Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Γεώργιος Πονηρίδης (1885-1982): Πρελούδιο και φούγκα για ορχήστρα εγχόρδων

Ο Γεώργιος Πονηρίδης γεννήθηκε στην Χαλκηδόνα του Βοσπόρου και έλαβε ευρεία μουσική μόρφωση στην Κωνσταντινούπολη, προτού συνεχίσει τις σπουδές του στο βιολί και την σύνθεση στο Βέλγιο (1910-1918) αλλά και στην Γαλλία (1918-1925), όπου σταδιοδρόμησε και επαγγελματικά μέχρι την οριστική του εγκατάσταση στην Ελλάδα το 1938. Από την πληθωρική συνθετική του παραγωγή, μικρό μόνο μέρος έχει διαδοθεί μέχρι στιγμής σε ικανοποιητικό βαθμό, αποκαλύπτοντας έναν κοσμοπολίτη αλλά και διαρκώς ανήσυχο δημιουργό, ο οποίος αφομοίωνε κατά περιόδους στα έργα του – με την ίδια ευχέρεια και αποτελεσματικότητα – τον γαλλικό νεοκλασσικισμό, την πεμπτουσία του ύφους της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής ή επιλεγμένα μέσα και τεχνικές της νεωτεριστικής ατονικής και σειραϊκής μουσικής γραφής.

Το Πρελούδιο και φούγκα για ορχήστρα εγχόρδων είναι ένα από τα πρωτόλεια έργα του, καθώς γράφηκε το 1919 στο Παρίσι, όταν ο Πονηρίδης μελετούσε ακόμη αντίστιξη με τον Vincent d’Indy στην περίφημη Schola Cantorum. Αν και η πρώτη του γραφή ήταν για εκκλησιαστικό όργανο, η μεταγραφή του για ορχήστρα εγχόρδων επέτρεψε σε αυτό το αρκετά συμβατικό “δίπτυχο” να καταστεί τελικά μία από τις γνωστότερες εν γένει συνθέσεις του Πονηρίδη. Το Πρελούδιο (Adagio) παραμένει καθ’ όλην την εξέλιξή του τρίφωνο και μονοθεματικό, στον βαθμό που η βασική μελαγχολική ιδέα των βιολιών στην φα-ελάσσονα εκλαμβάνεται ως σταθερό αφετηριακό σημείο για όλες τις μετέπειτα μελωδικές εξυφάνσεις σε συγγενικές τονικότητες πάνω από την αδιάλειπτη ροή των συνοδευτικών μορφωμάτων των βιολών και των βαθύφωνων εγχόρδων, ενώ η ύστερη τονική της επαναφορά ορίζει περαιτέρω με σαφήνεια την τριμερή μακροδομική διάρθρωση του εν λόγω κομματιού. Η τετράφωνη Φούγκα (Allegro moderato), από την άλλη πλευρά, ανοίγει με μια σύντομη αλλά δυναμική εισαγωγή, σπεύδοντας ουσιαστικά να προαναγγείλει το αποφασιστικό της θέμα σε φα-ελάσσονα, προτού το εκθέσει ολοκληρωμένο στις διαδοχικά εισερχόμενες φωνές και σε συνδυασμό με ένα πάγιο αντίθεμα, το οποίο εξάγεται από την ορμητική κατάληξη του ιδίου του θέματος. Ακολουθώντας σε γενικές γραμμές το δομικό πρότυπο μιας “σχολικής φούγκας”, ο συνθέτης αφιερώνει λοιπόν τα δύο τρίτα περίπου της συνολικής εκτάσεως της δικής του φούγκας σε μια πρώτη μακροδομική ενότητα, στην οποία μεμονωμένες ή ανά ζεύγη παραθέσεις του θέματος σε άλλα τονικά κέντρα (πάντοτε όμως στον ελάσσονα τρόπο) εναλλάσσονται με την διεξοδικότατη ανάπτυξη του μοτιβικού του υλικού σε σειρά μιμητικών και μετατροπικών επεισοδίων, καταλήγοντας σε έναν πολύ πυκνό αντιστικτικά ισοκράτη επί της δεσπόζουσας. Η συνοπτικότερη δεύτερη ενότητα, προσέτι, επικεντρώνεται ευθύς εξ αρχής σε επάλληλους κανόνες (stretti) και ενδιάμεσα επεισόδια επί τη βάσει της κεντρικής θεματικής ιδέας της φούγκας, η οποία μάλιστα με την έναρξη της νέας αυτής διαδικασίας ανασυγκροτείται στην πρωτογενή της ολότητα, προτού η χαρακτηριστική κεφαλή της αποσπασθεί και αξιοποιηθεί αυτόνομα στην προοδευτικά ενδελεχέστερη επεξεργασία της που ακολουθεί και η οποία επιστεγάζεται με έναν καταληκτικό ισοκράτη επί της τονικής.

27.09.2008


© Ιωάννης Φούλιας