Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Béla
Bartók (1881-1945): Κουαρτέττο εγχόρδων αρ. 4, Sz 91
Έχει υποστηριχθεί ότι τα έξι κουαρτέττα εγχόρδων του Bartók συνιστούν την σημαντικότερη συμβολή στην εξέλιξη του είδους μετά τον Beethoven. Το τέταρτο από αυτά αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα συνδυασμού παραδοσιακών δομικών στοιχείων με νεωτερισμούς που αφορούν πρωτίστως στο ηχόχρωμα, ενώ οι αντιστικτικές τεχνικές που βρίσκουν εκτενή εφαρμογή στην ως επί το πλείστον γραμμική ύφανση του έργου δίνουν έμφαση σε μικρά διαστήματα, τα οποία δημιουργούν χαρακτηριστικές διαφωνίες όταν συνηχούν καθέτως. Το έργο γράφηκε μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου του 1928 στην Βουδαπέστη και αφιερώθηκε στα μέλη του περίφημου κουαρτέττου Pro Arte, αν και εκτελέσθηκε για πρώτη φορά από το κουαρτέττο Waldbauer-Kerpely στις 20 Μαρτίου 1929, επίσης στην Βουδαπέστη.
Η αψιδωτή διάταξη των πέντε μερών, με το αργό ως κεντρικό άξονα ολόκληρου του έργου, δύο γρήγορα εξωτερικά μέρη και δύο scherzi στην δεύτερη και την τέταρτη θέση, συμπίπτει μεν με τις καταβολές του είδους (τα 10 divertimenti για κουαρτέττο εγχόρδων, opera 1 και 2, του Haydn), αλλά το γεγονός αυτό δεν οφείλεται σε κάποια νεοκλασσικιστική πρόθεση του συνθέτη. Στην πραγματικότητα, ο Bartók διερευνά ζητήματα συνοχής και κυκλικής οργάνωσης των μερών, αντιστοιχώντας συμμετρικά το πρώτο με το πέμπτο και το δεύτερο με το τέταρτο μέρος ως προς τον χαρακτήρα, την χρονική αγωγή και το μοτιβικό τους υλικό, ενώ το κεντρικό τρίτο μέρος δεν σχετίζεται με κανένα από τα υπόλοιπα.
Το εναρκτήριο Allegro, γραμμένο σε μορφή σονάτας, ανοίγει με ένα μοτιβικό σύμπλεγμα που περιέχει χαρακτηριστικά διάφωνες συνηχήσεις· το σπερματικό αυτό μοτίβο ολόκληρου του έργου παρουσιάζεται αρχικά στο τσέλλο και μετά την παράθεση του σύντομου (και μελωδικότερου) πλαγίου θέματος αναπτύσσεται και μετασχηματίζεται μέχρι την ομοφωνική κατάληξη της έκθεσης. Η επεξεργασία ξεκινά κατά τρόπον ανάλογο της εκθέσεως, αλλά σύντομα επικεντρώνεται στην ανάπτυξη του πλαγίου θέματος σε συνδυασμό με την διαρκή παρουσία μιας φιγούρας που μοιάζει με τρίλλια. Προς το τέλος επανεισάγεται σταδιακώς το σπερματικό μοτίβο και οδηγεί στην επανέκθεση που, χωρίς να διαφοροποιείται σημαντικά σε σχέση με την έκθεση, παρουσιάζει τα βασικά συστατικά της σε πιο συμπυκνωμένη μορφή. Στην coda, εξ άλλου, διευρύνεται κατ’ αρχάς η ομοφωνική κατάληξη της εκθέσεως, για να ακολουθήσει κατόπιν το σπερματικό μοτίβο που βαθμιαία εκτοπίζει κάθε άλλο στοιχείο και επιβάλλεται με μιαν ισχυρή πτωτική χειρονομία.
