[2] Μέγας Κωνσταντῖνος
Πρῶτος στὸ λάβαρό του ὁ βασιλιὰς ἐκεῖνος
ἔβαλε τὸν Χριστοῦ τὸ γράμμα· ὁ Κωνσταντῖνος,
βέβαια Ἰσαπόστολος, ἂν ὄχι παραπάνω.
Ὅμως (πρὶν νὰ τὸ πῶ ἕνα σταυρὸ θὰ κάνω),
νὰ μὴ μᾶς λὲν πὼς ἦταν καὶ Χριστιανὸς καλός,
καὶ ἅγιος, αὐτὸς ποὺ μὲ μία κίνηση ἁπλῶς
γυναίκα καὶ παιδὶ κατάφερε νὰ θανατώσει,
χωρὶς σ᾿ ἄνθρωπο ἢ Θεὸ λόγο ποτὲ νὰ δώσει...
Ποιὸς λοιπὸν τὸν ἁμαρτωλὸ κατόρθωσε νὰ σώσει;
Τὸ βάφτισμα ἢ ἡ μάνα του, ἡ Ἅγια Ἑλένη;
Τὸ ἐρώτημα ἀναπάντητο στὴν ἱστορία μένει...
Ἑλένη Ἀρβελέρ, Τὸ Ἄγνωστο Βυζάντιο, Ἑρμῆς 2006
(Ὑπάρχει καὶ στὴ συλλογὴ Ἔνδοξος Ἑλλάς, Ἑρμῆς 2004)
|
[6] Θάνατος Ἰουλιανοῦ Παραβάτη
Εἰδωλολάτρες δαιμονισμένοι ξωτικοὶ
μέσα στὴν Ἐκκλησία, στὸν Δία ἔκαμαν προσευχὴ
καὶ πονηρὰ ἐπικαλέσθηκαν πνεύματα.
Σάστισαν μὲ τὴν προσβολὴ οἱ στρατηγοὶ
καὶ μύρια ἐσοφίστηκαν τεχνάσματα,
τὴν σύγχυση νὰ κρύψουν καὶ τὴν ταραχὴ
ποὺ τὰ χριστιανικὰ κατέλαβε στρατεύματα.
Ἀμέσως στοὺς καντάτορες ἔδωσαν προσταγή,
ὕμνους κι ἡρωικὰ νὰ τραγουδήσουν ἄσματα
ποὺ ἔλεγαν γιὰ τὶς νίκες τοῦ Σταυροῦ
καὶ γιὰ ὄλεθρο μιλοῦσαν, ὁλοσχερῆ καὶ παντελῆ,
τοῦ κάθε βάρβαρου καὶ ἄπιστου ἐχθροῦ.
Ὅμως πάνω ἀπ᾿ ὅλους κι ἀπὸ ὅλα εἶπαν,
πρέπει νὰ δοξασθεῖ ἡ Ὁδηγήτρια Παναγιά,
ποὺ δίχως λόγχη λόγχισε, μόνο μὲ μία ματιά,
τὸν δαίμονα Ἰουλιανὸ καὶ τὴν σατανικὴ στρατιά.
Ἑλένη Ἀρβελέρ, Τὸ Ἄγνωστο Βυζάντιο, Ἑρμῆς 2006
(Ὑπάρχει καὶ στὴ συλλογὴ Ἑλληνικὴ Συνέχεια, Ἑρμῆς 1998)
|
[10] Θεοδώρα καὶ Βελισσάριος
Σίγουρα, εὐσεβέστατη ἡ Αὐγούστα Θεοδώρα.
Τὸ βλέπεις στὴν Ραβέννα, τὸ ἀκοῦς, καὶ τώρα, στὸ Σινᾶ.
Ἄλλο ὅμως ὁ Προκόπιος γράφει, κι ἄλλο κρυφὰ μηνᾶ.
