Σύννεφο μὲ παντελόνια
Τὴν σκέψη
στὸ πλαδαρὸ μυαλό σας ποὺ ὀνειρεύεται,
σὰν ὑπηρέτης λαίμαργος σὲ καναπὲ λιγδιάρικο
μὲ τὴν καρδιὰ κουρέλι ματωμένο θὰ ἐρεθίσω·
χορταστικὰ χλευαστικός, ξεδιάντροπος καὶ καυστικός.
Οὔτε μιὰ γκρίζα τρίχα δὲν ἔχω στὴν ψυχή,
μήτε τῶν γηρατειῶν τὴν στοργή!
Μέγας ὁ κόσμος μὲ τῆς φωνῆς τὴ δύναμη
ἔρχομ᾿ ὄμορφος,
στὰ εἰκοσιδυό μου χρόνια.
Τρυφεροί μου!
Ἀφῆστε τὸν ἔρωτα στὰ βιολιά.
Εἶναι βάρβαρο στὰ τύμπανα νὰ μένει.
Καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ φέρετε τὰ πάνω κάτω ὅπως ἐγώ,
ὥστε νὰ μείνουν μόνο τὰ χείλη.
Ἐλᾶτε νὰ μάθετε -
ἀπ᾿ τὸ βελούδινο σαλόνι
τοῦ τάγματος τῶν ἀρχαγγέλων τὸ πρωτόκολλο
ποὺ ἤρεμα τὰ χείλη ξεφυλλίζει
ὅπως ἡ μαγείρισσα τὸ βιβλίο τῶν συνταγῶν.
Πηγαίνετε -
Ἡ σάρκα πάει νὰ μὲ τρελάνει
-κι ὅπως ἀλλάζει χρῶμα ὁ οὐρανός-
Πηγαίνετε -
θὰ εἶμαι ἄψογα τρυφερός,
δὲν εἶμαι ἄντρας ἐγώ, εἶμαι ἕνα σύννεφο μὲ παντελόνια!
Πὼς ἡ ὁλάνθιστη Νίκαια ὑπάρχει δὲν πιστεύω!
Καὶ πάλι θὰ ὑμνήσω
τοὺς ἀραχτοὺς σὰ νοσοκομεῖα ἄντρες
καὶ τὶς παλιὲς σὰν παροιμίες γυναῖκες.
Ποίημα ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Σύννεφο μὲ παντελόνια»,
Εἰσ.-μτφρ.: Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, ἐκδόσεις Ἁρμός, 2008
|