Ἡ Ἑλληνικὴ Ὑμνογραφία, ὡς σύμφυτο καὶ ὁμοούσιο δίδυμο ἐκπόρευμα, τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας γεννήθηκε τὸ ἴδιο βράδυ μὲ τὸν Χριστό, ἐκεῖ στὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, καὶ εἶναι ἀγγελόγονη. Ὁ πρῶτος στίχος τῆς ὑμνογραφίας εἶναι ὁ ὕμνος ποὺ ἔψαλαν oι ἄγγελοι, «πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου», καὶ εὐαγγελίστηκαν στοὺς ἀγραυλοῦντες ποιμένες τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, «αἰνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ λέγοντες· Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2, 13-14). Ἀπὸ τότε μέχρι καὶ σήμερα ἡ Ὑμνογραφία, ντυμένη πάντοτε μὲ τὸν τίμιο χιτῶνα τῆς Ἑλληνικῆς, πάλι, Ψαλτικῆς, εἶναι ὁ παλμὸς τῆς καρδιᾶς τῆς Ἐκκλησίας, κυριολεκτικὰ ἡ ἀνάσα τῆς θείας λατρείας. Εἶναι φυσικὸ ὅτι ἡ διαμόρφωση τῆς πέρασε ἀπὸ διάφορα στάδια, σὲ συνάρτηση καὶ μὲ ἱστορικούς, θεολογικοὺς καὶ τελετουργικοὺς παράγοντες, μέχρι νὰ φτάσει στὸ ἀποκορύφωμά της καὶ καθιερωθεῖ μὲ τὶς συγκεκριμένες τέλειες μορφές της, δηλαδὴ τὰ μονόστροφα Ἰδιόμελα καὶ Αὐτόμελα (ἀπ᾿ τὸν ε´ - ς´ αἰ. καὶ ἑξῆς) καὶ τὰ πολύστροφα καὶ θαυμαστὰ βυζαντινὰ ὑμνογραφικὰ εἴδη, τὸ Κοντάκιο (ἀκμὴ στ´ - η´ αἰῶνες) καὶ τὸν Κανόνα (ἀκμὴ ζ´ - ι´ αἰ.).
Ἡ Ἑλληνικὴ Μουσική, ὡς Ψαλτικὴ Τέχνη στὸν Ἑλληνορθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, n ὡς Βυζαντινὴ Μουσική, ἀκόμα καὶ ὡς Βυζαντινὸν Μέλος, - σὲ σχέση καὶ ἀντιστοιχία μὲ τὸ Ἀμβροσιανὸν Μέλος, Γρηγοριανὸν Μέλος, Μοζαραβικὸν Μέλος στὴ λατρεία τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ κόσμου -, διακρίνεται σὲ δυὸ βασικὲς περιόδους. Ἡ μία εἶναι ἡ προσημειογραφικὴ περίοδος, ἀπὸ τὸν πρῶτο χριστιανικὸ μέχρι τὸν 10ο αἰῶνα, καὶ ἡ ἄλλη εἶναι ἡ σημειογραφικὴ περίοδος, ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος μέχρι σήμερα. Ἔχουμε δηλαδὴ αὐτὴν τὴν χριστιανικὴ δισχιλιετία χωρισμένη ἀκριβῶς στὰ δυό: μία χιλιετία χωρὶς μουσικὴ σημειογραφία καὶ μία ἄλλη χιλιετία μὲ πλῆρες σύστημα μουσικῆς γραφῆς. Τὴν προσημειογραφικὴ περίοδο τὴν προσεγγίζουμε κυρίως μέσα ἀπὸ φιλολογικὲς καὶ πατρολογικὲς πηγὲς καὶ μαρτυρίες. Οἱ πατέρες καὶ οἱ ἱστορικοὶ τῆς Ἐκκλησίας στὰ παντοειδῆ ἔργα τους μιλοῦν γιὰ τὴ μουσική, πάντα σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ τελούμενα στὸ ναό, στὸ χῶρο τῆς λατρείας.
Τὰ κυριώτερα γεγονότα ποὺ συντελέστηκαν αὐτὴν τὴν περίοδο καὶ συνέβαλαν στὴν διαμόρφωση καὶ πλήρη ἀνάπτυξη τῆς λατρείας, καὶ ἀπὸ ἄποψη τύπων καὶ τελετουργίας καὶ ἀπὸ ἄποψη τῆς ποικίλης καὶ παντοειδοῦς ὑμνολογίας, εἶναι τὰ ἀκόλουθα.
