Καθημερινή, ~1993.
Μόνο προσφάτως ἔχομε ἀποδεχθεῖ τὴν παρουσίαση βυζαντινῆς - θρησκευτικῆς -λειτουργικῆς ἢ ὄχι- μουσικῆς σὲ χώρους ἀμιγῶς κοσμικούς. Ξεπερνώντας τὶς ὁριοθετήσεις καὶ τὰ στεγανὰ τῶν ἡμερῶν μας, δίδεται ὅλο καὶ περισσότερο ἡ εὐκαιρία νὰ γνωρίσει καὶ νὰ ἐκτιμήσει κανεὶς ἀπὸ μουσικὴ ἄποψη τὰ ἔργα μίας κοινωνίας ποὺ δὲν ἔθετε αὐστηρὰ διαχωριστικὲς γραμμὲς ἀνάμεσα στὸ θρησκευτικὸ καὶ τὸν κοσμικὸ βίο.
Ἔχουν εἰσαχθεῖ νέα ἀκουστικὰ ἤθη στὸ χῶρο τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς. Ἐπιτρέπεται στὸ ἀκροατήριο ἡ προσέγγιση τοῦ ρεπερτορίου μέσα ἀπὸ δρόμους ἀνεξάρτητους ἀπὸ αὐτοὺς τῆς θρησκευτικῆς πίστεως, ἀποκαλύπτει μὲ σαφῆ τρόπο τὰ χαρακτηριστικὰ ἑνὸς πλήρους μουσικοῦ πολιτισμοῦ, μὲ ξεχωριστὸ ἦθος, φιλοσοφικὴ θέση καὶ θεωρητικὲς μουσικὲς κι αἰσθητικὲς ἀναζητήσεις.
Ἀναφερόμενοι στὶς μὴ ἀπομνημονεύσιμες, ἀτέλειωτες μελῳδίες ποὺ δὲν ξεπήδησαν ὡς ἄμεση ἔκφραση μίας ψυχικῆς διαθέσεως, μία φοῦγκα τοῦ Ι. Σ. Μπὰχ κάνοντάς μας νὰ ἀποθαυμάσουμε τὴν ὑπέρ-ὑποκειμενικὴ ὀμορφιὰ τοῦ «εἶναι», θέλει νὰ λησμονήσομε τὶς ψυχικές μας διαθέσεις, τὰ πάθη καὶ τὶς λύπες μας, τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό. Αὐτὸ ἀπηχεῖ μὲ τὴν ἴδια εὐστοχία τὸ περιεχόμενο τοῦ εἴδους τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς ποὺ ἔχει ὡς χαρακτηριστικὸ τὴ συνάντηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου μὲ τὸν κοσμικό. Ὁ ἦχος εἶναι ὁμοιογενὴς καὶ πειθαρχημένος, πλούσιος σὲ ἀποχρώσεις δυναμικῆς καὶ συνεχῶς παλλόμενος. Τὸ ὕφος γλυκὺ ἀλλὰ καὶ ρωμαλέο, ἦταν ἀποτέλεσμα μίας ἑρμηνείας μὲ χαρακτηριστικὴ ἔνταση, μαρτυρία τῆς σοβαρότητας μὲ τὴν ὁποία ἀντιμετωπίζει τὸ ἐνασχολούμενο σχῆμα τὴ συμβολή του στὴν ἀποκατάσταση ἑνὸς παρεξηγημένου κόσμου.