Δημήτρης Κοσμόπουλος - Μεταφράσεις

Δημήτρης Κοσμόπουλος (1964 Κοντογόνι Πυλίας):
Ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικὸς καὶ δημοσιογράφος


Σύνδεσμος πρὸς τὰ ποιήματα ἐδῶ.


Κοντάκιον εἰς τὴν Ὑπαπαντήν

 

Μηνὶ Φεβρουαρίῳ β,
κοντάκιον εἰς τὴν ὑπαπαντὴν τοῦ Κυρίου,
ἦχος α´, φέρον ἀκροστιχίδα
«τοῦτο Ῥωμανοῦ τὸ ἔπος»
πρὸς Τὸ φοβερόν σου.

Προοίμιον Ι

Χορὸς ἀγγελικὸς ἐκπληττέσθω τὸ θαῦμα

Των αγγέλων ο χορός ας εκπλαγεί απ’ το θαύμα
κι ας πλέξουμε με την φωνή οι άνθρωποι τον ύμνο,
βλέποντας την ανείπωτη του Θεού συγκατάβαση.
Κείνον που τρέμουν και ριγούν οι ουράνιες δυνάμεις
τον αγκαλιάζουν σήμερα τα γέρικα τα χέρια,
τον μόνο φίλο του γένους των ανθρώπων.

Προοίμιον II

Ὁ σάρκα δι' ἡμᾶς ἐκ παρθένου φορέσας

Εσύ που τη σάρκα μας από τα σπλάγχνα έλαβες της παρθένου
εσύ που βρέφος σε βάσταξε η αγκάλη του πρεσβύτη,
σήκωσε μέχρις ουρανού το σθένος των πιστών μας βασιλιάδων.
Δυνάμωσέ τους με την δύναμή σου, λόγε σαρκωμένε.
Πότισε στην ευφραντική χαρά σου την βασιλεία τους την ευσεβή
εσυ, μόνε του γένους των ανθρώπων φίλε.

Προοίμιον III

Ὁ μήτραν παρθενικὴν ἁγιάσας τῷ τόκῳ σου

Εσύ που αγιάσες με την γέννησή σου την μήτρα την παρθενική
ο που τα ροζιασμένα ευλόγησες χέρια του Συμεών
όπως ορίζανε οι Γραφές
μας πρόφτασες την έχατη ώρα και μας έσωσες,
Χριστέ, μόνε Θεέ μας.
Μα των πολέμων σπάσε τον τυφώνα με την δική σου ειρήνη
το φως της χάρης της τους βασιλείς μας ας τυλίγει
δύναμη της δικής σου αγάπης,
μόνε του γένους των ανθρώπων φίλε.

Ο Ι Κ Ο Ι

Οἶκος Α´
—————————————————————————
Τῇ Θεοτόκῳ προσδράμωμεν οἱ βουλόμενοι

Όσοι η καρδιά τους το διψά, ας τρέξουμε στη Θεοτόκο
να δούμε το γιο της
στον γερο-Συμεών να οδηγείται.
Εκείνον σαν θωρούσαν οι άγγελοι οι ουράνιοι
άναυδοι στο μυστήριο τραγουδούσαν:

«Τώρα μας φανερώνονται θαυμάσια και παράδοξα
ο νους δεν τα χωρά, γλιστρούν από τη γλώσσα.
Ο βλαστουργός του Αδάμ βρέφος, μωρό βαστιέται.
Αχώρητος μα πώς χωρεί σε γέροντος αγκάλες.
Στους δίχως όρια κόλπους υπάρχει του πατρός του
Κι όμως απ' της αγάπης του το είναι
λαβαίνει σάρκα –τη δική μας– θεληματικά
γίνεται τέλειος άνθρωπος όντας τέλειος Θεός,
μοναδικός, παντοτεινός, φίλος του γένους των ανθρώπων».

Οἶκος Β´
—————————————————————————
Ὅτε δὲ ταῦτα ἐφθέγξαντο, ἀοράτως μὲν

Όταν τούτα τα ψάλλανε πλήθη των ασωμάτων,
του Κυρίου αόρατοι προσκυνητές
και μακαρίζαν τους ανθρώπους,
γιατί ο λικνιζόμενος στις πτέρυγες των χερουβείμ
φυτεύτηκε μες στην γενιά τους.
Επειδή φάνηκε σαν ένας απ’ αυτούς
εκείνος, ο απρόσιτος για τους αγγέλους.
Γιατί στο χέρι του κρατά τα σύμπαντα
και τα σκεπάζει ο κτίστης
ο φυτουργός βρεφών στα σπλάγχνα των μανάδων
και τώρα απ’ την αγάπη του έγινε ο ίδιος βρέφος
μ' ακέρια την θεότητα, αχώριστος αιωνίως
απ’ τον πατέρα κι απ' το Πνεύμα, ο συνάναρχός τους
μοναδικός, παντοτεινός, φίλος του γένους των ανθρώπων.

Οἶκος Γ´
—————————————————————————
Ὕμνουν ἐν τούτοις οἱ ἄγγελοι τὸν φιλάνθρωπον

Τέτοιους ύμνους υφαίνανε του φιλανθρώπου οι αγγέλοι
και πορευότανε το σπλάγχνο της στην αγκαλιά κρατώντας η Μαρία.
Και συλλογίζονταν πώς της χαρίστηκε να γίνει μάνα
και πώς παρθένος στο μυστήριο έμεινε.
Αφού ένοιωσε τη γέννα της πάνω απ’ την φύση
πλημμύριζε με δέος και φρικιούσε.
Μέσα στον άγιο λογισμό ψέλλιζε φθόγγους τέτοιους:

«Πώς να σε πω, με ποιο όνομα γιε μου;
Πώς να σε λέω άνθρωπο, τον πάνω απ’ τους ανθρώπους
εσένα, που αμόλυντη την παρθενία μού φύλαξες
μοναδικέ, παντοτεινέ, φίλε του γένους των ανθρώπων.

Οἶκος Δ´
—————————————————————————
Τέλειον ἄνθρωπον εἴπω σε; Ἀλλ' ἐπίσταμαι

»Πώς να σε πω; Τέλειο άνθρωπο; Δε φτάνει. Αφού γνωρίζω
τη θεϊκή σου σύλληψη. Γιατί κανείς ποτέ από τους θνητούς
δίχως το σπέρμα του ανδρός σε σμίξιμο κορμιών δεν συνελήφθη
καθώς εσύ, ο αναμάρτητος. Κι αν πάλι σε φωνάξω Θεό,
θαυμάζω, αφού σε βλέπω
σ' όλα, ίδιον με μένα –
δεν έχεις τίποτε ξεχωριστό από τ’ ανθρώπινα,
μ’ όλον που γεννήθηκες και συνελήφθης
χωρίς της αμαρτίας το σαράκι.
Το γάλα μου, να σε θηλάσω, ως μάνα
ή μήπως να προσπέσω στα πόδια σου δοξολογώντας;
Τα πράγματα άχρονο σε σαλπίζουν
κι ας φόρεσες τη σάρκα τη δική μας
μοναδικέ, παντοτεινέ, αγαπημένε των ανθρώπων».