Πρῶτο καὶ ἀποφασιστικό, ἡ ἐμφάνιση καὶ παγίωση τῆς Ὀκτωήχου, ἑνὸς συστήματος δηλαδὴ ὀκτὼ ἤχων, ποὺ ὑπῆρξε, λίγο πολὺ ἀπότοκο τῶν τρόπων τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Μουσικῆς. Ἡ ὀκτωηχία, ὡς σύστημα σχέσεων τῶν ἤχων καὶ ὁμάδων τροπαρίων, ἦταν γνωστὴ ἀπ᾿ τὸν καιρὸ τοῦ Σεβήρου Ἀντιοχείας (512 - 519). Ἀποκρυσταλλώθηκε ὅμως καὶ καθιερώθηκε αὐτὸς ὁ κύκλος τῶν ὀκτὼ ἑβδομάδων μὲ τὴν Ὀκτώηχο τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ (†754) γιὰ τὴν ὕμνηση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Δεύτερο, ἡ ἐμφάνιση τῆς ἐκφωνητικῆς σημειογραφίας, γύρω στὸν ς´ αἰῶνα. Τὸν η´ αἰῶνα ἔχουμε σαφῆ δείγματα τῆς ἐκφωνητικῆς σημειογραφίας, ποὺ γνωρίζει τὴν μεγάλη ἀκμή της στοὺς θ´, ι´, ια´ καὶ ιβ´ αἰ.
Τρίτο, ἡ παράδοση τοῦ πρώτου, τοῦ ἀρχαιοτέρου Εὐχολογίου τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀνάγεται στὰ τέλη του η´ ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ θ´ αἰῶνος. Εἶναι ἕνας ἑλληνικὸς κώδικας, ὁ κώδικας 336 τῆς συλλογῆς Μπαρμπερίνι στὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἀπαρχή, λίγο πολύ, τῆς κωδικοποιήσεως τῶν λατρευτικῶν διατάξεων.
Τέταρτο, ἡ διαμόρφωση δυὸ κύκλων Ἀκολουθιῶν: δηλαδὴ τὰ ἑπτὰ Μυστήρια καὶ oι ἑπτὰ Ἀκολουθίες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ νυχθημέρου (Ἑσπερινός, Μεσονυκτικό, Ὄρθρος, καὶ ἡ Α´, Γ´, ΣΤ´ καὶ Θ´ Ὥρα). Καὶ πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι στὰ Μυστήρια ὑπάρχουν πολλὲς εὐχές, πολὺς εὐχητικὸς λόγος, καὶ λίγο ψάλσιμο, πολὺ λίγη μουσική. Στὶς Ἀκολουθίες, ἀντίθετα, ἔχουμε λίγες εὐχὲς καὶ πολλὴ μουσική. Ἑπομένως, τὴν ἐκκλησιαστικὴ ποικίλη μουσικὴ μποροῦμε νὰ τὴ βροῦμε στὶς Ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου καὶ ἰδιαίτερα στὸν Ἑσπερινὸ καὶ στὸν Ὄρθρο.
Πέμπτο, ἡ διαμόρφωση καὶ ὕπαρξη δυὸ Τυπικῶν γιὰ τὴν τέλεση τῶν Ἀκολουθιῶν. Τὸ λεγόμενο Κοσμικὸ ἢ ᾈσματικὸ Τυπικὸ γιὰ τὶς ἐκκλησίες καὶ τὶς ἐνορίες τοῦ κόσμου, καὶ τὸ λεγόμενο Μοναστικὸ ἢ Μοναχικὸ Τυπικὸ γιὰ τοὺς ναοὺς τῶν μοναστηριῶν, τὰ μετόχια τους καὶ τοὺς μοναχούς. Τὸ Κοσμικὸ Τυπικὸ προέβλεπε καὶ ὅριζε κατανομὴ τῶν ψαλμῶν τοῦ Δαβὶδ σὲ ὁμάδες Ἀντιφώνων καὶ προφορά τους μὲ μουσικὴ ἐπένδυση. Τὸ Μοναστικὸ Τυπικό, ποὺ ἰσχύει ἀπὸ τὸν ιγ´ αἰ. μέχρι σήμερα, περιλαμβάνει μία πολλαπλότητα στοιχείων: δεήσεις, εὐχές, ψαλμούς, βιβλικὰ ἀναγνώσματα καὶ πολλὰ παντοειδῆ καὶ ποικιλώνυμα τροπάρια. Αὐτὴ ἡ μεγάλη ποικιλία τῶν ὕμνων ὁδήγησε στὴ μεγάλη ἄνθηση τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης, τῆς Ἑλληνικῆς Μουσικῆς Τέχνης.
