Ἕλληνας ποιητὴς (1805, Συρράκο Ἰωαννίνων - 3 Σεπτεμβρίου 1858, Ἀθήνα)
|
Ὁ ῬήγαςἙορτὴν τῶν Χριστουγέννων Τελειών᾿ ἡ λειτουργία· Ἐποχὴ μακρᾶς δουλείας! Μὲ τὴν μάστιγα δαρμένοι Καὶ ἰδοὺ τὸν πλησιάζει Ῥίπτει πλῆρες νομισμάτων Φορτωμένος σάκκον σίτου, Ὅσ᾿ οἱ κόκκοι τοῦ φορτίου, Καὶ τὴν αὔριον μὲ πήραν Οὕτως ἤρχισε νὰ ψάλλῃ ! Αὐτὸς ἔρριψε τοὺς σπόρους, Διαβάται τώρ᾿ ἀκόμη |
Τὸ φίλημαΜιὰ βοσκοποῦλα ἀγάπησα, Μιὰ μέρα ποὺ καθόμαστε Ἀπὸ τὴ μέση μὲ ἅρπαξε, Μεγάλωσα καὶ τὴν ζητῶ... |
Ἡ ἀναχώρησή τηςΞυπνῶ καὶ μοῦ ᾿παν ἔφυγεν Ἐγὼ τὰ πρωτοδέχτηκα Τὰ μάτια της ἐρώτησα Τὸ τρίτο κῦμα ἐρώτησα |
Ρόδον καὶ χορτάριἝνα λουλούδι, ὅπου κυρτὸ τὸν ἥλιο ἀκολουθοῦσε -Ἔλα νὰ γίνωμε τὰ δύο ζευγάρι ταιριασμένο, -Σώπα, λουλούδι ἀμύριστο, λουλούδι χωρὶς χάρι, |
Εἰς τὸ φεγγάριΧαρὰ τῆς πρώτης μου ζωῆς, φεγγάρι ἀγαπημένο, Ἐσὺ ποὺ χρύσωνες τὴ γῆ κι ἐμάγευες τὸ κῦμα, Φεγγάρι, στὸ βασίλειό σου μὴ κατοικοῦν ἀγγέλοι, Τὸ φῶς σου ἂν εἶναι φίλημα, μυστήριο χυμένο Ὤ! λάβε αὐτὸν τὸν στεναγμὸ καὶ πέ του: δὲν φοβᾶται Αὐτά, φεγγάρι, σοῦ ζητῶ· καὶ πέ του, ἂν σ᾿ ἐρωτήσει |
Ὁ βοριὰς ποὺ τ᾿ ἀρνάκια παγώνειἮτον νύχτα, εἰς τὴν στέγη ἐβογγοῦσε Μὲς στὸ σπίτι μιὰ χαροκαμμένη, Εἶχε τρία παιδιὰ πεθαμμένα, Τὸ παιδί της μὲ κλάμμα ἐβογγοῦσε Τὰ γογγύσματα ἐκεῖνα καὶ οἱ θρῆνοι Στοῦ σπιτιοῦ μου τὴ στέγη ἐβογγοῦσε Τὸν γιατρὸ καθὼς εἶδε, ἐσηκώθη «Ὤ, κακὸ ποὺ μ᾿ εὑρῆκε μεγάλο! Κι᾿ ὁ γιατρὸς μὲ τὰ μάτια σκυμμένα Κ᾿ ἐκαμώθη πῶς θέλει νὰ σκύψῃ Στοῦ σπιτιοῦ μας τὴ στέγη ἐβογγοῦσε Ἡ μητέρα ποτὲ δακρυσμένο |
Ἡ πέρδικαΒόσκουνε ᾑ ἄλλαις πέρδικες ἢ λούζονται στὸ αὐλάκι, «- Ἄκω τῆς μάννας τὴ λαλιά, καὶ ἀνέβα στὸ λιθάρι, - Ἔχουν ᾑ μάνναις τους πολλά! Ἔλα, πουλί, κοντά μου, Καὶ ὁ ἴσκιος πάλι ἐφάνηκεν ἐπάνω στὰ λιθάρια, Καὶ ἀκούσθη ἕνα φτερούγισμα, μιὰ ταραχὴ, μιὰ ἀντάρα, ᾙ μάνναις τῶν παιδιῶνε μας γεράκι δὲν φοβοῦνται |
Ὁ ποιητήςὝπνο δὲν βρίσκει ἡ συμφορά. Τρεμουλιαστὰ στὴ ῥάχη Τὰ χόρτα πίνουν τὴ δροσιὰ τῆς νύχτας, καὶ τ᾿ ἀηδόνι Νεράϊδες, ποῦ δὲν φαίνονται, χρυσᾶ στεφάνια πλέκουν Ὥρα γλυκειὰ τῆς χαραυγῆς, ποὺ ἡ φύσις βαλσαμόνει Σιμὰ στὴ βρύση ποιητής, νιὸς ἄμοιρος, κυττάζει - Ἄχαρη νύχτα, ἡ ὄψη σου ὁμοιάζει τῆς ψυχῆς μου. Ἄκω στὰ δένδρα