὲ κάθε σου ταξίδι
κι ἕνα λιμάνι ἀναζητᾶς νὰ φύγεις ἀπ᾿ αὐτόν».
ΦΥΣΑ ΜΑΪΣΤΡΟ
Στοὺς τεχνίτες λεμβουργούς
Γέρο τρελλὲ τοῦ ταρσανᾶ, τεχνίτη στὰ καΐκια,
ποὺ μὲ τὰ χρόνια στοίχειωσες, φιγούρα σκυθρωπή,
παρακαλᾶς τὴ θάλασσα καὶ τὸ Θεὸ τ᾿ ἀνέμου
νὰ ρίξουν θειάφι στὰ νερὰ στὸν οὐρανὸ ἀστραπή.
«Φύσα μαΐστρο σταθερὰ τὰ σύννεφα ὅλα διῶξε
πουνέντη στάσου στὸ πλευρὸ νὰ γίνεις δυνατὸς
φουντάγια κόψε καὶ σχοινιὰ τὶς ἄγκυρες νὰ σπάσεις
καὶ τὰ καΐκια στὴ στεριὰ ἂς ρίξει ὁ Θεός».
Σπασμένες μπιντές, κουπαστές, κοράκια, καὶ μπραγάτσες
τεχνίτες θέλουν λεμβουργοὺς γιὰ νὰ θεραπευτοῦν
μὲς στὰ καρνάγια τὰ σκαριὰ θὰ στέκουνε στὰ βάζα
κι ὅλοι οἱ μαστόροι τὶς δουλειὲς ποὺ ψάχναν θὰ τὶς βροῦν.
Γέρο τρελλὲ τοῦ ταρσανᾶ ποὺ στοίχειωσες στὰ ξύλα,
ποὺ τὴν ψυχή σου τὰ σκαριὰ κληρονομιὰ θὰ βροῦν,
τὸν ἄνεμο, τὴ θάλασσα προκάλεσε μὲ λόγια
καὶ τὰ ρεμέτζο ἀπ᾿ τὰ σκοινιὰ στὴ μέση νὰ κοποῦν.
ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΝΑΥΑΓΩΝ
Στὸ φίλο ναυτικὸ Δημήτρη Τζούλια
Λένε οἱ παλιοὶ οἱ ναυτικοί, πὼς ὅλα τὰ γνωρίζουν
γιατὶ σὲ χῶρες μακρινὲς ταξίδια ἔχουν πολλὰ
πὼς σὲ ναυάγια ἔχουν δεῖ τὸ χάρο μὲ τὰ μάτια
καὶ ἱστορίες σὰν ξεκινοῦν σοῦ κόβεται ἡ λαλιά.
Οἱ γλάροι λένε οἱ ναυτικοὶ πὼς μὲ ψυχὲς ἐμοιάζουν
τῶν ναυαγῶν της θάλασσας γι᾿ αὐτὸ κι εἶναι λευκοὶ
μὲς ἀπ᾿ τὰ ξάρτια σὰν πετοῦν καὶ κρώζουν ἀγριεμένοι
ἀνατριχιάζουν πάντοτε οἱ νέοι ναυτικοί.
Κι ὅταν πιὰ μόνοι μένουνε σὲ μία ξερὴ στεριὰ
κι ἀγναντεύουν σιωπηλοὶ τὸ πέλαγος, τὰ βάθη
στὴ θύμησή τους ἔρχεται ἡ ἱστορία αὐτὴ
τὰ μάτια τους βουρκώνουνε γιατί δὲν γίναν γλάροι.
ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Στὸ φίλο μαθηματικὸ Τάσο Μπακοθανάση
Τὶς Κυριακὲς τὰ πρωινά, μὲ τὸ ἀχνὸ τὸ φέγγος
ἀπ᾿ τὰ καρνάγια νὰ περνῶ, μ᾿ ἀρέσει ἀπὸ παιδὶ
καθὼς κοιτάζω τὰ σκαριὰ ἀμίλητα στοὺς τάκους
νά ῾χουν στριδόνια στὰ ὕφαλα κι ἁλμύρα σὰν γυαλί.
