Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951): ποιητὴς καὶ πεζογράφος
ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἀκαδημαϊκός.
|
Ἡ Πατρίδα μας«Ξένε ποὺ μόνος κι ἔρημος «Τὴ μακρινὴ πατρίδα μου Ἐκεῖ κι ὁ θάνατος γλυκός, Στ᾿ ἀγαπημένο μου χωριὸ Κι ὅταν χορεύει ἡ λεβεντιὰ Στὴ μακρινὴ Πατρίδα Στοὺς κλώνους τῆς ἀμυγδαλιᾶς, Στῶν μαγεμένων της βουνῶν Ἡ ἀσημένια θάλασσα Τὴ μακρινὴ Πατρίδα μου, Καὶ τώρ᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη γῆ, «Φτάνει τὴ χώρα ποὺ μοῦ λές, |
Χῶμα ἑλληνικόΤώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα Χῶμα δροσισμένο μὲ νυχτιᾶς ἀγέρι, Χῶμα τιμημένο, ποὔχουν ἀνασκάψει Θὲ νὰ σὲ κρεμάσω φυλαχτὸ στὰ στήθια, Κι ἂν τὸ ριζικό μου -ἔρημο καὶ μαῦρο- |
Τὰ πρωτοβρόχιαΜὲ τὰ πρωτοβρόχια θἄρθουν τὰ μηνύματα Θὰ δροσοσταλάζουν κόκκινα τὰ κούμαρα, Θὰ σωπάσει ὁ τζίτζικας κι ἑτοιμοτάξιδα Ὦ χαρά μας! τὸ χειμώνα θὰ προσμένομε, |
Ἡ ψαρόβαρκαἜρχετ᾿ ἡ ψαρόβαρκα, ἔρχεται ὁλοΐσια Ἔρχετ᾿ ἡ ψαρόβαρκα χρυσοστολισμένη, |
Τῆς κοπέλλας τὸ νερόΜιὰ κοπέλλα λυγερὴ |
Ἡ θάλασσα καὶ τὰ ποτάμιαΠῆγαν τὰ ποτάμια Καὶ τοὺς εἶπ᾿ ἐκείνη: |
Ἡ μυγδαλιάἘκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ -Τρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ Τοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ |
Ἡ ξενούλαΞενούλα μου, γιὰ σένα, τραγούδια τραγουδῶ. Τὸ δάκρυ τὰ δροσίζει |
Τὸ φτάσιμοΘὰ βραδιάζει ἡ μέρα, ὅταν θὰ φτάνομε Μακριὰ θ᾿ ἀκούονται ἀρνιῶν βελάσματα Θὰ βαθιανασαίνουμε στὸ διάβα μας Ἀπὸ τὸ κατώφλι ἀναμερίζοντας |
ΦθινόπωροΧειμώνιασε καὶ φεύγουν τὰ πουλιὰ Τοῦ σπίνου χάθηκ’ ἡ γλυκιὰ λαλιά, Στῆς λυγαριᾶς τ’ ὁλόξερο κλαδὶ μὲ λόγια ταπεινὰ καὶ σιγανά.