Το πρώτο από τα δύο scherzi (Prestissimo, con sordino) είναι εξαιρετικά δεξιοτεχνικό και παίζεται καθ’ όλην την διάρκειά του με πνιγείς (sordini). Το κύριο θέμα, που βασίζεται στην χρωματική κλίμακα, παρουσιάζεται πρώτα από την βιόλα και το τσέλλο και έπειτα απαντάται από τα δύο βιολιά, ενώ στην συνέχεια διασπάται και αναπτύσσεται μέχρι την τελική επαναφορά του υπό μορφήν κανόνος. Στην μεσαία ενότητα του μέρους επιβάλλεται ένα νέο θέμα με το χαρακτηριστικό διάστημα της ελαττωμένης τρίτης και μια ρευστή συνοδευτική φιγούρα, η οποία τελικά εξελίσσεται σε glissandi και σε περάσματα δεκάτων-έκτων που εναλλάσσονται με συγχορδίες pizzicato. Στο τέλος επανέρχεται τμήμα της πρώτης ενότητος και τελικά ο ήχος εξαλείφεται κινούμενος προς τα άκρα του ηχητικού φάσματος.
Το αργό τρίτο μέρος (Non troppo lento) προσανατολίζεται προς την εξύφανση της εκάστοτε μελωδικής φωνής υπό την συνοδεία στατικών συνηχήσεων. Το πρώτο θέμα τεκμηριώνει την εθνομουσικολογική εμπειρία του Bartók, ο οποίος χρησιμοποιεί το τσέλλο μιμούμενος την ουγγρική λαϊκή παράδοση σε ύφος απαγγελίας. Ακολουθούν ένα δεύτερο θέμα στο πρώτο βιολί με απομίμηση κελαηδίσματος πουλιού, καθώς και ένας τρίτος οργανικός σκοπός που ανατίθεται στο δεύτερο βιολί και προς το τέλος αναπτύσσει σύντομο διάλογο με την βιόλα. Το μέρος ολοκληρώνεται με σύντομες υπομνήσεις τόσο της πρώτης ιδέας (με μίμηση ανάμεσα στο τσέλλο και στο πρώτο βιολί) όσο και των δύο επομένων σε συνδυασμό.
Το δεύτερο scherzo (Allegretto pizzicato) εκμεταλλεύεται όλους – ακόμη και τους πιο ακραίους – τρόπους νύξεως των χορδών (pizzicati). Το κύριο θέμα είναι ανάλογο εκείνου του δεύτερου μέρους, αλλά διατονικής φύσεως, και αναπτύσσεται ως φουγκάτο. Σε αντιστοιχία με το πρώτο scherzo επίσης, το θέμα της μεσαίας ενότητος προβάλλει το διάστημα της ελαττωμένης τρίτης και ένα ρευστό συνοδευτικό μοτίβο. Στην επαναφορά της πρώτης ενότητος, εξ άλλου, το αρχικό θέμα παρουσιάζεται σε πυκνές μιμήσεις και έπειτα τεμαχίζεται σε ολοένα και μικρότερες φιγούρες που καταλήγουν σε μια συγχορδία.
Το τελικό Allegro molto ξεκινά σαν άγριος ουγγρικός χορός, με επιβλητικές συγχορδίες και ασύμμετρους τονισμούς που προαναγγέλλουν το βίαιο κύριο θέμα (το οποίο αποτελεί μετασχηματισμό του πλαγίου θέματος του πρώτου μέρους)· αυτό αναπτύσσεται επί μακρόν μέχρι το σημείο εμφάνισης ενός δευτερεύοντος θέματος, το οποίο αφού προσφέρει μια σύντομη ανάπαυλα παραχωρεί την θέση του στις εναρκτήριες σφοδρές συγχορδίες. Στην μεσαία ενότητα του μέρους εμφανίζεται αρχικά ένας νέος, λαϊκότροπος χορευτικός σκοπός· λίγο παρακάτω όμως, εισάγεται ανεπαίσθητα στο τσέλλο το χαρακτηριστικό σπερματικό μοτίβο του πρώτου μέρους, το οποίο σταδιακώς εκτοπίζει την προηγούμενη μελωδική ιδέα και οδηγεί σε κλιμάκωση. Στην επανέκθεση δε, η οποία ακολουθεί άμεσα, δίνεται περαιτέρω έμφαση στο συγχορδιακό στοιχείο, ενώ η σύντομη coda αφιερώνεται αποκλειστικώς στο σπερματικό μοτίβο και οδηγεί σε κατάληξη παρόμοια με εκείνη του πρώτου μέρους.
17.10.2002
© Ιωάννης Φούλιας