Μ᾿ ἀρέσει ἀκόμα ὅταν χτυποῦν τὰ ξάρτια κι οἱ ἀντένες
μὲ τοῦ ἀνέμου τὸ ρυθμὸ στὰ ἄλμπουρα μ᾿ ὁρμή.
σὰν μουσικὴ μὲς στὰ αὐτιὰ τὸ κύμα τῆς θαλάσσης
μὲ τὶς κραυγὲς ποὺ βγάζουνε οἱ γλάροι στὴν ἀκτή.
Κι ὅλοι οἱ ψαράδες ἔρχονται ἐδῶ μόλις χαράξει
καθὼς στὴν τράτα δούλευαν σκληρὰ ἀποβραδύς.
ἔχουν τὰ μάτια κόκκινα, πρησμένα ἀπ᾿ τὸ ξενύχτι
καὶ συζητοῦν γιὰ τὶς ψαριὲς στὴ φέξη τῆς αὐγῆς.
Ὁ τόπος εἶναι λατρευτὸς καὶ μαγικὲς οἱ ὧρες
ὅποια στιγμὴ κι ὅποια ἐποχὴ περάσω ἀπὸ δῶ.
μὲς στὸ καρνάγιο κλείνονται ὅλες μου οἱ εἰκόνες
ποὺ ἀπὸ μικρὸς τὶς μάζευα σὰν ἕναν θησαυρό.
Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ ΛΕΜΒΟΥΡΓΟΣ
Στὴ φίλη δημοσιογράφο Νατάσσα Μπερῆ
Τιμητικὸς Ἔπαινος στὸν Β´ Πανελλήνιο Διαγωνισμὸ
τῆς Πανελλήνιας Ἑταιρείας Λόγου καὶ Τέχνης (Π.Ε.Λ.Τ)
Κάποτε ἐκεῖ ποὺ πάλευα ἕνα λαμπρὸ σκαρὶ
σ᾿ ἕνα καρνάγιο φτωχικὸ μὲ λιγοστὰ ἐργαλεῖα
γνώρισα κάποιο γέροντα καραβομαραγκὸ
ποὺ συμβουλὲς μοῦ ἔδινε μὰ ἐγὼ θυμᾶμαι μία.
«Ἐτοῦτο τὸ σκαρὶ ἐδῶ ποὺ πάνω του παλεύεις
καὶ βάζεις τέχνη περισσὴ γιὰ νὰ περατωθεῖ,
πολλοὶ θὰ τὸ θαυμάσουνε, πολλοὶ θὰ τὸ παινέσουν
καὶ στὸν τεχνίτη λεμβουργὸ θὰ δώσουν προσοχή.
Χρόνο τὸ χρόνο τὸ σκαρὶ θὰ βλέπεις νὰ παλιώνει
καὶ θὰ κοποῦνε οἱ χρυσὲς τζαβέτες στὸν ἀρκᾶ
τὸ ἀκράπι ἀπὸ εὐκάλυπτο θὰ δεῖς πὼς θὰ σαπίσει
καὶ στὰ τουρέλα μὲ στουπὶ θὰ πιάνουν τὰ νερά.
Ὅλοι θὰ βλέπουν τὸ σκαρὶ ἐτοῦτο μὲ πικρία
καὶ τ᾿ ὄνομα στὴν πλώρη του μὲ μιᾶς θὰ ξεχαστεῖ
μὰ τοῦ τεχνίτη τούτου δῶ ποὺ πάλεψε στ᾿ ἀλήθεια
τ᾿ ὄνομα ἀπ᾿ τὴ μνήμη τοὺς ποτὲ δὲ θὰ σβηστεῖ».
ΦΘΑΡΤΟΣ ΣΑΝ ΧΡΟΝΟΣ
Στὴ μητέρα μου
Σὰ ξεμακραίνει μοιάζει ὁ χρόνος μαῦρο ξύλο
ποὺ μὲ ἁλμύρα οἱ χειμῶνες τὸ ποτίζουν
ὅσο ἀντιστέκεται ἐκεῖνοι τὸ τσακίζουν
καὶ τὸ σκορπίζουν στὰ ψυχρὰ νερὰ μὲ ζῆλο.