|
Νύχτα ΧριστουγεννιάτικηΤὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη Κι᾿ ὁ ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη Κι᾿ ἀκούοντας τὰ Ὡσαννὰ ἀπ᾿ ἀγγέλων στόματα Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη Κι᾿ ὅποιος τὸ βρεῖ μέσ᾿ στ᾿ ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα |
Ὁ ΔικέφαλοςΣτὴν πόρτα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, ποὺ σφάλισεν Στὴν πόρτα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, σπαράζοντας Καὶ στοίχειωσε καὶ θέριεψε καὶ πλήθυνεν Καὶ πέταξε στὰ πέρατα καὶ φώλιασεν, Στὴν πλάκα τοῦ μοναστηριοῦ τὸν σκάλισε Στὸν ἀργαλειό της καθιστὴ μερόνυχτα Κρεμάστηκε ἀπ᾿ τὰ νύχια του τ᾿ ἀκοίμητο Τέσσερα μαῦρα ἀτέλειωτα ἑκατόχρονα Ξάφνου μιὰ μέρα βρόντησ᾿ ὁ ἀντίλαλος: |
ἙσπερινόςΣτὸ ρημαγμένο παρακκλήσι Ὁ ἥλιος, γέρνοντας στὴ δύση, Σκορπάει γλυκειὰ μοσκοβολιὰ καὶ μία χελιδονοφωλιά, |
Βαθιά, τὴ νύχταΒαθιά, τὴ νύχτα τὰ μεσάνυχτα, τὴ νύχτα βλέπει ὅλα τ᾿ ἀθώρητα, Βλέπει τῶν κάστρων (ἢ τάφων) τὰ φαντάσματα |
Ἀπὸ τὰ «Φωτερὰ Σκοτάδια»Ὦ θαλασσοθεμέλιωτα καὶ ἡλιόσκεπα παλάτια, «Δὲν θέλω τοῦ κισσοῦ τὸ πλάνο ψήλωμα |
Ἡ ἁμαρτωλήΠαπᾶ, ἂν ἔρθει μία μελαχρινὴ |
Τὸ σπίτι σουΤίποτε δὲν ἄλλαξε ἀπ᾿ τὸ σπίτι σου Τίποτε δὲν ἄλλαξε ἀπ᾿ τὸ σπίτι σου. Λαχταρῶ ν᾿ ἀνοίξεις τὸ παράθυρο Σφαλιστὸ ἀπομένει τὸ παράθυρο |
Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ ἈέραςὉ Ἀέρας θύμωσε,μὲ τὸν Ἥλιο μάλωσε. Ὁ Ἀέρας ἔλεγε: – Εἶμαι δυνατότερος! Καὶ ὁ Ἥλιος ἔλεγε: – Σὲ περνῶ στὴ δύναμη! Ἕνας γέρος γεωργὸς Ὁ Ἀέρας λάλησε: Φύσησε, ξεφύσησεν, Κρύωσεν ὁ γέροντας Μὰ κι ὁ Ἥλιος λάλησε: Ἔφεξεν ὁλόλαμπρος, Πάλι ξαναλάλησε: |
Ἡ πρόσοψις τοῦ ναοῦ εἶνε ἐπιβλητικὴ ἐν τῇ ἁπλουστάτῃ λευκότητι αὐτῆς· ἡ δὲ ἀρχιτεκτονικὴ αὐτοῦ εἶναι κοινή τις ἀπομίμησις τοῦ παρηκμακότος βυζαντιακοῦ ρυθμοῦ. Πέντε καμάραι ὑποβαστάζουσιν ἐξώστην, πρὸς ὃν ἀνέρχονται ἔνθεν καὶ ἔνθεν δυὸ πλατεῖαι μαρμάριναι κλίμακες· ἕτεραι ὀκτὼ καμάραι ἐπιστεγάζουσι τὸν ἐξώστην ἐν μέρει καὶ τὰς εἰσόδους τοῦ ναοῦ· ὑπὲρ αὐτὰς ἑπτὰ μεγάλα ἐπιμήκη παράθυρα, καὶ ἡ στέγη ἀπολήγουσα εἰς πέντε γλώσσας, ὧν αἱ τέσσαρες μικραὶ καὶ χαμηλαί, ἡ δ᾿ ἐν τῷ κέντρῳ πλατεῖα καὶ πρὸς τὸν οὐρανὸν ὑψουμένη φέρει ἐπὶ τῆς κορυφῆς ἐμπεπηγμένον μέγαν σταυρόν. Ὁ ναὸς στηρίζει τὰ νῶτα αὐτοῦ εἰς τὸ κεντρικὸν βάθος τοῦ τετραγώνου περιβόλου συνισταμένου ἐκ δυὸ ὀρόφων κελλίων, παρὰ δὲ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰ αὐτοῦ ὑψοῦται ὡς γίγας ἀκίνητος, φύλαξ τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης τῶν εὐσεβῶν, τὸ ὑψηλὸν κωδωνοστάσιον, φέρον ἐκτὸς τῶν ἠχηρῶν κωδώνων καὶ ὡρολόγιον μέγα.
