Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Johannes Brahms (1833-1897): Τρίο με πιάνο αρ. 1 σε Σι-μείζονα, opus 8

Το πρώτο από τα τρία τρίο με πιάνο του Brahms παρουσιάζει την πλέον πολυκύμαντη ιστορία. Γραμμένο αρχικά τον Ιανουάριο του 1854 στο Αννόβερο, εξεδόθη στα τέλη του ιδίου έτους υπό τον αριθμό opus 8 και παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά σε συναυλιακό κοινό το 1855 στην Νέα Υόρκη. 35 χρόνια αργότερα (το καλοκαίρι του 1889 στο Ischl), εντούτοις, ο συνθέτης, παρακινούμενος από πρόταση του εκδότη Simrock, προχώρησε σε εκτεταμένη αναθεώρηση του νεανικού αυτού έργου (η οποία περιλαμβάνει ακόμη και σημαντικές περικοπές), ώστε χαριτολογώντας να αναφέρεται αργότερα – σε επιστολή του προς την Clara Schumann – στο… “opus 108”! Η δεύτερη αυτή εκδοχή εκτελέσθηκε δημοσίως για πρώτη φορά το 1890 στην Βουδαπέστη με την συμμετοχή και του ιδίου του Brahms και εξεδόθη το 1891 (εκ νέου ως opus 8), χωρίς παράλληλα να αποσυρθεί η παλαιότερη εκδοχή· στο συναυλιακό ρεπερτόριο, πάντως, η μεταγενέστερη αναθεώρηση έχει πλέον υποκαταστήσει την πρωτότυπη παρτιτούρα.

Η λυρική πρώτη ιδέα του Allegro con brio στην Σι-μείζονα εισάγεται από το πιάνο, ενώ με την σταδιακή είσοδο του τσέλλου και του βιολιού μεταβάλλει προοδευτικά τον χαρακτήρα της σε εκστατικό. Ακολουθεί ένα πλάγιο θέμα στην σολ-δίεση-ελάσσονα, επίσης ήρεμο στην αρχή, αλλά πιο επιβλητικό και παθητικό στην εξέλιξή του. Παρακάτω, η ενότητα της επεξεργασίας ανοίγει δίχως να γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτή και γρήγορα οδηγεί σε μια πρώτη δραματική κορύφωση· έπειτα όμως καταλαγιάζει και προβάλλοντας την μελωδική παράμετρο περιπλανάται σε διάφορα τονικά κέντρα, πριν την πραγμάτωση μιας δεύτερης κλιμάκωσης με ιδιαιτέρως βαρύ χαρακτήρα. Η επανέκθεση του κυρίου θέματος ξεκινά από την σολ-δίεση-ελάσσονα και σταδιακώς επαναπροσεγγίζει την αρχική Σι-μείζονα, ενώ το πλάγιο θέμα επανεμφανίζεται κατόπιν στην ομώνυμη σι-ελάσσονα. Στην coda, εξ άλλου, το κύριο θέμα παρουσιάζεται αρχικά σε πλήρη χαλάρωση ως νοσταλγική ανάμνηση, αλλά τελικά ανασυντάσσεται προσφέροντας μιαν ηχηρή κατάληξη.

Το ρυθμικώς πολύ ενεργητικό και χαμηλόφωνο Scherzo: allegro molto στην σι-ελάσσονα αποπνέει αρχικά μυστηριακό χαρακτήρα. Η περαιτέρω ανάπτυξη του βασικού του μοτίβου διατηρεί την ρυθμική του ταυτότητα και συγκρατεί τα πολλαπλά δυναμικά ξεσπάσματα, ενώ η επαναφορά του πρώτου δομικού του τμήματος συνδυάζεται με νέα μελωδικά περιεχόμενα. Το Trio: meno allegro στην Σι-μείζονα χαρακτηρίζεται από πλατιές μελωδικές γραμμές, πιο ήρεμο χαρακτήρα και ιδιαίτερη θέρμη που εξελίσσεται ανοδικά μέχρι την ηχητική αποτύπωση ενός θριάμβου. Το αγωνιώδες scherzo επαναλαμβάνεται στην συνέχεια, τελικά όμως καταλαγιάζει λυτρωτικά στον μείζονα τρόπο.

Το υμνητικό κύριο θέμα του αργού μέρους (Adagio) σε Σι-μείζονα διατυπώνεται ως στοχαστικός διάλογος κατ’ αντιφωνίαν ανάμεσα στο πιάνο και τα έγχορδα. Η μεσαία ενότητα στην σολ-δίεση-ελάσσονα αναδεικνύει μελωδίες ελεγειακής ποιότητος, δίνοντας έμφαση στην γραμμή του τσέλλου· ο ρυθμός τώρα γίνεται πιο κινητικός, δίχως ωστόσο να οδηγεί σε υπερβολικά ξεσπάσματα πόνου. Έπειτα επιστρέφει η πρώτη ενότητα, αρμονικώς και ρυθμικώς εμπλουτισμένη και με το πιάνο να συνοδεύει πλέον τις μελωδικές φράσεις των εγχόρδων.

Στο τελικό Allegro υπερισχύει ο ελάσσων τρόπος, που στα προηγούμενα μέρη είχε μεν σημαντική παρουσία, αλλά δεν επιβαλλόταν του μείζονος. Το τσέλλο εισάγει μια μελωδία στην σι-ελάσσονα γεμάτη παράπονο, η οποία κατόπιν επαναλαμβάνεται από το βιολί. Στο πρώτο αυτό θέμα αντιπαρατίθεται ένα λαμπερό πλάγιο θέμα στην Ρε-μείζονα που εμφανίζεται κατ’ αρχάς στο πιάνο. Στην συνέχεια επανεκτίθεται απ’ ευθείας το κύριο θέμα σε κλίμα μυστικισμού και αναπτύσσεται περαιτέρω, φθάνοντας σε μια κορύφωση γεμάτη πάθος. Η επανέκθεση του πλαγίου θέματος στην Σι-μείζονα συνιστά τώρα μονάχα μια τελευταία αναλαμπή, καθώς η επιστροφή του αρχικού θέματος στην coda επιβάλλει πλέον οριστικά την παθητική του διάθεση, η οποία μάλιστα κλιμακώνεται στην απελπιστικά τραγική κατάληξη του τελικού αυτού μέρους: η “κλασσική” πορεία από το σκοτάδι προς το φως, από το πάθος στην λύτρωση, στο “ρομαντικό” αυτό έργο έχει πλήρως αντιστραφεί!

14.09.2002


© Ιωάννης Φούλιας