πῶς λαλοῦν πουλιὰ ζευγαρωμένα, Κ᾿ ἦταν τὰ δάση αὐτὰ ποτὲ παράδεισος ἐμπρός μου, Ἀπ᾿ ὄνειρα ἐπλανέθηκα καὶ ἐπίστευσε ἡ καρδιά μου Ναί! καὶ ἂν κἀνένα ἀπὸ τ᾿ ἐσᾶς τὴν ὀρφανιά του κλαίγῃ Χρύσω τὴν λέγαν· ἔλαμπε στὰ κάλλη καὶ στὴ νεότη, Τὰ φρύδια της σὰν νάητανε γραμμένα μὲ κονδύλι. Καὶ ἡ νεότη της τί ὠφέλησε, τί ὠφέλησεν ἡ χάρις Ὤ! σεῖς ποῦ τὴν γνωρίσατε, βρύσαις, πουλιὰ καὶ κρίνοι, Στὴν γῆν αὐτὴ, ποῦ σέρνομαι λείψανο ἀχνὸ καὶ βάρος, Τἄκουσε ὁ Χάρος. Μιὰ φορὰ δὲν ἄνθισαν ἀκόμα Στὸ μνῆμα τὸ ζευγαρωτὸ δυὸ δένδρα φυτεμμένα |
Τὸ σπαθὶ καὶ ἡ κορώναΔὲν μετριοῦνται οἱ ἁρματωμένοι, - Εἰς τὴν ὥρα τοῦ κινδύνου Σὰν αὐτὸς ποὺ ἀπὸ μανία Τότε οἱ τοῦρκοι ἀγριωμένοι * * * Πᾶσα μέρα οἱ γενιτσάροι Τὸ Βυζάντιο, τοῦ τυράννου Καὶ μιὰ αὐγὴ γλυκοχαράζει Ἐκεῖ πέρα, στὴν ἀράδα, * * * Ἡ τουρκιά, πρὶν φθάσῃ ἀκόμα, Καὶ ἂν τὸ φρούριο χύνει κάτου Σὲ ἀγκαλιὰ φαρμακωμένη Εἰς τοῦ Ῥωμανοῦ τὴν Πύλη, * * * Δυὸ φορὲς τοῦ μουσουλμάνου Μετρητοὶ καὶ κουρασμένοι Μῖσος καίει τὸ κολασμένο Καὶ κάθε ἅρμα βγάνει ἀχτίδες, * * * Ἕνας μόνος σπᾷ τὰ πλήθη, Δεῖτε ἐκεῖ στὴν πρώτη θύρα Ὢ τί χέρι νᾆναι ἐκεῖνο, Φοβερὴ σκηνὴ ἐκεῖ κάτου, * * * Στὴν Ἀνατολὴ ἐκεῖ πέρα, Ὁ Χασάνης εἶναι ἐκεῖνος. Συναντιοῦνται, βῆμα, βῆμα, Πολλοὶ ἐχθροὶ καὶ φίλοι, ποὺ ἦσαν * * * Φοβερὸς ὁ τοῦρκος εἶναι Ἕναν κρότο ἀκοῦς αἰώνιο, Αἴ Χασάνη! ἡ λάμψη ἐχάθῃ, Μὲ τὸ μάτι φλογισμένο * * * Τὸ λιοντάρι ποὺ ἀντικρύζει Ἀναμέτρητοι εἶναι οἱ σκύλοι· Ἀλλὰ πάντα ἐμπρὸς τὸ στῆθος Καὶ ἄλλος τοῖχος τοῦ τυράννου * * * Καταριέται ἐσένα, Δύση, Μαρτυράει καὶ τὴ ντροπή σου Ἀρχηγὸς καὶ φεύγει ἐκεῖνος· Δὲν ἀκούγει· τὸ κοντάρι, * * * Τὸ κριάρι ὅταν τὸ πρῶτο Καὶ τοῦ ποταποῦ ἡ δειλία Χωρὶς πίσω νὰ τηράξῃ Ὦ δειλοί, ποὺ παραιτεῖτε * * * Εἰς τὰ τείχη ἀντιβοΐζει Καὶ οἱ στενότεροι δικοί του Μόνος τότε, τὸ λιοντάρι, - Μισοφέγγαρο ἐκεῖ ἐπάνω, * * * Στὴν κατόπι μου δουλεία Καὶ ἀκούει θόρυβο… ἐκεῖ πέρα Καὶ μὲ μάτι σπιθοβόλο Φθάνει, ἀνοίγει, σφάζει, ῥίχνει, * * * Στερινή, ποιός εἶπε;… λάμψη Στὴν ἀρχὴ, τοῦ κάθε ἀπίστου Στὴν ψυχὴ τῶν τούρκων ὅμως Βάρβαροι, ποὺ προσκυνᾶτε * * * Πληγὲς δέχεται καὶ δίνει, Προσκυνῶ σὰν Ἁγιαστήριο Ἄψυχο νεκρὸ τὸν γδαίνει Τὸ ΣΠΑΘΙ τὸ κρύψαν μοῖραις |