Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Béla Bartók (1881-1945): Αντιθέσεις, για κλαρινέττο, βιολί και πιάνο, Sz. 111

Το 1938 ο ούγγρος συνθέτης Béla Bartók έλαβε μιαν επιστολή από τον περίφημο βιολονίστα και εγκάρδιο φίλο του Joseph Szigeti, με την παράκληση εκ μέρους του αμερικανού κλαρινεττίστα της τζαζ Benny Goodman να γράψει ένα σύντομο έργο για βιολί, κλαρινέττο και πιάνο, το οποίο θα μπορούσε να ηχογραφηθεί στις δύο πλευρές ενός και του αυτού δίσκου γραμμοφώνου. Ο Bartók ανέλαβε δίχως καθυστέρηση να υλοποιήσει αυτήν την παραγγελία, όμως οι Αντιθέσεις του (Sz. 111) επεκτάθηκαν γρήγορα σε ένα τριμερές έργο με διάρκεια σχεδόν τριπλάσια απ’ όση επιθυμούσαν οι Szigeti και Goodman! Ακόμη λοιπόν και αν στην πρώτη εκτέλεση του έργου, που δόθηκε από τους δύο προαναφερόμενους μουσικούς και τον πιανίστα Endre Petri στις 9 Ιανουαρίου 1939 στην Νέα Υόρκη, παίχθηκαν μόνο τα δύο εξωτερικά μέρη, γρήγορα κατέστη φανερό ότι δεν υπήρχε κανένας σοβαρός λόγος ώστε να μην καθιερωθεί η ολοκληρωμένη εκδοχή των Αντιθέσεων τόσο στον συναυλιακό χώρο – χάρη και στην επανερμηνεία του έργου στην Νέα Υόρκη, στις 21 Απριλίου του επομένου έτους, από τον Szigeti, τον Goodman και τον ίδιο τον συνθέτη στο πιάνο – όσο και στην δισκογραφία. Το 1942, προσέτι, είδε το φως η πρώτη έκδοση της πλήρους παρτιτούρας του Bartók, που αφιερώθηκε εύλογα στους Szigeti και Goodman.

Ο τίτλος του έργου αναφέρεται εξίσου στις ποικίλες ηχοχρωματικές αντιθέσεις που παράγονται ανάμεσα σε ένα έγχορδο, ένα πνευστό και ένα “κρουστό” πληκτροφόρο όργανο, όσο και μεταξύ των διαφόρων λαϊκών χορευτικών μοτίβων και θεμάτων ουγγρικής και ρουμανικής προελεύσεως που αποτελούν την βάση και των τριών μερών. Το πρώτο εξ αυτών (Moderato, ben ritmato) φέρει την ονομασία Verbunkos, παραπέμποντας έτσι σε ένα είδος ουγγρικών “χορών στρατολόγησης” της αυτοκρατορικής εποχής. Το χαριτωμένο και ευέλικτο βασικό του θέμα εισάγεται από το κλαρινέττο και αργότερα παραλλάσσεται από το βιολί, προτού αντιπαρατεθεί με δύο άλλες ιδέες – μία περισσότερο ήσυχη και λυρική και μία ενεργητικότερη και ιδιαιτέρως αιχμηρή από ρυθμικής επόψεως. Η επαναφορά του αρχικού θέματος εξυφαίνεται κατόπιν με αρκετή φαιδρότητα και ρευστοποιείται προβάλλοντας πλέον περισσότερο το μέρος του πιάνου, ενώ μια σύντομη καντέντσα του κλαρινέττου με υπομνήσεις στοιχείων της τζαζ οδηγεί στην ήρεμη καταληκτική “αποσύνθεση” του βασικού μοτιβικού υλικού. Στο “καταπραϋντικό” αργό δεύτερο μέρος (Pihenő: Lento), ο συνθέτης φέρει σε αντιπαράθεση πρωτίστως τον ήχο του βιολιού και του κλαρινέττου από κοινού προς εκείνον του πιάνου. Εξ αρχής, δε, διαφαίνεται ο εσωστρεφής χαρακτήρας του εν λόγω κομματιού, το οποίο στερείται εκτεταμένων θεματικών ιδεών και εξελίσσεται στην βάση ηχοχρωματικών “συμβάντων” που υποβάλλουν την μυστηριακή ατμόσφαιρα της “νυχτερινής μουσικής” του Bartók. Το τελικό μέρος του έργου, πάλι, είναι ένας “γρήγορος χορός” (Sebes: Allegro vivace) με εντονότατο φολκλορικό χρώμα, που ξεκινά με ένα ξεκούρδιστο “λαϊκό” βιολί και εξελίσσεται με ξέφρενο ρυθμικό παλμό, ιδιαίτερο δυναμισμό αλλά και πολλές απότομες εναλλαγές θεματικών στοιχείων και διαθέσεων. Η μεσαία ενότητά του περιέρχεται κατόπιν σε βαθύ αναστοχασμό, αναδεικνύοντας παράλληλα τα σύνθετα μέτρα της ουγγρικής μουσικής παραδόσεως· όμως η ζωηρότητα των βασικών θεματικών του ιδεών δεν αργεί να επανέλθει στο προσκήνιο και να οδηγήσει με χιούμορ σε μιαν απαστράπτουσας δεξιοτεχνίας μικρή καντέντσα του βιολιού, προτού μια σειρά νέων παραλλαγμάτων του δεδομένου θεματικού υλικού βρει, ομοίως, το δικό της επιστέγασμα σε ένα εξόχως κωμικό και διαχυτικό κλείσιμο.

25.09.2008


© Ιωάννης Φούλιας