Οἶκος Ε´
—————————————————————————
Οὕτως εἰσήχθη ὁ Κύριος βασταζόμενος

Έτσι, αγκαλοφορούμενος, ο Κύριος μπήκε στον ναό
μαζί με τα δώρα για το ολοκαύτωμα,
όπως το διηγείται η Γραφή.
Τον Κύριο νήπιο, δέχτηκε στα χέρια του
απ’ της μητρός τον κόρφο ο καλότυχος Συμεών.
Χαρά και τρόμος μέσα του φυσούσαν.
Όντας ανεβασμένη η ψυχή του στα ένδον μάτια
έβλεπε αγγέλων κι αρχαγγέλων τάγματα
να παραστέκουνε με δέος δοξολογώντας
εκείνον. Τον Χριστό.
Κι όλος ο νους του πύρινη κραύγαζε ικεσία:
«Ελέησέ με, φύλαξέ με
φλόγα της θεότητας απόκαυμα μη με αφήσεις,
μόνε, παντοτεινέ, αγαπημένε των ανθρώπων».

Οἶκος ΣΤ´
—————————————————————————
Ῥώννυμαι νῦν ὁ ταλαίπωρος, ὅτι εἶδόν σου

Δυνάμεως ύδατα κατρακυλούν στις φλέβες
του γέρικου κορμιού και της ψυχής της κουρασμένης
γιατί έδωσες να δουν τα μάτια μου το γιο σου
Χριστό και σωτηρία για μας, Θεέ και Κύριε.
Χριστέ μου! Εσύ 'σαι η υπερτέλεια εικόνα
της ακατάληπτης υπάρξεως του πατέρα
ήλιος, αστέρι του φωτός απρόσιτο,
σφραγίδα της θεότητας απαράλλαχτη,
φως αυγινό και άστραμμα
της φωτόδοξης φύσεως του Πατρός σου
ολόλαμπο όταν πλημμυρίζει αλήθεια διάφανη
των σκότεινων ανθρώπων τις ψυχές,
Ο υπάρχων πριν να γεννηθούν των αιώνων τα ποτάμια
δημιουργός του χρόνου και των πάντων.
Σε ονομάζω φως που ακτινοβολείς από μακρυά
φως του Πατρός σου αθόλωτο και δίχως όρια
κι έξω απ' του νου μας τις πλεκτάνες,
άνθρωπος μ’ όλο που ’γινες,
γιατί 'σαι ο μόνος και παντοτεινός
αγαπημένος των ανθρώπων.

Οἶκος Ζ´
—————————————————————————
Ὦ ἀγαθὲ καὶ φιλάνθρωπε, τὰς τοῦ Ἄβελ σὺ

Αγαθέ, και φιλάνθρωπε, εσύ
του αδικοσκοτωμένου Άβελ, τον παλαιό καιρό,
δέχτηκες με την αγάπη σου τις προσφορές,
καθώς κι απ’ όλους τους δικαίους.
Άραγ' εσύ, σε ποιόν προσφέρεις
θυσία κι ολοκαυτώματα
Πανάγιε;
Γνωρίζω, άλλος από εσένα πιο ψηλά
δεν είναι και μήτε θα υπάρξει,
Κύριε, που του λογισμού το πέταγμα
γκρεμίζεται και δε σ' αγγίζει.
Συνάναρχος και ομοούσιος μ’ εκείνον είσαι.
Μα για να φανερώσεις πως αληθινά
το φύραμα της αάρκας μας εν ταπεινώσει επήρες
τηρώντας τον δικό σου νόμο, προσφέρεις την θυσία
μόνε, παντοτεινέ, αγαπημένε των ανθρώπων.

Οἶκος Η´
—————————————————————————
Μέγας ὑπάρχεις καὶ ἔνδοξος, ὃν ἐγέννησεν

Μεγάλε και τρισένδοξε και γεννημένε,
πέρα από κάθε λόγο, μυστικά, από τον Πατέρα,
πανάγιε της Μαρίας γιε.
Έναν σε έχω και σε ονομάζω
αληθινά ορατό κι αόρατο,
χωρητό κι αχώρητο.
Φυσικό προ των αιώνων γιο Θεού
σε νοιώθω, σε πιστεύω.
Όμως σε ονοματίζω, πάνω από την φύση,
και της παρθένου γιο.
Για τούτο κι αποτόλμησα
να σ’ έχω εντός μου λαμπερό λυχνάρι.
Όποιος λυχνάρι σε κρατά, δεν καίγεται
φωτίζεται, φωτίζει.
Έλα και λάμψε μέσα μου, λύχνε αμάραντε,
μόνε, παντοτεινέ, αγαπημένε των ανθρώπων.

Οἶκος Θ´
—————————————————————————
Ἀκούουσα ταῦτα παρίστατο καὶ ἐξίστατο

Άκουγε σιωπηλή, θαυμάζοντας
στεκάμενη στο πλάι του πρεσβύτη
η άσπιλη παρθένος. Γύρισε και τής είπε
ο γέροντας:
«Όλοι οι προφήτες το γιο σου κήρυξαν,
τον γεννημένο δίχως αντρική σπορά.
Αλλά για σένα ακόμη ο προφήτης έκραξε
φανέρωσε πως είσαι θαύμα,
ότι είσαι η πύλη η σφραγισμένη, Θεοτόκε.
Γιατί μέσα από σένα, εισήλθε και εξήλθε
ο κύριος της ζωής και ο δεσπότης.
Μήτε έσπασε μήτε εσάλεψε
της αγνείας σου η πύλη,
κείνη που μόνος πέρασε
και την εφύλαξε άφθορη,
μόνος, παντοτεινός, ο αγαπημένος των ανθρώπων.

Οἶκος Ι´
—————————————————————————
Νῦν γνωριῶ σοι καὶ ἅπαντα προφητεύσω σοι

Τώρα θα στα γνωρίσω όλα
και τη θεία βουλή θα ερμηνεύσω
σ' εσένα, Μαριάμ,
κατακάθαρη και παναγία.
Γιατί ο γιος σου θα γενεί
αυτός οπού για ελόγου του
πολλοί θα πέφτουνε στα τάρταρα
κι άλλοι θα ανασταίνονται,
αυτός που είναι ο ίδιος
ζωή κι ανάσταση των πάντων.
Όμως δεν φανερώθηκε
για να πέφτουν άλλοι
και άλλοι να σηκώνονται.
Αφού είναι η ευσπλαγχνία σαρκωμένη
δε χαίρονται των οικτιρμών τα θεία σπλάγχνα του
με των ανθρώπων την καταβαράθρωση,
μήτε ήρθε αφορμή να γίνει
ώστε να γκρεμιστούνε όσοι στέκονται.
Εκείνους που έπεσαν, περισσότερο,
έφτασε με αγάπη να σηκώσει,
ήρθε για να λυτρώσει από τον θάνατο
το αγαπημένο του το πλάσμα,
ο μόνος και παντοτεινός,
αγαπημένος των ανθρώπων.