Ἡ καταγραφὴ τῆς ὑμνολογίας μὲ σημειογραφία καὶ ἡ παράδοσή της μὲ χειρόγραφους κώδικες ἀρχίζει στὰ μέσα του ι´ αἰῶνος ἢ καὶ λίγο νωρίτερα. Ἡ σημειογραφία ἢ σημαδογραφία ἢ παρασημαντικὴ εἶναι ἀποκύημα τοῦ βυζαντινοῦ πνεύματος καὶ πολιτισμοῦ καὶ εἶναι ἕνα σοφὸ σύστημα, στὴν κυριολεξία ἕνα ἠχητικὸ ἀλφάβητο, ἀπότοκό του ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου τῶν γραμμάτων, γιὰ τὴν τέλεια ἔκφραση τῆς μονοφωνικῆς λογικῆς μουσικῆς. Τὰ σημάδια ἢ σημαδόφωνα, ὡς ἡ τέλεια μουσικὴ ἀνάπτυξη τῶν τόνων καὶ πνευμάτων τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς, παρασημαίνουν καὶ τὶς πιὸ λεπτὲς καὶ μυχιαίτατες ἐκφράσεις τοῦ λόγου, τὸ πάθος τοῦ λόγου, ὅταν αὐτὸς συνεκφέρεται μὲ μέλος. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν τὸ ποιητικὸ κείμενο κάτω ἀπ᾿ τὰ σημάδια τῆς σημειογραφίας εἶναι ἄτονο· μὲ ἄλλες λέξεις, ἡ διπλὴ παράλληλη γραφικὴ παράσταση τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων τοῦ λόγου καὶ τῶν ἑλληνικῶν σημαδιῶν τοῦ μέλους, εἶναι τὸ τελειότερο μελικὸ ἀλφάβητο τῆς οἰκουμένης, ποὺ ὁ Θεὸς εὐδόκησε νὰ ἐπινοηθῇ καὶ ἀναπτυχθῇ ἀπ᾿ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα.
Ἀπ᾿ τὴ φανέρωσή της (μέσα ι´ αἰ.) μέχρι σήμερα ἡ βυζαντινὴ σημειογραφία πέρασε ἀπὸ τέσσερα στάδια ἐξελίξεως, ποὺ ὁρίζουν τὶς τέσσερεις περιόδους της. Καὶ τὴν ἐξέλιξη καὶ τὸν προσδιορισμὸ τῶν περιόδων δὲν τὰ ὁρίζουν ἱστορικὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ συμβαίνουν κοντὰ στὶς ἀλλαγὲς τῆς σημειογραφίας καὶ νὰ τὶς ἐπηρεάζουν, ἀλλὰ ἐσωτερικὲς διεργασίες καὶ ἐσωτερικὰ κριτήρια τῆς σημειογραφίας. Τέτοια στοιχεῖα ἀπαραίτητα καὶ ἀδιάσειστα εἶναι τέσσερα: α) ἡ ἐμφάνιση καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν σημαδιῶν, β) ἡ ἐνέργεια τῶν σημαδιῶν, γ) ἡ ἀχρήστευση καὶ ἡ βαθμιαία ἐξαφάνιση κάποιων σημαδιῶν, καὶ δ) ἡ μεταγραφὴ τοῦ σχήματος κάποιων σημαδιῶν, ἀλλὰ κυρίως τοῦ μέλους τῆς σημειογραφίας.
Ὅταν συμβαίνει ἔστω καὶ ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἀφοριστικὰ στοιχεῖα κάποια χρονικὴ περίοδο καὶ παγιώνεται, μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ἀλλαγὴ περιόδων στὴν παράδοση τῆς σημειογραφίας.
Ἔτσι διακρίνονται:
Α) ἡ «πρώιμη βυζαντινὴ σημειογραφία» (μέσα ι´ αἰῶνος ἕως 1177).