Σὰν ταρσανᾶδες ξεθώριασαν καὶ θάμπωσαν
φύσηξε ὄστρια καὶ σταβέντο -ψάχνω κάβο
μὲ τ᾿ ἀλισάχνι τὸ λευκὸ θὰ μεταλάβω
καὶ θὰ σωπάσω ὅλα αὐτὰ ποὺ μὲ κάρφωσαν
Σκαριὰ ποὺ τά ῾πιε μιὰ γουλιὰ ὁ Ποσειδώνας
μὲς στὸ κρασὶ τὸ πορφυρὸ τῆς Ἀφροδίτης
μοῦ ῾παν πολλὰ μὰ λίγα ἔζησα μαζί της
ὁ χρόνος τρέχει καὶ σαρώνει σὰν τυφώνας
Γέρος τυφλὸς ποὺ μὲ μετράει μὲ τὸ καντάρι
μὲ σπρώχνει, πέφτω στὰ βαθειὰ νὰ κολυμπήσω
μὲς στῆς ζωῆς τὴν ἄγρια θάλασσα ἂν λυγίσω
στεριὰ δὲ θά ῾βρω καὶ στρατὶ γιὰ νὰ μὲ πάει
Ξίφος ψυχρὸ ποὺ ὠχρὴ θαμπάδα τὸ φεγγίζει
μοιάζει ὁ χρόνος παρελθόν, ἄστρο ποὺ πέφτει
φύλλα ποὺ σκόρπισε ὁ βοριὰς ἀπὸ μία λεύκη
κι ἔρημος δρόμος ποὺ τὸ τέρμα δὲ μ᾿ ἀγγίζει
ΜΟΙΑΖΟΥΝ
Μὲς στὰ καρνάγια ὅταν βρεθεῖς, μετὰ τὸ μεσημέρι,
ποὺ οἱ τεχνίτες λεμβουργοὶ σχολοῦν ἀπ᾿ τὴ δουλειὰ
οἱ σκεπαρνιὲς κι οἱ ματσολιὲς παύουν καὶ ὅλα ἡσυχάζουν
καὶ τὰ καΐκια στέκονται νὰ σὲ κοιτοῦν βουβά.
Τὸ μέρος μοιάζει ἱερὸ κι ὅπως ὁ ἥλιος δύει
γλάροι πετοῦν στὸν οὐρανὸ καὶ κρώζουν δυνατὰ
τὰ ξάρτια μοιάζουν μὲ σταυροὺς χωρὶς ἐσταυρωμένους
κι οἱ γλύστρες μὲ ναυάγια ποὺ βγαίνουν στὰ ρηχά.
Τὴ θάλασσα καθὼς ἀκοῦς νὰ σέρνεται στὴν ἄμμο
καὶ τὴν ὑγρὴ τὴν αὔρα της ν᾿ ἁπλώνεται παντοῦ,
κάθε σου ἔγνοια τὴν ξεχνᾶς καὶ δὲν σὲ νοιάζει
τ᾿ αὔριο τὸν ἑαυτό σου ἀναζητᾶς καὶ βρίσκεις κάπου ἀλλοῦ.
Μὲς στὰ καρνάγια ὅταν βρεθεῖς κι ἡ νύχτα σὲ τυλίγει
τότε ἕνα δέος τὸ κορμὶ νιώθεις νὰ τὸ περνᾶ
εἶν᾿ τὰ κουφάρια τῶν σκαριῶν ποὺ στέκονται στὰ βάζα
καὶ σὲ κοιτοῦν σιωπηλὰ κι ἂς ἔχουνε μιλιά.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟΝ ΝΤΟΚΟ
Στὴ λατρευτὴ Ἕλλη Κορροῦ
Πάει καιρὸς ποὺ ἔπαψε νὰ κατεβαίνει πιὰ
μία γυναίκα σκυθρωπὴ καὶ μαυροφορεμένη
στὸ ντόκο δῶ, ἀπὸ πολὺ νωρὶς τὰ πρωινὰ
καὶ νὰ μιλάει μὲ λυγμοὺς σ᾿ ἕνα ἄσπρο περιστέρι.