Λέει πὼς γύριζε ἀπὸ τσίρκο σὲ τσίρκο ὅλη τὴ χώρα,
γυμνὴ καὶ ἀσελγής, μ᾿ ἕνα λεπτότατον σχοινίον
(ἐμεῖς θὰ λέγαμε ἕνα στρὶνγκ) ποὺ ἔκρυβε μόλις τὸ αἰδοῖον.
Κόρη κάποιου Ἀκάκιου, ἑνὸς φτωχοῦ ἀρκουδιάρη,
ἦταν αὐτὴ ποὺ διάλεξε ὁ βασιλιὰς νὰ πάρει.
Ἔκτοτε ὑποπόδιο, κι ἄβουλο ὄργανό της,
ὁ Ἰουστινιανός, τῆς Οἰκουμένης ὁ δεσπότης.
Ἔτσι ἀπὸ τὰ ὀνομαστὰ τῆς Ἀντιόχειας πορνεῖα,
βρέθηκε ἡ Θεοδώρα νὰ κρατᾶ τοῦ κράτους τὰ ἡνία.
Μὲ γνώμη της ρυθμίζονταν ὅλα τῆς Ἐκκλησίας,
μονοφυσιτικά, αἱρετικά, ἄκρως διεστραμμένα.
Θέματα τῆς αὐλῆς, προβλήματα τῆς ἐξουσίας,
λάθρα ἢ φανερά, ἔβρισκαν λύση ἕνα-ἕνα,
σύμφωνα πάντα μὲ τὸ περιβάλλον τὸ δικό της.
Τὸ πλήρωσαν αὐτὸ ἀκριβά, στρατός, κλῆρος, λαός.
Πρῶτος ὁ Βελισσάριος, ὁ ἔνδοξος στρατιώτης·
λένε πὼς τελείωσε τὸν βίο τοῦ ζητιάνος καὶ τυφλός,
αὐτὸς ποὺ ἔδωσε στὴν Πόλη ὅλη τὴν Ἰταλία,
καὶ ποὺ ἔφτασε ἡ φήμη του πέρα, ὡς τὴν Ἀγγλία.
Ἔκαναν ἔπος, μυθιστόρημα, τ᾿ ἀνδραγαθήματά του·
ὅμως γιὰ τὰ παθήματα καὶ γιὰ τὴ συμφορά του
βρῆκαν ὡς μόνη ἀφορμὴ (οὔτε μιλιὰ γι᾿ ἄλλη αἰτία)
τὸν φθόνο τῶν πολλῶν καὶ τὴ συκοφαντία.
Γιατί ἀλήθεια, ὁ ποιητὴς ὀνόματα νὰ δώσει;
Πρὸς τί, χωρὶς τεκμήρια καὶ ἄλλη μαρτυρία,
βασιλικὴ τιμή, ἄδικα ἴσως, ν᾿ ἀμαυρώσει,
ὅταν γιὰ Βελισσάριο, τυφλό, φτωχό, στὴ φυλακή,
κάνει μονάχα μνεία ἁπλὴ φυλλάδα λαϊκὴ
καὶ τὰ καθέκαστα σιωπᾶ ἡ ἐπίσημη ἱστορία;
Καὶ τώρα ἂς μὴ ρωτᾶμε τὰ γνωστά: ποιὸς δηλαδὴ καὶ τί,
κάνουν, πάντα σχεδόν, τὴν ἱστορία νὰ κρύβει τὸ γιατί.
Ἑλένη Ἀρβελέρ, Τὸ Ἄγνωστο Βυζάντιο, Ἑρμῆς 2006
|
[35] Ἄννα Δαλασηνή
Ποτὲ δὲν τὴν φαντάστηκε τέτοια τιμὴ ἡ Δαλασηνή!
Ὁ γιός της αὐτοκράτορας, κι ἐκείνη νὰ κινεῖ
τοῦ Κράτους τὰ ἡνία, στὴν Πόλη ἀρχηγός,
ὅσο ἔλειπε ὁ Ἀλέξιος στὴν μάχη στρατηγός.