Ἐν τῷ ναῷ καὶ ἐν τῇ Εὐρέσει, ἤτοι ἐν τοῖς ὑπογείοις αὐτοῦ, ὅπου εὑρέθη ἡ θαυματουργὸς εἰκών, τοσοῦτος συνωθεῖται κόσμος, ὥστε εἶνε ἀδύνατον νὰ εἰσέλθῃ τις ἄνευ κινδύνου λιποθυμίας. Οἱ προσκυνηταὶ προσέρχονται ἀθρόοι, φέροντες μακρὰς ὡς δόρατα λαμπάδας ἢ ἀσκοὺς ἐλαίου ἐπὶ τῆς ράχεως. Τινὲς κρατοῦσι τὰ ἴδια αὐτῶν βρέφη ἐν τῇ ἀγκάλῃ, ἅτινα φέρουσιν ἀβάπτιστα ἔτι καὶ ἀφιεροῦσι πρὸς τὴν Παναγίαν, ἀποθέτοντες αὐτὰ πρὸ τῆς εἰκόνος. Ἐκ δὲ τῶν παρισταμένων πιστῶν ὅστις προφθάσῃ ν᾿ ἁρπάσῃ τὸ παιδίον γίνεται αὐτοδικαίως ἀνάδοχος αὐτοῦ. Σημειωτέον ὅτι πολλάκις ἔριδες καὶ διαπληκτισμοὶ ἐπακολουθοῦσι μεταξὺ δυὸ ἢ τριῶν, οἵτινες τείνουσι συγχρόνως τὴν χεῖρα πρὸς τὸ νήπιον, διότι θεωρεῖται πρᾶγμα θεάρεστον ἡ ἐκ τῆς κολυμβήθρας ἀναδοχὴ τοιούτου παιδός. Ἄλλοι πάλιν ζυγίζουσι τὰ τέκνα αὐτῶν ἐν τῇ ἐπὶ τούτω πλάστιγγι, προσφέρουσι δὲ τῇ Παναγίᾳ τὸ ἴσον βάρος εἰς κηρὸν ἢ ἔλαιον.
Τρεπόμενος πρὸς τὰ δεξιὰ συναντῶ μικρὸν μαρμάρινον ἀναβρυτήριον ἀφιέρωμα Ὀθωμανοῦ τινος θεραπευθέντος ἐν Τήνῳ ἐκ βαρείας ἀσθενείας. Ἐκτὸς δὲ τούτου μανθάνω ὅτι καὶ ἄλλα μικρὰ ἀφιερώματα ἐγένοντο πολλάκις ὑπὸ Τούρκων, οἵτινες ἔχουσι παράδοξόν τινα πίστιν πρὸς τὴν Εὐαγγελίστριαν τῆς Τήνου.
Ἀνελθὼν διὰ πλαγίας στενῆς κλίμακος, περιέρχομαι τὴν μακρὰν σειρὰν τῷ ἐν τῷ ἄνω ὀρόφω κελλίων διασκελίζων πανταχοῦ στρώματα, ἐνδύματα καὶ στοιχειώδη τινὰ ἔπιπλα συνεσωρευμένα ἀναμίξ. Ἀπὸ πάσης γωνίας προβάλλουσι κεφαλαὶ ἀνθρώπιναι τρώγουσαι, φλυαροῦσαι ἢ κοιμώμεναι, καὶ ἐνίοτε χεῖρές τινες μόνον ἀνακινούμεναι, διότι τὸ λοιπὸν σῶμα δὲν φαίνεται, κεκρυμμένον ὄπισθεν ἄλλων σωμάτων ἢ κεκαλυμμένον ὑπὸ σωρὸν κλινοσκεπασμάτων καὶ πρσκεφαλαίων. Ἐδῶ δυὸ γυναῖκες ἐρίζουσι περὶ τεμαχίου ἄρτου, ἀλλαχοῦ κλαυθμηρίζουσι παιδία, ἐνῷ παρέκει καγχάζουσιν ἐν κύκλῳ συνομιλοῦσαι κορασίδες, καὶ πλησίον αὐτῶν πρεσβύτης διανοίγει τὰ χείλη εἰς σπιθαμιαῖον χάσμημα. Ἐκ πάντων δὲ τῶν στενῶν τούτων ἐνδιαιτημάτων ἀναθρώσκουσι μέχρι τοῦ ὑπαιθρίου διαδρόμου αἱ χλιαραὶ καὶ ἀπόζουσαι ἀναθυμιάσεις ὅλης τῆς πολυανθρωπίας ἐκείνης, ὁμοίας ὄχι πρὸς εὐσεβὲς πλῆθος προσκυνητῶν, ἀλλὰ μᾶλλον πρὸς διωχθέντας κατοίκους ἀλωθείσης χώρας, οἵτινες συνεσωρεῦθησαν ἐκεῖ ζητοῦντες μόνον ἄσυλον σωτηρίας!
