Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Johann
Sebastian Bach (1685-1750): Χορικά από καντάτες (BWV 22 / 5, BWV 75 / 7 & 14,
BWV 79 / 3 και BWV 140 / 4)
Ο Bach εναρμόνισε μεγάλο αριθμό χορικών ασμάτων της λουθηρανικής εκκλησίας για τετράφωνη μεικτή χορωδία και προαιρετική, ως επί το πλείστον, οργανική συνοδεία· ένα σημαντικό μέρος αυτής της παραγωγής είναι ενταγμένο στις θρησκευτικές του καντάτες, οι οποίες πλαισίωναν με μουσική τις κυριακάτικες Λειτουργίες.
Το χορικό Ertöt uns durch dein Güte (Καταπράυνέ μας με την καλοσύνη σου) αποτελεί το πέμπτο και τελευταίο μέρος της καντάτας Jesus nahm zu sich die Zwölfe (Παραλαβών δε ο Ιησούς τους δώδεκα), BWV 22, η οποία παρουσιάσθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1723 στην Λειψία, την εποχή δηλαδή κατά την οποίαν ο Bach διεκδικούσε την θέση του κάντορα στον ναό του Αγίου Θωμά. Το κείμενο του χορικού, που αρχίζει με τον στίχο “Herr Christ, der einig Gott[e]s Sohn” (“Κύριε Ιησού Χριστέ, ο μονογενής του Θεού”), γράφηκε από την Elisabeth Kreuziger και εμφανίζεται ανώνυμα μελισμένο για πρώτη φορά σε μια συλλογή θρησκευτικών ασμάτων του 1524. Ο Bach εναρμονίζει με απλό τρόπο στις χορωδιακές φωνές τις επτά φράσεις της πρωτότυπης μελωδίας και διαχωρίζει την μία από την άλλη με ενδιάμεσες εκτενείς παύσεις. Αντιθέτως, το όμποε και τα πρώτα βιολιά αναπτύσσουν μια συνεχή μελωδική κίνηση δεκάτων-έκτων από την αρχή μέχρι το τέλος του κομματιού, με την συνοδευτική υποστήριξη και των υπολοίπων εγχόρδων· παράλληλα, η τακτική επαναφορά του περιεχομένου των πρώτων μέτρων τόσο ενδιάμεσα όσο και στο τέλος του χορικού, δημιουργεί έντονα την αίσθηση ενός ritornello και κατ’ επέκτασιν μιας μορφής ρόντο.
Στις 30 Μαΐου 1723, με την νέα του πλέον ιδιότητα του κάντορος του Αγίου Θωμά, ο Bach παρουσίασε στην Λειψία την καντάτα Die Elenden sollen essen (Φαγόντες πένητες), BWV 75. Τόσο το πρώτο, όσο και το δεύτερο μέρος της ολοκληρώνονται με δύο διαφορετικές ποιητικές στροφές του χορικού Was Gott tut, das ist wohlgetan (Ό,τι ο Θεός πράττει, είναι καλώς ποιημένο), σε ποίηση Samuel Rodigast και μελωδία του Severus Gastorius (1675). Η μελωδία του χορικού παρουσιάζεται και εδώ εναρμονισμένη στις χορωδιακές φωνές, με τομές ανάμεσα στις έξι μελωδικές φράσεις, ενώ τα όργανα (εν προκειμένω, δύο όμποε και έγχορδα) εκθέτουν μια μελωδική φράση, η οποία μάλιστα εκκινεί και αυτή από το εναρκτήριο μοτίβο της μελωδίας του χορικού (σε ρυθμική σμίκρυνση), αλλά εξελίσσεται σε ροή δεκάτων-έκτων που καταλήγει σε τέλεια πτώση. Σε αντίθεση όμως προς την προηγούμενη περίπτωση, εδώ το οργανικό μέρος δεν εξυφαίνεται καθ’ όλην την διάρκεια του κομματιού: η μοναδική μελωδική του φράση παρατίθεται στην συνέχεια χωρίς την παραμικρή παραλλαγή ή ανάπτυξη (με μόνη εξαίρεση την μεταφορά της στην υπερκείμενη πέμπτη για μία και μοναδική φορά), πότε εναλλασσόμενη και πότε συνδυαζόμενη με το φωνητικό μέρος.
