Ὁ Σαλπιγχτής
Στερνὸς ἀπ᾿ ὅλους δούπησε κι ὁ σαλπιγχτὴς στὸ χῶμα.
Τῆς σάλπιγγάς του ὁ ἀντίλαλος δὲν εἶχε σβήσει ἀκόμα.
Τῆς Μικρασίας ξετρέχοντας τὰ πλάτη πέρα ὡς πέρα
πότε ἀντηχοῦσε σὰ λυγμὸς καὶ πότε σὰ φοβέρα.
Ἄθαφτος λυώνει ὁ σαλπιγχτὴς μέσ᾿ στὶς βροχές. Παρέκει
ἡ σκουριασμένη σάλπιγγα πιστὰ τοῦ παραστέκει.
Μὲ τοῦ χιονιοῦ τὸ σάβανο τοὺς σκέπασε ὁ χειμώνας
κι ἦταν βαρὺς σὰν κόλαση, μεγάλος σὰν αἰώνας.
Μὰ τί κι ἂν ἦρθε ἡ ἄνοιξη; Μέσα στὸ νέο χορτάρι
δὲ φαίνεται οὔτε σάλπιγγα, οὔτε σκεβρὸ κουφάρι.
Μόνο ἀπὸ νύχτα σὲ νυχτιὰ βγαίνει τὸ φάντασμά του
καὶ ψάχνει στὰ χαμόκλαδα νὰ βρεῖ τὴ σάλπιγγά του...
Μὴν ἀποκάμεις, Σαλπιγχτή, καὶ μὴ λιγοπιστήσεις!
Χιλιάδες νύχτες θὰ διαβοῦν, νύχτες σιγῆς καὶ φρίκης.
Μὰ θἄρθει, θἄρθει ἕνα πρωὶ ποὺ ἐσὺ θὰ τοὺς χτυπήσεις
μὲ τὴν παλιά σου σάλπιγγα τοὺς νέους σκοπούς τῆς Νίκης!
|