Τὸ διήγημα «Ὁ βιολιστής» δημοσιεύτηκε στὸ ἑβδομαδιαῖο περιοδικὸ «Τύπος» καὶ ἐντοπίστηκε στὸ ἀρχεῖο τοῦ δημοσιογράφου καὶ συγγραφέα Μιχ. Χανούση.
Ἦταν ἕνας βιολιστὴς μὲ παρδαλὰ ροῦχα καὶ μὲ ὑψηλὸ σκοῦφο. Στὸ λαιμό του κρατοῦσε σφιγμένο τὸ βιολί του καὶ μὲ τ᾿ ἄλλο χέρι τὸ δοξάρι. Κουρδιζόταν κι ἔπαιζε σὰν ἀληθινὸς βιολιστής.
Κι ὅμως δὲν ἦταν ἀληθινός. Ἦταν ἀπὸ ξύλο. Ἀπὸ ἕνα πολὺ σπάνιο ὅμως ξύλο: τὸ ξύλο τῆς Ἀγάπης. Τί εἶναι αὐτὸ τὸ ξύλο κι ἀπὸ τί δένδρο κόβεται δὲν ξέρω. Ξέρω μόνο πὼς κάθε τί τὸ καμωμένο ἀπὸ τέτοιο ξύλο μπορεῖ ν᾿ ἀγαπήση σὰν ζωντανὸς ἄνθρωπος.
Ὁ βιολιστὴς ἅμα ἦρθε στὸν κόσμο ἐτυλίχθηκε μέσα σὲ χαρτί, ἐκλείσθηκε σὲ χονδρὸ κουτὶ κι ἐστάλη σ᾿ ἕνα ἐμπορικὸ γιὰ νὰ πουληθῆ σὰν νὰ ἦταν σκλάβος ὁ κακόμοιρος.
Ὁ ἔμπορος τὸν ἔβαλε στὴν βιτρίνα. Ἐκεῖ τὸν ἔβλεπαν οἱ διαβάτες καὶ ἔβλεπε κι αὐτός, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν ἐκεῖνοι ὅτι ἦταν κρυμμένη ζωὴ στὸ ἄψυχο ξύλο. Ὁ ἔμπορος κάποτε τὸν ἐκούρδιζε καὶ τότε πιὰ μαζευόταν κόσμος πολύς, πρὸ πάντων παιδιά, κι ἄκουαν μὲ θαυμασμὸ τὴ γλυκειὰ φωνὴ τοῦ βιολιοῦ του. Κι αὐτὴ ἡ φωνὴ εἶχε κάτι ξεχωριστό, κάτι ποὺ ἔφτανε ὡς τὴν καρδιά.
Ὅλο ἐνόμιζαν πὼς ὁ τεχνίτης εἶχε ἐπιτύχει τὴν μηχανή του. Δὲν ἤξεραν πὼς μέσα στὸ ἄψυχο ξύλο ἦταν κρυμμένη ζωή. Δὲν φαντάζονταν πὼς μόλις κουρδιζόταν ἡ μηχανὴ ὁ βιολιστὴς ἔπαιζε τὸ βιολί του μόνος μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης ποὺ εἶχε μέσα του.
Ἀλλὰ δὲν ἔπαιζε γιὰ κείνους ποὺ μαζεύονταν κι ἔχασκαν ἔξω ἀπὸ τὴ βιτρίνα. Οὔτε τοὺς λογάριαζε οὔτε τὸν ἔμελλε. Ἔπαιζε μονάχα γιὰ τὴν ἀγάπη του. Κι ἡ ἀγάπη του ἦταν μία ὡραία κούκλα ὑψηλότερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες, λυγερή, ξεχωριστὴ στὴ χάρη, μὲ κατακόκκινο φόρεμα στηλωμένη ἀντίκρυ του στὴν ἴδια βιτρίνα τοῦ ἐμπορικοῦ.