Ἄλλοτες πιὰ τὴν εἴδανε νὰ στέκει σιωπηλὴ
καὶ νὰ κοιτάζει ἀτέλειωτα τὰ ἀπέραντα πελάγη
μὲ τὰ μαλλιά της ξέμπλεκα καὶ ἔμοιαζε θαρρεῖς
μ᾿ ἀερικὸ τῆς θάλασσας ποὺ στοίχειωνε τὰ βάθη.
Πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ πίστευαν τὴ γνώμη τῶν πολλῶν
πὼς τὸ μυαλὸ ὁλότελα τῆς εἶχε πιὰ σαλέψει
νέα σὰν ἦταν πίστεψε στὰ λόγια κάποιου νιοῦ
ποὺ ὅπως ἀποδείχτηκε τὴν εἶχε κοροϊδέψει.
Ἕνα παιδὶ ἀπόκτησε, ἀγόρι τῆς ντροπῆς,
ὅπως πολλοὶ τὸ φώναζαν γιατί ῾ταν τάχα νόθο
μὰ ἐκείνη τὸ μεγάλωσε μ᾿ ἀγάπη καὶ στοργὴ
καὶ ναυτικὸ τὸ ἔκανε ποὺ γύριζε τὸν κόσμο
Μιὰ μέρα πῆρε μήνυμα μαντάτο θλιβερὸ
πὼς σὲ ναυάγιο χάθηκε ὅ,τι πολύτιμό της,
ὁ γιὸς ποὺ τόσο λάτρεψε καὶ πάλεψε γι᾿ αὐτὸν
ἡ θάλασσα τὸν κράτησε στὸ σκοτεινὸ βυθό της.
Ἕνα πρωὶ τὴν βρήκανε στοῦ ντόκου τὸ νερὸ πνιγμένη,
μ᾿ ἕναν θάνατο ποὺ ναυτικοῦ ταιριάζει
πολλοὶ εἶπαν πὼς ἡ τρέλα της τὴν ἔφερε ὡς ἐδῶ
μὰ ὁ θάνατος τῆς ἔλαχε στοῦ γιοῦ της νὰ ἐμοιάζει.
LONDON GLORY
Στὴν ἀγαπημένη Ἀγγελικὴ Σοφρᾶ
Ἕνα φεγγάρι ἔκανα σὲ κάποιο ναυπηγεῖο
ποὺ ἐκεῖ μεγάλα κότερα συνήθιζαν νὰ βγαίνουν
μὲ τ᾿ ἄλμπουρά τους ποὺ ἔφταναν ψηλά ῾σα μὲ τὸν ἥλιο
νήματα οὐράνιου ἀργαλειοῦ ποὺ οἱ ἄνεμοι ὑφαίνουν.
Ἐκεῖ συχνὰ ἐρχόντουσαν πλούσιοι πλοιοκτῆτες
ἀλλοδαποὶ καὶ Ἕλληνες μὲ τὰ ἀκριβά τους ροῦχα
ποὺ ξεχωρίζανε μὲ μιᾶς μὲς σ᾿ ἑκατὸ κεφάλια
κι ὅλο ὑποδείξεις ἔκαναν σὲ λεμβουργοὺς τεχνίτες.
Στὸ London Glory δούλεψα γύρω στὴ μιὰ βδομάδα
ἄλλαζα μέρη κουπαστῶν ὅπου εἴχανε σαπίσει
ἤτανε Skipper ποὺ ἔτρεχε στὶς θάλασσες γιὰ χρόνια
κι ἦταν πολλὰ τὰ ἔπαθλα ποὺ εἶχε κατακτήσει
Σ᾿ αὐτὸ δυὸ Ἄγγλους γνώρισα τὴν Mary καὶ τὸν Thomas
ποὺ μόνοι τους γυρίζανε τὸν κόσμο μὲ τὸ σκάφος·
ζευγάρι ἦταν ποὺ ἄφησαν πίσω τους τὴν πατρίδα
καὶ μόνο ἡ περιπέτεια ἦταν γι᾿ αὐτοὺς τὸ πάθος.
