Ἡ Ἑλένη Διαμαντοπούλου γεννήθηκε στὴν Γερμανία. Μεγάλωσε στὴν Θεσσαλονίκη ὅπου παρακολούθησε νυκτερινὸ Γυμνάσιο-Λύκειο, ἐνῷ παράλληλα ἐργάστηκε ὡς βιβλιοδέτρια. Ζεῖ στὴν Ἀθήνα ὅπου ἀποφοίτησε ἀπὸ τὴν Ἀνωτάτη Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν. Ἀσχολήθηκε μὲ τὴν κατασκευὴ-μικρογλυπτικὴ φυσικοῦ κεριοῦ. Ἔχει κάνει δύο ἐκθέσεις ζωγραφικῆς καὶ διδάσκει ἐλεύθερο σχέδιο. Τὸ «Μνημοσύνης ἀπαύγασμα» εἶναι ἡ πρώτη της ποιητικὴ παρουσία. Κριτικὴ ἐδῶ.
Ἡ ποίηση εἶναι τὸ προϊὸν μιᾶς ἐπισκέψεως. Ἔρχεται σὰν μιὰ αἰφνίδια φωταγωγία ἀκόμα κι ἂν τὸ περιεχόμενό της μᾶς φαίνεται σκοτεινό. Ἔρχεται καὶ μᾶς ἀποκαλύπτεται ὅπως καὶ ἡ ἀλήθεια :δηλαδὴ δωρεάν. Σὰν ἕνα δῶρο. Γιατὶ καὶ ἡ ποίηση εἶναι ἕνας τρόπος νὰ πεῖς τὴν ἀλήθεια. Ὁ τρόπος ὅμως ποὺ προσλαμβάνεις αὐτὴ τὴν ἀλήθεια εἶναι προσωπικὸς καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀλήθεια λέγεται πολλαχῶς. Ἀλλὰ γιὰ νὰ σοῦ χαριστεῖ ἕνα τέτοιο δῶρο προϋποτίθεται μιὰ βαθιὰ καλλιέργεια, μὲ τὴν πρωτογενὴ σημασία τῆς λέξης αὐτῆς.Προϋποτίθεται πολὺ καλὸ κι ἐπίμονο σκάψιμο. Μόνο ἔτσι θὰ μᾶς γίνει ἡ χάρη καὶ θὰ ἀνασυρθοῦν στὸ φῶς τῆς αὐγῆς ὅσα κρύβει ἡ μνήμη κι ὅσα ἡ μνήμη θὰ κρατήσει.
Μνημοσύνης Ἀπαύγασμα, λοιπόν.
Εἶχα τὴν τύχη νὰ παρακολουθήσω ἀπὸ τὸ ξεκίνημά της αὐτὴ τὴ δουλειὰ τῆς Ἑλένης Διαμαντοπούλου. Παρακολούθησα τὴν ἀγωνία της ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα, ἀπὸ τὰ πρῶτα χειρόγραφα μέχρι νὰ βρεῖ αὐτὸ τὸ βιβλίο τὸ σχῆμα του καὶ τὴ μορφή του, χάρη στὴν καλαισθησία τόσο τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου, ὅσο καὶ τῆς ἴδιας τῆς συγγραφέως. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ Ε.Δ. εἶναι ζωγράφος καὶ ὅτι στὸ βιβλίο αὐτὸ συνομιλεῖ ἀποκαλυπτικὰ ἡ ποίηση μὲ τὴ ζωγραφική. Ἡ ἐπαναλαμβανόμενη παραλλαγὴ μιᾶς αὐτοπροσωπογραφίας συνομιλεῖ μὲ τὸν λόγο, μὲ τὴ ζωντανὴ μνήμη ποὺ θέλει νὰ νικήσει τὸν θάνατο, νὰ ὑπερβεῖ τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου ὄχι μὲ φτιασιδώματα, ψέμματα καὶ φενάκες ἀλλὰ μὲ τὴν ἀναζήτηση ἑνὸς ἀρχέγονου κάλλους ποὺ ἀντανακλᾶται στὰ βαθύτερα στρώματα τοῦ εἶναι μας.
Μνημοσύνης Ἀπαύγασμα. Ἡ ἀκτινοβολία, ἡ λάμψη τῆς θύμησης. Ἢ ἡ δυνατότητα τῆς θύμησης νὰ μᾶς κάνει νὰ βλέπουμε μακριά. Γιατὶ ἡ μνήμη δὲν δίνει μόνο διάρκεια στὸ παρελθόν. Οἱ πιὸ οὐσιαστικὲς στιγμὲς τοῦ μέλλοντός μας ἔρχονται πάντα σὰν μιὰ στιγμὴ ποὺ ἔχουμε ξαναζήσει, ποὺ κάποτε καταγράφηκε στὴ μνήμη μας.
Ἡ Ε.Δ. ἐπιλέγει νὰ ἐκφράσει τὸ ἀπαύγασμα τῆς μνημοσύνης της μὲ ὀλιγόστιχα ποιήματα θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὸν κίνδυνο μιᾶς περιττῆς φιλολογίας καὶ θέλοντας ἐξ ἀρχῆς νὰ ἑστιάσει τὴν προσοχὴ τοῦ ἀναγνώστη της στὸν κόσμο ἐντός. Τὸν δικό της κόσμο. Ἀλλὰ ἐκεῖ βρίσκεται καὶ τὸ στοίχημα ποὺ ἐπιδιώκει νὰ κερδίσει ὁ δημιουργὸς: πῶς τὸ ἰδιωτικό, ἡ ἄκρως ἀτομικὴ ἐμπειρία, μπορεῖ νὰ συναντήσει τὴν κοινὴ συνείδηση, εἴτε εὐθέως εἴτε πλαγίως, ὥστε ἀπὸ ἀτομικὴ ἔκθεση νὰ καταστεῖ κοινὴ συγκίνηση.