Περήφανη, σεμνή, σεβάσμια ἡ Ἄννα,
ὅμως κι ἀγέρωχη, ἄτεγκτη, ὡς βασιλέως μάνα,
ἔκρυψε τὴ χαρά, ποὺ νὰ τὴν κάνει θὰ μποροῦσε,
ἀπὸ συγκίνηση νὰ χύσει, δημόσια, ἕνα δάκρυ,
σὰν τῆς διάβαζαν τὸ χρυσοβουλλο, ποὺ τὴν τοποθετοῦσε
στῆς Ῥωμανίας τὴν ἀρχή, Δέσποινα ἀπ᾿ ἄκρου σ᾿ ἄκρη...
«Ὅ,τι δικό μου, καὶ δικό σου», ἔγραψε ὁ Κομνηνός,
στὴ μάνα του ἀφήνοντας τὴν αὐτοκρατορία.
Ὥστε ἕνα τὸ ὄνειρό τους, κι ὁ στόχος τοὺς κοινός.
Κι ἂς ἔλεγαν, στῆς Πόλης τὴν ἀγορά, μὲ μοχθηρία,
ἔξαρχοι τῶν συντεχνιῶν, μὰ καὶ συγκλητικοί,
ὅτι ἀπὸ τοὺς Κομνηνοὺς ἀρχίζει ἡ ἱστορία
ποὺ ἔκανε τὸν θρόνο, καρέκλα οἰκογενειακή.
(Ἴσως ἐξαίρεση ὁ Ἀνδρόνικος· ὅμως κι αὐτὴ περαστική).
Ἑλένη Ἀρβελέρ, Τὸ Ἄγνωστο Βυζάντιο, Ἑρμῆς 2006
|
[22] Δυναστεία Μακεδόνων
Ἀναρωτιόταν τ᾿ ἄλογο τοῦ βασιλιᾶ μὲ πόνο,
ποιὰ τάχα θὰ ῾χε τύχη ἂν δὲν ἐζοῦσε ἐκεῖ,
σ᾿ ἐκείνη τὴν ὑγρὴ τοῦ στάβλου φυλακή,
ἀλλ᾿ ἔτρεχε ὁλημερίς, ἐλεύθερο καὶ μόνο,
στοῦ κάμπου τοῦ θεσσαλικοῦ τὴν τρυφερὴ βοσκή,
κι ὕστερα, κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο τοῦ δροσεροῦ Πηλίου,
ἀγνάντευε τὰ χρώματα στὴ δύση τοῦ ἡλίου...
Αὐτὰ σκεφτόταν τ᾿ ἄλογο, χωρὶς νὰ ξέρει ὅμως,
πὼς πλάι του, ἕνας κένταυρος, ὁ νέος ἱπποκόμος,
τὸν θάνατο σχεδίαζε κάποιου νέου Λαπίθη,
τοῦ βασιλιᾶ, ποὺ Μέθυσος ἀναίτια ἐκλήθη.
Εἶναι λοιπὸν βασιλοκτόνος ἡ ἀρχὴ τοῦ Βασιλείου!
Ὅμως τὸ ἔγκλημα μὲ τὸν καιρὸ τὸ σκέπασε ἡ λήθη·
ποτὲ δὲν τὸ μνημόνευσε βιβλίο τοῦ σχολείου·
(ἡ ἱστορία στὰ παιδιά, χρηστὰ διδάσκει ἤθη).
Κι ἔτσι, ἀρχίζει ἡρωικὰ τὸ ἔνδοξο παραμύθι,
ἀπὸ τοὺς φερομένους ὡς Μακεδόνες βασιλεῖς,
(ἐνῶ στ᾿ ἀλήθεια ἦταν ἀρμενικῆς καταγωγῆς).
Βουλγάρους κατετρόπωσαν καὶ Παυλικιανούς,
τοὺς Πετσενέγους νίκησαν καὶ τοὺς Σαρακηνούς.
