Ὁ Κωνσταντῖνος Τασόπουλος ὑπῆρξε διακεκριμένος καλλίφωνος πρωτοψάλτης, καθηγητής Βυζαντινῆς Μουσικῆς καὶ χοράρχης. Σημαντικὴ προσωπικότητα στὸν ψαλτικὸ χῶρο τῆς σύγχρονης ἐποχῆς. Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Μερτίδι Αἰγίου τὸ 1923 καὶ σπούδασε Βυζαντινὴ Μουσικὴ στὴν Ἀθήνα. Πρῶτος του δάσκαλος διετέλεσε ὁ ἱεροδιάκονος τοῦ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἀθηνῶν Χρυσόστομος (1937) ἀπὸ τὸν ὁποῖο διδάχτηκε τὰ πρῶτα στοιχεῖα της Βυζ. Μουσικῆς. Στὴ συνέχεια φοίτησε στὸ Ὠδεῖο Ἀθηνῶν καὶ στὸ Ὠδεῖο Πειραιῶς μὲ δάσκαλο τὸν καθηγητὴ Ἰωάννη Μαργαζιώτη καὶ ἔλαβε πτυχίο Ἱεροψάλτη μὲ «Ἄριστα».
Στὴ συνέχεια ἔλαβε δίπλωμα Βυζ. Μουσικῆς ἀπὸ τὸ ἴδιο Ὠδεῖο καὶ δίπλωμα μουσικοδιδασκάλου ἀπὸ τὸ Ἀπολλώνιο Ὠδεῖο, ἀμφότερα μὲ βαθμὸ «Ἄριστα». Ἐπὶ πλέον μαθήτευσε ἐπὶ ἕνα ἔτος καὶ κατ᾿ ἰδίαν κοντὰ στὸν μεγάλο μουσικοδιδάσκαλο Θεόδωρο Χατζηθεοδώρου τὸν Φωκαέα.
Ἡ ψαλτική του σταδιοδρομία ἀρχίζει τὸ 1939 στὸν Ἅγιο Τρύφωνα Ἀκαδημίας Πλάτωνος. Στὴ συνέχεια ἔψαλε στὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο Κολωνοῦ, στὴν Ἁγία Φωτεινὴ Χαραυγῆς (ἑπτὰ ἔτη), στὸν Ἅγιο Δημήτριο Μπραχαμίου (δύο ἔτη) καὶ στὴν Ἁγία Φωτεινὴ Νέας Σμύρνης γιὰ δέκα ἔτη μέχρι τὸ 1968, ὀπότε ἐγκαταστάθηκε στὴν Τρίπολη Ἀρκαδίας, ὅπου ἔψαλε στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου μέχρι τὸ 1979 (ἕνδεκα ἔτη). Τότε ἐπιστρέφει γιὰ μόνιμη ἐγκατάσταση στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του τὸ Αἴγιον, ὁπότε καὶ ἀναλαμβάνει πρωτοψάλτης στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ἕως τὸ 1985. Στὴ συνέχεια, ἀπὸ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1991 λάμπρυνε μὲ τὴ μεγαλόπρεπη καὶ ἱεροπρεπὴ ψαλμωδία του, ὡς πρωτοψάλτης, τὸ ἱερὸ ἀναλόγιο των Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Αἰγίου, μέχρι τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2004, ὁπότε ἀποχώρησε ἀπὸ την ἐνεργὸ δράση λόγω ἐπιδείνωσης τῆς ἤδη κλονισμένης ὑγείας του.
Ὠς καθηγητὴς καὶ μουσικοδιδάσκαλος δίδαξε τὴν Βυζ. Μουσικὴ σὲ ἐκατοντάδες μαθητῶν του, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶναι σήμερα πρωτοψάλτες καὶ λαμπαδάριοι σὲ διάφορες πόλεις της Ἑλλάδας ἐνῷ ἀρκετοὶ ἔχουν ἀναδειχθεῖ καὶ διαπρέπουν ὡς μουσικοδιδάσκαλοι στὴν Πρωτοβάθμια καὶ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση καὶ σὲ Σχολὲς Βυζ. Μουσικῆς. Τὸ 1968 ἵδρυσε καὶ λειτούργησε Σχολὴ Βυζ. Μουσικῆς στὴν Τρίπολη (1968-79) καὶ τὸ 1970 ὅμοια Σχολὴ στὴ Σπάρτη (1970-79). Τὸ 1979, μὲ τὴν ἐγκατάστασή του στὸ Αἴγιο, ἵδρυσε Σχολή, την ὁποία λειτούργησε μέχρι τὸ 1992. Οἱ Σχολὲς αὐτὲς ἀποτέλεσαν τὸ φυτώριο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεπήδησε πλειάδα πτυχιούχων καὶ διπλωματούχων μαθητῶν του.
Διετέλεσε μέλος τοῦ Δ.Σ. τοῦ Πανελληνίου Συνδέσμου Ἱεροψαλτῶν στὴν Ἀθήνα, καθώς καὶ Ἀντιπρόεδρος στὸ Δ.Σ. τοῦ Συλλόγου Φίλων Βυζαντινῆς Μουσικῆς Αἰγιαλείας καὶ μέλος στὸ Δ.Σ. τοῦ Συλλόγου Ἱεροψαλτῶν Αἰγίου.