Οἶκος ΙΑ´
————————————————————————
Οὗτος ὁ τρόπος τῆς πτώσεως καὶ ἐγέρσεως

Τούτος ο τρόπος της πτώσης και της ανάστασης
με φωτισμό της χάριτος και λάμψη
δόθηκε στους δικαίους.
Από την δολερή αμαρτία όσοι είναι ορθοί
πέφτουν και γίνονται νεκροί,
νομίζοντας πως ζουν.
Με τη δικαιοσύνη του Θεού των εντολών
και με την πίστη τους εγείρονται,
και ζουν αληθινά στο φως της χάρης,
που  ’ναι της λάμψης κόρφος
όσοι αγωνίζονται και θέλουν.
Και πέφτουνε όπως λέπια
του κορμιού τα πάθη
και αστραποβολά η ψυχή
με κόσμημα τις θείες αρετές.
Όντας νεκρώσει η πορνεία,
ανθίζει η σωφροσύνη.
Πάτησε το κακό κι ανάστησε
κάθε καλό κι ωραίο αληθινά,
ο μόνος και παντοτεινός,
αγαπημένος των ανθρώπων.

Οἶκος ΙΒ´
————————————————————————
Ὑπὸ Χριστοῦ ἐνεργούμενος, προμηνύω σοι

Της χάρης του Χριστού εντολοδόχος
σου προλέγω το θαύμα το τελούμενο από δω και μπρος
μέγα σημείο αντιλεγόμενο, σκανδάλου αφορμή
για όσους έχασαν την πίστη τους.
Το αντιλεγόμενο σημείο θα είναι πάντοτε ο σταυρός,
που για τον γιο σου το Χριστό οι άνομοι θα στήσουν.
Τον σταυρωμένο εκείνο άλλοι θα κηρύξουνε Θεό
κι άλλοι πάλι άνθρωπο,
πλάθοντας δοξασίες ασέβειας κι ευσέβειας.
Σε κάποιους θα δοθεί να εννοήσουν το ουράνιο σώμα του
άλλοι –οι πολλοί– θα το νομίσουνε φανταστικό.
Κι άλλοι πάλι θα κρώζουνε πως από σένανε κυρά
σάρκα χωρίς ψυχή ότι πήρε,
[κι] άλλοι πως έλαβε σάρκα έμψυχη,
ο μόνος και παντοτεινός, αγαπημένος των ανθρώπων.

Οἶκος ΙΓ´
————————————————————————
Τοσοῦτον δὲ τὸ μυστήριον ἀντιλέγεται

Τόσο πολύ θ' αρνούνται το μυστήριο, τόσο θα φρυάζουν
που και στον κατακάθαρο δικό σου νου
σύννεφο λογισμών αμφιβολίας θα πέσει.
Κι όταν θα δεις τον γιο σου κρεμασμένο, αθώο αρνί, στον σταυρό,
πάναγνη,
θυμούμενη τα λόγια που είπε ο άγγελος,
και τη θεία σύλληψη
και τα άρρητα θαύματα και μυστικά –
και παρευθύς θα σε σκεπάσει αβεβαιότητα.
Όπως ρομφαία θα σχίσει την καρδιά σου
η εικόνα του σεπτού του πάθους.
Όμως μετά από όλα τούτα,
θα στείλει γρήγορη γιατρειά, παραμυθία
να επουλώσει την καρδιά σου
και ειρήνη, την δική του, την αγέραστη
ο μόνος και παντοτεινός, αγαπημένος των ανθρώπων».

Οἶκος ΙΔ´
————————————————————————
Ὅτε δὲ ταῦτα ἐφθέγξατο πρὸς τὴν ἄμεμπτον

Έτσι σαν μίλησε στην Θεοτόκο την αψεγάδιαστη
ο δίκαιος γέρος,
γύρισε και με λαγαρή φωνή λάλησε στο παιδί [της]:
«Τώρα τον δούλο σου ελευθερώνεις, μέσα στην δική σου ειρήνη,
γιατί ήρθες και σε είδα, κύριε.
Οδήγησέ με, άσε με να φύγω στην ατέρμονη ζωή
ζωή αληθινή μας κι άφατη
αφού μας το υποσχέθηκες, πριν κατεβείς στον κόσμο.
Λοιπόν, κράτα το λόγο σου σ' εμένα, λόγε.
Στείλε με στου Αβραάμ τους κόλπους,
στους κόλπους των πατριαρχών,
πανάγιε,
κι από τα ρέοντα και φθαρτά, ταχύ απόλυσέ με,
μόνε, παντοτεινέ κι αγαπημένε των ανθρώπων.

Οἶκος ΙΕ´
————————————————————————
Ἔστι γάρ, ἔστι πολύστονα καὶ ἐπίμοχθα

Γιατί ’ναι –ναι, είναι!– πλήρη στεναγμών κι ασήκωτων βασάνων
τα τωρινά, τα πρόσκαιρα, από την γέννησή τους πεθαμένα.
Γι' αυτό όλους τους δίκαιους σήκωσες από δώθε
μέσα στην άγια σου ζωή.
Ο Ενώχ και ο Ηλίας, φρόντισες εσύ, να μην γευτούνε θάνατο,
Κύριε – και κατά το θέλημά σου θαυμαστά από τον κόσμο φύγαν
ολόκορμοι να κατοικούν σε χώρα φωτεινή κι αστέναχτη.
Ξερρίζωσέ με, Δημιουργέ, από τον ψεύτη κόσμο
και δέξου με και λάβε την ψυχή μου,
αρίθμησέ με μες στα νέφη των αγίων σου,
μόνε, παντοτεινέ κι αγαπημένε των ανθρώπων.

Οἶκος ΙϚ´
————————————————————————
Πάντων ζωὴ καὶ ἀνάστασις παραγέγονας

Ήρθες στην γή, εσύ, ζωή και ανάσταση των πάντων
από παναγαθότητα, αγάπη, καλοσύνη.
Λύσε με, το λοιπόν, απ' της τρεχούμενης χαμοζωής τα βάρη
Θε μου, φέρε με στην αιώνια ζωή σου, ο αθάνατος,
φέρε με στην αθανασία.
Παράδωσέ μου το κορμί στο χάρο των σωμάτων
όπως έκαμες σ’ όσους έχεις φίλους,
και δώσε μου, πολυέλεε, ζωή δική σου, αιώνια.
Κι όπως αξιώθηκα να σε δω, να ’χεις κορμί σαν το δικό μου,
να σε βαστάξω όπως αξιώθηκα στα γέρικά μου χέρια
κάμε να δω τη δόξα που 'χεις, μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα.
Αφού μένεις κι εκεί κι εδώ μας έχεις έρθει
γιατί 'σαι ο μόνος και παντοτεινός,
αγαπημένος των ανθρώπων.