Εἴκοσι χρόνια ἦταν μαζὶ κι ὅμως εὐτυχισμένοι
καὶ μοῦ ῾λεγαν στὸ κόσμο αὐτὸ τίποτα δὲν ποθήσαν
πιότερο ἀπ᾿ τὴ θάλασσα γλυκιὰ κι ἀγριεμένη
γαλάζια, γκρίζα, πορφυρὴ ὡς οἱ καιροὶ ὁρίσαν
Πολλὲς φορὲς τὰ μάτια τους τὸν κάτω κόσμο εἶδαν
κ᾿ ἦταν ἡ ἐξομολόγηση γι᾿ αὐτοὺς συχνὸ στοιχεῖο,
μὰ ὅταν ἡ μπόρα πέρναγε καὶ ἡ θάλασσα ἡρεμοῦσε
χρόνο τὸ χρόνο ἡ σχέση τους θεμέλιωνε στὸ πλοῖο.
Καὶ ἐγὼ συχνὰ συνήθιζα μὲ τὰ σπαστὰ ἀγγλικά μου
νὰ τοὺς ρωτάω ὅταν καφὲ πίναμε στὴν κουβέρτα
γιὰ τὰ λιμάνια ποὺ ἔπιαναν καὶ μένανε γιὰ μῆνες
καὶ ῾κεῖνοι πάντα πρόθυμοι ἀρχίζανε κουβέντα.
Πλάι τους ἔμαθα πολλὲς συνήθειες ἄλλων τόπων
κι ὅσα δὲν καταλάβαινα μοῦ δεῖχναν μὲ κινήσεις·
ὅμως κι αὐτοὶ ρωτούσανε νὰ μάθουνε γιὰ μένα,
μὰ ἐγὼ δὲν εἶχα στὴ ζωὴ μεγάλες συγκινήσεις.
Μία φωτογραφία μου κρατήσανε γιὰ ἐνθύμιο
τὶς κουπαστὲς σὰν ἄλλαζα πάνω στὸ London Glory
κι ἀφοῦ ταξίδια ἀλαργινὰ δὲν ἔτυχε νὰ κάνω,
ἂς ταξιδεύω στὸ χαρτὶ κι ἂς εἶναι ὅπου μὲ πάει.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Στὴ φίλη ποιήτρια Χρύσα Κούτελη-Μπάρμπα
Μὲς τὰ καρνάγια ἐρχότανε πρωὶ καὶ πρὶν χαράξει
ὁ καπταν - Νίκος ὁ ψαρὰς κι ἔκανε συντροφιὰ
σ᾿ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ἐρχόμασταν ἐδῶ πρὶν ἀπ᾿ τὴ φέξη
καὶ τὴ δουλειὰ ἑτοιμάζαμε ποὺ εἴχαμε μπροστά.
Τὸ μπρίκι πάντα ἔβαζε βαθειὰ μέσα στὴ θράκα
μιᾶς κι ὁ καφὲς τοῦ ἄρεσε νὰ -ψήνεται ἀργά-
χιόνι ψιλὸ σὰν ἔπεφτε κι ἔφερνε τὸ μπογάζι
αὐτὸς μέσα στὴν κάπα του χωνότανε βαθειά.
Τὶς ἱστορίες ἄρχιζε νὰ λέει πού ῾ταν νέος
ποὺ δὲν φοβόταν τοὺς καιροὺς ποὺ φέρναν χαλασμό·
ἦταν ὁ μόνος ποὺ ῾βγαζε τὸ σκάφος μὲ φουρτούνα
καὶ ψάρια πάντα ἔφερνε πολλὰ στὸ γυρισμό.
Μιὰ μέρα μᾶς ξεστόμισε πικρὰ κάποια ἱστορία
τὰ μάτια του σκοτείνιασαν σὰν μολυβὶ οὐρανὸς
μὲ τὸν καφὲ στὰ χέρια του τὴ θάλασσα κοιτοῦσε
ἄγρια σὰν τὴν ἔκανε ὁ βορινὸς καιρός.