Χάρη στὸ ἔργο τὸ δικό τους ἡ αὐτοκρατορία
εἶδε τὰ σύνορά της, σὲ Δύση καὶ σ᾿ Ἀνατολή,
νὰ φτάνουν στὸν Εὐφράτη, στὸν Ἴστρο, στὴν Συρία,
ὡς καὶ στὴν Κάτω Ἰταλία, πέρα ἀπ᾿ τὴν Καλαβρία.
Τότε κι ὁ Πατριάρχης βρῆκε τὴν εὐκαιρία
θέμα νὰ θέσει στὸν Ποντίφηκα γιὰ τὴ διαδοχὴ
(ἤθελε ν᾿ ἀποκτήσει πιὰ τὴν πρωτοκαθεδρία).
Κι ἔγινε στὴν Χριστιανοσύνη κλυδωνισμὸς καὶ σάλος,
γιὰ τὸ ποιὸς ἀπ᾿ τοὺς δύο θὰ εἶναι ὁ μεγάλος,
ὁ ἕνας οἰκουμενικός, πρωτόθρονος ὁ ἄλλος.
Ὑπὲρ τοῦ Πάπα ἔληξαν οἱ στεῖροι αὐτοὶ ἀγῶνες
μ᾿ ἐκείνη τὴν τετάρτη λατινικὴ σταυροφορία.
Τότε ὅμως ἀπ᾿ τὴν Πόλη εἶχαν ἐκλείψει οἱ Μακεδόνες
κι ἦταν τὸ μεγαλεῖο τους μία ξεχασμένη ἱστορία.
Ἑλένη Ἀρβελέρ, Τὸ Ἄγνωστο Βυζάντιο, Ἑρμῆς 2006
|
[14] Δυναστεία Ἰσαύρων
Ἴσαυροι: ληστὲς καὶ πειρατές! Κακοῦργοι, δηλαδή,
οἱ βασιλεῖς ποὺ ἔσωσαν τὴν αὐτοκρατορία
ἀπὸ τὰ κοῦρσα τῶν Ἀράβων, ποὺ ἔστελνε ἡ Συρία.
Ὁ ἀρχηγός τους ἀπὸ τὸ Κὰρς (τότε Γερμανικία)
κι οὐδέποτε οἱ διάδοχοί του εἶχαν νὰ κάνουν μὲ Ἰσαυρία.
Τοὺς εἶπαν ἔτσι οἱ τῶν εἰκόνων φανατικοὶ ὀπαδοί,
ὅταν πρωτάρχισε ὁ Λέων τὴν εἰκονομαχία.
Μὲ ὅπλο λοιπὸν τὸ Ἴσαυρος, μπόρεσαν νὰ σταθοῦν,
ἀπέναντι στὸν θρόνο, οἱ καλόγεροι κι οἱ ἱερεῖς,
σὰν εἶδαν πὼς δὲν καταφέρνουν νὰ φύγουν, νὰ σωθοῦν,
οὔτε ὁ Χριστὸς κι ἡ Παναγιά, οὔτ᾿ Ἅγιος κανείς,
ἀπ᾿ τὰ πυρὰ ποὺ ἄναβαν οἱ εἰκονοκλάστες βασιλεῖς.
Ἔλεγαν τότε τὰ εἰκονίσματα εἴδωλα καὶ σανίδες·
κι ἔστελναν στοὺς ναοὺς στρατὸ νὰ ξύσει τὶς ψηφίδες
ἀπ᾿ τῶν Ἁγίων τὰ πρόσωπα. Ὀρθὸς μόνο ὁ Σταυρός,
ὅταν στὶς φλόγες ἔδιναν τὶς ἱερὲς εἰκόνες,
ἔμενε τῆς Ὀρθοδοξίας μάρτυρας καὶ φρουρός.