Οἶκος ΙΖ´
————————————————————————
Ὁ βασιλεὺς τῶν δυνάμεων προσεδέξατο

Των δυνάμεων ο βασιλεύς, δέχτηκε στην αγάπη του
τη δέηση του δικαίου,
κι αοράτα και μυστικά, όπως Θεός μόνο γνωρίζει
απάντησε:
«Σ' ελευθερώνω, φίλε τρισαγαπημένε, τώρα από τα πρόσκαιρα
για της αιωνιότητας τούς κήπους.
Σεστέλνω στον Μωυσή και στους λοιπούς προφήτες.
Μα να τους πεις το χαρμόσυνο μήνυμα
ότι, αυτός που προφητέψαν, να 'μαι, ήρθα στον κόσμο
γεννημένος εκ παρθένου, κατά τα κηρύγματά τους.
Αποκαλύφθηκα στον κόσμο, συναναστράφηκα ανθρώπους,
κατά τα κηρύγματά τους.
Και έρχομαι ταχύ, όταν όλους τους ελευθερώσω,
χύνοντας το αίμα μου,
ο μόνος και παντοτεινός, αγαπημένος των ανθρώπων».

Οἶκος ΙΗ´
————————————————————————
Σὲ δυσωποῦμεν, πανάγιε, ἀνεξίκακε

Παρακαλούμε διάπυρα, πανάγιε, ανεξίκακε,
εσύ, ζωή, γιατρειά από την αρρώστεια,
η γάργαρη πηγή πάσης αγαθωσύνης.
Ρίξε το βλέμμα σου απ’ τους ουρανούς
κι έλα κοντά μας, έλα
σ' όλους όσοι ελπίζουνε σε σένανε παντοτεινά.
Από τις θλίψεις κι από τις ανάγκες, λύτρωσε, Κύριε,
τη ζωή μας,
στην πίστη της αλήθειας σου οδήγησέ μας όλους,
με τις πρεσβείες της πανάχραντη, θεοτόκου και παρθένου
σώσε τον κόσμο σου κι όλα τα πλάσματα του κόσμου
όλους με την φτερούγα της στοργής σου σκέπασέ μας,
εσυ που από έρωτα ασίγαστο
δίχως καμμιάν αλλοίωση της θεότητάς σου,
έγινες άνθρωπος για χάρη μας,
ο μόνος και παντοτεινός κι αγαπημένος των ανθρώπων.



Κοντάκιον σταυρώσιμον

 

Προοίμιον Ι

Οὐκέτι φλογίνη ῥομφαία φυλάττει τὴν πύλην τῆς Ἐδέμ...

Δεν έχει πια τη φλόγινη ρομφαία
να φράζει, φύλακας, την πύλη της Εδέμ.
Δέθηκε η φλόγα της αλλόκοτα
με του σταυρού το ξύλο.
Του θανάτου το κεντρί και του Άδη η νίκη
σκορπίσαν, σκόνη.
Και φανερώθηκες, σωτήρ μου,
φωνάζοντας στου Άδη τους φυλακισμένους:
«Εισέλθετε
μες στον Παράδεισο ξανά».

Προοίμιον ΙΙ

Ὡς ἀληθῶς λύτρον ἀντὶ πολλῶν...

Στ’ αλήθεια λύτρο κι απελευθέρωση για πολλούς
καρφώθηκες στο σχήμα του σταυρού,
Χριστέ, Θεέ μας, και μας εξαγόρασες
μ’ έρωτα για τον άνθρωπο
το τίμιο έχυσες αίμα σου
κι άρπαξες τις ψυχές μας του θανάτου
για να μας ξαναφέρεις
στον Παράδεισο.

Προοίμιον ΙΙΙ

Τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια συγχαίρουσι δικαίως τῷ Ἀδὰμ...

Γη κι ουρανός χορεύουνε
γιατί το αξίζει ο Αδάμ
που κλήθηκε να ξαναβρεί
παράδεισο.

ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ: ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ
Οίκος Α΄

Τρεῖς σταυροὺς ἐπήξατο ἐν Γολγοθᾷ ὁ Πιλᾶτος...

Τρεις έμπηξε σταυρούς στον Γολγοθά ο Πιλάτος
οι δυό ήταν των ληστών κι ένας του ζωοδότη
ο Άδης τον αντίκρυσε και λέει στους δικούς του:
«Στρατιώτες κι αξιωματικοί,
ποιος βύθισε μες στην καρδιά μου το καρφί;
μια λόγχη ξύλινη άξαφνα
με κάρφωσε
και μ’ έκαμε
κομμάτια.
Τα σπλάγχνα ξερριζώνονται,
πονάει η καρδιά μου.
Οι αισθήσεις μου ανάβουν ταραχή στο πνεύμα
στενεύομαι να βγάλω, να ξεράσω
και τον Αδάμ κι όλους του Αδάμ
που μου χαρίστηκαν σαν γεύτηκαν
του δέντρου τον καρπό.
Δέντρο τούς γύρισε
ξανά στον Παράδεισο».

Οίκος Β΄

Ὅτε τούτων ἤκουσεν ὁ δολιόβουλος ὄφις...

Σαν τ’ άκουσε ο όφις ο φαρμακερός
κακόβουλα ταράχτηκε και δρόμο κόβοντας
έτρεξε σερπετός και χολερός και τσίριξε:
«Τι έπαθες, Άδη; Γιατί βαριαστενάζεις;
Γιατί απλώνεις κοπετό;
Το δέντρο ετούτο
που είδες κι έφριξες
τό ’χω παλαιόθεν μαστορέψει
για της Μαρίας τον γιο.
Για το συμφέρον το δικό μας
το ’δειξα στους Ιουδαίους.
Αυτό το δέντρο είν’ ο σταυρός
και πάνω του κάρφωσα εκείνον, τον Χριστό,
γιατί ’θελα με δέντρο να φονέψω
τον δεύτερο Αδάμ.
Λοιπόν, μη σε ταράξει,
δε θα σε κατασπαράξει.
Κράτα καλά όσους έχεις.
Γιατί απ’ όσους κυβερνούμε
ούτ’ ένας δεν θα φύγει
για τον Παράδεισο ξανά».

Οίκος Γ΄

«Ὕπαγε, ἀνάνηψον, Βελίαρ», κράζει ὁ Ἅιδης...

«Ξύπνα και σκάσε, πάρε το φευγιό, Βελίαρ»,
κράζει ο Άδης.
«Τρέχα και ξέπλυνε τα μάτια σου και κοίτα!
Του δέντρου η ρίζα φυτεμένη στην ψυχή μου.
Κατέβηκε βαθιά στα τρίσβαθά μου
για να τραβήξει τον Αδάμ
όπως μαγνήτης σίδερο.
Μια τέτοια εικόνα προζωγράφισε ο Ελισαίος παλιά
βγάζοντας την αξίνα από τον ποταμό
με κάτι ανάλαφρο τράβηξε το βαρύ ο προφήτης
προετοιμάζοντάς σε και διδάσκοντας
ότι με ξύλο είναι να γυρίσει ο Αδάμ
από τα τόσα βάσανα,
ξανά μες στον Παράδεισο».

