Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Bohuslav Martinů (1890-1959): Παραλλαγές πάνω σ’ ένα σλοβάκικο λαϊκό τραγούδι, για βιολοντσέλλο και πιάνο, H. 378

Ο Τσέχος Bohuslav Martinů εξακολουθούσε να είναι ιδιαίτερα παραγωγικός ως συνθέτης κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, παρά την σημαντική επιδείνωση που είχε εν τω μεταξύ υποστεί η υγεία του. Οι Παραλλαγές πάνω σ’ ένα σλοβάκικο λαϊκό τραγούδι, για βιολοντσέλλο και πιάνο, H. 378, είναι ένα από τα εντελώς τελευταία του έργα, γραμμένο τον Μάρτιο του 1959 (πέντε μόλις μήνες πριν τον θάνατό του) στο Pratteln της Ελβετίας, όπου ο δημιουργός απολάμβανε την φιλοξενία του διάσημου αρχιμουσικού Paul Sacher. Μάλιστα, η πρώτη εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου έμελλε να είναι “μεταθανάτια”, αφού έλαβε χώραν στις 17 Οκτωβρίου του ιδίου έτους στην Πράγα, από τον τσελλίστα Saša Večtomov και τον πιανίστα Vladimír Topinka. Ως θέμα αξιοποιείται εν προκειμένω το σλοβάκικο λαϊκό τραγούδι “Kde bych já veděla” («Αν γνώριζα»), το οποίο παρουσιάζεται από το τσέλλο με λιτή πιανιστική συνοδεία, έχοντας όμως ήδη προαναγγελθεί από το πιάνο στο πλαίσιο μιας σύντομης ορμητικής-ελεγειακής εισαγωγής που παραπέμπει έως έναν βαθμό στην εκτελεστική πρακτική του λαϊκού τσίμπαλομ (ενός είδους σαντουριού της κεντρο-ανατολικής Ευρώπης)· πρόκειται για ένα διμερές θέμα, έντονα θρηνητικού χαρακτήρος και απαγγελτικού ύφους (Poco andante, rubato), το οποίο χρησιμεύει ως αφετηρία για πέντε συνολικά παραλλαγές. Η πρώτη από αυτές (Moderato) προσδίδει στην αρχική μελωδία μεγαλύτερη κινητικότητα και ευελιξία και την συνοδεύει με συνεχείς ρυθμικές συγκοπές, ενώ ειδικά στο δεύτερο δομικό της τμήμα επιτρέπει στο τσέλλο να προσλάβει εξόχως δεξιοτεχνική υφή, προτού φθάσει στην αργόσυρτη και οδυνηρή της κατάληξη που ανακαλεί αμεσότερα εκείνη του θέματος. Ομοίως, η ακόλουθη παραλλαγή (Poco allegro) είναι μεν ακόμη πιο ενεργητική – σχεδόν “ηλεκτρισμένη”, θα μπορούσε κανείς να πει – στο πρώτο της τμήμα, αλλά από εκεί και ύστερα εξελίσσεται με ιδιαίτερο λυρισμό και ολοκληρώνεται πολύ ήρεμα. Με αυτόν τον τρόπο, βέβαια, οδηγεί ομαλά και στην κατ’ εξοχήν “αργή” τρίτη παραλλαγή (Moderato), η οποία εισάγεται με υποβλητικότητα από το πιάνο και μετουσιώνει το δεδομένο θεματικό υλικό στην πλατιά – μάλλον αιθέρια, παρά μελαγχολική – μελωδική γραμμή του τσέλλου. Η τέταρτη παραλλαγή (Scherzo: allegretto), απεναντίας, επαναφέρει στο προσκήνιο ζωηρά μοτίβα που αναπτύσσονται με ορμητική διάθεση πρώτα από το τσέλλο και έπειτα από το πιάνο, έως ότου αρχίσουν σταδιακά να καταλαγιάζουν στο δεύτερο δομικό της σκέλος, το οποίο εν τέλει επανέρχεται στην βαριά ατμόσφαιρα του θέματος. Παρ’ όλα αυτά, η πέμπτη και τελευταία παραλλαγή (Allegro) αίρει οριστικά και αμετάκλητα τον ζοφερό χαρακτήρα του θέματος με τις σπινθηροβόλες μελωδικές της χειρονομίες και τον λαϊκότροπο χορευτικό της παλμό, διατηρώντας προσέτι στο ακέραιο το σφρίγος της μέχρι την λαμπερή της απόληξη.

19.11.2008


© Ιωάννης Φούλιας