Ὁ βιολιστὴς αὐτὴν ἀντίκρυσε πρώτη ἅμα βγῆκε στὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸ χονδρὸ κουτί του καὶ σ᾿ αὐτὴν ἐχάρισε ὅλη τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε μέσα του. Ἄλλος κόσμος δὲν ὑπῆρχε ἐκτὸς τῆς κούκλας. Ἐζοῦσε πιὰ γι᾿ αὐτήν. Ἀλλὰ κι ἐκείνη βέβαια τὸν ἀγαποῦσε. Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε, τότε γιατί δὲν ξεκολλοῦσε τὰ μάτια της ἀπὸ πάνω του, τὰ φωτερά της ἐκεῖνα μάτια ποὺ τὸν ἔκαιαν; Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε γιατί δὲν ἐγύριζε κἂν νὰ ἰδῆ ἕναν ξανθὸ ἀξιωματικὸ ποὺ ἐπάνω στὸ ξύλινο ἄλογό του καθισμένος εἶχε γυρισμένο τὸ κεφάλι πρὸς τὸ μέρος της ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔβαλε ἐκεῖ ὁ ἔμπορος; Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε, γιατί χαμογελοῦσε ἀπὸ εὐχαρίστηση ὅταν ἔπαιζε τὸ βιολί του, σὰν νὰ καταλάβαινε πὼς μόνο γι᾿ αὐτὴν ἔπαιζε;
Τὸν ἀγαποῦσε, τὸν ἀγαποῦσε. Ὅλα αὐτὰ ἦσαν φανερὰ σημάδια. Ὁ βιολιστὴς ἕνα φόβο εἶχε μέσα στὴν εὐτυχία τῆς ἀγάπης του: μήπως τοὺς χωρίσουν. Πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ ζήση χωρὶς αὐτή; Καὶ τί τὴν ἤθελε τὴ ζωή;
Μὰ ἡ τύχη ποὺ προστατεύει ὅλους τοὺς ἐρωτευμένους δὲν ἄφησε ἀπροστάτευτο καὶ τὸν ξύλινο βιολιστή. Μιὰ μέρα, ἐνῶ ἔπαιζε μὲ ὄρεξη τὸ βιολί του, ἐπερνοῦσαν ἀπ᾿ ἔξω ἕνας ἡλικιωμένος κύριος καὶ μία μεσόκοπη κυρία.
-Τί ὡραῖα ποὺ παίζει αὐτός!, εἶπε ὁ κύριος. Μοὔρχεται νὰ τὸν ἀγοράσω τοῦ ἀνεψιοῦ μου.
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ κυρία ἐκύτταξε τὴν κούκλα.
- Καὶ τί ὡραία ποὺ εἶναι κι αὐτή! Θὰ τὴν πάρω κι ἐγὼ τῆς ἀνεψιᾶς μου.
Γιὰ μία στιγμή, ὁ βιολιστὴς ἐνόμισε πὼς θὰ χωριζόταν πιὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη του καὶ τουρχόταν νὰ σκάση ἀπὸ τὸ κακό του. Ἐνῶ ὅμως τὸν ἐτύλιγε ὁ ἔμπορος στὸ χαρτί, κατάλαβε ἀπὸ τὴν ὁμιλία τῆς κυρίας ὅτι ὁ ἀνεψιὸς καὶ ἡ ἀνεψιὰ ἦσαν ἀδέλφια καὶ ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες θὰ βρισκόταν πάλι κοντὰ στὴν ἀγαπημένη του κούκλα.
Ἔκαμε ὑπομονή, μὰ καὶ οἱ δυὸ μέρες, ποὺ ἔμεινε φυλακισμένος μέσα σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ ντουλάπι, τοῦ φάνηκαν χρόνοι ἀτέλειωτοι. Συλλογιζόταν τί θὰ γινόταν μόνη ἡ ἀγαπημένη του, πὼς θὰ τὸν ἀναζητοῦσε, πὼς θὰ νόμιζε ὅτι δὲν θὰ τὸν ξανάβλεπε πιὰ καὶ θὰ σπαραζόταν ἀπὸ ἀπελπισία.
Κι ὁ καϋμένος ὁ βιολιστὴς ἐδάκρυζε τόσο πολὺ καὶ τόσο συχνά, ὥστε ὅταν τὸν ἐξετύλιξαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ τὴν Πρωτοχρονιὰ ἀπὸ τὰ δάκρυα εἶχαν ξεβάψει τὰ μάτια του.