Οίκος Δ΄

Τίς τοιαύτην ἔννοιαν ὑπέθετό σοι, ὦ Ἅιδη;

«Ποιός σού ’βαλε μες στο μυαλό παλαβομάρες, Άδη;
Γιατί σου κόπηκαν τα ήπατα, φόβος σε πλημμυρίζει,
αφού δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς;
Φοβάσαι ξύλο άτιμο, άκαρπο και ξερό;
Ξύλο που γίνηκε για να σκοτώνονται
κακούργοι κι αιματόχαροι;
Γιατί ο Πιλάτος το ανακάλυψε
υπάκουος στις συμβουλές μου –
και σπαρταράς νομίζοντας πως είναι φοβερό;
Ξύλο που τιμωρεί παντού, σωτήριο το νομίζεις;
Ποιός είναι που σε πλάνεψε; Ποιός σ’ έχει πείσει
πως ο από δέντρο πού ’πεσε θα σηκωθεί με δέντρο
και θα κληθεί ξανά να κατοικήσει
στον Παράδεισο;»

Οίκος Ε'

Ἄφρων ἄφνω γέγονας, ὁ πρώην φρόνιμος ὄφις...

«Σού ’στριψε ξαφνικά, άλλοτε φρόνιμε όφι.
Όλη σου την σοφία την κατάπιε ο σταυρός,
και στην παγίδα του πιάστηκες σαν τ’ αγρίμια.
Άνοιξ’ τα μάτια σου και δες:
στον λάκκο που έσκαβες έπεσες.
Νά το τό ξύλο εκείνο, το ξερό κι άκαρπο
δένει καρπό, τον γεύτηκε ο ληστής
κι έγινε κληρονόμος στης Εδέμ τ’ αγαθά.
Γιατί ’ναι ξύλο δυνατώτερο απ’ το ραβδί
που τον Ισραήλ από την Αίγυπτο έβγαλε έξω.
Το ξύλο τούτο τον Αδάμ τον οδηγεί
μες στον Παράδεισο ξανά.»

Οίκος Στ΄

Παῦσαι, Ἅιδη ἄθλιε· δειλῶν ἀπόσχου ῥημάτων...

«Βούλωσ’ το, Άδη δύστυχε, κι άσ’ τις δειλές κουβέντες.
Γιατί τα λόγια σου τους λογισμούς σου φανερώνουν.
Σού ’κοψε τα αίματα ο σταυρός και ο Εσταυρωμένος;
Ο Εσταυρωμένος κι ο σταυρός του διόλου δεν με σαλέψαν.
Μες στο πολύστροφο μυαλό μου έχω σχέδια.
Θα βάλω μπρος την σκέψη μου και θα του ανοίξω μνήμα
και μέσα του θα παραχώσω τον Χριστό
για νά ’χεις τέλεια και διπλά τα φόβητρά σου
κι από τον τάφο κι από τον σταυρό του.
Και θα σε βλέπω, Άδη, και θα σε περιγελώ.
Γιατί καθώς θα θάβεται στο χώμα ο Χριστός
θα ’ρχομαι να σου λέω:

"Τώρα ποιός θα τον πάει τον Αδάμ
μες στον Παράδεισο ξανά;"»

Οίκος Ζ΄

Ἔκραξε δὲ ἄθροον πρὸς τὸν διάβολον Ἅιδης...

Τότε ούρλιαξε, όπως τρελός, ο διάβολος στον Άδη,
όπως ανάπηρος σε αόμματο κι όπως τυφλός τυφλού:
«Πρόσεξε, στα σκοτάδια περπατάς, ψηλάφιζε μην πέσεις.
Κι αυτό που λέω νοιώσε το, τεμπέλη χοντροκέφαλε.
Ό,τι έκαμες, έκαμες. Τον έσβησε τον ήλιο.
Γιατί το ξύλο τούτο, που γι’ αυτό καυχιέσαι,
εσάλεψε τα σύμπαντα, συγκλόνισε την γη,
μαύρισε τον ουράνιο θόλο,
τις πέτρες έσχισε μαζί με του ναού το καταπέτασμα
και τους νεκρούς από τα μνήματα ανάστησε
και ψάλλουν βροντερά οι νεκροί:
"Άδη, κατάλαβε επιτέλους
ο Αδάμ χοροπηδώντας τρέχει
μες στον Παράδεισο ξανά"».

Οίκος Η΄

«Ἴσχυσε πτοῆσαί σε τοῦ Ναζωραίου τὸ ξύλον;»

«Στάθηκε μπορετό να σε τρομάξει του Ναζωραίου το ξύλο;»
σφύριξε ο διάβολος στον ολέθριο Άδη.
Νεκρώθηκες απ' το σταυρό, εσύ που τους πάντες θανατώνεις;
Κι αν τόσο από τον φόβο σου σε πάγωσε
τούτο το ξύλο,
τότε να φρίξεις έπρεπε με του Αμάν τη σταύρωση
και με τον πάσσαλο που φόνευσε η Ιαήλ τον Σισάρα
με τους σταυρούς τους πέντε όπου κάρφωσε
τους τύραννούς του έναν καιρό ο του Ναυή Ιησούς.
Κι ακόμη περισσότερο ας σε παγώσει ο φόβος
από το αρχαίο φυτό μες στην Εδέμ,
γιατί πέταξε έξω τον Αδάμ και δεν τον ξαναφέρνει
στον κήπο του Παράδεισου ξανά».

Οίκος Θ΄

«Νῦν καιρὸς ἀνοῖξαί σοι τὰς ἀκοάς σου, Βελίαρ·

«Ώρα ν’ αφουγκραστείς. Παίξε τ’ αυτιά, Βελίαρ.
Ώρα να καταλάβεις του σταυρού το κράτος και την δόξα
μα και του Εσταυρωμένου την απέραντη εξουσία.
Τι’ ναι για σένα ο σταυρός; Ανοησία
κι όμως η κτίσις πάσα τον θωρεί θρόνο λαμπρό.
Σ᾽ αυτόν τον θρόνο καρφωμένος κάθεται ο Ιησούς
κι ακούει τον ληστή να του τινάζει την κραυγή του:
"Κύριε, μνήσθητί μου ἐν τῇ βασιλείᾳ σου."
Κι απ' του σταυρού του το θρονί
του αποκρίνεται ότι:

«Φτωχέ μου, από τα σήμερα,
μαζί θα βασιλέψουμε
γιατί ξανά θέλω να 'ρθείς
μαζί μου στον Παράδεισο.»

