Τὸ ἀηδονάκι
Μέσα στὸ δάσος περπατῶ
κι ἀκούω τὰ πουλάκια.
Κάθε κλωνὶ
καὶ μιὰ φωνή,
σὲ κάθε δένδρο μουσικὴ
χαρὲς καὶ τραγουδάκια.
Μὰ ἐκεῖ ποὺ ἄλλα τραγουδοῦν
κι ἄλλα κρατοῦν τὸ ἴσο,
ἕνα πουλί,
μικρὸ λαλεῖ
σὰ νὰ τοὺς λέει: «Σωπᾶστε σεῖς!
Ἐγὼ θὰ τραγουδήσω!»
Σωπάσαν ὅλα... Τὸ μικρὸ
πουλὶ τ᾿ ἀποστομώνει.
Εἶχαν λαλιὰ
τ᾿ ἄλλα πουλιά,
μὰ ἕνα ἦταν μοναχὸ
ἀπ᾿ ὅλα τους τ᾿ ἀηδόνι.
|
Τὸ ἐκκλησάκι
Εἰς τὸ βουνὸ ψηλὰ ἐκεῖ
εἶν᾿ ἐκκλησιὰ ἐρημική,
τὸ σήμαντρό της δὲ χτυπᾶ,
δὲν ἔχει ψάλτη οὔτε παπά.
Ἕνα καντήλι θαμπερὸ
καὶ ἕναν πέτρινο σταυρὸ
ἔχει στολίδι μοναχὸ
τὸ ἐκκλησάκι τὸ φτωχό.
Ἀλλ᾿ ὁ διαβάτης σὰν περνᾶ
στέκεται καὶ τὸ προσκυνᾶ
καὶ μὲ εὐλάβεια πολλὴ
τὸν ἄσπρο του σταυρὸ φιλεῖ.
Ἐπάνω στὸ σταυρὸ ἐκεῖ
εἶναι εἰκόνα μυστικὴ
μ᾿ αἷμα τὴν ἔγραψε ὁ Θεὸς
καὶ τὴν λατρεύει ὁ λαός.
|
Ἡ γῆ τῆς Ἑλλάδος
Ξεύρεις τὴν γῆ ποὐ ἀνθεῖ
φαιδρὰ πορτοκαλέα
καὶ κοκκινίζει ἡ σταφυλὴ
καὶ θάλλει ἡ ἐλαία;
Ὦ! δὲν τὴν ἀγνοεῖ κανείς,
εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς.
Ξεύρεις τὴν γῆ, ἥτις παντοῦ
μὲ αἵματα ἐβάφη,
ὁποῦ κοιλάδες καὶ βουνὰ
εἶναι τυράννων τάφοι;
Ὦ! δὲν τὴν ἀγνοεῖ κανείς,
εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς.
Γῆ μήτηρ παλαιῶν θεῶν
καὶ νέων ἡμιθέων
γῆ ἀναμνήσεων κλεινῶν
καὶ γῆ ἐλπίδων νέων
Ὦ! δὲν τὴν ἀγνοεῖ κανείς,
εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς.
|
Φύσα ἀγεράκι
Φύσα ἀγεράκι γλυκὰ στὸ πανί μου,
γλύστρα βαρκούλα στὰ κρύα νερά.
Νύχτωσε, καὶ μὲ προσμένει ἡ καλή μου.
Φύσα ἀγεράκι, καὶ δός μου φτερά.
Φεύγουν τ᾿ ἀστέρια ζευγάρι ζευγάρι
στὸ ζαφειρένιο βαθὺν οὐρανὸ
καὶ ντροπαλὸ τ᾿ ἀσημένιο φεγγάρι
ἀπὸ τὸ μαῦρο προβάλλει βουνό.
Σώπασ᾿ ὁ γρύλλος, τ᾿ ἀηδόνι λουφάζει,
μόνο ἡ καλή μου γιὰ μὲ ἀγρυπνεῖ
καὶ ἡ καρδιά της σιγὰ μὲ φωνάζει
καὶ ἡ ψυχή της γιὰ μένα πονεῖ.
Πέτα, βαρκούλα μου, φύσα ἀγεράκι,
φτάσαμε, φάνηκ᾿ ἡ ἀκρογιαλιά.
Φάνηκε, νάτο, τὸ ἄσπρο νησάκι
καὶ ἡ γλυκειὰ θὰ φανεῖ ἀγκαλιά.
|