Βρέθηκε μέσα σὲ μιὰ σάλα φωτισμένη καὶ γεμάτη κόσμο. Τί τὸν ἔμελλε γιὰ τὸν κόσμο; Αὐτὸς ἐκύτταζε μόνο νὰ ἰδῆ ποὺ εἶνε ἡ ἀγάπη του. Κι ὅταν τὸν ἐκούρδισαν, ἔπαιξε μ᾿ ὅλη του τὴ δύναμη γιὰ νὰ τὸν ἀκούσῃ αὐτὴ καὶ νὰ χαρῇ. Τοῦ κάκου ὅμως, τοῦ κάκου! Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἐκείνη δὲν φαινόταν πουθενά. Ἦσαν ἄλλες κοῦκλες ἐκεῖ καθισμένες γύρω στὶς μεγάλες πολυθρόνες, ἀλλὰ καμμιὰ δὲν εἶχε τὴ χάρι τῆς ἀγαπημένης του. Ὁ βιολιστὴς ἄρχισε ν᾿ ἀπελπίζεται, ὅταν ξαφνικὰ πέρα ἐκεῖ πίσω ἀπὸ μία πόρτα τοῦ φάνηκε πὼς εἶδε τὴν ἄκρη ἑνὸς φορέματος καὶ τὸ φόρεμα αὐτὸ ἔμοιαζε πολὺ μ᾿ ἐκεῖνο τὸ κόκκινο ποὺ φοροῦσε ἡ ἀγάπη του. Πῶς, ἦταν λοιπὸν ἐκεῖ καὶ δὲν ἐγύριζε νὰ τὸν δῆ; Τί ἔκανε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα; Μήπως τὸν ἐπερίμενε ἐπίτηδες ἐκεῖ, μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο; Ἐπλησίασε σιγὰ-σιγὰ μὲ λαχτάρα, μὲ καρδιοχτύπι. Καὶ τί εἶδε; Τὴν ἀγαπημένη του μαζὶ μὲ τὸν ξανθὸ ἐκεῖνον ἀξιωματικό, ποὺ δὲν ἐγύριζε ἡ ἄπιστη νὰ δῆ ὅταν ἦταν στὴ βιτρίνα τοῦ ἐμπορικοῦ. Καὶ τώρα θὰ κρυφομιλοῦσαν βέβαια οἱ δυὸ γλυκὰ-γλυκὰ ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ ἄλογό του κι αὐτὴ στηλωμένη ὀρθὴ στὸν τοῖχο.
Ὁ βιολιστὴς ἄναψε ἀπὸ τὸν θυμό. Χωρὶς νὰ συλλογισθῇ τί κάνει, ἅρπαξε τὸ ξύλινο σπαθὶ ἀπὸ τὴ μέση τοῦ ἀξιωματικοῦ κι ἐπέρασε τὰ ἄπιστα στήθη τῆς κούκλας.
Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πληγὴ ἐχύθηκε ξαφνικὰ κάτι ποὺ δὲν ἔμοιζε καθόλου μὲ αἷμα. Ὁ βιολιστὴς μὲ τ᾿ ἀγριεμένα μάτια του τὸ εἶδε καὶ τινάχθηκε πίσω...
- Τί! ἐφώναξε μὲ βραχνὴ φωνή. Καὶ τὴν εἶχα ἀγαπήσει τόσο, κι ἐνόμιζα ὅτι μ᾿ ἀγαποῦσε κι αὐτὴ ἐνῶ δὲν εἶχε μέσα στὰ στήθη της τίποτε ἄλλο ἀπὸ πίτουρα... πίτουρα!
Τὸ πρωί, βρῆκαν πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα τὴν ὄμορφη κούκλα μὲ τρυπημένα τὰ στήθη καὶ χυμένα τὰ πίτουρα ἐπάνω στὸ κόκκινο φόρεμα καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ πεσμένο κάτω στὸ πάτωμα. Κι ὅταν πῆραν νὰ κουρδίσουν τὸν βιολιστή, εἶδαν πὼς τὸ ξύλο του ἦταν σπασμένο σὲ δυὸ κομμάτια. Ἔρραψαν τὴν πληγὴ τῆς κούκλας, ἐκόλλησαν τὸ σπαθὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ, κι ἐπέταξαν στὸ κάρρο τῶν σκουπιδιῶν τὸν ἄχρηστο βιολιστή...
Στὸ κείμενο διατηρήθηκε ἡ γραφὴ τοῦ πρωτότυπου.
from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=2463