Οίκος Ι΄

Ὅτε τούτων ἤκουσεν ὁ πολυμήχανος δράκων,

Τούτα ακούγοντας ο τρισπαμπόνηρος ο δράκος
όρμησε λαχανιάζοντας κι όσα άκουσε τα είδε αληθινά,
τον λήσταρχο να μαρτυράει μαζί με τον Χριστό
τον Σταυρωμένο.
Κι άναυδος μπρος στα καταπληκτικά
Στηθοδερνάμενος, κατάπληκτος κι ιδού ο λογισμός του:
«Μιλάει με το ληστή, τους κατηγόρους δεν τους χαμπαρίζει!
Λίγο πρωτύτερα, κουβέντα μια δεν χάλασε για τον Πιλάτο
και να τον τώρα στον φονιά μιλάει και του λέει:
«Κόπιασε να ευφρανθείς».
Tί να’ γινε; Ποιος είδε sταυρωμένον υπερασπιστή
ενός λήσταρχου – για έργα καλά ή λόγια;
Πώς τον αρπάζει
ξανά στον Παράδεισο;»

Οίκος ΙΑ΄

Ὕψωσε δὲ δεύτερον φωνὴν ἰδίαν ὁ δαίμων

Δεύτερο σκούξιμο αλλόκοτο τίναξε ο δαίμονας
κρώζοντας: «Άδη, δέξου με, μόνη καταφυγή μου.
Τα ίδια ο δόλιος έπαθα μη σ’ έχοντας πιστέψει.
Είδα κι εγώ το ξύλο το φρικτό που σ' έσκιαξε
μούσκεμα κατακόκκινο μ’ αίματα και νερό.
Σου λέω ανατρίχιασα, απ' το νερό, όχι απ’ το αίμα.
Το αίμα είναι η σφαγή του Ιησού
μα το νερό η ζωή του.
Γάργαρο ανάβλυσε νερό η ζωή απ’ την πλευρά του .
Γιατί όχι από τον πρώτο Αδάμ, αλλά απ’ τον δεύτερο
βλάστησε  η Εύα,
μητέρα όσων ζούνε αληθινά
μες στον Παράδεισο ξανά».

Οίκος ΙΒ΄

Ῥήμασι χρησάμενος τοιούτοις ὁ παμπανοῦργος

Λέγοντας τέτοια ρήματα, Σατάν ο αρχιπανούργος
στο τέλος εστενεύτηκε μόλις να ομολογήσει
πως έπεσε στα τάρταρα αντάμα με τον Άδη.
Θρηνολογούν ρεκάζοντας κι οι δυό το πέσιμό τους:
«Τι ’ναι τούτο που πάθαμε;
Πώς μας φύλακισε στους κλάδους του το ξύλο;
Για τον δικό μας όλεθρο φυτεύτηκε στην γη.
Όσο κι αν το κεντρώναμε με τις πικρές τις βέργες
η γλύκα του τις μπόλιασε, η γλύκα του πληθαίνει».
«Αλίμονό μας, σύντροφε!» «Αλί μας, σύντεκνέ μου!»
«Στα τάρταρα που πέσαμε, στα τάρταρ’ ας θρηνούμε.
Τώρα ο Αδάμ περνά ξανά
την πύλη του Παράδεισου».

Οίκος ΙΓ΄

Ὧ πῶς οὐκ ἐμνήσθημεν τῶν τύπων τούτου τοῦ ξύλου·

Ω! Αμνήμονες πιαστήκαμε στου ξύλου τα σημάδια.
Από παλιά φάνηκαν, με χίλιες γλώσσες
τόσο σε όσους σώζονται, όσο και στους χαμένους.
Σαν χάθηκε ο κόσμος της παρακοής
με ξύλο μέσα στην πλημμύρα δε σώθηκε ο Νώε;
Δοξάστηκε με ξύλο ο Μωυσής
κραδαίνοντας σαν σκήπτρο το ραβδί του
κι η Αίγυπτος μες στις πληγές που άνοιξε το ξύλο
όπως σε άπατα νερά βυθίζεται κι επνίγη.
Όσα τώρα έπραξε, από παλιά φανέρωσε
μ' αλλοιώτικες εικόνες ο σταυρός.
Πώς δίχως κλάμα μένουμε και θρήνο;
Ο Αδάμ γυρίζει
μες στον Παράδεισο. Ξανά».

Οίκος ΙΔ΄

“Μεῖνον, Ἅιδη ἄθλιε", στενάζων ἔφη ὁ δαίμων.

«Για στάσου, Άδη δύστυχε», αναστέναξε ο Δαίμων
«Φιμώσου κι εγκαρτέρησε και βούλωσε το στόμα.
Αχός φτάνει χαρμόσυνος και αγαθάγγελος
σαν φυλλωσιάς στο θρόισμα, λόγων ανέμισμα
απ’ του σταυρού το ξύλο.
Χριστός ο μελλοθάνατος, «Πατέρα», φώναζε, «συγχώρεσέ τους».
Αλλά με τσάκισε 'κείνο που φώναξε μετά,
πως «δεν καταλαβαίνουν το κακό που κάμνουν οι άνομοι».
Μα εμείς το ξέρουμε καλά πως Κύριος της Δόξας
είναι από αγάπη ο που έπαθε κι ότι σφόδρα το θέλει
να βάλει τον Αδάμ
μες στον Παράδεισο ξανά».

Οίκος ΙΕ΄

Ἆρα ὅπερ ἔδειξε τῷ Μωυσῇ ὁ δεσπότης

Άραγε όταν έδειξε στον Μωυσή ο δεσπότης
το ξύλο που έκαμε γλυκό το πικρονέρι στην Μερράν
τον δίδαξε ποια η ρίζα του, τι ξύλο ήταν εκείνο;
Δεν ήταν τότε η βουλή του να το πει.
Δεν ήθελε.
Μα τώρα σ’ όλους το φανέρωσε.
Ιδού στα πάντα γλυκασμός,
σε μας η μαύρη πίκρα.
Απ’ την δική μας ρίζα αναβλάστησε ο σταυρός,
καθώς τον βύθισαν στην γη
και η γλύκα την πλημμύρισε
αυτή, που πριν αγκάθια ανάτελλαν
στα χώματά της.
Τώρα, όπως το αμπέλι του Σωρήχ
τίναξε τα κλωνάρια
που μεταφυτευτήκανε
μες στον Παράδεισο ξανά.

Οίκος ΙΣΤ΄

Νῦν οὖν, Ἅιδη, στέναξον, καὶ συμφωνῶ σοι τοῖς γόοις·

Γόγγυξε, στέναξε Άδη μου, μαζί σου κι η φωνή μου.
Άς κλάψουμε αντικρύζοντας το δέντρο μας το φυτεμένο–
δες, γίνεται άγιος κορμός
στον ίσκιο του κατασκηνώσανε, στους κλώνους του φωλιάσαν
πόρνες, τελώνες και ληστές, φονιάδες,
για να τρυγήσουνε του γλυκασμού καρπό
από το τάχα ξεροδέντρι.
Ωσάν σε δέντρο της ζωής κρεμιούνται στον σταυρό,
τον αγκαλιάζουν, πάνω του ακουμπάνε
και κολυμπώντας φτάνουνε στο γαληνό λιμάνι
μες στον Παράδεισο ξανά.