Β) ἡ «μέση πλήρης βυζαντινὴ σημειογραφία» (1177 ἕως 1670 περίπου).
Γ) ἡ «μεταβυζαντινὴ ἐξηγητικὴ σημειογραφία» (1670 περίπου ἕως 1814), καὶ
Δ) ἡ «ἀναλυτικὴ σημειογραφία τῆς Νέας Μεθόδου» (1814 ἕως σήμερα).
Σ᾿ αὐτὸ τὸ διάστημα τῆς ὑπερχιλιετίας γράφτηκαν πάνω ἀπὸ 7.000 (τόσοι περίπου εἶναι γνωστοί) μουσικοὶ κώδικες, μεμβράνινοι καὶ χαρτῶοι, ἀπ᾿ τοὺς ἴδιους τοὺς μελουργούς, -βυζαντινοὺς καὶ μεταβυζαντινούς-, ποὺ oι περισσότεροι ἦταν καὶ καλλιτέχνες κωδικογράφοι.
Οἱ κώδικες αὐτοὶ ἀποτελοῦν ἕναν ἀρίφνητο μουσικὸ πλοῦτο τῆς νυχθήμερης ἀκολουθίας, περιέχουν μελοποιήματα ἀναφερόμενα σὲ ὅλα τὰ γένη καὶ εἴδη τῆς μελοποιίας καὶ παραδίδουν τὰ «ποιήματα» χιλίων περίπου βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν μελουργῶν, τῶν μεγάλων ἑλλήνων μελουργῶν, ἀπ᾿ τοὺς ὁποίους οἱ ἑκατό, τουλάχιστον, εἶναι κορυφαῖοι δημιουργοὶ καὶ μεγάλα πνεύματα τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν τῶν χειρογράφων γράφτηκε μὲ μία προϊοῦσα αὔξηση. Πολλὰ σχετικὰ χειρόγραφα γράφτηκαν τὸν ιδ´ - ιε´ αἰώνα καὶ πάμπολλα - ὁ διπλάσιος σχεδὸν ἀριθμὸς - τὸν ιζ´ καὶ ιη´ αἰῶνα.
Τὰ δημιουργήματα τῆς βυζαντινῆς καὶ μεταβυζαντινῆς μελοποιίας διακρίνονται σὲ τρία μεγάλα Γένη : α) τὸ Παπαδικὸ Γένος μελῶν, τὸ ὁποῖο ἀναπτύχθηκε πάνω στὴν ψαλμικὴ ποίηση τοῦ Δαβίδ, καὶ ἀφορᾷ στὰ σταθερὰ μέρη τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς νυχθήμερης ᾀσματικῆς πράξεως, β) τὸ Στιχηραρικὸ Γένος, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὸ μουσικὸ ἔνδυμα τῶν στιχηρῶν Ἰδιομέλων, καὶ γ) τὸ Εἱρμολογικὸ Γένος, ποὺ καὶ αὐτὸ ὀφείλει τὴν ὀνομασία τοῦ στὸ λειτουργικὸ βιβλίο Εἱρμολόγιο. Τὸ Εἱρμολόγιο περιέχει τοὺς εἱρμούς, τὰ πρῶτα τροπάρια - πρότυπα τῶν ἐννέα ᾠδῶν, τοῦ ποιητικοῦ βυζαντινοῦ εἴδους «Κανών» καὶ τὰ αὐτόμελα τροπάρια.
Τὸ περιεχόμενο τῶν χειρογράφων της βυζαντινῆς καὶ μεταβυζαντινῆς μελοποιίας εἶναι ποικίλο καὶ ποικιλώνυμο καὶ ἀναφέρεται στὰ τρία γένη τῆς μελοποιίας, δηλαδὴ τὸ Παπαδικό, τὸ Στιχηραρικὸ καὶ τὸ Εἱρμολογικό. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ Γένη μελῶν διακρίνονται σὲ διάφορα εἴδη, ἀνάλογα μὲ τὴν μελικὴ ἀνάπτυξη τῶν νοημάτων καὶ ἀνάλογα μὲ τὸ ὕφος, ποὺ ἐπικρατοῦσε κατὰ ἐποχὲς καὶ κατὰ τόπους. Στὴν ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν τῆς μελοποιίας καταγράφεται καὶ ἡ συμβολὴ τῶν μεγάλων μελουργῶν, ποὺ ἐπέβαλαν αὐτὴν ἢ τὴν ἄλλη ἐξέλιξη, πάντοτε μέσα στὶς τελετουργικὲς διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας καὶ μὲ φροντίδα γιὰ «πλείονα καλλωπισμὸν» τῶν λατρευτικῶν ἀκολουθιῶν.