Ἔκαναν ὡς καὶ τὶς μονὲς χαμαιτυπεῖα καὶ στρατῶνες
(εἶχαν ἐνάντια στοὺς καλόγερους κηρύξει ἐκστρατεία)
καὶ στὶς καλόγριες ἔλεγαν κοινὲς νὰ γίνουν πόρνες.
Ἀνόσια βέβαια παντελῶς ἡ τῶν Ἰσαύρων δυναστεία...
Ὅμως χάρη στὸ ἔργο τους καὶ στὴ δική τους πολιτεία,
ἐσώθηκε ἡ Πόλις· κι ἀπ᾿ τὸ Ἰσλὰμ ἡ Μικρασία!
Ἄσχετο τώρα ἂν τὸ ἀγνοεῖ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία
ποὺ ἰσχυρίζεται πὼς ἦταν τῶν Ἰουδαίων πράκτορες
ὅλοι οἱ εἰκονομάχοι τοῦ Βυζαντίου αὐτοκράτορες.
Γνώμη ἀνιστόρητη αὐτή· τέλεια δηλώνει ὑποκρισία.
Ἑλένη Ἀρβελέρ, Τὸ Ἄγνωστο Βυζάντιο, Ἑρμῆς 2006
|
[13] Θαύματα Ἁγίου Δημητρίου
Ἴσως πρέπει νὰ γράψω καὶ νὰ πῶ πὼς εἶδα ζωντανὸ
πάνω στὸ κόκκινο ἄλογο τὸν Ἅγιο καβαλάρη.
Δόρυ κρατοῦσε καὶ φοροῦσε ὁλόσωμο σκουτάρι,
ὅταν βγῆκε ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα του κι ἔφυγε στὸ βουνό,
κι ἀπ᾿ τὸν Χορτιάτη ροβολοῦσε σείοντας τὸ κοντάρι,
τὸν Σλάβο νὰ σκοτώσει, τὸ ἀνήμερο θεριό,
ποὺ μὲ τὸν Ἄβαρο ἦρθε τὴν πόλη μας νὰ πάρει.
Μ᾿ αὐτὰ λογαρίαζε ὁ σεμνὸς γερομητροπολίτης,
μπρὸς στὸν ἐχθρὸ τὸ φρόνημα τοῦ ποιμνίου νὰ ὑψώσει.
Εἶπε λοιπὸν πὼς κεφαλὴ θὰ εἶναι ὁ Μυροβλύτης
ἀντὶ τοῦ στρατηγοῦ μας ποὺ εἶχε ἤδη ἐνδώσει,
καὶ κλαίγοντας γονατιστὸς ἐζήταγε τὴ χάρη,
εἰρηνικὰ κι ἀσκητικὰ τὸν βίο νὰ τελειώσει...
Αὐτὸς ποὺ εἶχε κάποτε στὸν βασιλιὰ ὀμώσει
ὅτι νεκρὸ θὰ τοῦ ἔφερνε τὸν ξένο μακελάρη...
Ἑλένη Ἀρβελέρ, Τὸ Ἄγνωστο Βυζάντιο, Ἑρμῆς 2006
(Ὑπάρχει καὶ στὴ συλλογὴ Ἔνδοξος Ἑλλάς, Ἑρμῆς 2004)
|
[3] Στὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο
Δευτερολογία
Ὑποκρισία, λάθος, ψέμα, ἀνοησία
τὰ ὅσα γιὰ σένα γράφουν τὰ βιβλία.
Δὲν ἐχρειάστηκε καμιὰ δοκιμασία
γιὰ ν᾿ ἀποχτήσεις τὴν ἁγιοσύνη,
καὶ νἄχεις ἔτσι αἰώνια βασιλεία,
ἐσὺ πού, πρῶτος, μὲς στοῦ πόλεμου τὴν δίνη,
εἶδες στὸν ὕπνο σου, στὸν οὐρανὸ ἕνα βράδυ,
σταυροῦ ζωοποιοῦ, νικοποιὸ σημάδι...
