Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791): Κοντσέρτο για δύο πιάνα, σε Μι-ύφεση-μείζονα, KV 316a / 365

Το μοναδικό κοντσέρτο του Wolfgang Amadeus Mozart για δύο πιάνα, KV 316a / 365, παρ’ ότι αχρονολόγητο, γράφηκε κατά πάσαν πιθανότητα το 1779, λίγο μετά την επιστροφή του στο Salzburg από το μεγάλο του ταξίδι στο Mannheim και το Παρίσι. Αν και πρέπει να θεωρείται βέβαιη η παρουσίασή του στην γενέτειρα του συνθέτη μέχρι το 1780, με σολίστες τον ίδιο και την αδελφή του Maria Anna (“Nannerl”), ωστόσο οι πρώτες τεκμηριωμένες εκτελέσεις του διπλού αυτού κοντσέρτου έλαβαν χώραν στην Βιέννη, στις 23 Νοεμβρίου του 1781 και στις 26 Μαΐου του επομένου έτους· μάλιστα, η αναδρομική προσθήκη κλαρινέττων, τρομπετών και τυμπάνων στην αρχική ενορχήστρωση (για ζεύγη όμποε, φαγγόττων, κόρνων και έγχορδα) φαίνεται πως πραγματοποιήθηκε ειδικά για τις ανάγκες της δεύτερης εξ αυτών των βιεννέζικων εκτελέσεων, στις οποίες το μέρος του δεύτερου πιάνου ερμήνευσε η Josephine von Auernhammer, μια από τις πρώτες μαθήτριες του Mozart στην αυστριακή πρωτεύουσα.

Το λαμπρό πρώτο μέρος του έργου, ένα Allegro σε Μι-ύφεση-μείζονα, ακολουθεί τις δομικές προδιαγραφές της τριμερούς σονάτας κοντσέρτου. Όσο όμως και αν το εναρκτήριο ritornello ανοίγει τυπικά, με το κύριο θέμα ολόκληρου του μέρους, όλες οι υπόλοιπες – και ως επί το πλείστον φανταχτερές – ιδέες που περιλαμβάνει στην πραγματικότητα είναι μάλλον δευτερευούσης σημασίας για την περαιτέρω μακροδομική εξέλιξη. Έτσι, στην σολιστική έκθεση, τα δύο πιάνα, αφού παρουσιάσουν διαδοχικά την κύρια θεματική ιδέα, συνεχίζουν τον μεταξύ τους διάλογο με μια πληθώρα νέων μεταβατικών, πλαγίων και καταληκτικών ιδεών, θέτοντας παράλληλα στο περιθώριο την ορχήστρα, η οποία αρκείται στο τέλος στην απλή επικύρωση της δευτερεύουσας τονικότητος της Σι-ύφεση-μείζονος με την αναδρομή σε μία και μόνον από τις καταληκτικές ιδέες του εναρκτήριου ritornello στο σύντομο δεύτερο. Κατά τρόπον ενδιαφέροντα, εντούτοις, η μετατροπική πορεία της επεξεργασίας λαμβάνει κατόπιν ως αφετηρία της μία άλλη από τις ενδιάμεσες ιδέες του εναρκτήριου ritornello, η οποία βέβαια παρουσιάζεται τώρα εναλλάξ από τους δύο σολίστες, όπως και δύο ακόμη καινούργιες ιδέες (μια πρώτη, σφοδρή και δραματική, καθώς και μια δεύτερη, σαφώς ηπιότερου χαρακτήρος), η εξύφανση των οποίων οδηγεί στο τρίτο ritornello, που αφ’ ενός μεν λειτουργεί εξίσου ως συνδετικό πέρασμα προς την επανέκθεση αλλά και ως ορχηστρική επαναφορά της έναρξης του κυρίου θέματος σε αυτήν, και αφ’ ετέρου επιτρέπει στο εσωτερικό του την αντιπαράθεση των σολιστικών οργάνων προς την ορχήστρα, στην βάση υλικού που – και πάλι – προέρχεται από το εναρκτήριο ritornello. Ίσως όμως ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση προξενεί εν τέλει η μεταστροφή της κύριας θεματικής ιδέας στον ελάσσονα τρόπο κατά την ακόλουθη σολιστική επανέκθεσή της, την οποία διαδέχεται άμεσα η επαναφορά των περιεχομένων της πλάγιας θεματικής ομάδος στην Μι-ύφεση-μείζονα, εν αντιθέσει προς το καταληκτικό σολιστικό υλικό που εδώ αντικαθίσταται πλήρως από νέες αναφορές στο κύριο θέμα (στον μείζονα τρόπο πλέον) καθώς και καινούργια δεξιοτεχνικά περάσματα προς το τέταρτο και τελευταίο ritornello, το οποίο σε πρώτη φάση προετοιμάζει την (καταγεγραμμένη από τον συνθέτη) καντέντσα των δύο σολιστών με άλλη μία από τις μέχρι τούδε αγνοημένες ιδέες του εναρκτήριου ritornello, ενώ αμέσως μετά επιστεγάζει το μέρος, επαναφέροντας αυτούσιο όλο το διαθέσιμο καταληκτικό υλικό του πρώτου ritornello.