«Ἀπὸ τὴν Σκιάθο φεύγαμε γραμμὴ στὴ νῆσο Λῆμνο
πουνενταρία ὁ καιρός, μαγκιόρος δυνατός,
δὲν μᾶς φοβίσει ὁ καιρὸς αὐτός, τὸ ξέρουμε ὅλοι
δεύτερο πρύμα τό ῾βαλα καὶ τράβαγα μὲ ὀχτώ.
Μα ὁ καιρὸς μπατάρισε καὶ τὸ ἔκανε μπουρίνι
κι ἡ ἀναμπουμπούλα ἔφερε σύννεφα σκοτεινά,
ἡ θάλασσα ξοπίσω μας ἄσπρισε σὰν τὸ γάλα
καὶ τὸν ἀέρα δὲν χώραγε στὰ κρύα της νερά
Κι ὅλοι σ᾿ αὐτὸ τὸ θέαμα τρομάξανε καὶ λένε
πὼς τὸ μπουρίνι τοῦτο δῶ θὰ εἶναι τὸ στερνό,
μὰ οὔτε στιγμὴ δὲν τά ῾χασα, νά! Στὸν καφὲ ποὺ πίνω!
βογάρω φοὺλ τὶς μηχανὲς νὰ φύγω ὅσο μπορῶ.
Δέκα λεπτὰ ἀπομένανε νὰ πιάσουμε λιμάνι
καὶ ν᾿ ἀπαγκιάσουμε ἐκεῖ, στὴν Κυρα - Παναγιὰ
τοῦ κάκου, δὲν προλάβαμε, μᾶς πῆρε τὰ τελάρα
καὶ τὸ καΐκι κόντεψε νὰ πνίξει στὰ βαθειά.
Ἀέρας, κρύο καὶ βροχὴ μὲ κύμα τῆς θαλάσσης
ἀπὸ παντοῦ μᾶς βάραγαν μᾶς πῆραν τὴ λαλιὰ
μὰ δὲν ἐκράτησε πολύ, λίγα λεπτὰ καὶ πάει
θαρρῶ πὼς τὸ τελείωμα τὸ φύλαγε γιὰ μᾶς.
Χρόνια πολλὰ σὰν πέρασαν κι ἀκόμα θὰ περάσουν,
ἐκείνη ἡ μέρα ἀπ᾿ τὸ μυαλὸ ποτὲ δὲν θὰ χαθεῖ·
τὴ θάλασσα τὴ σέβομαι γιὰ τὸ ψωμὶ ποὺ δίνει
μὰ ἐκδικιέται ἀληθινὰ ὅποιον τὴν ἀψηφεῖ».
ΒΑΡΚΑ
Στὴν ποιήτρια Θάλεια Δράκου
Βάρκα γριὰ σακατεμένο μαῦρο ξύλο
νεροπιωμένη πού ῾χεις χρόνια νὰ καεῖς
σοῦ ῾χουν φρακάρει στοὺς μιξοὺς μαῦρο τσιμέντο,
δὲ σὲ πουλᾶ δὲ σ᾿ ἀγοράζει πιὰ κανείς.
Στέκεις βουβὴ σὲ ταρσανᾶ παλιὸ καὶ ἅγιο
ἀπὰ σὲ τάκους καὶ σὲ σφῆνες τραβηχτὲς
ἔχεις τοὺς γλάρους νὰ σοῦ κάνουνε κουράγιο
σκαρὶ ποὺ τίποτα δὲν ἔχεις ἀπ᾿ τὸ χθές.
Τὰ κρύα βράδια ἀντηχεῖ τὸ μοιρολόι
τῆς θάλασσας καὶ τοῦ ἀνέμου τοῦ βορρᾶ
πάνω στὸ σάπιο σου κορμί, ἔρημη κόρη
μὰ ἐσὺ ἀσάλευτη κοιτάζεις στ᾿ ἀνοιχτά.