Καλλίφωνος ψαλμωδός, μὲ σπάνια ἐντυπωσιακὴ ὑψιφωνία καὶ πλούσια μελῳδικὴ φωνή, ἡ ὁποία ἀπὸ πολλοὺς ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς μοναδικὴ καὶ ἄφθαστη, ἄφησε ἐποχή, σὲ πανελλήνια κλίμακα, μὲ τὶς ὡραῖες ἀνεπανάληπτες ψαλμωδίες του. Παρέμεινε ἀταλάντευτα προσηλωμένος στὰ κλασσικὰ βυζαντινὰ μαθήματα τῶν μεγάλων μελουργῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ ὁποῖα διατήρησε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἡ μεγάλη δύναμη τῆς λειτουργικῆς μας παράδοσης, διακρίθηκε γιὰ τὴν πιστότητα, τὴν ἀγάπη καὶ τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ ἑρμηνείας τους.
Ἡ μεγάλη καὶ ἀξιοσήμαντη σὲ ποιότητα προσφορά του στὴν ἱερὴ ψαλτική μας τέχνη, τόσο ὡς πρωτοψάλτης, ὅσο καὶ ὡς μουσικοδιδάσκαλος, ἐπάξια τὸν ἐνέταξε στὶς κορυφαῖες θέσεις τῆς ἱεροψαλτικῆς ἱεραρχίας. Γιὰ τὴν προσφορά του αὐτὴ εἶχε λάβει πολλές τιμητικές διακρίσεις ἀπὸ διαφόρους φορεῖς, ὅπως καὶ ἀπὸ τοὺς δύο Συλλόγους τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας του, τὸ Σύλλογο Ἱεροψαλτῶν καὶ τὸ Σύλλογο Φίλων Βυζαντινῆς Μουσικῆς. Ἰδιαίτερα ἡ παρουσία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ πρωτοψάλτη καὶ μουσικοδιδασκάλου στὸ Αἴγιον τὶς τελευταῖες δεκαετίες ὑπῆρξε πολὺ εὐεργετικὴ καὶ πολύτιμη γιὰ την καλλιέργεια τῆς ψαλτικῆς τέχνης στὴν περιοχὴ καὶ ἄφησε ἀνεξίτηλα τὰ ἴχνη του μὲ τὶς πλούσιες παρακαταθῆκες του γιὰ τοὺς ἐπιγενομένους.
Σπουδαῖος ἄνθρωπος μὲ ἐξαίρετο ἦθος καὶ ἀπαράμιλλη ἀρετή, εὔχαρις καὶ πολὺ ἀγαπητὸς σὲ ὅλους, μὲ τὸ χαμόγελο πάντα στὰ χείλη, εὐφυολόγος καὶ διασκεδαστικὸς μὲ τοὺς φίλους σὲ κάθε περίσταση, ἀκόμη καὶ κατὰ τὴ μεγάλη περίοδο τῆς σκληρῆς δοκιμασίας μὲ τὴν ὑγεία του, ὑπῆρξε ὑπόδειγμα ταπεινοφροσύνης καὶ ψυχικῆς καλλιέργειας. Γι᾿ αὐτὸ ἀπολάμβανε καὶ ἔχαιρε τῆς ἐκτίμησης καὶ τῆς ἀγάπης ὅλων τῶν ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα πολυπληθῶν φίλων του καὶ μαθητῶν του.
Ἦταν ἔγγαμος μὲ τὴν προσφιλεστάτη μακαριστὴ Θεοδώρα Ἀβράμη (†2002). Ὁ υἱός του Ἀνδρέας, διάδοχος τοῦ πατέρα του ὡς πρωτοψάλτης τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Αἰγίου καὶ μουσικοδιδάσκαλος Βυζαντινῆς καὶ Εὐρωπαϊκῆς Μουσικῆς, συνεχίζει ἐπαξίως τὴν μουσικὴ οἰκογενειακὴ παράδοση.
Στὶς 29 Ἀπριλίου 2005, ἀνήμερα τὴν Μεγάλη Παρασκευή, ὁ μεγάλος πρωτοψάλτης, ὁ καλλικέλαδος ψαλμῳδός, ποὺ τὰ οὐράνια καὶ ὑπερουράνια τὸν γοήτευαν καὶ τὸν συνέπαιρναν καὶ τὸν ἔκαναν νὰ ἀναλαμβάνει τὶς ἠχητικὲς πτέρυγές του καὶ νὰ φτερουγίζει μὲ τὸ σπάνιο φωνητικό του τάλαντο, στὰ ὕψη, νὰ φθάσει, θαρρεῖς, στὰ κράσπεδα τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Θεοῦ, ὁ Κώστας Τασόπουλος, παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Ἡ ἄϋλη ψυχή του ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια γιὰ νὰ ἀκολουθήσει την ἐλπιδοφόρα πορεία πρὸς τὴν ἄπειρη αἰωνιότητα καὶ νὰ ἀπολαύσει πλέον «τὸν τῆς δικαιοσύνης ἔπαινον».
[Πηγή: Φίλιππος Οἰκονόμου]
Ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω
(CD-Audio)
Τὸν Μάρτιο 2007, ὁλοκληρώθηκε ἡ ἐπεξεργασία μαγνητοφωνήσεων τοῦ μακαριστοῦ πρωτοψάλτου Κωνσταντίνου Τασοπούλου. Κυκλοφόρησε σὲ cd, μὲ τίτλο: Ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω, ἠχογραφήσεις στὸ ἀναλόγιο. Ἐπιμέλεια, παραγωγή: Ἀνδρέας
Κ. Τασόπουλος, akt#at#in.gr |
|