Οίκος ΙZ΄

Ὄμοσον οὖν, τύραννε, λοιπὸν μηδένα σταυρῶσαι.

«Τύραννε, ορκίσου μου, λοιπόν, κανένα μη σταυρώσεις.»
«Τάρταρε, υποσχέσου μου κι εσύ, κανένα μη νεκρώσεις.»
«Τώρα που πείρα ελάβαμε, κομμένα τα ξερά μας.
Το πάθημά μας μάθημα ας γίνει στα μελλούμενα.
Κανείς μας να μην τυραννεί το γένος του Αδάμ.
Σφραγίστηκε με του σταυρού την πύρινη σφραγίδα –
σκεύος οστράκινο, θήκη φθαρτή,
που κρύβει ανέγγιχτο και λαμπερό μαργαριτάρι.
Τον μαργαρίτη τούτο λάφυρο άρπαξε,
απάνω στον Σταυρό,
ο τετραπέρατος ληστής.
Έκλεψε και σταυρώθηκε,
λήστεψε και εκλήθη
μες στον Παράδεισο, ξανά».

Οίκος ΙΗ΄

Ὕψιστε καὶ ἔνδοξε Θεὲ πατέρων καὶ νέων

Ένδοξε και ασύλληπτε, των πατέρων μας Θεέ
και των παιδιών μας,
τιμή μας έγινε το περιπαίξιμο κι η χλεύη σου.
Καύχηση και ελπίδα μας μονάχα ο σταυρός σου,
σ' αυτόν απάνω καρφώσαμε το νου μας.
Πάνω στο ξύλο του σταυρού τα όργανα ας κρεμάσουμε
κι ας ψάλλουμε εσένα, Κύριε των πάντων,
με τα αρχαία μας τραγούδια της Σιών.
Καράβι έφερε κάποτε από το ξακουστό Θαρσίς,
στην ώρα του, στον Σολομώντα χρυσάφι,
καθώς το λέει η Γραφή.
Σ’ εμάς το τίμιο ξύλο σου,
το μοσχοβολισμένο,
χαρίζει κάθε μέρα, σ’ όλους τους καιρούς
αρίφνητο τον πλούτο.
Γιατί όλους μας αρπάζει
μες στον Παράδεισο. Ξανά.


 

Κοντάκιον ἀναστάσιμον

 

Προοίμιον

«Τῷ πάθει σου, σωτήρ ἡμῶν, παθῶν ἠλευθερώθημεν»

«Τα πάθη σου, Σωτήρα μας,
μας σώσανε απ’ τα πάθη μας»
σου έκραζε ο Αδάμ,
κι ο Άδης έμενε άναυδος
με την ανάστασή σου.

Οίκος Α΄

Ὥσπερ οὐρανοῦ ὑετὸν ἡ γῆ ἀπεκδέχεται

Χώμα φρυγμένο, λαχταρά ουράνια δρόσο της βροχής –
Έτσι κατάξερος σε πρόσμενε ο Αδάμ
φυλακωμένος του Άδη,
του κόσμου τον Σωτήρα, της ζωής τον χορηγό
κι έλεγε του σκυλόχαρου: «Γιατί ψηλώνει ο νους σου;
Καρτέρα με, καρτέρα με, σ’ ολίγο σ’ ολιγάκι
θα δεις σκόνη το κράτος σου κι εμένα ανυψωμένο.
Στα σίδερα της φυλακής μ’ έχεις τώρα δεσμώτη,
αλλά σε λιγο θα με δεις λυμένο απ΄ τα δεσμά σου.

Θα’ρθει για μένα ο Χριστός κι εσύ θα φρικιάσεις
την τυραννία σου θα την ιδείς καταλυμένη
με την Ανάσταση».

Οίκος Β΄

Δύναμιν τοιαύτην οὐδείς οὐδέπω ηὐπόρησε

«Δύναμη τέτοια, όπως σε μένα,
δεν δόθηκε ποτέ και σε κανένα,
σ’ όλα τα πάντα βασιλεύω»
είπε ο Άδης στον Αδάμ.

«Λοιπόν, ποιος άλλος θα τολμήσει για να’ ρθει
να με κατατροπώσει,
να γίνει διάδοχός μου σε τούτο το βασίλειο;
Ξεχνάς; Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ και Ιωσήφ
προπάτορες, προφήτες στην δυναστεία μου έχω
κι έχω στην εξουσία μου, εσένα, πρώτο -πρώτο.
Και τι μου λες πως έρχεται κάποιος να με δαμάσει;
Είναι, άρα, δυνατότερος από ετούτους όλους,
ώστε, να σε λυτρώσει, όπως μου λες,
με την Ανάσταση;»

Οίκος Γ΄

Ἤκουσε τοῦ Άιδου Ἀδὰμ τοιαῦτα κομπάζοντος

Τον αρειμάνιο Χάρο ο Αδάμ, άκουσε να καυχιέται
κι αμέσως του αποκρίνεται ο πρωτοπλασμένος των θνητών.
«Άκου τα λόγια μου καλά και μάταια μην καυχιέσαι
γιατί εμένα που βαστάς, να με κρατήσεις δεν μπορείς.
Του Παραδείσου την χαρά από τον δόλιο εσένα
την έχασα και μ’ έδεσες στα σκοτεινά κελλιά σου.
Κι αν είσαι δεσμοφύλακας να μ’αφανίσεις δεν μπορείς.
Ο βασιλιάς μου ο τρανός το κράτος σου θα καταλύσει.
Στρατιώτης του είμαι πια πιστός
και θα με αρπάξει στα ύψη
με την Ανάσταση.»

Οίκος Δ΄

Ρῆξαι τὸ χειρόγραφόν σου οὐδείς σου προΐσταται

«Σιγά μην κάποιος νοιάζεται
το χρέος που υπόγραψες να σου το σβήσει!
Κι εκείνον που τον λες βοηθό κι εκείνον θα τον πάρω
γιατί ᾽μαι βασιλιάς του εγώ, όπως σ΄όλους τους ανθρώπους.
Κανείς και πουθενά δεν είναι μεγαλύτερός μου.
Γι’ αυτό μην ξεγελιέσαι Αδάμ. Γιατί άδικα κοπιάζεις;
Στον τάφο εγώ σε φύτεψα, το γένος σου εξουσιάζω.
Εκείνον που θαρρείς προστάτη και βοηθό
τώρα να, θα τον ιδείς απάνω στον σταυρό
και θα τον καταπιώ, όπως όλη την γενιά σου.
Τι τραγουδάς πως από εμέ θα σε γλιτώσει;
Έλαβα προσταγή και την γενιά σου αιχμάλωτη κρατώ
απ’ την Ανάσταση».