Ἔβαλες τότε ἀμέσως καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη
στὸ Πάνθεο, ἰσάξια μὲ ὅλα τ᾿ ἄλλα μέλη,
μὲ Δία, Μίθρα, Ρά, Ἴσιδα καὶ Κυβέλη.
Ἀκόμη καὶ τὸ δόγμα μας μὲ προσταγή σου ἐκτίσθη,
κι ἔγινες ἔτσι ὁ πρῶτος τῆς πίστης μας σωτήρας,
τοῦ νόμου ἐσὺ ὁ ρυθμιστὴς καὶ κύριος τῆς μοίρας.
Ὅ,τι λοιπὸν κι ἂν γράψουν, ὅ,τι τώρα κι ἂν γίνει
θἆσαι πάντα γιὰ μᾶς ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος·
καὶ τ᾿ ὄνομά σου, εἰκόνα ἀλώβητη θὰ μείνει,
ἀνθὸς κατάλευκος, καὶ ἄσπιλο σὰν κρίνος.
Ἑλένη Ἀρβελέρ, Τὸ Ἄγνωστο Βυζάντιο, Ἑρμῆς 2006
(Ὑπάρχει καὶ στὴ συλλογὴ Ἔνδοξος Ἑλλάς, Ἑρμῆς 2004)
|
[1] Ἔνδοξος Βυζαντινισμός
Καβαφικὴ κρυπτομνησία
Ἀπὸ Ἀντιόχεια, Ἀλεξάνδρεια, καὶ πιὸ πέρα ἀκόμη,
ἀσθμαῖνον ἔφτασε τὸ ἑλληνίζειν μέσα στὴ Νέα Ρώμη.
Βασιλικὰ τὸ ὑποδέχθηκε ὁ Ἰουλιανός,
μὲ σθένος τὸ διεκδίκησε ὁ Ναζιανζηνός,
καὶ τέλος ὁ Βασίλειος, στῶν Νέων τὴν παιδεία,
κράτησε τὸ ἀπόσταγμα ἀπ᾿ τὴν παλιὰ σοφία,
αὐτὴν πού, «ἔξω καὶ θύραθεν», εἶπε ἡ ἐκκλησία.
Γκρέμισε ὁ Θεοδόσιος ναούς, ἱερά, βωμοὺς
(Τὰ ἀγάλματα συντρίμμια, σωρὸς ἄμορφος λίθων),
τοὺς ἀγωνιστικοὺς τῆς Ὀλυμπίας κατήργησε θεσμούς,
ἔψεξε κι ὁ Χρυσόστομος τῶν Ἀθηνῶν τὸν τύφον,
ἐνῶ ἡ Πυθία ἔβγαζε παράξενους χρησμούς,
λὲς κι εἶχε τὸν Ἀπόλλωνα κατατροπώσει ὁ Πύθων.
Θρίαμβο τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶπαν τὴν ἐποχή.
Μόνο τῶν Ὀρθοδόξων ἦταν δεκτὴ ἡ προσευχή.
Ὁ τρόμος τῶν Αἱρετικῶν καὶ τῶν Βαρβάρων, ἴσος·
ὁ ἀρχαῖος κόσμος χάλασμα, γύρω φόβος καὶ μίσος.
Μὰ ἀπ᾿ τὶς παλιὲς περγαμηνές, μέσα στὰ μοναστήρια,
σὰν τὸν Χριστὸ ἀναστήθηκε νέος ἑλληνισμός,
ἔνδοξος, οἰκουμενικός, ὁ Βυζαντινισμός.
Ἡ Ρωμιοσύνη δηλαδή, ποὺ πάθη ἔζησε μύρια.
Κλαίει κι ἀναστενάζει τώρα ἀπ᾿ τῆς καρδιᾶς τὰ βάθη,
ὅποιος τὰ βάσανά της δεῖ, καὶ τὸν καημό της μάθει.
Ἑλένη Ἀρβελέρ, Τὸ Ἄγνωστο Βυζάντιο, Ἑρμῆς 2006
|