Τὸ κάθε Γένος μέλους ψάλλεται κατὰ τρεῖς βασικοὺς τρόπους, διαφορετικοὺς ὡς πρὸς τὴν ἀνάπτυξη τοῦ μέλους ἢ τὴν μελικὴ μεταχείριση τῆς μελοποιίας: τὸν σύντομο τρόπο, τὸν ἀργὸ καὶ τὸν ἀργὸ καλοφωνικὸ καὶ πιὸ μελισματικὸ τρόπο. Ἡ σύντομη ἢ ἀργὴ μελικὴ μεταχείριση ἂς μὴ συγχέεται μὲ τὴν σύντομη ἢ ἀργὴ χρονικὴ ἀγωγή, τὴν ὁποία ἐπιβάλλει ὁ ψάλτης ἢ ὁ Μαΐστωρ στὸν χορὸ ψαλτῶν. Καὶ ἂν θυμηθοῦμε ἐδῶ ὅτι οἱ ὀκτὼ ἦχοι καὶ τὰ ποικίλα κλαδικὰ μέλῃ ποὺ ἐκπορεύονται ἀπ᾿ τὸν κάθε ἦχο, ἀφοροῦν καὶ στὰ τρία Γένη μελῶν, κατὰ τοὺς τρεῖς βασικοὺς τρόπους ψαλμωδήσεως, εὔκολα μὲ τριπλὸ πολλαπλασιασμὸ μποροῦμε νὰ θαυμάσουμε τὴν πολυποικιλία τῆς βυζαντινῆς καὶ μεταβυζαντινῆς μελοποιίας τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης, καὶ νὰ μακαρίσουμε ὅσους τὴν γνωρίζουν αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ τέχνη, ἀλλὰ καὶ ὅσους τὴν ἀκοῦν καὶ εὐφραίνονται μὲ αὐτή.
Βυζαντινοί: Ἰωάννης Κουκουζέλης (περίπου 1270-1340), Ἰωάννης Γλυκὺς ὁ Πρωτοψάλτης, Νικηφόρος Ἠθικὸς ὁ Δομέστικος, Ξένος Κορώνῃς ὁ Πρωτοψάλτης, Ἰωάννης ὁ Λαμπαδάρης ὁ Κλαδᾶς, (ιε´ αἰ.) Μανουὴλ Λαμπαδάριος ὁ Χρυσαφής, Γρηγόριος Μπούνης ὁ Ἀλυάτης, κ.ἄ.
Μεταβυζαντινοί: (ιζ´ αι.) Γεώργιος Ραιδεστηνὸς ὁ Πρωτοψάλτης, Παναγιώτης Χρυσάφης ὁ νέος, Γερμανὸς Ἀρχιερεὺς Νέων Πατρῶν, Μπαλάσης Ἱερεὺς καὶ Νομοφύλαξ, Πέτρος Μπερεκέτης ὁ Μελῳδὸς - (ιη´ αἰ.) Παναγιώτης Πρωτοψάλτης ὁ Χαλάτζογλου, Ἰωάννης Πρωτοψάλτης ὁ Τραπεζούντιος, Δανιὴλ Πρωτοψάλτης, Πέτρος Λαμπαδάριος ὁ Πελοποννήσιος, Ἰάκωβος Πρωτοψάλτης ὁ Βυζάντιος, Πέτρος Πρωτοψάλτης ὁ Βυζάντιος - (ιθ´ αἰ.) Γρηγόριος Πρωτοψάλτης ὁ Βυζάντιος, Χουρμούζιος Χαρτοφύλαξ, Κωνσταντῖνος Πρωτοψάλτης ὁ Βυζάντιος, Θεόδωρος Παπαπαράσχου Φωκαεύς, Ἰωάννης Πρωτοψάλτης, Γεώργιος Πρωτοψάλτης ὁ Ραιδεστηνὸς Β´, Ἰάκωβος Ναυπλιώτης Πρωτοψάλτης, κ.ἄ.