Ο ασυνήθιστος εμπλουτισμός μιας τριμερούς μορφής με ορχηστρικά ritornelli που επιτυγχάνεται στο αργό μέρος (Andante) του διπλού αυτού κοντσέρτου είναι μοναδικός στο συνολικό έργο του Mozart και – πιθανότατα – σε όλο το κλασσικό ρεπερτόριο. Το εναρκτήριο ritornello παρουσιάζει κατ’ αρχάς στην Σι-ύφεση-μείζονα την κύρια και μία από τις δευτερεύουσες θεματικές ιδέες, που μαζί με μερικές ακόμη εξυφαίνονται σε μεγαλύτερη έκταση στην ακόλουθη σολιστική πρώτη ενότητα, όπου μάλιστα ο αρχικός παραγκωνισμός της ορχήστρας, χάριν του διαλόγου που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο πιάνων, αντισταθμίζεται αργότερα με την μελωδική ανάδειξη των εγχόρδων αλλά και των δύο όμποε. Το σύντομο ενδιάμεσο ritornello επικυρώνει κατόπιν με μια καταληκτική ιδέα την βασική τονικότητα, προτού στραφεί προς την Μι-ύφεση-μείζονα, από την οποία ξεκινά την δική της πορεία η μετατροπική μεσαία ενότητα του μέρους, που βασίζεται σε δύο νέες ιδέες και, ρευστοποιώντας προοδευτικά την δεύτερη εξ αυτών, οδηγεί ομαλά σε μια πλήρη τονική επαναφορά των περιεχομένων της πρώτης ενότητος, με τροποποιήσεις αποκλειστικά ποικιλματικού τύπου. Απεναντίας, η μικρή καταληκτική ιδέα του ενδιάμεσου ritornello δεν ανακαλείται πλέον μόνον από την ορχήστρα, αλλά επαναλαμβάνεται παρηλλαγμένη από τους δύο σολίστες και προεκτείνεται με νέες “αποχαιρετιστήριες” χειρονομίες, που διευρύνουν αναπάντεχα το τελικό ritornello της υβριδικής αυτής μορφής σε αυτόνομη coda.

Το τελικό Rondeau: allegro σε Μι-ύφεση-μείζονα προσλαμβάνει την μεικτή μορφή ενός ρόντο-σονάτας, το οποίο μάλιστα διαθέτει δύο κύριες θεματικές ιδέες: η ορχηστρική πρώτη συνιστά το ζωηρό επωδικό θέμα της συνολικής μακροδομικής κατασκευής, ενώ η σολιστική – και κάπως πιο ήσυχη – δεύτερη χρησιμεύει ως αφετηρία μιας πλήρους εκθέσεως σονάτας, στην εξέλιξη της οποίας οι δύο σολίστες παρουσιάζουν πάντοτε εν είδει διαλόγου νέες μεταβατικές, πλάγιες αλλά και καταληκτικές θεματικές ιδέες στην Σι-ύφεση-μείζονα, γεμάτες ζωντάνια και με αδιάλειπτο ρυθμικό παλμό. Με την μεσολάβηση ενός σολιστικού συνδετικού περάσματος, προσέτι, το επωδικό κύριο θέμα επανεισάγεται τόσο από τους σολίστες όσο και από την ορχήστρα, προτού κάνει την εμφάνισή του το ορμητικό τριμερές θέμα σε ντο-ελάσσονα του κεντρικού επεισοδίου, στην πορεία του οποίου τα δύο πιάνα συνεργάζονται όλο και πιο “εποικοδομητικά” με το ορχηστρικό σύνολο. Έτσι, με την συνδρομή ενός ακόμη συνδετικού περάσματος, το επωδικό κύριο θέμα επανεμφανίζεται σε σολιστική και ορχηστρική εκδοχή, ενώ το δεύτερο κύριο θέμα αρχίζει αμέσως μετά να αναπτύσσεται μετατροπικά από πιάνο σε πιάνο, πριν την επανέκθεση του μεταβατικού και του πλαγίου θεματικού υλικού στην βασική τονικότητα του έργου· τουναντίον, οι καταληκτικές ιδέες εκτοπίζονται στο σημείο αυτό από καινούργια, εμφανώς πιο δεξιοτεχνικά περάσματα, ενώ μια σφριγηλή παρέμβαση της ορχήστρας προετοιμάζει κατόπιν την (πλήρως καταγεγραμμένη) καντέντσα των δύο σολιστών, την οποία πλέον διαδέχεται εν είδει coda μια ύστατη – σολιστική αλλά και ορχηστρική – αναδρομή στο επωδικό κύριο θέμα.

11.11.2008


© Ιωάννης Φούλιας