Κι εἶναι φορὲς ποὺ τὴ λαλιά σου ἀκοῦν παλιοὶ μαστόροι
νὰ ἀφηγεῖται ἱστορίες σου παλιὲς
τότες ποὺ ἀρμένιζες στὶς θάλασσες μὲ δίχως ζόρι
κ᾿ εἶχες κουπιὰ χρυσὰ καὶ σκαρμοθῆκες σκαλιστές.
Τὸν Ποσειδώνα πάλεψες πολλὲς φορὲς μὲ πεῖσμα
κι ὅμως δὲν ἄφησες ψαρὰ ποτὲ νὰ κηδευτεῖ
στ᾿ ἀνταριασμένο πέλαγος μὲς στὸ ψυχρὸ τὸ κύμα
στέρφο κορμὶ δὲν ἄφησες στοὺς χάρου τὴν εἱρκτή.
Τὸ χρόνο δὲ λογάριασες κι ἔτσι πέρασαν χρόνια
καὶ τὸ κορμί σου γέμισε μ᾿ ἀγιάτρευτες πληγὲς
μ᾿ ἀποστροφὴ κατάντησες νὰ σὲ κοιτοῦν τὰ μάτια
καὶ τὰ σκουλήκια ἄνοιγαν στὰ ξύλα σου φωλιές.
Μονάχη στέκεις βάρκα μου δὲν ἔχεις πιὰ τοὺς γλάρους
καὶ ἀγναντεύεις σιωπηλὰ μιὰ ἀμμουδερὴ ἀκτή.
Σὰν Προμηθέας δέσμιος πάνω σὲ μαύρους τάκους
ὁ χρόνος τὸ ρακέντυτο κορμὶ θὰ καταπιεῖ.
Ο ΦΑΡΟΣ
Στὸν ξάδερφο συγγραφέα Τάσο Καραντῆ
Πέρα μακριὰ στὴ θάλασσα ὑπάρχει φῶς
μία μικρὴ ἀστραψιὰ ποὺ σὲ καλεῖ κοντά της
μοιάζει μὲ φάρο ποὺ ἔλαχε νὰ κολυμπάει στὰ πέρα
καὶ νὰ σοῦ δείχνει τὴ στεριὰ ὡς εἶσαι μακριά της.
Σὰν κάστρο στέκει μόνος του νὰ στέλνει τὰ σινιάλα
ποὺ χάνονται μὲς στῆς νυχτιᾶς τὸ σκοτεινὸ βυθὸ
κι ὅταν τὸ πούσι τὸ πυκνὸ σκεπάζει τὰ καράβια
ἐκεῖνον ἔχουν γιὰ στρατί, γιὰ φωτεινὸ ὁδηγό.
Τὰ χρόνια κι ἂν ξεμάκρυναν σὰν σμάρι ἀργυροπούλια
κι ὁδέψανε γιὰ τ᾿ ἄγνωστα βουνὰ τῆς λησμονιᾶς
κάποιο σινιάλο σὲ καλεῖ νὰ συγκροτήσεις πάλι
ὅ,τι ἔχασες στὸ παρελθὸν καὶ πάντα ἀναζητᾶς.
Κι ἂν χάθηκες στὰ σκοτεινὰ καὶ τὰ βαθιὰ νερά σου
κοίτα τὴ λάμψη στὰ μακριὰ τὸ λιγοστό του φῶς
μπορεῖς νὰ βρεῖς τὸ δρόμο σου κι ἂς ἔπεσε ὁμίχλη
ἀρκεῖ στὸ φάρο νὰ κοιτᾶς, ἀρκεῖ νὰ πᾶς στὸ φῶς.
22-7-2001
«Στὴ Σαλαμίνα ὁ ἄνεμος πρὶν φυσήξει, περνᾶ πρῶτα ἀπ᾿ τὰ καρνάγια.
Παίζει μὲ τοὺς γλάρους καὶ τὰ ξάρτια καὶ ἀφοῦ γευτεῖ τὴν ἁλμύρα τῆς
θάλασσας ξεκινᾶ δυνατὸς γιὰ τὸ ἔργο του»
Γιῶργος Κοφινᾶς
|