Οίκος Ε΄

Ὥστε καὶ πληγὰς δι’ ἐμὲ οὐκ ἄν παραιτήσηται

«Ως και πληγές για χάρη μου δεν θ’ αρνηθεί
για μένα δεύτερος Αδάμ θα γίνει ο σωτήρας.
Και την δική μου τιμωρία θα υποφέρει
αυτός που ντύθηκε την σάρκα που φορώ κι εγώ.
Αυτόν που δεν τολμούνε ν’ αντικρίσουνε τα Χερουβείμ
θα τον κεντήσουν στην πλευρά
και θ’ αναβλύσει καθαρό νερό
την πύρα μου να σβήσει.
Εκείνον που θαρρείς πως άνθρωπο κατέχεις
ωσαν θνητό θα καταπιείς, μα Θεό θα τον εμέσεις
να τις αντέξεις δεν μπορείς
πλήθος τις τιμωρίες που θα πάθεις
με την Ανάσταση».

Οίκος Στ΄

Μάθωμεν λοιπόν, ἀδελφοί, τὶ πράττει ο κύριος

Λοιπόν, ας δούμε, αδέρφια μου,τι έπραξε ο Κύριος.
Χολή και ξύδι ως γεύτηκε απάνω στον σταυρό,
είπε: «Το τέλος ήρθε στα παθήματά μου».
Και γέρνοντας την κεφαλή παρέδωκε το πνεύμα.
Ήλιος, Σελήνη και τ’ αστέρια τ’ ουρανού
δεν άντεξαν την ύβρη, τη ντροπή,
το φέγγος τους σκεπάσαν.
Βουνά και όρη γύρεψαν να φύγουν,
μα και το τέμπλο του ναού εράγησε στη μέση.
Κι ο πρωτόπλαστος από τα μαύρα βάθη βόγκαγε:
«Θεέ μου απ΄ τον Άδη σώσε με
με την Ανάσταση».

Οίκος Ζ΄

Ἀλλ’ ἦλθε Χριστὸς ἡ ζωὴ ὗπνον δεῖξαι τὸν θάνατον

Αλλ΄ήρθε η αληθινή ζωή, ο Χριστός μας
κι έδειξε πως ο θάνατος είναι ύπνος.
Δέχεται ο Άδης τον Χριστό, όπως τον κάθε πήλινο άνθρωπο.
Καταπίνει όπως δόλωμα τον άρτο τον ουράνιο
πληγώνεται, αρπάζεται απ΄ τ΄αγκίστρι τής θεότητας.
Κι ο Άδης τότε σπάραξε φωνάζοντας:
«Με σφάζει η κοιλιά μου. Τον που κατάπια, αχώνευτος σαν πέτρα.
Αλλόκοτη, παράξενη η γεύση αυτού που έφαγα.
Τόσους και τόσους έφαγα, κανείς τους δεν μ’ ενόχλησε.
Μην είναι τάχα αυτός που μου προανάγγειλε ο Αδάμ
ότι:’’ Όταν ερθεί θα σε μαστιγώσει
με την Ανάσταση’’;»

Οίκος Η΄

Νῦν μέμνησαι ῥημάτων ἐμῶν, ὧν πάλαι σοι ἔλεγον

Να, τώρα, έρχεσαι στα λόγια τα παλιά που σού΄λεγα,
ότι ο δικός μου βασιλέας είναι από σένα κραταιότερος.
Μα εσύ τα λόγια μου όνειρο επίστεψες πως είναι.
Η πείρα θα σε μάθει αυτουνού τη δύναμη.
Γιατί όχι εμένα μοναχά, μα και τους απογόνους μου
τους πάντες αφού χάσεις, τρισερημιασμένος θα΄σαι.
Εκείνος θα σε δέσει χεροπόδαρα.
Κι εγώ χαρούμενος θα υψώσω τη φωνή:
«Άδη και πού ’ναι η νίκη σου
πού να ᾽ναι η δύναμή σου;
Την έλυσε, την έκαμε κομμάτια
την δύναμή σου ο Θεός
με την Ανάσταση’’».

Οίκος Θ΄

Οὕτως Ἰωνὰν τριταῖον τὸ κῆτος ἐξήμεσε

«Καταπώς έβγαλε απ΄ τα σπλάγχνα του τον Ιωνά το κήτος
σε τρεις ημέρες
έτσι κι εγώ τώρα από μέσα μου θα βγάλω τον Χριστό
και τους δικούς του όλους.
Γιατί ’ναι η γενιά του Αδάμ της τιμωρίας μου αιτία».
Τούτα ο Άδης βόγγαγε με στεναγμούς, με θρήνους:
«Του Αδάμ τα λόγια που άκουγα, τοις μετρητοίς δεν πήρα
φούσκωνα και καυχιόμουνα φωνάζοντας
‘’κανείς δεν με υποτάσσει’’.
Κι αν ήμουν άρχοντας , πρωτύτερα, των πάντων,
τώρα τους πάντες έχασα
με περιπαίζουν και μου λένε:
‘’ Άδη και πού ’ναι η νίκη σου
πού να ’ναι η δύναμή σου;
Θρύψαλλα σ’ έκανε ο Θεός
με την Ανάσταση’’».

Οίκος Ι΄

Ὑψηλήν ἰσχύν σου Χριστός ἐλθὼν ἐταπείνωσεν

«Περήφανή σου η δύναμη αλλά ο Χριστός ερχόμενος
την έκανε κομμάτια,
σαν πήρε την μορφή μου ολόκληρη το ΄βαλες στην τρεχάλα.
Με αίμα τίμιο τώρα εγώ εξαγοράστηκα.
Απ’ την φθορά με απάλλαξε ο δίχως την φθορά.
Όπου το βλέμμα σου αν στραφεί, παντού τριγύρω βλέπεις
τάφους να χάσκουν αδειανοί, γυμνός κι άχαρος μένεις.
Πού πήγαν τα κλειδιά σου, δύστυχε;
Κατέβηκε ο γλυκύς μου Ιησούς, σου τά’κανε συντρίμμια.
Άδη και πού’ναι η νίκη σου, πού να’ναι η δύναμή σου;
Την δύναμή σου την κατάλυσε ο Θεός
με την Ανάσταση».

Οίκος ΙΑ΄

Ὕψωσέ με ἐν οὐρανοῖς ὁ σὲ τροπωσάμενος

«Στους ουρανούς με ύψωσε ο νικητής του κράτους σου.
Σύνθρονός του είμαι, το λοιπόν, όχι αιχμάλωτός σου.
Επήρε το κορμί μου, το ξανάνοιωσε
το καμε αθάνατο και σύνθρονο.
Μαζί του αναστήθηκα, μαζί του θα ’μαι βασιλιάς.
Τέρμα η εξουσία σου εγώ ’μαι ο κύριός σου.
Τώρα απάνω βρίσκεται το ενέχυρο και το γραμμάτιό μου,
κι εσύ κάτω στα τάρταρα απ’ όλους πατημένος,
όσοι χαρούμενα κραυγάζουν:
«Άδη και πού ’ναι η νίκη σου, πού να ’ναι η δύναμή σου;
Σκόνη στον άνεμο έλυωσε ο Θεός την δύναμή σου
με την Ανάσταση».