Ὁ ἔξω κόσμος –τὰ πέριξ- προκαλεῖ ἀπορία. Ὁ ἔσω κόσμος –τὰ ἐντός-προκαλεῖ κλάμα, γιατὶ ἡ χαρὰ εἶναι κρυμμένη ὅπως τὰ ὀστᾶ τῶν ἁγίων στὸ σκευοφυλάκιο. Ἔτσι κρυμμένη πρέπει κάποτε νὰ ἀποκαλυφθεῖ γιὰ νὰ συναντήσει τὸ Ἐντός μας κλάμα καὶ νὰ τὸ μεταμορφώσει . Ἀπέναντι λοιπόν στὴν ἀντικειμενικότητα τοῦ ἐξωτερικοῦ καὶ στὴν τραγικότητα τοῦ ριγμένου μέσα στὸν κόσμο ἐγώ μας ἔρχεται τὸ πρότυπο τοῦ Ἁγίου μὲ ὅ,τι πιὸ χειροπιαστὸ ἔχει ἀφήσει: τά οστά του. Καὶ ὅ,τι πιὸ θαυματουργό.
Γιατὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιμονὴ ἔρχεται ἡ καρποφορία σὰν τὸν σπόρο ποὺ τοῦ λείπει τὸ νερὸ γιατὶ εἶναι κλεισμένος στὴν παλάμη ἀλλὰ φυτρώνει τελικὰ ποτισμένος ἀπὸ «τὸν ἱδρώτα ταῆς ὑπομονῆς». Αὐτὸς ὁ ἱδρώτας τῆς ὑπομονῆς εἶναι ποὺ μᾶς κάνει νὰ σκεφτοῦμε στὸ ὁμότιτλο τῆς συλλογῆς ποίημα «Μνημοσύνης ἀπαύγασμα» ὄτι τὸ νὰ νιώθεις σὰν τὸν καλὸ σπορέα δὲν εἶναι τόσο διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ νὰ νιώθεις σὰν τὸν ἱερέα ποὺ ρίχνει χῶμα «εἰς μνήμην» γιατὶ κι αὐτὸ τὸ χῶμα –τὸ χῶμα «εἰς μνήμην»- φυτρώνει σὰν ἕνας σπόρος καθὼς ἐκεῖνο ποὺ σκεπάζει εἶναι τὸ «φαίνεσθαι» γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν καρδιὰ τοῦ «εἶναι».
Γιατὶ αὐτὸ τὸ «φαίνεσθαι» μᾶς ὁδηγεῖ στὴ ματαίωση: αὐτὴ τὴ ματαίωση ποὺ ἐκφράζει ἡ Ἑ.Δ. μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ὡραιότερους στίχους τῆς συλλογῆς «Μὲ τὸ γάλα τῆς ἀποξηραμένης συκῆς στὰ χείλη». Ὁ ζωτικὸς χυμὸς δὲν καταλήγει στὸν καρπὸ, δὲν ὁλοκληρώνεται ὅπως καὶ τὰ ἀσύνδετα κομμάτια δὲν μποροῦν νὰ συνθέσουν τὸ πάζλ, νὰ ἐπανασυνθέσουν τὴν εἰκόνα.Ἡ ἀποξηραμένη συκὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ γνώρισε τὴν ὀργὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἡ ὀργὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐκδηλώνεται ποτὲ γιὰ νὰ μᾶς ἀπελπίσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς ξυπνήσει ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς λήθης.
Αὐτὸ ἐπιχειρεῖ καὶ ἡ Ἑ.Δ. μὲ τὴ Μνημοσύνη της. Δὲν ἐπιδιώκει νὰ μείνει στὴν τραγικότητα τοῦ αἰσθητικοῦ ἀνθρώπου ποὺ κρατάει μὲ θλιβερὴ αὐταρέσκεια τὰ κομμάτια τοῦ πάζλ καὶ νὰ «ὀσφραίνεται/ τὸ κενὸ ποὺ χάσκει ἀνυπεράσπιστο», ἀλλὰ σὰν «θεατὴς μιᾶς μυστικῆς πράξης» ἀναγνωρίζει τὴν ταυτότητά της ὄχι στὴ «φευγαλέα ἔλευσι» ἀλλὰ στὴν «ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων».
Τότε καὶ ἡ ποίηση ξυπνᾶ πάλι τὴν ἐλπίδα ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει τὸ ὄχημα ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ μιὰ πνευματικὴ ὁδό. Ἰδιαίτερα σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ ποίηση ὅλο καὶ περισσότερο, ὅλο καὶ πιὸ εὔκολα ταυτίζεται μὲ μιὰ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀτομικοῦ συναισθήματος, τῆς φαντασίας καὶ τοῦ ὀνείρου. Καὶ ὅλο καὶ λιγότερο ἀναδεικνύεται στὰμάτια αὐτοῦ τοῦ φευγάτου καὶ φευγαλέου κόσμου μας ὅτι ἡ ποίηση εἶναι ἡ ὁδυνηρὴ συναίσθηση τοῦ πραγματικοῦ. Ὅτι ἡ ποίηση εἶναι τὸ μέσον γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς πνευματικῆς ὁδοῦ ποὺ ἐπιστρέφει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀκεραιότητά του.
Ἄγγελος Καλογερόπουλος