Η καντάτα Gott, der Herr, ist Sonn und Schild (Ο Θεός, ο Κύριος, είναι ήλιος και ασπίδα), BWV 79, εκτελέσθηκε για πρώτη φορά στις 31 Οκτωβρίου 1725 στην Λειψία· περιλαμβάνει δύο χορικά, εκ των οποίων το Nun danket alle Gott (Ευχαριστήστε τώρα όλοι τον Θεό) – σε ποίηση του Martin Rinckart και μελωδία του Johann Crüger (1647) – συνιστά το τρίτο μέρος της εκκλησιαστικής καντάτας. Το ύφος του χορικού του Bach καθίσταται ιδιαιτέρως λαμπρό, χάρη στην χρήση δύο κόρνων και τυμπάνων με σολιστικό ρόλο, το περιεχόμενο των οποίων προέρχεται από το πρώτο μέρος της καντάτας. Στην πραγματικότητα άλλωστε, είναι το δικό τους μέρος αυτό που προβάλλεται περισσότερο, καθώς οι οκτώ σύντομες φράσεις του χορικού παρουσιάζονται στις χορωδιακές φωνές με πολύ λιτή εναρμόνιση και με αναλογικά τεράστιες παύσεις ανάμεσά τους! Τα κενά αυτά καλύπτονται βέβαια από τις φανφάρες και τις λοιπές μελωδικές φιγούρες των χαλκίνων, τα οποία μάλιστα, έχοντας εν τέλει εκτοπίσει ακόμη και την ίδια την μελωδία του χορικού από το προσκήνιο, αναλαμβάνουν να ολοκληρώσουν το κομμάτι, προσδίδοντάς του ένα τριμερές μακροδομικό περίγραμμα.
Το περίφημο χορικό Wachet auf, ruft uns die Stimme (Εγερθείτε, μας καλεί η φωνή) βασίζεται σε μια μελωδία του περίφημου Αρχιτραγουδιστή Hans Sachs από το 1513, που διαδόθηκε υπό τον τίτλο Silberweise (ο ασημένιος σκοπός) και η οποία το 1599 διασκευάσθηκε από τον Philipp Nicolai για να προσαρμοσθεί στο θρησκευτικού περιεχομένου κείμενό του, με το οποίο παρέμεινε γνωστή ως τις μέρες μας. Ο ύμνος αυτός αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, τον κορμό της ομότιτλης καντάτας του Bach, BWV 140, που ερμηνεύθηκε για πρώτη φορά στις 25 Νοεμβρίου 1731 στην Λειψία: η πρώτη στροφή του χορικού αντιμετωπίζεται στο πρώτο μέρος της καντάτας ως αφορμή για ένα μεγαλοπρεπές και εκτενές χορωδιακό, η δεύτερη διαμορφώνει το (μεσαίο) τέταρτο μέρος εν είδει σολιστικής άριας και η τρίτη εναρμονίζεται απλά ως τετράφωνο καταληκτικό χορικό στο έβδομο μέρος του έργου. Το τέταρτο μέρος μεταγράφηκε αργότερα από τον ίδιο τον Bach για (εκκλησιαστικό) όργανο και μάλιστα εκδόθηκε ως πρώτο (BWV 645) στην συλλογή 6 χορικών πρελουδίων που επιμελήθηκε ο Johann Georg Schübler περί το 1748-1749. Σε αυτό το πάρα πολύ γνωστό κομμάτι, η πρωτότυπη μελωδία – που ακολουθεί την τυπική για τους Αρχιτραγουδιστές τριμερή μορφή Bar (με δύο πρώτες, μελωδικά ταυτόσημες περιόδους καθώς και μία τρίτη και τελευταία, διαφορετικού περιεχομένου) – συνδυάζεται με μία “υποχρεωτική” οργανική φωνή, που εκτείνεται σε μεγάλο εύρος και αποδεικνύεται αρκετά ευέλικτη και ενεργητική, ενώ αμφότερες υποστηρίζονται από ένα στιβαρό και ευρισκόμενο σε συνεχή κίνηση βάσιμο.
13.10.2003
© Ιωάννης Φούλιας