Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949): 4 σπουδές για πιάνο

Ο κύκλος των τεσσάρων σπουδών για πιάνο συνετέθη το 1941 και συνιστά το τελευταίο μεγάλο πιανιστικό έργο του Σκαλκώτα, γραμμένο σε ελεύθερο ατονικό ιδίωμα. Ο τίτλος είναι εν μέρει παραπλανητικός, καθώς αφ’ ενός μεν η τεχνική και η ερμηνευτική δυσκολία των σπουδών είναι γνώρισμα κοινό της συνολικής πιανιστικής δημιουργίας του συνθέτη, αφ’ ετέρου δε τόσο η διαδοχή των τεσσάρων κομματιών όσο και οι μοτιβικές σχέσεις της πρώτης σπουδής προς την τρίτη προσδίδουν στο σύνολο μια κυκλικότητα και εν τέλει την δυναμική μιας τετραμερούς σουΐτας.

Η πρώτη σπουδή (Andante) ξεκινά με μια πολυεπίπεδη, ιδιαιτέρως μελωδική ιδέα, η ανάπτυξη της οποίας οδηγεί προοδευτικά σε συγχορδιακή γραφή. Μια δεύτερη ιδέα εμφανίζεται κατόπιν, με εξίσου εκφραστικό χαρακτήρα και ήρεμη διάθεση. Το μεσαίο τμήμα αποκτά μεγαλύτερη κινητικότητα με τις ομάδες εξαήχων δεκάτων-έκτων, αλλά και δυναμισμό εξαιτίας της πυκνότητας μιας ως επί το πλείστον συγχορδιακής υφής. Στο τρίτο και τελευταίο δομικό τμήμα, εξ άλλου, επανεκτίθενται εν συνόψει οι δύο μελωδικές ιδέες του πρώτου τμήματος και μάλιστα σε συνδυασμό με στοιχεία του δευτέρου.

Η δεύτερη (Presto) είναι μια καθαρά δεξιοτεχνική σπουδή, με έμφαση στις διπλές νότες που τίθενται εναλλάξ στο αριστερό και στο δεξί χέρι καθ’ όλην σχεδόν την διάρκειά της. Σε ρυθμό 7/4 εισάγεται μια κίνηση κατά συγχορδίες με ανιούσα πορεία, η οποία στην εξέλιξη του κομματιού προσλαμβάνει τον ρόλο ενός ritornello, που διακόπτει την κατά τα άλλα συνεχή ροή ογδόων. Καθώς λοιπόν τα περιεχόμενα της σπουδής αυτής παρουσιάζουν στο σύνολό τους μια μάλλον αδιάρρηκτη ενότητα, το στοιχείο που διαφοροποιεί το μεσαίο τμήμα του τριμερούς μακροδομικού της σχεδιασμού έγκειται πρωτίστως στην εμφάνιση μιας πιο αργής ρυθμικώς μελωδικής γραμμής, σε αντιδιαστολή προς την κίνηση κατά όγδοα που εδώ πλέον προσλαμβάνει συνοδευτικό ρόλο (αν και σε ένα κεντρικό σημείο η τελευταία αναπτύσσεται κατ’ αποκλειστικότητα). Η επαναδιατύπωση των ρυθμικομελωδικών στοιχείων του αρχικού τμήματος στο τελευταίο είναι και σε αυτήν την περίπτωση συμπυκνωμένη.

Η ένδειξη “Tempo di Valse” της τρίτης σπουδής προσδιορίζει τόσο την χρονική της αγωγή όσο και τον χαρακτήρα της. Η γραφή συνολικά είναι απλούστερη σε σχέση με τις υπόλοιπες σπουδές του κύκλου, η διάθεση δε κατ’ εξοχήν χορευτική. Η τριμερής δόμηση, εξ άλλου, καθίσταται σχετικώς εύκολα αντιληπτή στην παρούσα περίπτωση. Στην συχνή μεταφορά της βασικής μελωδικής γραμμής σε διάφορες ηχητικές περιοχές, στην περιστασιακή εμφάνιση συγχορδιών που διακόπτουν την επικρατούσα ρυθμική ροή του στυλιζαρισμένου χορού, στο δυναμικό ξέσπασμα με αλλεπάλληλες συγχορδίες στα μέσα του δευτέρου τμήματος, αλλά και στην λιτή και κάπως μυστηριώδη κατάληξη του κομματιού, μπορεί κανείς να διακρίνει μιαν ενορχηστρωτική συνθετική αντίληψη αλλά και ένα σκωπτικό πνεύμα.

Η τέταρτη σπουδή (Allegro vivace) είναι χειμαρρώδης και – σε αναλογία με την δεύτερη – πολύ δεξιοτεχνική. Στο πρώτο τμήμα κυριαρχούν τα συνοδευτικά εξάηχα δεκάτων-έκτων, τα οποία γίνονται όχημα δύο αντιθετικών μεταξύ τους ιδεών, που δίνουν έμφαση στο ρυθμικό και το μελωδικό στοιχείο, αντιστοίχως. Η επανάληψή τους οδηγεί στο δεύτερο τμήμα, όπου αναπτύσσονται αρχικώς τα εξάηχα δεκάτων-έκτων και έπειτα το ρυθμικό πρότυπο της πρώτης θεματικής ιδέας. Η επάνοδος της πρώτης αυτής ιδέας καθ’ εαυτή ακολουθεί πάραυτα, δίχως ωστόσο την συνοδεία των εξαήχων, γεγονός που καθιστά δυσδιάκριτο το σημείο ενάρξεως του τρίτου μακροδομικού τμήματος, το οποίο κατά κάποιον τρόπο προσκολλάται στο δεύτερο. Η δεύτερη ιδέα, εξ άλλου, επανεμφανίζεται παρακάτω με μιαν ύφανση πυκνότερη της αρχικής της παρουσίας στην σπουδή. Το έργο ολοκληρώνεται με μια δυναμική κλιμάκωση και με την επαναφορά της πρώτης ιδέας στο αριστερό χέρι· η τελική συγχορδία της Ντο-μείζονος, ωστόσο, αποτελεί σίγουρα ένα τελείως αναπάντεχο γεγονός!

19.10.1999


© Ιωάννης Φούλιας